Οι πρωταγωνιστές αυτού του θεάματος δεν είναι άλλοι από τους δημοσιογραφίσκους της μαρκίζας (και τον Μάκη τον Γιομπαζολιά). Πώς αξίζει να μιλήσει κανείς για το προχθεσινό ντιμπέιτ;
Θυμάμαι κάτι «καμένα» μεσημέρια, αρχές Ιουλίου, που, ελλείψει χρημάτων για διακοπές, καθόμουν ξαπλωμένος, μπαϊλντισμένος από τη ζέστη και χάζευα, στο τιμημένο TV Magic του προέδρου, τα πρώτα, μουδιασμένα φιλικά του Ολυμπιακού. Συνήθως αντίπαλος ήταν κάποια τοπική μπυραρία της βόρειας ή κεντρικής Ευρώπης, κάτι φουκαράδες με κοιλίτσα, καραφλίτσα και σπορτέξ. Εν είδει αγγελοπουλικών σεκάνς, η μπάλα κυλούσε αργά, πολύ αργά, οι πάσες δεν ξεπερνούσαν τα δύο μέτρα, η κάμερα -η μοναδική κάμερα- παρακολουθούσε με άνεση το σουλατσάρισμα των ακριβών μας μεταγραφών, καθηλωμένη σε θερινά μονοπλάνα. Κι όμως, αυτό το θέαμα, σε περιγραφή συνήθως του γίγαντα Κώστα Σαμοθράκη, ήταν απείρως πιο συναρπαστικό από το προχθεσινό ντιμπέιτ· ελληνιστί: τηλεμαχία.
Κουρδισμένο πάνω στα φοβικά του «πολιτικού μας πολιτισμού», στην ένδεια του πολιτικού λόγου, στην παραδοχή ότι οι πρωταγωνιστές αυτού του θεάματος δεν είναι άλλοι από τους δημοσιογραφίσκους της μαρκίζας (και τον Μάκη τον Γιομπαζολιά), το ντιμπέιτ μας απέδειξε, ακόμη μια φορά, πόσο σημαντικοί είναι οι φίλοι σ’ αυτή τη ρημαδοζωή. Διότι, χωρίς μπύρες, φίλους – όσους απέμειναν και στο όνομα αυτών που φύγαν – και χαβαλέ, δεν παλεύεται αυτή η ανοησία.
Ξεκινώντας από το τέλος, η Φώφη, συννυφάδα σε επαρχιακό γάμο από αυτές που βοηθούν στις μπομπονιέρες και κανένας δεν ξέρει ποιος τις κάλεσε, προσπάθησε να απευθυνθεί – κοιτώντας πάντα στην κάμερα – στο θυμικό του απονεννοημένου πασόκου. Ας θυμόμαστε ότι ο πασόκος, όσο μετανοιωμένος κι αν είναι, παραμένει, πέρα και πάνω απ’ όλα, πασόκος. Σ’ αυτό το ακροατήριο, απευθύνθηκε η Φώφη μπας και καταφέρει να τσιμπήσει κάνα ψηφαλάκι από τον Τσίπρα για να του το επιστρέψει στη συγκυβέρνηση.
Ο Πάνος ο Καμμένος, ψεκασμένος με αρκετή λακ, τόση που θα ωθούσε το Λιακόπουλο να γράψει τη δωδέκατη τριλογία του, απευθύνθηκε στα παιδιά του, στο θυμικό του νοικοκυραίου, μετεωριζόμενος ανάμεσα στην ακροδεξιά συνομωσιολογία και τη γοητεία που του ασκεί ο νέος του φίλος, ο Αλέξης. Κλασικός νταής του προαυλίου που προστατεύει τον καλό μαθητή, προκειμένου να αντιγράψει στο επερχόμενο διαγώνισμα. Εν προκειμένω, ένα ακόμα Υπουργείο. Στο δεύτερο διάλειμμα, την έπεσε και στο νταή του δίπλα τμήματος, το Βαγγέλη, για κάτι υποβρύχια (μάλλον βανίλια).
Είμαι σίγουρος, ότι ο Δημήτρης ο Κουτσούμπας τους κάλεσε μετά – όλους πλην Λαφαζάνη – σε ωραίο κουτουκάκι στη Νίκαια, πο’ χει δικό του κρασί και η αυλίτσα μυρίζει βασιλικό κι ασβέστη. Δεν τα πε όμως άσχημα. Και άνετος ήταν και στο φαντασιακό της «άλλης» κοινωνίας αναφέρθηκε και κερδισμένος βγήκε. Είναι σίγουρο πως, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες – σε καμιά τρακοσαριά χρόνια, θα έχει τις απαντήσεις σε όλα μας τα ερωτήματα. Στα συν, είπε «λυκοσυμμαχία» μόλις δυο φορές στα 12 λεπτά που μίλησε.
Ο Σταύρος ο Θεοδωράκης, απέδειξε για ποιο λόγο έχει την ικανότητα να παίρνει δίωρη συνέντευξη μόνο με μονοσύλλαβες λέξεις. Δεν μπορεί, μωρέ, να πει τέσσερις λέξεις στη σειρά. Μισεί το δημόσιο, τους εργαζόμενους, τους φοιτητές, το Πανεπιστήμιο, τη σκιά του. Θα ήθελε μια κοινωνία γεμάτη Ατενίστας, χωρις τσίκλες κολλημένες στα παγκάκια, χωρίς νέφος και με προτομή της Μέρκελ, ως άλλης Φρειδερίκης, στις αίθουσες των επαρχιακών γυμνασίων.
Ο Λάφα, βγαλμένος από τις καλύτερες στιγμές των Αλαβάνειων ντιμπέιτ, είπε για τη δραχμή, ξανάπε για τη δραχμή. Δεν είπε τι θα γίνει με τη δραχμή στη Μάρα. Δεν της είπε ότι θα ακριβύνουν τα μπότοξ. Δεν ήθελε, φαίνεται, να την πανικοβάλει. Μια φορά, ακούστηκε και κάτι διαφορετικό από το στόμα του. Σα μουλιασμένο κρουτόν σε ανάλατη σούπα.
Ο Βαγγέλης, του ιστορικού συνεδρίου της Βόλβης, σίγουρα είχε κλείσει πρώτο τραπέζι Πάολα, να ρίξει ένα αϊβαλιώτικο μετά, να στανιάρει. Στο ντιμπέιτ, ξεκίνησε σοβαρά και κουλ, καλός μαθητής του Κωστάκη του Καραμανλή. Βαρέθηκε στην πορεία, αυτοπροσκλήθηκε στην Κουμουνδόυρου, έκανε διαφήμιση του δικηγορικού του γραφείου, αρνήθηκε το τραταμέντο του Πάνου. Μετά το Σίβας, δεν πάει το υποβρύχιο. Πατσάς ψιλοκομμένος πάει. Λαϊκός αστός σε παρέα γιάπις. Αυτός που, όταν οι άλλοι μιλάνε για φαντς, εκείνος ψάχνει απεγνωσμένα το γκαρσόνι. Θα τσιμπήσει ψήφους. Όλο και κάποιον θείο μας θυμίζει.
Τελευταίος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο Αλέξης. Όσο περνάει ο καιρός, με τον Γαβριήλ και τον Παππά συγχωνεύεται σε ένα πρόσωπο. Φοβισμένος, δειλός θύμιζε Πασπίτη των καλών εποχών του Σημίτη. Την έπεσε, βέβαια, στην Τρέμη. Με τέτοιο ντεκολτέ, δεν είχε άδικο. Είναι βέβαιο, πως το πρόσωπο που μίλησε στο Σύνταγμα παραμονές δημοψηφίσματος και ο τύπος που καθόταν στο στούντιο της ΕΡΤ δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Πλέον, ψωνίζει ρούχα στη Γερμανία και όχι στη Βενεζουέλα.
Στα ντεσού, ο Πάνος Χαρίτος απέδειξε πόσο καινοτόμα τεχνολογία είναι οι μπαταρίες λιθίου, η Τρέμη το πόσο ωραίο μοιάζει το μαύρισμα σε κρατικό στούντιο, ο Σρόιτερ ότι είναι έτοιμος να παρουσιάσει τηλεπαιχνίδι, η Χούκλη ότι ου γαρ έρχεται μόνον. Η Σία περίμενε πως και πως το προαναφερθέν μπουκάλι στην Πάολα, ανακουφισμένη που ήρθε ο Λαφαζάνης και όχι η Ζωή. Η Μάρα μου άρεσε. Μου θύμισε μια λατινικού που είχαμε στο φροντιστήριο. Μπροστά στο Μάκη το Γιομπαζολιά, δεν έχω παρά να υποκλιθώ. Ξαναβάλαμε τα βινύλια του Χάρρυ Κλυνν. Μας θύμισε τα παιδικά μας χρόνια. Με Λεβέντη στη Βουλή και «μικρό σπίτι στο Λιβάδι» θα ξανανιώσουν οι απανταχού τριανταπεντάρηδες. Τελικά, προχθές κέρδισε το ποδόσφαιρο.
Γιάννης Ιόλαος Μανιάτης
Shai Azoulay, To Explain a Circle to a Donkey, 2009 (oil on canvas)