Πηγή: SLpress
Κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες σε διεθνές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι ασκούμενες πολιτικές της νεοφιλελεύθερης ανασυγκρότησης αντικατέστησαν, μεταξύ άλλων, τον αναδιανεμητικό και αναπτυξιακό ρόλο του φορολογικού συστήματος με τον αντικοινωνικό κύκλο της ανισοκατανομής του εισοδήματος (εισοδηματικές ανισότητες) και την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους με την απελευθέρωση των αγορών και την συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών (κοινωνικές ανισότητες).
Οι συνθήκες αυτές, ιδιαίτερα κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, τέσσερα κεντρικά κοινωνικά-οικονομικά προβλήματα, τα οποία υπονομεύουν την ομαλή πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας και την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων πολιτών. Δηλαδή: α) το επίπεδο επάρκειας του κοινωνικού κράτους, β) τις ανισότητες, γ) το δημογραφικό και δ) την κλιματική κρίση.
Όμως, παρά αυτά τα δεδομένα, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί στις σχετικές αναλύσεις και επεξεργασίες τους σχεδιάζουν πολιτικές διαχειριστικού και διευθετικού χαρακτήρα, οι οποίες αδυνατούν –όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος– να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τις προαναφερόμενες δυσμενείς εξελίξεις και προοπτικές. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί παραβλέπουν να διερευνήσουν και να κατανοήσουν ότι τα τέσσερα αυτά, όπως και άλλα, σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι εγγενώς συνυφασμένα με το περιεχόμενο, τους στόχους και τον χαρακτήρα της συντελούμενης νεοφιλελεύθερης ανασυγκρότησης, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή της αποδιάρθρωσης της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονομίας.
Ειδικότερα στις συνθήκες αυτές οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί παραβλέπουν να διερευνήσουν και να κατανοήσουν την διεύρυνση και τον ποιοτικό μετασχηματισμό των ανισοτήτων, τόσο στο επίπεδο της εκκόλαψής τους στο εσωτερικό του κοινωνικού-οικονομικού συστήματος, όσο και στο επίπεδο της διάθλασης τους σε ένα άθροισμα συλλογικών και προσωπικών δοκιμασιών. Αυτό σημαίνει ότι κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, σε διεθνές επίπεδο, το μεγαλύτερο μερίδιο της ανάπτυξης ιδιοποιήθηκε από το 0,01% (πολύ υψηλά κεφαλαιακά εισοδήματα) του πληθυσμού (Francois Dubet, 2023).
Οι ανισότητες με αριθμούς
Έτσι, ενώ το 1970 στο 1% του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού αντιστοιχούσε το 8% των εισοδημάτων στις ΗΠΑ, το 17% στη Βρετανία και το 9% στη Γαλλία. Το 2017 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 22% στις ΗΠΑ, 13% στη Βρετανία και 9% (παρέμεινε σταθερό) στη Γαλλία (C.Garcia-Penalosa, OFCE, 2017). Η διεύρυνση αυτή των ανισοτήτων σημαίνει ότι η δυναμική τους δεν συνιστά την εξέλιξη ενός αναπόφευκτου φαινομένου, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί.
Κι’ αυτό επειδή η εμπειρική έρευνα, αλλά και η πραγματικότητα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο αποδεικνύει ότι η πρωτογενής αιτία των ανισοτήτων εστιάζεται στην υψηλή συγκέντρωση πλούτου, σε βαθμό που –σύμφωνα με την έκθεση του εργαστηρίου των Παγκόσμιων Ανισοτήτων (World Inequality Laboratory-WIL, 2021)– το κατώτατο 50% της εισοδηματικής κλίμακας κατείχε το χαμηλό μερίδιο (2%-7%) του συνολικού πλούτου, ενώ το πλουσιότερο 10% κατείχε το υψηλό μερίδιο (60%-80%) του συνολικού πλούτου.
Μία σημαντική ανισότητα που αναφέρεται στη συγκεκριμένη έκθεση είναι αυτή μεταξύ ανδρών και γυναικών. Επίσης καταγράφεται ότι οι ανισότητες (ακίνητα, καταθέσεις, χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία) παρουσίασαν μία σημαντική αύξηση κατά την περίοδο του Covid-19 και εκτιμάται ότι θα αποτελούν τις ανισότητες του εισοδήματος στο μέλλον. Κι’ αυτό επειδή το εισόδημα από περιουσιακά στοιχεία αυξάνεται περισσότερο και ταχύτερα από το εισόδημα από μισθούς.
Αυτό ισχύει επιπλέον για την Ευρώπη, επειδή κατά βάση το φορολογικό σύστημα των κρατών-μελών εντάσσεται σε μεγάλο βαθμό στην αντίληψη και την στρατηγική του νέου (2025) Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το Σύμφωνο προσανατολίζεται στην κατεύθυνση επίτευξης της δημοσιονομικής ισορροπίας (μείωση του ελλείμματος και του χρέους) μέσω της μείωσης των δημόσιων και των κοινωνικών δαπανών.
Κρίση και ανισότητες
Αυτό σημαίνει ότι η επιδίωξη αποκατάστασης (2025) της δημοσιονομικής ισορροπίας στα κράτη-μέλη χωρίς αύξηση των εσόδων θα επιβαρύνει περισσότερο τα μεσαία και κατώτερα εισοδηματικά στρώματα και λιγότερο το πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο 2009-2023 στην Ευρώπη, το φτωχότερο 50% των Ευρωπαίων πολιτών κατείχε κατά μέσο όρο μόνο το 4,8% του συνολικού πλούτου. Αντιθέτως, το πλουσιότερο 5% κατείχε κατά μέσο όρο το 43,1% του συνολικού πλούτου. Ειδικότερα στην Ευρωζώνη παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στις ανισότητες σε επίπεδο κρατών-μελών, όπως για παράδειγμα στην Ολλανδία όπου το πλουσιότερο 5% κατείχε το 31,7% του πλούτου σε σύγκριση με το 53,5% στην Αυστρία, το 39,8% στην Γαλλία (χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), με την Γερμανία και την Ιταλία να είναι μεταξύ των πιο άνισων χωρών.
Όπως σε διεθνές επίπεδο, έτσι και στην Ευρώπη διαπιστώνεται ότι το πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού αυξάνει τον πλούτο του σε περιόδους κρίσης. Έτσι, στην κρίση του 2009 το πλουσιότερο 5% κατείχε το 41,5% του πλούτου της Ευρωζώνης. Το δε 2015, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών της Ευρωζώνης υπέστη (την περίοδο 2009-2015) σημαντικές εισοδηματικές και κοινωνικές περικοπές, λόγω των εκτεταμένων πολιτικών λιτότητας, το πλουσιότερο 5% κατείχε το 44,4% του πλούτου. (Christian Chevagneux, Alternatives Economiques, 21/3/2024).
Βέβαια, η βασική αιτία των ανισοτήτων στην Ευρώπη εστιάζεται, κατά βάση, στην υποφορολόγηση του εισοδήματος του κεφαλαίου σε σύγκριση με την εργασία. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σε σχετική πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ αναδεικνύεται το εξής: το φορολογικό χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων του κεφαλαίου και της εργασίας είναι σημαντικό, δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες –κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ– προς όφελος του εισοδήματος του κεφαλαίου.