Πηγή: Euro2day
Οι συνέπειες για μια χώρα όταν αυξάνουν οι οικονομικές ανισότητες. Ποιες είναι οι προβολές για το μέλλον του ασφαλιστικού σε μελέτες του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ. Η ελληνική πραγματικότητα. Γράφουν οι Σάββας Ρομπόλης, Βασίλειος Μπέτσης.
Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα (Ιανουάριος 2025), παραβλέποντας εντελώς τις βασικές αρχές της αναλογιστικής επιστήμης, της μακροχρόνιας βιωσιμότητας και της αναλογιστικής ισορροπίας, προτάθηκε η κατάργηση των σχετικών κανόνων της Συνθήκης του Μάαστριχτ, σύμφωνα με τους οποίους η βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στα κράτη-μέλη θα πρέπει να εξετάζεται τόσο με τον δείκτη των συνταξιοδοτικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, όσο και με την καταγραφή στους εθνικούς λογαριασμούς του «αφανούς χρέους».
Επίσης, διατυπώθηκε η εκτίμηση ότι από τη μη κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης προκαλείται μία κατά κεφαλή απώλεια εισοδήματος ύψους 770 ευρώ το χρόνο.
Όμως στις αιτιάσεις αυτές είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η κοινωνική ασφάλιση είναι ένα θεμελιωμένο κοινωνικό δικαίωμα που σκοπό έχει την άμβλυνση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων, στο πλαίσιο άσκησης (δευτερογενής κατανομή του παραγόμενου πλούτου) των πολιτικών κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινωνικής πολιτικής.
Αντίθετα η λειτουργία του κεφαλαιοποιητικού συστήματος βασίζεται στην ατομική αποταμίευση και αυξάνει τις ανισότητες δεδομένου ότι στο συγκεκριμένο σύστημα απουσιάζουν παντελώς η αντίληψη και οι πολιτικές τόσο της δευτερογενούς κατανομής του παραγόμενου πλούτου, όσο και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Στις χώρες εφαρμογής
Στις συνθήκες αυτές οι προαναφερόμενες θεωρήσεις παραβλέπουν το γεγονός ότι η ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και ο περιορισμός της κοινωνικής ασφάλισης θα οδηγήσουν στο μέλλον, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος στις χώρες που εφαρμόστηκε η κεφαλαιοποίηση της ασφάλισης, στην περαιτέρω διεύρυνση της φτωχοποίησης και των οικονομικών-κοινωνικών ανισοτήτων.
Πράγματι, από σχετικές έρευνες (Mercer CFA Institute Global Pension Index 2021) προκύπτει ότι τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα καθορισμένων εισφορών ενισχύουν τις οικονομικές, κοινωνικές και έμφυλες ανισότητες.
Στο ίδιο συμπέρασμα αναφέρονται και εκθέσεις του ΟΟΣΑ (OECD, Pension at a Glance 2021, pg. 104 και Pension Markets in Focus 2024), σύμφωνα με τις οποίες χώρες όπως η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, η Ισλανδία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία και κυρίως η Σουηδία, η οποία παρουσιάζεται ως το μοντέλο που ακολουθεί η χώρα μας, με την κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών της επικουρικής ασφάλισης, θα παρουσιάσουν μελλοντικά τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών.
Επιπλέον, οι ανισότητες αυτές οξύνονται από την απομάκρυνση των συνταξιοδοτικών συστημάτων από την κοινωνική ασφάλιση αναδιανεμητικού χαρακτήρα στην εξατομικευμένη κεφαλαιοποιητική σύνταξη, δεδομένου, όπως προκύπτει από την έρευνα και τη πραγματικότητα, αποτελούν εγγενή στοιχεία της λειτουργίας των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.
Για παράδειγμα, κοινωνικές ανισότητες προκύπτουν και από το γεγονός ότι οι φτωχότεροι πληθυσμοί με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα χρηματοδοτούν ουσιαστικά τους πλουσιότερους πληθυσμούς, δεδομένου ότι οι πλουσιότεροι πληθυσμοί έχουν καλύτερη υγεία και ζουν κατά μέσο όρο περισσότερα χρόνια από το προσδόκιμο ζωής, σε αντίθεση με τους φτωχότερους πληθυσμούς που επιβιώνουν κατά μέσο όρο λιγότερα χρόνια από το προσδόκιμο ζωής.
Έτσι, οι ανισότητες διευρύνονται ακόμα περισσότερο από το γεγονός της συνεχούς μείωσης των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων καθορισμένων παροχών και την αντικατάσταση τους από ατομικούς λογαριασμούς (καθορισμένες εισφορές) που ενισχύουν τις ανισότητες.
Η συνεχής αυτή μετατόπιση σε κεφαλαιοποιητικά συστήματα ατομικών λογαριασμών (καθορισμένων εισφορών) επισημαίνεται και σε σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ (Pension Markets in Focus 2024). Συγκεκριμένα, στη συγκεκριμένη έκθεση αναφέρεται ότι σε πολλά συνταξιοδοτικά σχήματα καθορισμένων παροχών διακόπτεται η λειτουργία τους από τους εργοδότες και αντικαθίστανται από συνταξιοδοτικά σχήματα καθορισμένων εισφορών. Κι΄αυτό επειδή θέλουν να αποφύγουν τόσο τον κίνδυνο των επενδύσεων που ασκείται από τη συνεχή μείωση των επιτοκίων που αυξάνει την αναλογιστική υποχρέωση, όσο και από τον κίνδυνο της συνεχούς αύξησης του προσδόκιμου ζωής (longevity risk) τον οποίο μεταφέρουν στους εργαζόμενους.
Οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ
Όμως η αύξηση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων προκαλεί αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Σε έκθεση που δημοσίευσαν οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ, 15 Ιουνίου 2015) εκτίμησαν σε διεθνές επίπεδο τις επιπτώσεις της αύξησης των ανισοτήτων.
Συγκεκριμένα, οι συντάκτες της έκθεσης υποστήριξαν ότι εκτός από ορισμένα προβλήματα μικρής εμβέλειας που προκαλεί η αύξηση των ανισοτήτων, αυτό το οποίο πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα τις κυβερνήσεις είναι οι επιδράσεις που προκαλεί στην οικονομική ανάπτυξη.
Ειδικότερα, εκτίμησαν ότι 1% αύξηση του εισοδήματος του 20% των πλουσιότερων πολιτών επιφέρει μείωση του ΑΕΠ κατά 0,08%, ενώ αντίθετα 1% αύξηση του 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα, προκαλεί αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης κατά 0,38% (Dabla-Norris, E., Kochhar, K., Suphaphipha, N., Ricka, F., Tsounta E., (2015), “Causes and Consequences of Income Inequality: A Global Perspective”, International Monetary Fund (IMF), USA, pp 5-7).
Αυτό συμβαίνει επειδή οι πλούσιοι είναι λιγότερο πιθανό να αυξήσουν την κατανάλωσή τους από μια ποσοστιαία αύξηση του εισοδήματός τους και περισσότερο πιθανό να συσσωρεύσουν την αύξηση του εισοδήματος με την αποταμίευση. Αντίθετα οι φτωχότεροι από μια αύξηση του εισοδήματός τους αυξάνουν αμέσως, μεταξύ άλλων, την κατανάλωσή τους αγοράζοντας προϊόντα και υπηρεσίες που πριν δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν.
Στην Ελλάδα η ανορθολογική διαχείριση των αποθεματικών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ), όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, συντελέστηκε σε βάρος των οικονομικών της κοινωνικής ασφάλισης, αναδεικνύοντας ότι το χρηματοδοτικό της υπόβαθρο κατηγοριοποιήθηκε θεσμικά ως κεφαλαιακά και κερδοφόρα αξιοποιήσιμο από εξωασφαλιστικούς, επιχειρηματικούς και χρηματο-πιστωτικούς οργανισμούς, με αποτέλεσμα οι ελλειμματικές παθογένειες του ΣΚΑ αλλά και τα προκαλούμενα ελλείμματα της μνημονιακής λιτότητας (2010-2020) να καλύπτονται, ως ένα βαθμό, με τη σωρευτική μείωση τουλάχιστον κατά 65 δισ. ευρώ των συντάξεων.
Με άλλα λόγια, από το 1951 και μετά τα αποθεματικά της κοινωνικής ασφάλισης αντί να δημιουργούν υπεραξία και να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των διακυμάνσεων των οικονομικών κύκλων και της γήρανσης του πληθυσμού, χρησιμοποιούνταν για να χρηματοδοτούν το κρατικό χρέος και κατά δεύτερο λόγο να χρηματοδοτούν τις τράπεζες. Αυτή η πολιτική επιλογή που οδήγησε στην απαξίωση και τον μηδενισμό των αποθεματικών της κοινωνικής ασφάλισης, παρατηρούμε ότι εμφανίζεται ξανά ως πολιτική και οικονομική πρόταση με τον μανδύα της εθνικής αποταμίευσης, μέσω των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων όπως το ΤΕΚΑ.
Οι προτάσεις αυτές προχωρούν ακόμα περισσότερο στην κατεύθυνση και της κεφαλαιοποίησης της κύριας σύνταξης, προβάλλοντας ως ισχυρισμό την εξάλειψη μετά το 2050 του αφανούς χρέους της κοινωνικής ασφάλισης. Όμως το αφανές χρέος δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σύνολο των συντάξεων που θα καταβληθούν για τους σημερινούς συνταξιούχους και τους σημερινούς εργαζόμενους και μελλοντικούς συνταξιούχους τα επόμενα 50 έτη.
Το ποσό αυτό στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνα μας, θα είναι περίπου 570 δισ. ευρώ για την κύρια ασφάλιση, εκ των οποίων τα 350 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στους 2,5 εκατ. συνταξιούχους και τα 220 δισ. ευρώ για τα δεδουλευμένα δικαιώματα (προϋπηρεσία) των 4,2 εκατ. σημερινών εργαζομένων.
Στην περίπτωση που κεφαλαιοποιούνταν η κύρια σύνταξη αυτό το ποσό θα έπρεπε να καλυφθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό γεγονός που θα οδηγούσε την χώρα μας σε χρεοκοπία (κόστος μετάβασης). Επιπλέον βέβαιη θα ήταν και η αρνητική αντίδραση των αγορών στην ανακοίνωση ότι ο κρατικός προϋπολογισμός θα αναλάμβανε ένα τόσο μεγάλο οικονομικό βάρος.
Το αφανές χρέος στην κοινωνική ασφάλιση ουσιαστικά δεν έχει κάποιο νόημα. Είναι απλά ένα αναλογιστικό μέγεθος που μας πληροφορεί για το σύνολο των συντάξεων που θα καταβληθούν τα επόμενα 50 έτη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τεχνικά και μεθοδολογικά, δεν λαμβάνεται υπόψη από το Ageing Working Group της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις μελέτες του για την βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό το οποίο εξετάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως δείκτη βιωσιμότητας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης αναφέρεται στο ποσοστό των συνταξιοδοτικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ, το οποίο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 16,2% του ΑΕΠ.
Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό για την κύρια σύνταξη θα είναι 10,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2070. Κατά συνέπεια, μπορεί το σύνολο των μελλοντικών κύριων συντάξεων που πρέπει να καταβληθούν στην χώρα μας να είναι 570 δισ. ευρώ, αλλά στο ίδιο χρονικό διάστημα (2024-2070) η ελληνική οικονομία με 1,1% μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ θα παράξει πάνω από 11 τρισ. ευρώ συνολικό ΑΕΠ.
Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι όπως η αύξηση του προσδόκιμου ζωής επηρεάζει αρνητικά τα διανεμητικά οικονομικά συνταξιοδοτικά συστήματα, το ίδιο επηρεάζει και τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα. Το προσδόκιμος ζωής με βάση τις δημογραφικές προβολές της Eurostat (Europop2023) στην χώρα μας θα αυξηθεί μέχρι το 2070 κατά 7,7 έτη στους άνδρες (από 78,8 έτη το 2023 στα 86,5 το 2070) και κατά 6,2 έτη στις γυναίκες (από 84,2 έτη το 2023 σε 90,4 έτη το 2070).
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα στοιχεία, με βάση την αρχή της αναλογιστικής ισοδυναμίας, σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ένας μελλοντικός ασφαλισμένος που θα συνταξιοδοτηθεί το 2070 για να λάβει την ίδια σύνταξη με αυτή που λαμβάνουν οι σημερινοί συνταξιούχοι θα πρέπει είτε να αυξηθούν οι εισφορές από το 20% που είναι σήμερα στο 27% για την κύρια σύνταξη και από 6% στο 8% για την επικουρική σύνταξη, είτε το κανονικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 67 που είναι σήμερα στα 73 έτη. Ακριβώς το ίδιο θα ισχύσει και για ένα διανεμητικό σύστημα.
Όμως στην περίπτωση του διανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης για να ισοσκελιστούν οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού, σύμφωνα με την έρευνα μας, απαιτείται μια μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ίση με 1,04% για την περίοδο 2024 – 2070.
Αυτός ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, αποτελεί τον εσωτερικό βαθμό απόδοσης του διανεμητικού συστήματος. Δηλαδή, ο εσωτερικός βαθμός απόδοσης του διανεμητικού συστήματος είναι η παραγωγικότητα της εργασίας και η ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. Ενώ, στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ο εσωτερικός βαθμός απόδοσης είναι η ετήσια απόδοση των επενδύσεων στις αγορές και τις κεφαλαιαγορές. Αντίστοιχα και στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα για να καλυφθούν οι επιπτώσεις της αύξησης του προσδόκιμου ζωής απαιτείται τουλάχιστον μία καθαρή απόδοση επενδύσεων ίση με 1,04%.
Εάν λάβουμε υπόψη ένα μέσο μακροχρόνιο ρυθμό πληθωρισμού ίσο με 2% (όπως θεωρεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.-27) και έξοδα διαχείρισης και επενδύσεων ίσο με 1,5%, τότε απαιτείται μία μακροχρόνια ετήσια απόδοση επενδύσεων την περίοδο 2024 – 2070 ίση τουλάχιστον με 4,54%, αφού σύμφωνα με την έρευνα, όπως επισημαίνεται από τον Keyfitz (Applied Mathematical Demography, 2nd Edition, pg 264-265), τα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα υπόκεινται και στον κίνδυνο του πληθωρισμού, δεδομένου ότι ένας ασφαλισμένος πρέπει να αποταμιεύει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα 40 ετών, σε αντίθεση με το διανεμητικό σύστημα που είναι ουδέτερο από τον πληθωρισμό εφόσον η καταβολή των συντάξεων συντελείται άμεσα από τις καταβαλλόμενες εισφορές των εργαζομένων.