Πηγή: Libre.gr
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ΑΕΠ και κράτη-μέλη προέβησαν γεω-πολιτικά και γεω-οικονομικά, μεταξύ άλλων, σε επιλογές «ενός ανεξέλεγκτου και αποκλειστικού προσανατολισμού μετεγκατάστασης επιχειρήσεων, προμηθειών, κ.λ.π. σε «αναδυόμενες οικονομίες» της Ασίας, της Αφρικής, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, συρρικνώνοντας, μεταξύ άλλων, την εγχώρια βιομηχανική παραγωγή, την τεχνολογία και τις θέσεις εργασίας σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Στις συνθήκες αυτές επιταχύνθηκε και αναβαθμίστηκε στη παγκόσμια οικονομία το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης του εμπορίου με κινητήρια δύναμη τη σύζευξη της παγκοσμιότητας της αγοράς και των νέων τεχνολογιών, σε βαθμό που από τις αρχές του 21ου αιώνα, να σημειωθούν σημαντικές αναδιατάξεις και εξαρτήσεις τόσο στο επίπεδο της παραγωγικής εφοδιαστικής αλυσίδας από Ασία και ιδιαίτερα από την Κίνα, όσο και σε επίπεδο της ενεργειακής τροφοδοσίας, ιδιαίτερα των χωρών της Ε.Ε.-27 από την Ρωσία.
Παράλληλα εγκαθιδρύθηκε το νέο-αποικιοκρατικό μοντέλο της άνισης ανταλλαγής πρώτων υλών, ενεργειακών προϊόντων, υπηρεσιών, εργασίας, τεχνολογίας, κ.λ.π. και διατυπώθηκε το επιχείρημα αυτών των επιλογών στην ασκούμενη από τη πλευρά του μοντέλου της διεθνοποίησης των οικονομιών (ισότιμες σχέσεις) κριτική της επέκτασης των πολλαπλών εξαρτήσεων, της συρρίκνωσης της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής, της απώλειας των θέσεων εργασίας, κ.λ.π. ότι η παγκοσμιοποίηση θα δημιουργήσει συνθήκες μίας «άπειρης ανάπτυξης» σε παγκόσμιο επίπεδο με χαμηλό κόστος παραγωγής εμπορευμάτων, υπηρεσιών, ενεργειακών προϊόντων, κ.λ.π.
- Έτσι οι χώρες εισαγωγής θα έχουν τη δυνατότητα διατήρησης των τιμών των αντίστοιχων προϊόντων και υπηρεσιών σε χαμηλά επίπεδα επιτυγχάνοντας υψηλό επίπεδο αγοραστικής δύναμης στους καταναλωτές (Ch.Chavagneux, Alternatives Economiques, No 421, 28/2/2022).
Όμως κατά τη συγκεκριμένη περίοδο έντασης της παγκοσμιοποίησης, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, προκλήθηκαν, μεταξύ άλλων, υψηλότερα μερίδια κέρδους στο ΑΕΠ, υψηλά δημόσια χρέη, υψηλά εμπορικά ελλείμματα και χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού και επιτοκίων τα οποία από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας αυξανόμενα σε ανεπιθύμητα επίπεδα για τα νοικοκυριά λόγω της παγκόσμιας κατάρρευσης του ενεργειακού, (πολεμικές συγκρούσεις (2022-2025) της Ρωσίας στην Ουκρανία), του εφοδιαστικού και του επισιτιστικού συστήματος αύξησαν περαιτέρω στη παγκόσμια οικονομία τις εισοδηματικές και τις κοινωνικές ανισότητες.
Με άλλα λόγια «η νέα εποχή» των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών της νεοφιλελεύθερης και υποσχόμενης ανασυγκρότησης των οικονομιών και ευημερίας των πληθυσμών, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, στέφθηκε, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, από το τετράπτυχο της υπερκερδοφορίας, των δημόσιων χρεών, των ανισοτήτων και της φτωχοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού.
Δηλαδή της διεθνούς και ευρωπαϊκής αποδιάρθρωσης και αποσταθεροποίησης της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας. Έτσι, ενώ το 1970 στο 1% του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού αντιστοιχούσε το 8% των εισοδημάτων στις ΗΠΑ, το 17% στη Μεγάλη Βρετανία και το 9% στην Γαλλία, το 2017 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 22% στις ΗΠΑ 13% στη Μεγάλη Βρετανία και 9% (παρέμεινε σταθερό) στη Γαλλία ( C.Garcia-Penalosa, OFCE, 2017). Aντίστοιχα κατά την περίοδο 2009-2023 στην Ευρώπη το φτωχότερο 50% των ευρωπαίων πολιτών κατείχε κατά μέσο όρο μόνο το 4,8% του συνολικού πλούτου, ενώ το πλουσιότερο 5% κατείχε κατά μέσο όρο το 43,1% του συνολικού πλούτου.
Ειδικότερα στην ευρωζώνη όπου παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στις ανισότητες σε επίπεδο κρατών-μελών, στην Ολλανδία το πλουσιότερο 5% κατείχε το 31,7% του πλούτου, σε σύγκριση με το 53,5% στην Αυστρία, το 39,8% στην Γαλλία, με την Γερμανία και την Ιταλία να είναι μεταξύ των πιο άνισων χωρών. Επίσης, όπως σε παγκόσμιο επίπεδο έτσι και στην Ευρώπη διαπιστώνεται ότι το πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού αυξάνει τον πλούτο του σε περιόδους κρίσης. Έτσι, στην κρίση του 2009 το πλουσιότερο 5% του πληθυσμού κατείχε το 41,5% του πλούτου της ευρωζώνης και το 2015, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της ευρωζώνης υπέστη κατά την περίοδο 2009-2015 σημαντικές εισοδηματικές και κοινωνικές περικοπές, λόγω των εκτεταμένων πολιτικών λιτότητας, κατείχε το 44,4% του πλούτου της ζώνης του ευρώ (Chr. Chevagneux, Alternatives Economiques, 21/3/2024).
Παράλληλα στο επίπεδο των 722 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κόσμου σημειώθηκαν κέρδη της τάξης του 1 τρις. δολαρίων (αύξηση 89% κατά μέσο όρο την περίοδο 2021-2023 σε σύγκριση με τη προηγούμενη τετραετία 2017-2020), λόγω της αύξησης των τιμών ενέργειας και των αυξανόμενων επιτοκίων (Oxfam, Action Aid,2023). Στο περιβάλλον αυτό, σύμφωνα με την πρόσφατη (2025) έκθεση (Oxfam,Takers Not Makers) o παγκόσμιος νότος εξάγει πλούτο προς το πλούσιο 1% του παγκόσμιου βορρά με ρυθμό 30 εκατ. δολαρίων την ώρα, σε βαθμό που η παγκόσμια ανισότητα να θεωρείται ότι είναι εκτός ελέγχου.
- Στην Ελλάδα, σύμφωνα με σχετικές έρευνες του ICAP για τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις τα κέρδη αυξήθηκαν σταδιακά από 10,8 δις. ευρώ τ0 2016 σε 24,4 δις. ευρώ το 2023.
Δηλαδή συνολική αύξηση των κερδών κατά 125% και μέση ετήσια αύξηση τους κατά 25%, ενώ η συνολική μεταβολή του πληθωρισμού στην χώρα μας την περίοδο 2016-2023 ήταν 14,7% και η μέση ετήσια μεταβολή του ήταν 1,8%.
Παράλληλα, οι Έλληνες εργαζόμενοι ενώ εργάζονται τις περισσότερες ώρες (2000 ώρες ανά εργαζόμενο ετησίως) στην Ευρώπη (μετά τη Πολωνία, 2019 ώρες ανά εργαζόμενο ετησίως) λαμβάνουν το μικρότερο μερίδιο από το παραγόμενο προϊόν, μόλις 33% (41% ο μέσος όρος της Ε.Ε.-27), όταν ακόμη και στην Βουλγαρία οι εργαζόμενοι αμείβονται με το 35% του παραγόμενου προϊόντος, με 20% λιγότερες ώρες εργασίας (1.604 ώρες εργασίας ετησίως ο μέσος όρος της Ε.Ε.-27). (Eurostat Database, 2024).
Στις συνθήκες αυτές το παγκόσμιο χρέος (R.Campos, Reuters, 6/5/2025) αυξήθηκε κατά 7,5 τρις. δολάρια κατά τους πρώτους μήνες του 2025, προσεγγίζοντας το επίπεδο των 324 τρις. δολάρια. Στην αύξηση αυτή, σύμφωνα με το Ινστιτούτο των Διεθνών Χρηματοοικονομικών (2025) συνέβαλαν περισσότερο η Κίνα, η Γαλλία και η Γερμανία. ΄Ετσι, ο δείκτης χρέους προς τη παγκόσμια παραγωγή μειούμενος σταδιακά διαμορφώθηκε στο 325%, ενώ αυξανόμενος στις αναδυόμενες αγορές (π.χ. Βραζιλία, Ινδία, Πολωνία) διαμορφώθηκε στο ιστορικά υψηλό επίπεδο του 245%.
Τούτων δοθέντων, αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο, ότι η παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία, κατά την τρέχουσα δεκαετία του 2020, βρίσκεται «ενώπιος ενωπίω» με τον πιο εμφατικό, γεω-πολιτικά, γεω-οικονομικά και γεω-κοινωνικά, τρόπο με την κατάρριψη του μύθου της οικονομικής ανασυγκρότησης των οικονομιών και της ευημερίας των πληθυσμών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με τα υψηλά κέρδη, τα υψηλά χρέη και τα δημόσια ελλείματα να συνυπάρχουν με την αποβιομηχάνιση, τις ανισότητες και την φτωχοποίηση.
Έτσι, το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό διακύβευμα στις μέρες μας συνίσταται, σε έναν επανασχεδιασμό του διεθνούς οικονομικού συστήματος, τόσο με την αναζήτηση και επιλογή, διαπραγματευτικά, ενός πολιτικού σχεδίου αντιμετώπισης των προαναφερόμενων σοβαρών προβλημάτων, όσο και με την μετάβαση, την διαμόρφωση και την υλοποίηση ενός δημοκρατικού, τεχνο-αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου ανάπτυξης και αναπαραγωγής της παγκόσμιας οικονομίας και ευρωπαϊκής οικονομίας των επόμενων δεκαετιών.
O Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου