Η εξαγγελία της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τον «επανεξοπλισμό» της ΕΕ με χρηματοδοτήσεις που θα φτάσουν τα 800 δισ. ευρώ, υπό την επίκληση της ρωσικής απειλής, υπογραμμίζει ότι είμαστε αντιμέτωποι με ένα πολεμοκάπηλο σχέδιο, με την ιμπεριαλιστική Ευρώπη να αναζητά διέξοδο στην πολεμική οικονομία. Η ΕΕ επιδιώκει να διεκδικήσει ξανά ρόλο στο μεταπολεμικό καθεστώς όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και στη Μ. Ανατολή ενώ σιωπά στην σφαγή αμάχων στην Συρία από τους τζιχαντιστές του Τζολάνι.
Το βήμα προς τη στρατιωτικοποίηση εγκυμονεί τεράστιους κίνδυνους για τους λαούς της Ευρώπης ενώ προετοιμάζονται μεγάλες περικοπές στο κοινωνικό κράτος.
Το αφήγημα των ηγετών της ΕΕ ότι κινδυνεύουμε από την Ρωσία είναι γελοίο. Ιστορικά μέχρι τώρα συμβαίνει το αντίθετο. Η Ευρώπη είναι εκείνη που κάνει πολέμους ενάντια στην Ρωσία.
Η οικονομική κρίση κάνει τις δυνάμεις του κεφαλαίου εξαιρετικά επιθετικές και γι’ αυτό επικίνδυνες. Προφανώς έχουν φτάσει στα όρια τους και η λύση που βλέπουν σαν διέξοδο είναι η επένδυση των στάσιμων κεφαλαίων στην «πολεμική οικονομία». Στόχος τους είναι η εξασφαλισμένη κερδοφορία, όχι μόνο για τις υπάρχουσες πολεμικές βιομηχανίες της Ευρώπης αλλά και την μετατροπή πολλών άλλων σε πολεμικές.
Οι κυρίαρχες ελίτ θέλουν να πληρώσουν οι εργαζόμενοι το κόστος για τις πολεμικές χρηματοδοτήσεις με δραματικές συνέπειες τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτή η εξέλιξη, δυσάρεστη για τους λαούς ασφαλώς, καθώς θα οδηγεί στη φτώχεια τους εργαζόμενους, συνεπάγεται πολιτικές καταστολής και ουσιαστικής κατάργησης ή υποβάθμισης δημοκρατικών λειτουργιών . Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ρουμανίας
Οι εξελίξεις δεν είναι κεραυνός εν αιθρία όπως θέλουν να προβάλουν οι ηγέτες της ΕΕ. Είναι μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό, πριν ακόμα από την εκλογή Τραμπ. Όταν σε άρθρο του, που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάρτη, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ξεκινώντας με το γνωστό «αν θέλεις ειρήνη, πρέπει να προετοιμαστείς για πόλεμο» συνέχισε ότι «πρέπει να είμαστε έτοιμοι για άμυνα και να στραφούμε σε μια πολεμική οικονομία». Καταλήγοντας πως «είναι καιρός να αναλάβουμε την ευθύνη για την ασφάλειά μας».
Αντίστοιχες δηλώσεις έχει κάνει και στο παρελθόν ο Σολτς, που μίλησε για την «αλλαγή εποχής», για να υποδηλώσει την έναρξη μιας περιόδου εντατικών εξοπλισμών για τη Γερμανία. Ενώ ο Μακρόν, ξεκίνησε να μιλάει για την ανάγκη στροφής της χώρας του και της Ευρώπης στην οικονομία του πολέμου. Όλα τα παραπάνω αποτυπωθήκαν στην τεράστια αύξηση των αμυντικών δαπανών το 2021 – 24 στην ΕΕ κατά 30%. Ξεπερνώντας το ποσό ρεκόρ των 326 δισ. ευρώ.
Στην γραμμή αυτή συμφώνησε και ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και κατεξοχήν εκπρόσωπος του μεγάλου κεφαλαίου Μάριο Ντράγκι όταν σε έκθεση του ανέφερε: «Τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίσαμε κλονίζονται. Το προηγούμενο παγκόσμιο παράδειγμα ξεθωριάζει. Η εποχή της ταχείας ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου φαίνεται να έχει παρέλθει, με τις εταιρείες της ΕΕ να αντιμετωπίζουν τόσο μεγαλύτερο ανταγωνισμό από το εξωτερικό όσο και χαμηλότερη πρόσβαση στις υπερπόντιες αγορές. Η Ευρώπη έχασε απότομα τον σημαντικότερο προμηθευτή ενέργειας, τη Ρωσία. Παράλληλα, η γεωπολιτική σταθερότητα φθίνει και οι εξαρτήσεις μας έχουν αποδειχθεί τρωτά σημεία. Η ειρήνη είναι ο πρώτος και πρωταρχικός στόχος της Ευρώπης. Όμως οι απειλές για τη φυσική ασφάλεια αυξάνονται και πρέπει να προετοιμαστούμε».
Και συνεχίζει παρακάτω δίνοντας την διέξοδο για τους καπιταλιστές:
«Η αμυντική βιομηχανία απαιτεί τεράστιες επενδύσεις για να καλύψει το χαμένο έδαφος. Απαιτούνται επίσης πρόσθετες επενδύσεις για την αποκατάσταση των χαμένων δυνατοτήτων, λόγω δεκαετιών υποεπένδυσης, και για την αναπλήρωση των εξαντλημένων αποθεμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δωρίστηκαν για την υποστήριξη της άμυνας της Ουκρανίας κατά της ρωσικής επίθεσης. Τον Ιούνιο του 2024 η Επιτροπή εκτίμησε ότι απαιτούνται πρόσθετες αμυντικές επενδύσεις ύψους περίπου 500 δισ. ευρώ κατά την επόμενη δεκαετία».
Τα αρχικά 500 δισ. έγιναν τελικά 800 αφού τώρα κατασκευάστηκε η «απειλή» της Ρωσίας για όλη την Ευρώπη, που θα κληθούν να πληρώσουν οι λαοί χρηματοδοτώντας τους εξοπλισμούς με το υστέρημά τους, αλλά και με τη ζωή τους.
Οι δηλώσεις του Σολτς δεν άφησαν κανένα περιθώριο παρερμηνείας: «Η ισχυρή άμυνα απαιτεί συμπαγή βιομηχανική βάση. Αυτό θα γίνει αν εμείς, οι Ευρωπαίοι, ενοποιήσουμε τις παραγγελίες μας, αν ενοποιήσουμε τα μέσα μας και δώσουμε στη βιομηχανία προοπτικές για τα επόμενα 10, 20 ή 30 χρόνια». Επεσήμανε πως η στρατιωτική βιομηχανία έχει ανάγκη μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για να επενδύσει σε νέες παραγωγικές δυνατότητες. «Άμα θέλω να αγοράζω ένα Γκολφ κάθε δυο ή τρία χρόνια, ξέρω πως θα υπάρχει στοκ, αλλά άρματα μάχης, οβιδοβόλα, ελικόπτερα και αεροπορικά ή αντιαεροπορικά συστήματα δεν τα βρίσκεις στα ράφια και χρειάζονται εγγυημένες παραγγελίες από τα κράτη».
Οι παραπάνω εξελίξεις πρέπει να σημάνουν συναγερμό στην Αριστερά και όχι μόνο. Απαιτείται η οργάνωση ενός κινήματος κατά του πολέμου, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που θα πάρει πρωτοβουλίες ενάντια στα σχεδία των ιμπεριαλιστών. Πρέπει να αποκαλύψουμε ότι οι ξοφλημένοι ηγέτες της ΕΕ, ακροκεντρώοι, σοσιαλδημοκράτες, πράσινοι κ.λπ. δεν θα διστάσουν να προκαλέσουν νέους πολέμους στην Ευρώπη στην Μέση Ανατολή, την Αφρική κ.α. προκειμένου να δουλεύουν για τα επόμενα 10-20-30 χρόνια οι πολεμικές βιομηχανικές όπως λέει ο Σολτς.
Απαιτείται να συμφωνήσουμε για:
- Απεμπλοκή της χώρας μας από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ.
- Έξοδος από τα σφαγεία της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
- Να κλείσουν οι Αμερικανικές και ΝΑΤΟϊκές βάσεις.
- Ειρήνη στην Ουκρανία.
- Αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό λαό, δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Μπαίνουμε σε μια σκληρή εποχή. Ο ιμπεριαλισμός έβρισκε πάντα διέξοδο στα αδιέξοδά του οδηγώντας τους λαούς σε πόλεμο. Η κατασκευή όπλων καταστροφής και εν συνεχεία η καταστροφή με αυτά υποδομών τροφοδοτεί την κερδοφορία του κεφαλαίου. Το ότι αυτό συνεπάγεται και απώλειες εκατομμυρίων ζωών είναι αμελητέο ζήτημα.
Για αυτούς. Γιατί για εμάς, για τους λαούς, είναι το πρώτο και βασικό. Οπότε γίνεται επιτακτική η ανάγκη να αντισταθούμε αποτελεσματικά και έγκαιρα. Η οργάνωση αυτής της αντίστασης γίνεται πρωταρχικό ζήτημα για την Αριστερά και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης, για όλους τους μαζικούς φορείς.