30 C
Athens
Τρίτη, 12 Αυγούστου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

70 χρόνια Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, της Όλγας Μοσχοχωρίτου

 

Μια μικρή ιστορική αναδρομή του σοβαρότερου πολιτιστικού θεσμού της μεταπολεμικής Ελλάδας

Πώς ξεκίνησαν όλα

Με την επανάληψη της ιστορικής πια παράστασης της ΟΡΕΣΤΕΙΑΣτου Αισχύλου σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου στις 22-23 Αυγούστου, ολοκληρώνεται κι εφέτοςτο Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.

Είναι γεγονός ότι ο θεσμός αυτός που φέτος συμπληρώνει τα 70 χρόνια από την ίδρυσή του, ανεξάρτητα από τους σκοπούς της ελληνικής αστικής τάξης και των πολιτικών της εκφραστών, αγκαλιάστηκεαπό τον Ελληνικό λαό στην πλειονότητά του.

Δεν είναι αμελητέο μέγεθος οι 250.000 θεατές(φετινά νούμερα) τόσο στην Αθήνα όσο και στην Επίδαυρο. Και μάλιστα όταν μιλάμε για το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, δηλαδή για ένα θέατρο εκτός οποιουδήποτε αστικού ιστού.

Μπορούμε να εκτιμήσουμε θετικά το γεγονός αυτό που δείχνει μια τάση του Ελληνικού λαού, όχι συνηθισμένη παγκοσμίως.

Κατάφερε δηλαδή τόσο η απομακρυσμένηΕπίδαυρος που προϋπέθετε σχεδόν μια ολοήμερη εκδρομή για να προσεγγιστεί και μάλιστα παρά την έλλειψη ΙΧ αυτοκινήτων από την πλειοψηφίαέως τη δεκαετία του ’80, όσο ακόμα και το «ελιτίστικο» Ηρώδειο, να αποτελέσουν σημεία καλοκαιρινής αναφοράς, στοιχεία μιας ιθαγενούς πολιτιστικής κουλτούρας και μιας διευρυμένης συμμετοχής των ανθρώπων τόσο του κέντρου όσο και της περιφέρειας και μάλιστα όλων των τάξεων.

Από τις μνήμες της παιδικής αλλά και νεανικής μας ηλικίας, σίγουρα ξεπηδάει κι ένα καλοκαιριάτικοΣάββατο, όπου φορτωμένοιστο παλιό λεωφορείο του ταξιδιωτικού γραφείου «Παυσανίας»αγκομαχούσαμε μαζί του στιςανηφόρες του Κυνόρτιου όρους*, αν δε χάλαγε σε κάποια στροφή!

Αυτό που σήμερα μπορούμε να εκτιμήσουμε, έχοντας μια σχετική εποπτεία των καλλιτεχνικών γεγονότων και των ρευμάτων που εμφανίσθηκαν κυρίως στο πλαίσιο της παράστασης αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας στην Επίδαυρο αλλά και των μουσικών και χορευτικών σχημάτων στο Ηρώδειο κυρίως, είναι ότι παρά την πολυμορφία τους, αντανακλούσαν ευθέως τη γενικότερη κατάσταση στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της χώρας και τους πολιτικούς και πολιτιστικούς συσχετισμούς στην κοινωνία.

Πολύ αργότερα, θα ερχόταν και το ελληνικό κοινό σε επαφή με τα ευρωπαϊκά κυρίως ρεύματα, όταν θα άνοιγε σε διεθνείς παραγωγές και θα άρχιζε η λειτουργία των χώρων της Πειραιώς 260(παραχωρήθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου το 2006) αλλά και της μετατροπής των νταμαριών της Πετρούπολης και του Βύρωνα σε ανοικτά θέατρα τη δεκαετία του 1980 επί υπουργίας της Μελίνας Μερκούρη.

Αυτό το άνοιγμα θα έφερνε και την Αθήνα(πολύ λιγότερο την Επίδαυρο η οποία την τελευταία πενταετία δέχθηκε διεθνείς συμπαραγωγές μετά από αναθέσεις του φεστιβάλ) στο δίκτυο των φεστιβαλικών πόλεων κυρίως της Ευρώπης, αλλά και άλλων ηπείρων. Αυτό κατέστη εφικτόόταν τα συγκροτήματα βρίσκονταν στα πέριξ κράτηκαι ήταν οικονομικά εύκολο, να κάνουν και μια βόλτα από την Αθήνα. Σ’ αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι προσλήφθηκαν καλλιτεχνικοί μάνατζερ που αντάλλασσαν πληροφορίες και επισκέψεις με τα γνωστά φεστιβάλ της Ευρώπης, (Αβινιόν κλπ).

Ρίχνοντας λοιπόν μια ματιά στην ιστορία του θεσμού δεν έχουμε παρά να σταθούμε στα παρακάτω:

Το Ελληνικό Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το οποίο αποτελεί μετεξέλιξη του Φεστιβάλ Αθηνών, ξεκίνησε το 1955.

Έξιχρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, τρία μόλις μετά τη δολοφονία του Μπελογιάννη,με τους αντιφασίστες και κομμουνιστέςαγωνιστές της κατοχής να στενάζουν σε φυλακές και εξορίες, η αστική τάξη της χώρας και οι διανοούμενοί της, θέλησαν να τραβήξουν την προσοχή του διεθνούς κοινού μακριά από τις δηλώσεις συμπαράστασης στους εξόριστους και τους φυλακισμένους, σε κάτι θελκτικό κι αυτό δεν ήταν άλλο από τα αρχαία κείμενα, τα μνημεία και την τέχνη.

Η Ελλάδα ως τουριστικό προϊόν ανακαλύφτηκε!!!

Ήταν τότε που ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης Παπάγου (1955), ο γνωστός μετέπειτα , πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, υλοποιώντας την πολιτική για την τουριστική ανάπτυξη και διαφήμιση της χώρας που έγλυφε ακόμα τις πληγές του εμφυλίου, ξεκίνησε την διοργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, στην κυρίαρχη από τότελογική συνδυασμού του τουρισμού με τον πολιτισμό.

«Το Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίον εγκαινιάζεται σήμερον με τους λαμπροτέρους οιωνούς και έχει συγκεντρώσει ζωηρότατον το ενδιαφέρον του ελληνικού και του διεθνούς κοινού, αποτελεί την μεγαλυτέρανκαλλιτεχνικήν και τουριστικήνπροσπάθειαν που εσημειώθη ποτέ εις την χώρανμας», δήλωνε τη μέρα της έναρξης του Φεστιβάλ (24.8.1955) ο Γ. Ράλλης.
Αρχικά η σκέψη οδήγησε στην οργάνωση ενός Φεστιβάλ στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, όπως είχε οργανωθεί και από το 1936 η «Εβδομάς Αρχαίου Δράματος», με μουσικό προσανατολισμό αυτή τη φορά.

Πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του ήταν οΝτίνος Γιαννόπουλος, σκηνοθέτης στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.
Στην πρώτη διοργάνωση, διάρκειας σαράντα ημερών, ξεχώρισαν οι παραστάσεις των Αλέξη Μινωτή – Κατίνας Παξινού και η συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης με τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου που παρουσίασε για πρώτη φορά αποσπάσματα από τους «36 ελληνικούς χορούς» του Ν. Σκαλκώτα.

Μια εικοσαετία περίπου νωρίτερα, ο Ροντήρης, με το Εθνικό Θέατρο, είχε εγκαινιάσει και το θέατρο της Επιδαύρου. Το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε εκεί μετά την αρχαιότητα, το 1938, ήταν η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη, με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο. Το έργο παίχτηκε στην αρχαία ορχήστρα του «ωραιότερου θεάτρου του κόσμου» χωρίς σκηνικά και –ελλείψει ηλεκτροδότησης– χωρίς φωτισμούς, με το φυσικό φως του απογεύματος. Τη διοργάνωση της ιστορικής αυτής παράστασης είχε αναλάβει η Περιηγητική Λέσχη, με στόχο την καθιέρωση στη συνέχεια ετήσιας «σαιζόν Επιδαύρου», όμως ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και ο Εμφύλιος ανέστειλαν τα φιλόδοξα σχέδια. Έτσι, τα Επιδαύρια έμελλε να ξεκινήσουν ουσιαστικά το 1954, με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, πάλι σε σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη (πρωταγωνίστησε ο νεαρός τότε Αλέκος Αλεξανδράκης), και η επίσημη έναρξή τους να συμπέσει με την εκκίνηση του Φεστιβάλ Αθηνών το 1955, με τον Αλέξη Μινωτή να σκηνοθετεί την Εκάβη.

Εάν το Αρχαίο δράμα σηματοδοτείται από τη σκηνοθεσία του Δ. Ροντήρη, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη που θ’ αρχίσουν να φιλοξενούνται το 1957 στο θέατρο του Πολυκλείτου, θα ταυτιστούν αρχικά με τονεοκλασικής κομψότητας ύφος του σκηνοθέτη Αλέξη Σολομού και του σκηνογράφου Γιώργο Βακαλόπου προκρίνει ζωγραφικό σκηνικό σε αισθητική ενότητα με τα κοστούμια, στοιχεία από τα αγγεία, από τα ειδώλια, αλλά και από την αθηναϊκή αποκριά, ζωηρά χρώματα, εναρμονισμένα ωστόσο με το χώρο.

Ήδη από το Φεβρουάριο του 1956, υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος που συνέδεσε το όνομά του με το Φεστιβάλ έως τις εκλογές του 1961. Κυρίως όμως συνδέθηκεμε την διαταγή του για την απόσυρση των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη που είχε σκηνοθετήσει οΚ. Κουν (Θέατρο Τέχνης (1959) και εμφανίζονταν στο Ηρώδειο.

Αφορμή ήταν η εμφάνισητου ιερέα με καλυμμαύχι ορθοδόξου παπά, σε μια σκηνή θυσίας. Αιτία όμως ήταν η εικονοκλαστική παράσταση και οι σύγχρονες αναλογίες που δημιουργούνταν και η κριτική στον κλήρο και το κρατικό σύστημα.

Ο Μάριος Πλωρίτης, στα τότε «Νέα», πρότεινε την αφαίρεση της σκηνής, ενώ ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, γελοιογραφείτο έκτοτε από τον Φωκίωνα Δημητριάδη, συνοδευόμενος από μία «κότα»!
Παρ’ όλα αυτά η παράσταση, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, επιδοκιμάστηκε από το διεθνή Τύπο καιβραβεύθηκε στο εξωτερικό. Ενώ έμεινε ιστορική και επαναλήφθηκε δύο φορές μετά την μεταπολίτευση προκαλώντας τις επευφημίες κοινού και κριτικής.

Αυτό ήτανκαι το πρώτο «σκάνδαλο» του Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Σημαντικές στιγμές των πρώτων χρόνων του Φεστιβάλ, που του προσέδιδαν και τον κοσμοπολίτικο αέρα που επιθυμούσε η αστική τάξη της χώρας μας και αποσοβήσει τα όσα οι προοδευτικοίευρωπαίοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες της καταμαρτυρούσαν για την κατάσταση της δημοκρατίαςκαι το πογκρόμ κατά των αριστερών ηττημένων του εμφυλίου, ήταν αναμφισβήτητα:
*Η ερμηνεία της Μαρίας Κάλλας στη Νόρμα του ΒιντσέντσοΜπελλίνι (1960) και τη Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι (1961). Η αμοιβή της Μαρίας Κάλλας παραχωρήθηκε για τη δημιουργία των ομώνυμων υποτροφιών. Κατά την πρώτη παρουσία της στο Φεστιβάλ (1957), είχε κατηγορηθεί για υπερβολικές απαιτήσεις και μάλιστα στις καταγγελίες είχαν πρωτοστατήσει το «Βήμα» και «Τα Νέα».
* Οπωσδήποτε η παρουσίαση της παράστασης«Ζιζέλ» με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ και παρτενέρ τηνΜαργκό Φοντέιν (1963).

*Η παράσταση της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή το 1972, εν μέσω χούντας θα σημειώσουμε, από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του μετέπειτα ιδρυτή του «Αμφι-θεάτρου» Σπύρου Α. Ευαγγελάτου. Η παράσταση αυτή θεωρείται πως αναζωογόνησε τόσο την παράδοση του Εθνικού Θεάτρου όσο και το θεσμό του Φεστιβάλ. Κι αυτό γιατί μέχρι τότε η καταλυτική παρουσία του Δημήτρη Ροντήρη είχε ήδη εδραιώσειμια στερεότυπη απόδοση του αρχαίου κειμένου, σε αντιστοιχία με το νεοκλασικό πρότυπο της Γερμανικής Σχολής.

Ωστόσο στα χρόνια τηςδικτατορίας, υπήρξε φυσικά μιακαλλιτεχνική καθίζηση, όπως άλλωστε και στα γενικότερα καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας.

Η μεταπολίτευση με τον αέρα της ελευθερίας που φέρνει, αντανακλάται ευθέως στο Φεστιβάλ, που πράγματι ανοίγει τις πόρτες στο Θέατρο Τέχνης, τον θίασο που από την ίδρυσή του, το 1942, αποτέλεσε το αντίπαλον δέος του Εθνικού Θεάτρου .

Το 1975 παρουσιάζει στο αρχαίο θέατρο τους θρυλικούς «Όρνιθες» που καταχειροκροτούνται και το 1976 τους«Πέρσες», σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και μουσική Γιάννη Χρήστου, παράσταση αναφοράς έκτοτε για τον τρόπο αναβίωσης του αρχαίου δράματος πέραν της Ροντιρικής παράδοσης. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στα Επιδαύρια και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Στη συνέχεια εμφανίζονται με παραστάσεις τους ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου και το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Συν τω χρόνω, όλο και περισσότεροι θίασοι έχουν πλέον βήμα στην Επίδαυρο, ανάμεσά τους και δημοτικά περιφερειακά θέατρα, όπως το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, που παρουσίασε μια «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, αναδυόμενη από τη βαθιά λαϊκή παράδοση σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, με τη Λυδία Κονιόρδου. Προσκαλούνται επίσης ξένα θεατρικά σχήματα, ενώ και καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Οι ακαδημαϊκές παραστάσεις εναλλάσσονται με απόπειρες διαφοροποίησης.

Η «Ορέστεια» του Αισχύλου για παράδειγμα σε σκηνοθεσία Πήτερ Χολ, με το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, αποτέλεσε την πρώτη παράσταση Αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο (1982) από ξένο θίασο.

Για να θυμηθούμε μερικές ακόμα παραστάσεις που χαρακτηρίστηκαν σταθμοί: 1978, η Μελίνα Μερκούρη πρωταγωνιστεί στην «Ορέστεια» σε σκηνοθεσίαΚαρόλου Κουν (40.000 θεατές είδαν την παράσταση).

1981, ένας εξαιρετικός Ντίνος Ηλιόπουλος στις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη· την ίδια χρονιά ο Μάνος Κατράκης στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή· 1982,ο PeterHall με την «Ορέστειά» του, πρώτη φορά ξένος θίασος στην Επίδαυρο, η «Αντιγόνη» του Θόδωρου Τερζόπουλου, το 1995.

Πάντως γενικά η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται από έναν λαϊκοφανή πληθωρισμό, όχι πάντα αντάξιο των μεγάλων κειμένων αλλά και των νέων προκλήσεων μιας γενικότερα κοινωνικοπολιτικής«γκρίζας περιόδου».

Την τελευταία εικοσαετία το Φεστιβάλ διευρύνθηκε σε χώρους, κυρίως της πόλης της Αθήνας, όπως το πρώην εργοστάσιο του Τσαούσολου στην Πειραιώς 260 που μεταμορφώθηκε σε χώρο τέχνης κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα μετατροπής εργοστασιακών κτισμάτων σε χώρους πολιτισμού,αλλά και σεπλατείες, στοές, γειτονιές, τόπους ιστορικής μνήμης, μουσεία κ.ά., καθώς και αναστηλωμένα αρχαία θέατρα, ενώ εντάχθηκε και δομικάένα παράλληλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Η Πειραιώς 260 ήταν μία ιδέα του Λευτέρη Βογιατζή που υιοθέτησε ο τότε Καλλιτεχνικός ΔιευθυντήςΓιώργος Λούκος.

Πράγματι ο αντισυμβατικός χώρος μέσα στα ερείπια του μεταπολεμικού βιομηχανικού και βιοτεχνικού Πειραιά, ταίριαζε με τη γενικότερη ευρωπαϊκή καλλιτεχνική τάση μεταδραματικού και μετα-μεταμοντέρνου θεάτρου. Η αλλαγή χρήσης των χώρωνταίριαζε με την αλλαγή νοήματος των αρχαίων και κλασσικών λέξεων της νέας εποχής της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού και του άυλου κεφαλαίου της ψηφιακής εποχής.

Είναι αλήθεια βέβαια ότι ανοίχθηκε ιδιαίτερα και σε διεθνή ρεύματα τέχνης και όχι μόνο του θεάτρου, ώστε να προσομοιάζει με τα άλλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, όπως της Αβινιόν, μετακαλώντας καλλιτέχνες από τον ευρωπαϊκό και όχι μόνο χώρο, που κινούνταν στο πλαίσιο του «μεταμοντέρνου» καιτης συνακόλουθης «αισθητικής αποδόμησης», άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε όχι.

Το αίτημα «ενός νέου μοντερνισμού» αναδυόταν από όλες σχεδόν τις επιλογές της Διοίκησης του Γ. Λούκου αλλά και του Β. Θεοδωρόπουλου σε έναν βαθμό, ενώ δυνάμωναν οι φωνές για ένα καινούργιο πολιτιστικό στίγμα του Φεστιβάλ με την αξιοποίηση εγχώριων καλλιτεχνικών δυνάμεων.

Τα χρόνια των μνημονίων είχαν ευθεία επίδραση στις εκδηλώσεις κυρίως της Αθήνας και λόγω οικονομικών περικοπών αλλά και ψυχολογίας του κοινού. Έλειπε η χαρά της νεολαίας που πράγματι είχε αγκαλιάσει τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, τις εκδηλώσεις του κέντρου της πρωτεύουσας Ιούνιο και Ιούλιο.

Το πολύμηνο κλείσιμο των καλλιτεχνικών χώρων κατά τα χρόνια της καραντίνας λόγω της πανδημίας, κόστισε στο Φεστιβάλ από πολλές απόψεις.

Με το άνοιγμα εκ νέου το καλοκαίρι του 2021,το κοινό εισέβαλε με καινούργια ένταση, αλλά και ανάγκες στους χώρους του φεστιβάλ.

Θεωρώ, κάνοντας μια μικρή αναγκαστικάαναφορά, ότι τα κτίρια, κυρίως της Πειραιώς 260, έχουν χάσει την αίγλη τους. Φαίνονται πλέον εξαιρετικά ογκώδη, άχαρα, βρώμικα, ενεργοβόρα, προκαλώντας μια σπατάλη ανεπίτρεπτη για τους νέους καιρούς. Τα σκουπίδια και τα τρωκτικά που γυρνοβολάνε ανάμεσά τους και βρίσκονται ως άθλια υπολείμματα μιας ελλιπούς λειτουργίας της δημοτικής υπηρεσίας συλλογής απορριμμάτωνκαι απολύμανσηςγύρω από αυτούς τους χώρους (δίπλαακριβώς είναι οι υποδομές του ιδρύματος Ελληνικός Κόσμος και κτίρια λειτουργούντων εταιριών και Οργανισμών εν μέσω ερειπωμένων ακινήτων), στήνουν χορό με τις καλλιτεχνικές «πρωτοπορίες» και το μεσοαστικό κοινό (εκτός της νεολαίας) που παρά τον καύσωνα, συρρέει στις παραστάσεις, ειρωνευόμενα ένα κράτος που υπολειτουργεί εν μέσω τρωκτικών.

Σα να χάσκουντα κτίρια του Φεστιβάλ (που μάλιστα αγοράστηκαν πρόσφατα από την Εθνική Τράπεζα), ως αυτό που πραγματικά ήταν: Σκέλεθρα μιας τελειωμένης ανάπτυξης, μιας περαιωμένης εποχής.

Παρ’ όλα αυτά οι παραστάσεις ήταν soldout, ενώ φυσικάπαραμένει ανοιχτό το θέμα της ελλιπούς συμμετοχής των δυτικών συνοικιών και των λαϊκών ανθρώπων, που διατηρούν επαφή με την Επίδαυρο αλλά όχι με τους νεωτερισμούς του κέντρου.

Μεγάλη συζήτηση που δεν μπορεί να διεξαχθεί μονομερώς και με ευκολίες.

Στην μεταπολιτευτική του ιστορία υπήρξαν παραστάσειςπου προκάλεσαν ποικίλα σχόλια λόγω κυρίως «αντισυμβατικών» σκηνοθετικών ευρημάτων.

Ήταν η «Ελένη» του Ανδρέα Βουτσινά το 1982 με το πρώτο γυμνό στο χώρο –γυμνόστηθο χορό– καθώς και πυροτεχνήματα, η «Άλκηστη» του Γιάννη Χουβαρδά το 1984,η «Ηλέκτρα» του RobertSturua το 1987, με την Τζένη Καρέζη, λόγω του τσιγάρου που άναψε η ΑνναΜακράκη στο ρόλο του Αγγελιαφόρου, η «Αντιγόνη» του Μίνωα Βολανάκη το 1990 με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που προκάλεσε ατελείωτες αρνητικές κριτικές για την άλωση του χώρου από τη σταρ,οι «Βάκχες» του MatiasLanghoffτο 1997. Το 1994 η «Ορέστεια» του Αισχύλου στα Ρωσικά σε σκηνοθεσίατου Πήτερ Στάιν με το Ακαδημαϊκό Θέατρο του Ρωσικού Στρατού της Μόσχας, σε εξάωρη παράσταση.

Το 1995 το ΚΘΒΕ φέρνει στην Επίδαυρο μία μουσική εκδοχή της «Ορέστειας» κατά Ιάννη Ξενάκη σε συμπαραγωγή μετην Ομάδα Εδάφους και χορογραφία – σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαϊωάννου.

Το 2006 ο Λεφτέρης Βογιατζής παρουσίασε την ιστορική πιά «Αντιγόνη» του.

Το 2008παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο το Μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού σε σκηνοθεσία – χορογραφία Πίνα Μπάους, μόλις ένα χρόνο πριν το θάνατό της.

Αλλά και Μπέκετ με το Θέατρο της Μ. Βρετανίας, στο έργο «Ευτυχισμένες μέρες» σε σκηνοθεσία ΝτέμποραςΓουόρνερ με τη Φιόνα Σο.

Η «Μήδεια» του AnatoliVasiliefτο 2008, η «Φαίδρα» του NicholasHytner με την HelenMirren, το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» του SamMendes με τον EthanHawke το 2009 και o «Ριχάρδος ο 3ος» και πάλι του Mendes με τον ΚevinSpacey το 2011, τον οποίο προσωπικάβρήκα εξαιρετικό.

Αντίθετα κατώτερη των προσδοκιών είχε χαρακτηρισθεί η Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Πήτερ Στάιν το 2007.

Το 2019 ο Γουίλσον παρουσίασε ένα φωτοκινητικό θέαμα με θέμα τον Οιδίποδα που δίχασε και αυτό το κοινό αλλά και τους κριτικούς.

Στα χρόνια των μνημονίων, δόθηκε το αρχαίο θέατρο σε νεαρούς ΄Ελληνεςσκηνοθέτες που αντιμετώπισαν το αρχαίοδράμα ως «σπαράγματα κειμένου» που δομείται ή αναδομείται σύμφωνα με την «τωρινή» ματιά του αναγνώστη – σκηνοθέτη και όχι «ως όλον», «ως σώμα» ενός καλλιτεχνικού έργου παραδομένου ως άρτιο στις επόμενες γενεές..

Τέτοια περίπτωση απετέλεσε το 2014 η σκηνοθεσία του Δ. Καρατζά στην «Ελένη» του Ευρυπίδη και ακολούθησε ο «Προμηθέας Δεσμώτης » του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Εκτορα Λυγίζου αλλά και ο «Φιλοκτήτης του Κώστα Φιλίππογλου.

Τα τελευταία 5 χρόνια η Επίδαυρος άνοιξε περισσότερο σε ξένους σκηνοθέτες αλλά δεν θωρώ πως έφεραν κι αυτοί κάτι καινούργιο στην σκηνοθεσία του αρχαίου δράματος.

Φέτος στην Επίδαυρο παρακολουθήσαμε μόνο αρχαίες τραγωδίες και καθόλου κωμωδία. Φαντάζομαι πως θα ήταν κάτι τυχαίο.

Η ανάθεση στον Γερμανό ΟύρλιχΡάσε (γνωστό στο φεστιβάλ από την προηγούμενη πετυχημένη του σκηνοθεσία του «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου) της σκηνοθεσίας της Αντιγόνης του Σοφοκλή σε συμπαραγωγή με το Residenzthheater, δεν επέφερε τα αναμενόμενα και η ηρωίδα μας έμεινε θεατρικά αδικαίωτη.

Οι δύο Οιδίποδες (Οιδίπους – Η ιστορία μιας μεταμόρφωσης: από το σκοτάδι στο φως)σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, ο οποίος ένωσε τις δύο αρχετυπικές ιστορίες (Τον Οιδίποδα Τύραννο και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ) δεν κατόρθωσαν κατά τη γνώμη μου να αναδείξουν το ταξίδι αυτογνωσίας του ήρωα που οδεύει στην κάθαρση πριν το θάνατο.

Μπλέχτηκεσε μια ατέρμονη σκηνική φλυαρία και πολυσημία, μεταμορφώνοντας την σκοπούμενη «κάθαρση» του ήρωα, σε εξιλέωση μέσω της θρησκευτικής μετάνοιας, εμπλέκοντας τόσο το «ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα» όσο και το αντίστοιχο της καθολικής εκκλησίας. Δημιουργώντας όμως ένα λογικό και συναισθηματικό χάος, δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει μία νέα αφήγηση, μετά την αποδόμηση στην οποία είχε προηγουμένως προβεί.

Αλλά η εξιστόρηση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου δεν έχει τέλος.

Το μόνο που μπορούμε να πούμε τελειώνοντας αυτήν την αναδρομή είναι τα εξής:

Με το τέλος της πρώτης 25ετίας του νέου αιώνα και με το συμβολισμό «μιας αέναης απειλής» πάνω από τον κόσμο, τα Φεστιβάλ, ή τα πανηγύρια ή οι γιορτές που καλούν την «κοινότητα» να αντιδράσει ως τέτοια, δηλαδή ακριβώς «ως κοινότητα» και όχι κατά μόνας, με το θέατρο προπαντός να δοξάζει τη σωματικότητα και την επαφή, οι καλλιτέχνες μαζί με το κοινό, αντικρίζουνμε αμηχανία προς ώραςτους νέους ορίζοντες, ή την «θολή γραμμή των οριζόντων» του ποιητή και σκέφτονται μάλλον να μην το βάλουν κάτω.

Γιατί χρειαζόμαστε όπως το οξυγόνο τη χαρά της τέχνης, ακόμα και τους διαξιφισμούς για την ποιότητάτης ή τη σκοπιμότητα κάποιας επιλογής της εξουσίας και γιατί μόνο σε αντιδιαστολή με την «καθεστηκυία» άποψη περί αυτής, μπορούμε να ονειρευόμαστε την ανατροπή της

* Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του ιερού που ήταν αφιερωμένο στον θεραπευτή θεό της αρχαιότητας, τον Ασκληπιό, στο Ασκληπιείο Επιδαύρου. Είναι χτισμένο στη δυτική πλαγιά του Κυνόρτιου όρους.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ