Η περιπέτεια που περιέχει την μεγάλη απάτη και, όπως πάντα, κάποιες αυταπάτες!.. Η ιστορία των κυρίαρχων που κυριαρχούν πάνω στη συνείδηση!.. Μια ακόμη ιστορία του αμερικανικού νότου, των «λευκών» που κάνουν το συμφέρον τους επιθυμία των «μαύρων». Το μάθημα του γιατί νικάει ο ισχυρός. Του γιατί ο καπιταλισμός δείχνει παντοδύναμος, και το ακριβώς αντίθετο, γιατί κρέμεται σε μια κλωστή, έστω μια ισχυρή κλωστή, αλλά κλωστή εν τούτοις.
Κάποιοι εργαζόμενοι στην Amazon αποφάσισαν να ιδρύσουν συνδικάτο. Η εταιρεία ανήκει στον πλουσιότερο άνθρωπο του πλανήτη, τον Τζεφ Μπέζος, και απασχολεί σε όλο τον κόσμο πάνω από 1,2 εκατομμύρια εργαζόμενους σε εκατοντάδες αποθήκες (Logistics). Η εταιρεία δεν θέλει να ιδρυθεί συνδικάτο, και ξοδεύει εκατομμύρια δολάρια γι’ αυτό.
Σε μια εποχή όπου τα συνδικάτα έχουν πέσει σε ανυποληψία, όπως λέγεται από πολλές πλευρές της κινηματικής αριστεράς, γιατί μια Amazon ρίχνει τόσο βάρος;
Κανονίζει έτσι ώστε η ψηφοφορία για το αν θα δημιουργηθεί ή όχι συνδικάτο να γίνει στην «έδρα της», στην αποθήκη του Μπέσεμερ της Αλαμπάμας, παραδοσιακά δύσπιστη έως αρνητική στο συνδικαλισμό, όπου το 85% των υπαλλήλων είναι αφροαμερικανοί, όπου η ανεργία και η εξαθλίωση κυριαρχούν, όπου πριν δυο χρόνια η εγκατάσταση της Amazon έφερε μεροκάματα και όπου ο πολλαπλός εκφοβισμός μπορεί να έχει μεγάλα αποτελέσματα.
Η αποθήκη απασχολεί κανονικά περίπου 1.500 εργαζόμενους, αλλά για τις ανάγκες της ψηφοφορίας η εταιρεία έκανε προσλήψεις ανεβάζοντας τον αριθμό στις 5.800
(που πολλοί από αυτούς πιθανόν μετά από την ψηφοφορία θα βρεθούν ξανά στην ανεργία). Τοποθέτησε ταχυδρομικό κουτί, μιας και η ψήφος είναι επιστολική, υπαγορεύοντας την ιδέα πως κάθε ψήφος παρακολουθείται και ελέγχεται, οπότε κανείς δεν μπορεί να κρύψει τι έριξε.
Έκανε μια τεράστια εκστρατεία δυσφήμισης της ιδέας μέσω καναλιών, διαδικτύου, προσωπικών απειλών και συκοφαντικών εκβιασμών.
Και οι εργαζόμενοι τελικά αποφάσισαν με μεγάλη πλειοψηφία πως δεν χρειάζεται το συνδικάτο.
Με τέτοια πίεση φαντάζει πιο εντυπωσιακό το πως περίπου 1000 ψήφισαν υπέρ.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς, πως οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις ενώνονται στους κύριους στόχους τους, επιχειρηματικούς και πολιτικούς, την ίδια ώρα κομματιάζονται σε ένα τεράστιο δίκτυο μικρών μονάδων, κατακερματίζοντας την εργατική τάξη και υπονομεύοντας δραστικά την απόπειρα οργάνωσης της.
Η αποτυχία ίδρυσης συνδικάτου στην Amazon είναι μια ήττα μεγάλης σημασίας για το εργατικό κίνημα. Της προσπάθειας να ανασυγκροτηθεί, κυρίως στις βιομηχανίες αιχμής, της νέας τεχνολογίας, στην εποχή που πνέει ένας διστακτικός άνεμος ανασύνταξης των δυνάμεων της εργασίας και των ταξικών κινημάτων σε αυτή την κρίσιμη γωνιά του κόσμου.
Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο διάστημα, μετά τις μεγάλες εκρήξεις του Σιάτλ, του Occupy Wall Street, μετά την ύφεση και την κόπωση των κινημάτων, η μητρόπολη του καπιταλισμού γίνεται μάρτυρας μιας σταδιακής αναζωογόνησης κινημάτων που διεκδικούν εργασιακά δικαιώματα, όπως έκαναν οι ντελιβεράδες, δημοκρατικά δικαιώματα, όπως έγινε και γίνεται με τις διαδηλώσεις που σαρώνουν τη χώρα εξ αφορμής των δολοφονιών μαύρων από αστυνομικούς…
Οι απεργίες και οι διαδηλώσεις επιταχύνονται και για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες έρχονται άμεσα αντιμέτωπες με την εξουσία του κεφαλαίου.
Καθώς λοιπόν αυξάνουν οι φωνές και οι πράξεις που λένε πως για να αντιμετωπιστεί αυτό το σαρωτικό κύμα της απαξίωσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας, της τεράστιας μεγέθυνσης της ανισότητας, χρειάζεται οργάνωση ως αποφασιστικό αντίβαρο στην λησταρχία των τραπεζών, των μεγάλων χρηματοπιστωτικών μηχανισμών και των εταιρειών πληροφορικής, οι ιδιοκτήτες οργανώνουν την αντίδρασή τους. Γνωρίζουν πολύ καλύτερα από τους κάτω, τι σημαίνει οργάνωση και αυτοσυνείδηση. Και δεν θέλουν να αφήσουν στην τύχη τα πράγματα. Δεν θέλουν κυρίως να αποκτήσουν οι κάτω συνείδηση και γνώση της δύναμης και τη ενότητας τους. Θα ξοδέψουν εκατομμύρια και εκατομμύρια για να το αποτρέψουν. Θα ενεργοποιήσουν μεγάλες δυνάμεις, καταστολής, επιβολής, συσκότισης. Δικά τους είναι.
Ο Άλαν Γκρίσπαμ, ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, θριαμβολογούσε και προέβλεπε το λαμπρό μέλλον των μεγάλων ιδιοκτητών, όταν ανακοίνωνε την αύξηση της ανεργίας και τη φυγή των επιχειρήσεων σε «εργασιακούς παραδείσους» για τους εργοδότες, τη δεκαετία του ’90. Η πίεση που ασκήθηκε στην εργασία ήταν τέτοια ώστε μπόρεσε να σαρώσει τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις δεκάδων χρόνων και σκληρών αγώνων μέσα σε λίγα μόλις χρόνια.
Όπως γράφει για εκείνη την περίοδο ο Στάνλεϊ Αρόνοβιτς, στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Ταξικές υποθέσεις» (εκδ. Αλεξάνδρεια):
«Στο μεταξύ η ταξική πάλη μαινόταν αδιάπτωτη: οι εργοδότες εναντιώνονταν λυσσωδώς στη συνδικαλιστική οργάνωση και η φυγή του κεφαλαίου άφηνε πολλές κοινότητες στερημένες και απελπισμένες. Και ούτε η οικονομική άνθηση που σημειώθηκε εμπόδισε τους νεοφιλελεύθερους να διαλύσουν το κράτος πρόνοιας…
Οι μισθοί έμειναν στάσιμοι, καθώς η μακρόχρονη οικονομική άνθηση της δεκαετίας του ’90 δεν συνοδεύτηκε από συνακόλουθη αύξηση των πραγματικών μισθών. Ο Αλαν Γκρίσπαν επέχαιρε επειδή η ανάσχεση των μισθών συνέβαλλε στη συγκράτηση του πληθωρισμού και στη διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι θα ήταν αναγκαίο αν οι εργαζόμενοι είχαν κάνει αυτό που έκαναν στο παρελθόν – να ξεκινήσουν ένα κύμα μαζικών απεργιών προκειμένου να επωφεληθούν από την άνθηση. Κυριευμένοι από το φόβο πολλοί αύξησαν τα εισοδήματά τους δουλεύοντας πενήντα, εξήντα, ακόμη και εβδομήντα ώρες την εβδομάδα».
Και όπως λέει πιο κάτω:
«Οι πολλές ώρες εργασίας, η διάλυση των μακροπρόθεσμων προσωπικών σχέσεων και, το σπουδαιότερο, η εξαφάνιση των γυναικών από τις γειτονιές στη διάρκεια της ημέρας επιτάχυναν την παρακμή της κοινωνίας των πολιτών … Η σημασία αυτού του μετασχηματισμού υπονόμευσε τη συμμετοχή και τη δημοκρατία εκεί όπου έχουν πραγματική σημασία, στη λαϊκή βάση…».
Η δημοκρατία του 21ου αιώνα μικρή ομοιότητα έχει με εκείνη του 20ου, κυρίως τη «χρυσή τριακονταετία» από το 1945 έως το 1975-80, όταν άρχισε η νεοφιλελεύθερη σάρωση.
Κατ’ αυτό τον τρόπο οδηγηθήκαμε στην αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης των ΗΠΑ.
Με παρόμοιο τρόπο, έστω και με χρονικές υστερήσεις συνέβησαν τα πράγματα σε όλο τον «αναπτυγμένο» καπιταλιστικό μας κόσμο, του «τέλους της ιστορίας» και της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού.
Οπότε οι Amazon του κόσμου δεν είναι διατεθειμένοι να γυρίσουν πίσω τον τροχό της ιστορίας και να επιτρέψουν την επανασυγκρότηση της τάξης.
Και κυρίως δεν είναι διατεθειμένοι να τον αφήσουν να γυρίσει προς τα μπρος. Το παρόν είναι ο (ασύδοτος) παράδεισός τους.
Κι ωστόσο αισθάνεται κανείς πως αυτές οι ήττες δεν είναι σαν εκείνες των Άγγλων ανθρακωρύχων από τη Θάτσερ το 1984, ούτε των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας από το Ρήγκαν το 1981. Σαν να ετοιμάζουν νέα εποχή.
Κι αν τα παρόμοια εγχειρήματα κάνουν στάση να συνδεθούν για με το παρελθόν είναι γιατί χρειάζονται την αποκατάσταση της Ιστορίας ώστε να οδηγηθούν με ραγδαίο τρόπο προς το μέλλον.