21.6 C
Athens
Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ένας υφαντής ονείρων (Κώστας Τζιαντζής 2011-2021), του Θανάση Σκαμνάκη


 

Πάντα με αυτές τις χρονολογίες διατυπώνουμε τα χρόνια που ο αναφερόμενος πέρασε στη ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να γράφει 1948-2011. Αλλά η επιλογή του 2011-2021 δεν είναι, προφανώς, τυχαία. Θέλει να μιλήσει για την επόμενη ζωή του μνημονευόμενου και να κάνει μια μετρική αποτίμηση της απώλειας. Το δεύτερο είναι σαφές, το πρώτο θέλει εξηγήσεις.

 

Σ’ αυτά λοιπόν τα δέκα χρόνια που συμπληρώνονται τη Δευτέρα 1/11, μπορούμε να αξιολογήσουμε τι έγινε και τι μέτρησε!

 

Αυτό δηλαδή που λέμε πως κανείς δεν είναι νεκρός όσο μένει ζωντανή η μνήμη. Σ’ αυτή τη ζωντανή μνήμη, στην πραγματική ζωή αυτών των χρόνων, συνέβησαν πολλά.

 

Όπως το λέει ο Πάμπλο Νερούδα:

Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,

Χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι 

Σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς

Πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,

 

Δεν είναι θέμα του παρόντος να περιγράψει, έστω, τα σχετικά αποδεικτικά σχετικά με την παρουσία του Κώστα τη δεκαετία, μόνο να κάνει σκέψεις, επ’ ευκαιρία.

 

Πρωτίστως και προφανώς γιατί η αποτίμηση δεν μπορεί να γίνει με  αντικειμενικότητα. Αλλά, ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει αντικειμενικότητα σε αυτές τις αποτιμήσεις. Καθένας μας, όπως συμβαίνει με τα ιστορικά γεγονότα, πάνω σε μια ελάχιστη αντικειμενική βάση προσλαμβάνει το παρελθόν με κριτήριο το παρόν και τις ανάγκες του. Πολύ περισσότερο αυτό αφορά τους παρελθόντες ανθρώπους. Τους οικειοποιείσαι ή τους αρνείσαι ή τους επαναξιολογείς, ανάλογα με όσα έχουν εν τω μεταξύ συμβεί. Κι έτσι δεν είναι παράξενο, άλλον να τον διαγράφουν από τις φωτογραφίες, σαν παλιά αγαπημένη που τους πρόδωσε, ή σαν τον Στάλιν με τους αντιπάλους του – όποιος νικάει επιλέγει, ως φαίνεται, το ποιοι υπήρξαν -, άλλον, άλλοι, να τον μνημονεύουν με ευχαρίστηση και με το δικό τους τρόπο, είτε γιατί εν τω μεταξύ του αναγνώρισαν εκείνα τα πλεονεκτήματα και την αξία που δεν του είχαν αναγνωρίσει όσο ζούσε, καλώς, είτε για να οικειοποιηθούν τη φήμη και την αξία, τώρα που ο νεκρός δεν μπορεί να μιλήσει, άλλοι για να εγγραφούν ως συνεχιστές του έργου, άλλοτε καλώς, άλλοτε κακώς.

 

Το λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Ρίλκε στις Σημειώσεις για το Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε: 

 «Ω παντέρημε, παραμερισμένε, πως σε προϋπαντήσανε για τη δόξα σου. Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που ήταν κατά βάθος ενάντιοι δικοί σου και τώρα πάνε μαζί σου όπως με τον όμοιόν τους. Και τα λόγια σου τα παίρνουν μαζί τους, μέσα στα κλουβιά της υπεροψίας τους και τα επιδεικνύουν στις πλατείες και τα ερεθίζουν εκ του ασφαλούς. Όλα τα φοβερά σου θηρία…» 

Σε κάθε περίπτωση, κι ας κάνει την αξιολόγησή του και πάλι το παρόν και το τόσο χιλιοειπωμένο μέλλον, ο προκείμενος δεν πέρασε απαρατήρητος στα δέκα χρόνια που βρίσκεται εδώ χωρίς την φυσική του παρουσία.

 

Διαβάζω σε ένα πρόσφατο μυθιστόρημα  (Αντόν Μπεραντέρ, Η μεγάλη ιδέα, εκδ. Πόλις) – όπου ο συγγραφέας αναπλάθει το μύθο του Οδυσσέα σε μια σύγχρονη συνθήκη – πως ο ήρωάς (ο Έλληνας Σαούλ Καλογιάννης), πάντα παρών χωρίς να υπάρχει πουθενά, ζει μια σύγχρονη περιπλάνηση, πολέμους, καταστροφές, ναυάγια, ξενητειές, είναι ένα πρόσωπο ξεχωριστό, από εκείνους που η σιωπή τους είναι εύγλωττη και η ομιλία τους σα μυθιστόρημα, ακόμη κι αν δεν έχει κανέναν διάκοσμο:

«Γιατί ακόμα κι αν δεν ήταν ο ήρωας για τον οποίο μιλάει σήμερα όλος ο κόσμος, δεν παύει να είναι, το ξέρω, το ορκίζομαι, ένας ήρωας. Τι είναι ένας ήρωας, κύριε; Κάποιος που του ανατέθηκε μια αποστολή, και από εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί να την αγνοήσει, κι αν την αγνοούσε θα σήμαινε βέβαια ότι την πρόδωσε. Ο Καλογιάννης, κύριε, είχε μια αποστολή το ένιωσα στα μέλη του σώματός μου από την πρώτη μέρα. Δεν του ζητούσαν μόνο, όπως σ’ εσάς, σ’ εμένα, να μετακινήσει το βάρος του μέσα στη σκόνη στην επιφάνεια της Γης, να ρίξει λίγο σπέρμα στον καναπέ και να δει μήπως κατά τύχη φύτρωσε». 

 

Κάπως έτσι και ο δικός μας Κώστας. Από το ποίημα του Ελύτη λάτρευε τον ατραγούδιστο στίχο: «των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω».

 

Όταν η αντιδικτατορική πάλη μοίραζε μεταπολιτευτικά φωτοστέφανα και οι θέσεις καταλαμβάνονταν εν ριπή οφθαλμού, εκείνος επεξεργαζόταν το κράμα του επαναστατικού μετάλλου. 

 

Ήταν εκείνος ο ταλαντούχος άνθρωπος που μπορούσε να γίνει τα πάντα (εκτός από νοικοκύρης!).  Να ικανοποιήσει όλες τις φιλοδοξίες που κάποιος θεωρεί επιτυχία μέσα σε αυτή την κοινωνία. Να γίνει καταξιωμένος λογοτέχνης ή γνωστός πολιτικός ή απλά πλούσιος, ακόμα και να παραμείνει «επαναστάτης» εντός της κατεστημένης Αριστεράς,  χωρίς εμφανή σημάδια φθοράς.

 

Αλλά διάλεγε να μπλέκει με τους ασήμαντους, με τα κομμάτια της Αριστεράς που μπορεί να μην τα βρει καμιά καταξίωση, ώστε να τα ανυψώσει στο μέγεθος της Ιστορίας, που μπορούν ωστόσο να αναφλεγούν σαν ένα φύλλο κηροζίνης. Αλλά – αυτό το αλλά, ήταν όλη του η ζωή και όλη του η σκέψη- χωρίς αυτούς ποτέ καμιά επανάσταση, καμιά ανατροπή δεν είναι εφικτή.

 

Ο Κώστας λοιπόν, ένας επιδέξιος υφαντής παραμυθιών και ονείρων, είχε εξ ίσου μοναδική σχέση με την πραγματικότητα. Δεν θυσίαζε την προοπτική της σε συσχετισμούς του παρόντος. Κι ούτε θυσίαζε το παρόν σε ένα όνειρο του μέλλοντος. Όταν κακόφημες εξουσίες χλώμιαζαν την κομμουνιστική προσδοκία, κατέστρωνε το  επόμενο σχέδιο, με σταθερή προσήλωση στον επαναστατικό σκοπό και διαρκή επανεξέταση των πολιτικών και οργανωτικών μέσων, συνεχής αναζήτηση και τομές στη συνέχεια του επαναστατικού κινήματος, ενάντιος στις απομιμήσεις.

 

Με επίγνωση του βάθους της κατάρρευσης των κοινωνιών της Ανατολής επέμενε πως η εποχή θέτει όσο ποτέ άλλοτε στην Ιστορία την κομμουνιστική ιδέα στην πρώτη γραμμή.

 

Δεν θα έλεγα πως βρήκε πάντα καλόπιστους αποδέκτες. Μας εντυπωσίαζε η ψύχραιμη αντίστασή του στις επιθέσεις του «αυτονόητου», το οποίο πάντα αποδέχεται ό,τι είναι στο συρμό, ακόμα και στον επαναστατικό συρμό. 

 

Δεν πρόκειται για μονοδιάστατη πίστη. Ήταν πίστη και αμφιβολία, για να παραχθεί κάθε φορά μια ανώτερη πίστη και μια ανώτερη αμφιβολία.  Αντίθετος με το ΚΚΕ, όχι μόνο με το επίσημο, το μεγάλο, αλλά και με όλα τα μικρά ΚΚΕ εντός μας –και όχι με το ΚΚΕ, αλλά με την ιδέα της ιδιοκτησίας της αλήθειας και του κινήματος.

 

Επιλέγω ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα, από εκείνα που έχει γράψει:

«Το νέο επαναστατικό εγχείρημα θα μπορέσει να «ολοκληρωθεί» τελικά  ως υπαρκτός και αυτοτελής παράγοντας των εξελίξεων και των ανατρεπτικών προοπτικών της νέας εποχής, να ενισχύσει μακροπρόθεσμα την «ηγεμονία» των επαναστατικών εργατικών συμφερόντων, μόνο με δυο προϋποθέσεις:

 Πρώτον: Εφόσον μέσα στις σημερινές συνθήκες και όχι στο απώτερο διάστημα, καταφέρει τουλάχιστον να  οργανώσει μια  στοιχειωδώς επαρκή  προγραμματική και πρακτική ενότητα των  αντιφατικών «εσωτερικών», αλλά και ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της υπό διαμόρφωση «επαναστατικής κομμουνιστικής  πρωτοπορίας». 

Δηλαδή, μόνο εφόσον καταφέρει να συγκροτήσει μια σχετική ηγεμονία  των χαρακτηριστικών της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, μέσα στις πιο πρωτοπόρες τάσεις του εργατικού κινήματος.

Δεύτερο: Μόνο αν καλλιεργήσει τη διαλεκτική «αυτογνωσία» του, την ικανότητά του να αντιμετωπίζει αυτοκριτικά και να υπερβαίνει τον εαυτό του και την κατάστασή του.  Να  μετασχηματίζει και  να  αναπτύσσει  ποιοτικά την εργατική και κομμουνιστική φυσιογνωμία και δράση του, με καθοριστικό κριτήριο, όχι τις υποκειμενικές του φαντασιώσεις, αλλά τον  πρακτικό ρόλο ενός ευρύτερου  ανεξάρτητου  ταξικού αντικαπιταλιστικού ρεύματος της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Εκεί, στο συλλογικό αγώνα για την απόκρουση και την ήττα της «τρομοκρατικής» εκστρατείας του κεφαλαίου και  την προώθηση ουσιαστικών  πολιτικών και κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων.

 Οι νέες τάσεις εργατικής χειραφέτησης εκφράζουν με διάφορες μορφές, έστω με αδύνατο, ασυνεχή και αδιαμόρφωτο πολιτικό τρόπο, μια νέα ποιοτική στρατηγική επιλογή τεράστιας σημασίας. Αυτή η επιλογή συμπυκνώνεται σ’ ένα ιστορικό τρίπτυχο που περιέχει:

– Το επαναστατικό αίτημα της αυτοτέλειας του νέου εργατικού κινήματος απέναντι σε όλες τις εργατικές και μη κοινωνικές πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις και παραλλαγές της εξάρτησης των εργαζομένων από το παλιό σύστημα. 

– Τη διεκδίκηση μιας νέας ενότητας του «κοινωνικού» με το «πολιτικό» και την καθοριστικότητα εκείνων των κοινωνικών πολιτικών στόχων που δεν απαιτούν απλά την αξία της εργατικής δύναμης, αλλά επιδιώκουν να ανακτήσουν και να αλλάξουν ποιοτικά όλο το χαμένο χρόνο και όλο τον κλεμμένο πλούτο. 

-Και τέλος, την αντίληψη ότι η αυτοτέλεια και ο διαχωρισμός τους από τις δυνάμεις της ενσωμάτωσης δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ο μόνος δρόμος που μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα βαθύτερη ενότητα της πλειονότητας των εργαζομένων, σε ένα ευρύτερο εργατικό μέτωπο που έχει τη δύναμη να ηγεμονεύει και να συσπειρώνει ολόκληρη την εκμεταλλευόμενη κοινωνία».

 

Θυμάμαι μια φορά, θα ήταν 1969-70, νύχτα αργά κάναμε μια από εκείνες τις μεγάλες βόλτες που συνηθίζαμε τότε συζητώντας, ανεβαίναμε Πανεπιστημίου, φτάναμε Αμπελόκηπους και κατεβαίναμε Αλεξάνδρας πάλι στα Εξάρχεια, όπου μέναμε.

 

Σ’ ένα φαρδύ πεζοδρόμιο διασταυρωθήκαμε και χαιρέτισε ένα σχεδόν συνομήλικό μας. Αυτός είναι ο γιος του Σκαλκώτα, μου λέει. Εγώ σχολιάζω: πολύ σπουδαίος συνθέτης. Με τον τόνο και το ύφος που δεν πρόσβαλε ποτέ κανέναν, τσιτάρισε έναν Λένιν: Ο Λένιν, λέει, έχει πάρει από τον Γκέτε ένα στίχο και τον έβαλε μότο στο Κράτος και επανάσταση, «Καλύτερα να μας εκτιμούν λιγότερο και να μας διαβάζουν με μεγαλύτερη επιμέλεια».

 

Δεν είναι σίγουρο ότι κατάφερα να το κάνω πράξη στη ζωή μου, μπορώ όμως να το επαναλάβω προς όλους μας, που τον επικαλούμαστε – και τον Λένιν και το Σκαλκώτα και τον Κώστα. 

 

   

          

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ