Οι αρχικές εκτιμήσεις, ήδη από την προηγούμενη άνοιξη, για τις δυσκολίες του φετινού χειμώνα, δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο. Η ακρίβεια, η φτώχεια, ο πληθωρισμός και η παγίωση των μισθών και των συντάξεων σε χαμηλότατα επίπεδα, διαμορφώνουν την καθημερινότητα για την τεράστια κοινωνική πλειοψηφία. Έτσι φαινόμενα αδυναμίας κάλυψης βασικών αγαθών και υπηρεσιών, όπως η διατροφή και η θέρμανση, έχουν κάνει ξανά την εμφάνισή τους στις λαϊκές οικογένειες.
Οι εξελίξεις γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία, έξι μήνες μετά τη ρωσική εισβολή, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στο ζήτημα της ενεργειακής κρίσης και φτώχειας, με την ΕΕ να πληρώνει πολύ ακριβά το τίμημα της απόλυτης στήριξής της στο ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ και των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία. Η ελληνική Κυβέρνηση εμφανιζόμενη εξ αρχής Νατοτικότερη των ΗΠΑ, έχει ενεργή εμπλοκή στον πόλεμο στην Ουκρανία, με την αποστολή πολεμικού υλικού και την αξιοποίηση της Αλεξανδρούπολης, γεγονός το οποίο εγκυμονεί κινδύνους που ξεφεύγουν των ορίων των ενεργειακών επιπτώσεων. Παράλληλα οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, βρίσκονται ξανά σε κατάσταση όξυνσης, με τον ανταγωνισμό των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας που επισφραγίζεται από τον αναθεωρητισμό της τουρκικής και τον τυχοδιωκτισμό της ελληνικής πλευράς. Την ίδια στιγμή στην εσωτερική επικαιρότητα εκτός από το κοινωνικό ζήτημα, τα σκάνδαλα που φέρουν ακέραιη τη σφραγίδα της ΝΔ συνεχίζονται, με αυτό των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων, να συνιστά μείζον θεσμικό ζήτημα που εκθέτει τη χώρα διεθνώς.
Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό μείγμα, αντικειμενικών δυσκολιών και κινδύνων αλλά και μεγάλων δυνατοτήτων για τους εργαζομένους και τη νεολαία. Είναι εμφανές ότι η Κυβέρνηση της ΝΔ αδυνατεί να διαχειριστεί χωρίς απώλειες και τριγμούς τα κρισιακά φαινόμενα που διαμορφώνονται. Η υπόκωφη φθορά των ημερών της πανδημίας λόγω των ανεπαρκών μέτρων και το ασφυκτικό πλαίσιο περιορισμών και καταστολής, μετατρέπεται σταδιακά σε χαμηλόφωνες ή και εντονότερες αντιδράσεις απέναντι σε όψεις των αντιλαικών πολιτικών που ακολουθούνται από την κυβέρνηση. Οι μεγάλες απεργιακές μάχες σε e-food, ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ, ΛΑΡΚΟ και COSCO, οι μεγάλοι αγώνες υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ενάντια στην καταστολή, οι κινητοποιήσεις του γυναικείου κινήματος, της νεολαίας και ιδιαίτερα οι φοιτητικές κινητοποιήσεις και οι μικρές και μεγάλες εστίες αντίστασης, που αναπτύσσονται μπροστά στην υπεράσπιση των ελεύθερων χώρων και του περιβάλλοντος, αποτελούν όψεις της εμφάνισης της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση και τις πολιτικές της.
Αντιδράσεις οι οποίες φθείρουν την κυβέρνηση και τις οποίες δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που ακολουθώντας το ίδιο μείγμα πολιτικής με τη ΝΔ, δεν μπορούν να χαράξουν ένα σχέδιο υπέρβασης της κρίσης προς όφελος των συμφερόντων και των αναγκών της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας. Η στάση σύσσωμων των αστικών κομμάτων συμπυκνώνεται στην πρόσδεση της χώρας στο άρμα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ και στην εξακολούθηση των ευρωενωσιακών πολιτικών σε μια προσπάθεια για άλλη μια φορά η κρίση να μετακυλιστεί στην τεράστια κοινωνική πλειοψηφία.
Απέναντι λοιπόν σε αυτήν την κρίση, αναζητείται η απόκριση από τις δυνάμεις της αριστεράς και του κινήματος. Τα κοινοβουλευτικά αριστερά κόμματα, παρά την πολύτιμη συμβολή τους στην ανάδειξη κρίσιμων ζητημάτων και την εμπλοκή τους στις κινηματικές μάχες, δείχνουν ανήμπορα να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, ρίχνοντας όλο το βάρος στην μακρά προεκλογική περίοδο που έχει ανοίξει.
Το ΚΚΕ παρά τη συμμετοχή του σε σημαντικούς επιμέρους αγώνες ( πχ ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ ) επιμένει να αρνείται μια πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων απέναντι στην αστική πολιτική, οδηγούμενο έτσι σε αγώνες διαμαρτυρίας χωρίς πίστη στη δυνατότητα επίτευξης νικών στο σήμερα και την ανάγκη κοινής δράσης με τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς, αρκούμενο σε μεμονωμένες απευθύνσεις για κατά μόνας και κατόπιν μετάνοιας συμπόρευση μαζί του. Το Μέρα 25 παραμένει εγκλωβισμένο σε ασάφειες γύρω από κομβικά θέματα, όπως η εμπλοκή του σε (συν)κυβερνήσεις και η θέση του γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό και με τις δυνάμεις αυτές δεν υπάρχουν όροι και περιθώρια για μετωπική πολιτική αλλά μόνο για την αναγκαία κοινή δράση σε επιμέρους μέτωπα πάλης. Η αντικειμενική ανάγκη της εποχής για ένα πλατύ λαϊκό, αριστερό, ριζοσπαστικό μέτωπο, δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με τα όρια που η ίδια η στάση των κομμάτων αυτών θέτει.
Το βάρος πρέπει να πέσει στις δυνάμεις της μαχόμενης ριζοσπαστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς, για τη διαμόρφωση εκείνων των όρων που θα επιτρέψουν τη νικηφόρα παρέμβαση στις μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές μάχες, με το βλέμμα στραμμένο στο κίνημα και στην αντιστροφή του βέλους υπέρ των κατακτήσεων για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Το στοίχημα για την ανάγκη συγκρότησης μια μαχητικής αριστερής, λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ, που εκφράστηκε μειοψηφικά πριν και αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, μπορεί να δείχνει να χάθηκε. Ανοίγεται όμως μπροστά μας, ένας μακρύς και επίπονος δρόμος για να σηκώσουμε το γάντι, απέναντι στη συντονισμένη επίθεση του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκφράσεων το επόμενο διάστημα.
Η αναγκαία και ιδιαίτερα χρήσιμη κοινή συνεννόηση σε επιμέρους μέτωπα πάλης μεταξύ των δυνάμεων του « χώρου » ( ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝ ΠΑΝΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΗ ), δεν αρκεί. Κρατάμε ως πολύτιμη παρακαταθήκη, τα οξυμένα αντανακλαστικά κοινής δράσης που εμφανίστηκαν την τελευταία διετία και αποτελούν προχώρημα σε σχέση με το τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά χρειάζεται να επιμείνουμε στη διαμόρφωση ενός κέντρου συσπείρωσης δυνάμεων σε πολιτικό, εκλογικό και κοινωνικό επίπεδο, ικανού να αναμετρηθεί με την επίθεση του αντιπάλου, δίνοντας όραμα, στόχο και πνοή στις μάχες του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Ιδιαίτερα σε μία περίοδο που το φάντασμα του φασισμού επανεμφανίζεται, τόσο στη χώρα όσο και διεθνώς, αυξάνονται οι πιθανότητες, μπροστά στις δικές μας αδυναμίες, η λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή να εκφραστεί από ακροδεξιά στοιχεία και ομάδες.
Στην κατεύθυνση αυτή, δείχνει φαινομενικά να συμφωνεί η πλειοψηφία των δυνάμεων της μαχόμενης αριστεράς, όπως εκφράστηκε στις επιτυχημένες διεργασίες, που έλαβαν χώρα το καλοκαίρι που μας πέρασε. Απουσιάζει όμως μια διαρκής και αποφασιστική προσπάθεια που θα συντελέσει στην πραγμάτωση αυτής της ανάγκης. Είναι ιδιαίτερα κρίσιμο λοιπόν να υπάρξει εκείνος ο πόλος δυνάμεων, που θα μπορέσει να κάνει πράξη αυτήν την ανάγκη και την πλειοψηφική συμφωνία που έχει εκφραστεί, συμβάλλοντας αποφασιστικά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης του ίδιου του συστήματος και σε μία περίοδο ήττας και ανάγκης ανασυγκρότησης, καμία απόλυτη αλήθεια και κανένας μοναχικός δρόμος δεν μπορούν να διαμορφώσουν τους όρους όχι μιας επιτυχημένης αλλά ούτε μιας υπαρκτής αναμέτρησης με την συντονισμένη επίθεση του αντιπάλου. Η επινόηση διαφωνιών εκεί που δεν υπάρχουν ή η τεχνητή μεγαλοποίηση υπαρκτών διαφωνιών (π.χ. πόλεμος) και οι αποκλεισμοί δυνάμεων με όρους δίκης προθέσεων, και οι αποκλεισμοί δυνάμεων με όρους δίκης προθέσεων, όχι μόνο δεν βοηθούν αλλά υπονομεύουν την όλη προσπάθεια. Αντίστοιχα και με άλλον τρόπο, απευθύνσεις στα κοινοβουλευτικά αριστερά κόμματα για εφ’ όλης της ύλης πολιτική και εκλογική συνεργασία με δήθεν όρους “πλήρους αυτοτέλειας” όταν φανερά οι συσχετισμοί δεν το επιτρέπουν, μπροστά στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αναδεικνύουν την εμπέδωση του συσχετισμού της ήττας.
Και οι δύο αυτές κατευθύνσεις δεν μπορούν να υπηρετήσουν την ανάγκη ενωτικής εμφάνισης των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς στο προσκήνιο. Γι’ αυτό και ο λαός της μαχόμενης Αριστεράς, είναι κρίσιμο να αναζητήσει και να δημιουργήσει ένα μαχητικό και αισιόδοξο “τρίτο ρεύμα” ενωτικής υπέρβασης της διπλής αυτής καθήλωσης. Η αναγκαία συγκέντρωση δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα χρειάζεται να υπηρετηθεί με συνέπεια και αρχές. Οφείλουμε όλοι να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, όμως ιδιαίτερα οι ηγεσίες και οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ έχουν – αντικειμενικά λόγω παρελθόντος και μέχρι τώρα συσχετισμών- ιστορική ευθύνη να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση ανταποκρινόμενες με διάθεση συμβολής στις εν εξελίξει διεργασίες.
Η Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Δράσης, με τις πρόσφατες αποφάσεις της έδειξε ότι όχι μόνο της αναλογεί αλλά και ότι μπορεί να αποτελέσει το πεδίο εκδήλωσης τέτοιων συγκροτήσεων, απευθύνοντας κάλεσμα στις υπόλοιπες δυνάμεις της μαχόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς προς αυτήν την κατεύθυνση για τη δημιουργία μιας ενωτικής αυτοτελούς πολιτικής και εκλογικής συσπείρωσης με παρόν και μέλλον -όχι με θνησιγενείς εκλογικές λίστες- διαφορετικά πολύ γρήγορα θα χάσει την όποια χρησιμότητά της. Σε αυτόν τον δρόμο οφείλουμε να συνεχίσουμε, ξαναπιάνοντας το νήμα, απ’ όπου το αφήσαμε τον Ιούλιο.