Μια εικόνα μπορεί να είναι τα αισθήματα σχεδόν μιας εποχής. Αρκεί να μπορείς να τη δεις, και τη φωτογραφία και την εποχή, και να την καταλάβεις.
Είναι πρωτοσέλιδη φωτογραφία. Μια νεαρή κοπέλα που κλαίει με σηκωμένο το αριστερό της χέρι σε γροθιά. Είναι από την κινητοποίηση των σπουδαστών των καλλιτεχνικών σχολών. Αλλά διαβάζοντας τους τίτλους της εφημερίδας (Εφημερίδα των Συντακτών της Πέμπτης 9 Φεβρουαρίου του σωτήριου έτους 2023), χάνεις ποια την ακριβή πηγή των δακρύων.
Μπορεί να είναι, και είναι, η έκπτωση αξιών και η περικοπή ελπίδων.
Όσα γίνονται στο υπουργείο Πολιτισμού είναι εγκλήματα κατά του πολιτισμού και της ζωής μας.
Θα μπορούσε να είναι οι χιλιάδες νεκροί, θύματά, σε Τουρκία και Συρία, του σεισμού των φτωχών – οι ασύδοτοι που πλουτίζουν και οι «μικροί» που πεθαίνουν εξ αιτίας αυτού του πλουτισμού, με μπετά και τούβλα τα οποία θρυμματίζονται και γίνονται αμμοχάλικο ή σκόνη.
Εξ ίσου θα μπορούσε να είναι η πρωτοφανούς ταχύτητας απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τη φτώχεια και την έξωση από τα σπίτια τους χιλιάδων ανθρώπων που αποπληρώνουν, ή δεν μπορούν να αποπληρώσουν, δάνεια.
Είναι, μπορεί να είναι, διαρκή δάκρυα για την ταξική δικαιοσύνη, την ταξική διάκριση των σπιτιών των πλουσίων και των φτωχών, να είναι για την διαρκή διαφθορά αστυνομίας, κρατικών φορέων, πολιτικών εκπροσώπων.
Μπορεί να είναι, είναι, για τα νοσοκομεία που εκπίπτουν με κυβερνητικές αποφάσεις και σχεδιασμούς – η υγεία και ο θάνατος δεν είναι ίδια για όλους.
Μπορεί εξίσου να είναι, και είναι, για μια Αριστερά που δεν μπορεί να συνταχτεί και να πολεμήσει όλα αυτά, εξαντλούμενη σε μοιρολατρικές εξαγγελίες μεγάλων σχεδίων που δεν έχουν στρατούς να τα υπηρετήσουν κι ούτε ψάχνει έδαφος για να σταθούν, και αποφεύγει να ομονοήσει σε αγώνες για τη ζωή των ανθρώπων.
Μπορεί, προ πάντων, να είναι, και είναι η μελαγχολία για μια προσδοκία που εξανεμίζεται καθώς ο ρεαλισμός και το εφικτό, η υπευθυνότητα και η ατομική ευθύνη, παραμερίζουν το συλλογικό, τον αγώνα (όπως και σένα όπως και τον αγώνα που θα ’ταν δύσκολος αλλά ωραίος), την ουτοπία, την προοπτική ενός κόσμου πρωτίστως ανθρώπινου.
Μπορεί να συμπυκνώνει αυτή την «αριστερή μελαγχολία» του καιρού μας. Μια επαναστατική έξαρση των νέων ανθρώπων που δεν βλέπουν πως να τη στηρίξουν, οπότε τα μάτια τους θολώνουν σε δάκρυα ανεκπλήρωτου καθώς σβήνονται το μέλλον και το παρελθόν, και αντικαθίστανται από την τυραννία του παρόντος, του άμεσου, του ορατού, του «υπεύθυνου».
Μπορεί να είναι για έναν Ίκαρο που δεν είναι ικανός να πετάξει, καθώς υπολογίζει πως καιροφυλακτεί ένας ήλιος (πάντα καιροφυλακτεί ο ήλιος) να του λιώσει τα κεριά και να τον γκρεμίσει. Γιατί να αποπειραθεί ένα τόλμημα εκ των προτέρων καταδικασμένο κι αδικαίωτο στα μάτια των ρεαλιστών; Ποιος θα αποτολμήσει μια τέτοια μοιραία και προδιαγεγραμμένη ματαιότητα;
Είναι που έτσι ο άνθρωπος θα παραμείνει δέσμιος της γης και του παρόντος ΤΗΣ, των υπολογισμών και των εξαρτήσεών ΤΟΥ.
Μπορεί αυτά τα δάκρυα να είναι, και είναι, τα πάντα, και να είναι το επόμενο χαμόγελό μας.
Μπορεί, λέω, να είναι, και είναι… σαν «τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή».
Τα δάκρυα κυρίως, και μαζί η γροθιά!..