19.8 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τα πάθη ως ανάσταση του ανθρώπου, του Θανάση Σκαμνάκη


 

Αυτό είναι το πιο μεγάλο, το διαρκέστερο και ίσως, κατά πολλούς, το πιο ωραίο, το πιο γοητευτικό παραμύθι του κόσμου. Τόσο ως ένας τρόπος παρηγορίας για τα δεινά των ανθρώπων, όσο ένας τρόπος περιγραφής του κόσμου τους. Όπου, για πρώτη και μοναδική φορά, δεν ήταν ο θεός που έπαιρνε τις ιδιότητες του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος έπαιρνε τις ιδιότητες του θεού.

Ήταν μια ανύψωση, μια νέα ματιά, μια προσπάθεια να τονιστεί η δύναμη της υπέρβασης. Ο άνθρωπος δημιουργεί έναν νέο θεό θέλοντας να πει πως ο ίδιος, ο άνθρωπος, δεν είναι μοίρα αλλά μάχη. Όχι μάχη του ενός με τον άλλον – και αυτό με κάποιες έννοιες –  αλλά και του καθενός με τον κόσμο που τον περιβάλλει και τον ορίζει, και με τον εαυτό του που τον περιορίζει.

Πως μπορεί ο άνθρωπος από ένα ζώο του πολέμου και της διαρκούς αναμέτρησης, θύμα των προλήψεων και της δύναμης των ισχυρών, να γίνει αυτεξούσιος, κύριος του εαυτού του και του κόσμου, κήρυκας της αγάπης και της ειρήνης. Πως μπορεί από άγριος πολεμιστής εκδικητής να γίνει ένας ήρεμος και συντροφικός γείτονας, φίλος, ομοούσιος!.. Πως να απελευθερωθεί από τις δεισιδαιμονίες και την εκμετάλλευση των ισχυρών. Έστω με έναν μεταφυσικό τρόπο!

Στο ωραίο αυτό παραμύθι του κόσμου, ανακατεύτηκε η πραγματικότητα με την επιθυμία – όπως σε όλα τα παραμύθια των ανθρώπων.

Βέβαια, εν συνεχεία το παραμύθι έγινε θρησκευτική πραγματικότητα, με εξουσίες, εξουσιαστές, πιστούς οπαδούς και ιδιοτελείς υποστηρικτές, μελλοντικούς βασανιστές και εκμεταλλευτές κατά τον νέο τρόπο. Όπως έγινε με πολλά ακόμη παραμύθια του κόσμου.

Όχι πως δεν είχε τη συμβολή του στην εξέλιξη του ανθρώπου, στην αυτοσυνείδησή του και στις θεαματικές υπερβάσεις που πραγματοποίησε ως είδος, με τις όσες (αιματηρές) θυσίες απαίτησε αυτό.

Αλλά σε κάθε περίπτωση κρατάει ένα μέρος της ανάγκης να γίνουμε κάτι άλλο, να

υπερβούμε τα βάσανα αλλά και τα πάθη, την ασχήμια αλλά και την υποταγή, να γίνουμε το όλον όσο και ένα σημαντικό μερικό.

Ο Νίκος Καζαντζάκης προσπάθησε να αγγίξει αυτή την έννοια στην «Ασκητική»:

«Έτσι μονάχα κατορθώνουμε να εχτελούμε κάτι αιώνιο εμείς οι θνητοί, γιατί συνεργαζόμαστε με κάποιον Αθάνατο.

Έτσι μονάχα νικούμε τη λεπτομέρεια, τη θανάσιμη αμαρτία, νικούμε τη στενότητα του μυαλού μας, μετουσιώνουμε τη σκλαβιά του χωματένιου υλικού, που μας δόθηκε να δουλέψουμε, σ΄ ελευτερία.

Μέσα σε όλα τούτα, πέρα άπ΄ όλα τούτα, όλοι οι άνθρωποι κι οι λαοί, όλα τα φυτά και τα ζώα, όλοι οι θεοί κι οι δαιμόνοι, σαν ένας στρατός, ορμούν προς τ΄ απάνω, συνεπαρμένοι από μιαν ακατανόητη, ακαταμάχητη Πνοή.

Την Πνοή τούτη μαχόμαστε να κάμουμε ορατή, να της δώσουμε πρόσωπο, να την τυλίξουμε μέσα σε λέξες, σε αλληγορίες και στοχασμούς και ξόρκια, να μη μας φύγει».

Και απογειώνει την θεϊκή υπόσταση στην ανθρώπινη μοίρα της:

«Ο Θεός μου δεν είναι παντοδύναμος. Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέμει, παραπατάει σε κάθε ζωντανό, φωνάζει. Ακατάπαυτα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται, γιομάτος αίμα και χώματα, και ξαναρχίζει τον αγώνα.

Είναι όλος πληγές, τα μάτια του είναι γιομάτα φόβο και πείσμα, τα σαγόνια και τα μελίγγια του είναι συντριμμένα. Μα δεν παραδίνεται, ανεβαίνει· με τα πόδια, με τα χέρια, δαγκάνοντας τα χείλια, ανεβαίνει ανένδοτος.

Ο Θεός μου δεν είναι πανάγαθος. Είναι γιομάτος σκληρότητα, άγρια δικαιοσύνη, και ξεδιαλέγει, ανήλεα, τον καλύτερο. Δε σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, μήτε γι΄ αρετές κι Ιδέες. Όλα ετούτα τ΄ αγαπάει μια στιγμή, τα συντρίβει αιώνια και διαβαίνει.

Είναι μια δύναμη που χωράει τα πάντα, που γεννάει τα πάντα. Τα γεννάει, τ΄ αγαπάει, και τ΄ αφανίζει. Κι αν πούμε: ο Θεός είναι ένας άνεμος ερωτικός που συντρίβει τα κορμιά για να περάσει, κι αναθυμηθούμε πώς πάντα μέσα στο αίμα και στα δάκρυα, ανήλεα εξαφανίζοντας τ΄ άτομα, δουλεύει ο έρωτας, τότε λίγο πιότερο προσεγγίζουμε το φοβερό του το πρόσωπο.

Ο Θεός μου δεν είναι πάνσοφος. Το μυαλό του είναι ένα κουβάρι από φως και σκοτάδι και πολεμάει να το ξετυλίξει μέσα στο λαβύρινθο της σάρκας.

Παραπατάει, ψαχουλεύει. Αγγίζει δεξιά, γυρίζει πίσω· στρέφεται ζερβά, οσμίζεται. Αγωνιά πάνω στο χάος. Σουρτά, μοχτώντας, ψάχνοντας ακαταμέτρητους αιώνες, νιώθει αργά να φωτίζουνται οι λασπεροί γύροι του μυαλού του.

Μπροστά από το βαρύ κατασκότεινο κεφάλι του, με ανείπωτον αγώνα αρχίζει και δημιουργάει μάτια για να δει, αυτιά για ν΄ ακούσει.

Ο Θεός μου μάχεται χωρίς καμιά βεβαιότητα. Θα νικήσει; Θα νικηθεί; Τίποτα δεν είναι βέβαιο στο Σύμπαντο, ρίχνεται στο αβέβαιο, παίζει, κάθε στιγμή, τη μοίρα του όλη».

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ