Στις τωρινές διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, οι πολυεθνικές πετρελαίου είναι οι επισπεύδοντες για «λύση». Είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι γύπες για τη μοιρασιά των «οικοπέδων» φυσικού αερίου και της ΑΟΖ της Κύπρου.
Πρώτο Μέρος
Σε λίγες ώρες ή μέρες θα μάθουμε την τύχη των συναντήσεων για το Κυπριακό στη Γενεύη. Αν και πρόκειται για διαπραγματεύσεις προαναγγελθείσας αποτυχίας, που κάπως «θα επανέλθουν» αργότερα, όπως δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, κανείς δεν μπορεί να είναι βιαστικός σε συμπεράσματα.
Ποιος κινεί τα νήματα των διαπραγματεύσεων;
Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η πολυπράγμων βιασύνη και οι καλλιεργούμενες προσδοκίες για «λύση του Κυπριακού»;
Τη στιγμή που το μεγάλο αφεντικό των ΗΠΑ δεν έχει ακόμη αναλάβει το τρεμάμενο πηδάλιο του πλανήτη; Όταν αμφισβητείται ανοιχτά –πρωτοφανώς στην ιστορία- ο ίδιος ο καπετάνιος, όχι μόνον από τον αμερικανικό λαό που τον καταψήφισε, αλλά και από τη CIA, από τα κυρίαρχα μίντια και από τη μισή αστική τάξη της χώρας του; Τη στιγμή που η Βρετανία, η ξεδοντιάρα πρώτη κυρία των «εγγυητριών δυνάμεων» και κάτοχος του 10% του νησιού είναι μπλεγμένη στη διαχείριση ενός άγνωστου Brexit, σε σκληρό ανταγωνισμό με τη Γερμανία;
Πώς να βρεθεί «λύση» τώρα, τη στιγμή που η άλλη «εγγυήτρια», η Τουρκία του «σουλτάνου», είναι χωμένη σε δυο πολέμους –έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό- έχοντας καταφέρει να στρέψει εναντίον της και τους Κούρδους και τους «αδελφούς μουσουλμάνους»; Όταν η μισή και βάλε ηγεσία της αεροπορίας και του ναυτικού της είναι πίσω από τα σίδερα;
Και όταν η τρίτη και καταϊδρωμένη «εγγυήτρια», η Ελλάδα, δεν μπορεί να σταθεί καλά – καλά στα πόδια της από τη δική της οικονομική «μικρασιατική καταστροφή»;
Θα πει κανείς, η εξωτερική πολιτική δεν περιμένει. Όμως όλοι οι χορευτές των διαπραγματεύσεων φανερά σέρνουν τα βήματά τους. Ποιος σπρώχνει, λοιπόν, για «λύση τώρα» σε αυτόν το θλιβερό χορό των αδυνάτων ή των αποδυναμωμένων δυνατών;
Στην εποχή μας και ειδικά μετά τη δομική κρίση που ξέσπασε το 2008, οι γιγαντιαίοι πολυεθνικοί και πολυκλαδικοί όμιλοι, με τζίρους μεγαλύτερους και από τις οικονομίες μεγάλων κρατών, ξεπηδούν σαν ζόμπι από τις κουρτίνες της πολιτικής σκηνής, πίσω από τις οποίες κρύβονταν μέχρι τώρα. Αφήνουν τα προσχήματα και βγαίνουν μπροστά, σπρωγμένοι από αυτή την ίδια την κρίση τους, καταπατώντας κάθε εθνική, πολιτική, τοπική ιδιαιτερότητα. «Όχι ευαισθησίες, άμεση δράση!» είναι το σύνθημά τους.
Ο Μπερλουσκόνι ήταν η αρχή – ο Τραμπ η επιτομή αυτή της τάσης. Και ακόμη δεν είδαμε όλο το έργο.
Στις τωρινές διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, οι πολυεθνικές πετρελαίου είναι οι επισπεύδοντες για «λύση». Είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι γύπες για τη μοιρασιά των «οικοπέδων» φυσικού αερίου και της ΑΟΖ της Κύπρου. Μπορεί να μη φαίνονται καθαρά στο προσκήνιο, αλλά δύσκολα κρύβονται τα νήματα που κινούν πίσω από τη σκηνή. Οι πολυεθνικές φυσικού αερίου απαιτούν «λύση εδώ και τώρα» για να καθαριστούν τα «οικόπεδα» από τις παλιές «βρομιές» των ελλήνων και τούρκων αστών και των μικροτσιφλικάδων ελληνο- και τουρκο-κυπρίων, ώστε να επιδοθούν ανενόχλητες στο θεάρεστο έργο του οικονομικού – περιβαλλοντικού βιασμού της «Αφροδίτης» και του νησιού της.
Το Κυπριακό τίθεται πλέον σε νέα, ποιοτικά διαφορετική βάση, σε σχέση με την προηγούμενη εποχή, ακόμη και σε σχέση με την περίοδο του σχεδίου Ανάν. Το κυρίαρχο οικονομικό ζήτημα των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και των ΑΟΖ που προέκυψε, η δομική καπιταλιστική κρίση και ο επιθετικός ρόλος των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων, δεν καταργεί, αλλά θέτει σε άλλη ιστορική, οικονομική και διεθνή βάση το «παλιό», άλυτο, εθνικό, πολιτικό και ταξικό κυπριακό πρόβλημα.
Θέτει σε άλλη βάση και την «εδαφική» και «στρατιωτική» πτυχή του, που περιπλέκονται με τα καινούρια δεσπόζοντα γεωπολιτικά στοιχεία του κόσμου και ειδικά της περιοχής: Την ένταση των διεθνών ανταγωνισμών ανάμεσα σε ΗΠΑ – Ρωσία – Κίνα, την κρίση ηγεμονίας των ΗΠΑ και την κρίση της ΕΕ, που τις κάνει πιο επιθετικές. Τον συνεχιζόμενο πόλεμο και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Συρία με νέο στοιχείο τους, την επέμβαση και στρατιωτική ισχυρή παρουσία του ρωσικού καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού. Την πολύπλοκη, πολύμορφη και βαθιά κρίση του περιφερειακού ιμπεριαλισμού της Τουρκίας, η οποία επίσης γίνεται αντιδραστικότερη και επιθετική, ενώ στρέφεται προς τη Ρωσία, θέτοντας σε τροχιά αμφισβητήσεων το ΝΑΤΟ. Και τέλος, αλλά όχι σε σημασία και ιεράρχηση, τη συνεχιζόμενη κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και τη συμμετοχή του στην επίσης επιθετική στρατιωτικοπολιτική συμμαχία με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Όχι «λύση» για το φυσικό αέριο στην Κύπρο
Δεν υπάρχει καλύτερη ομολογία για τον καθοδηγητικό και πιεστικό ρόλο των πολυεθνικών φυσικού αερίου στις διαπραγματεύσεις, από αυτό που δήλωσε ο Ν. Αναστασιάδης, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή (25/12/16): «Το φυσικό αέριο αποτελεί σημαντικό κίνητρο» για την πολυπόθητη λύση και ειδικά «για την Τουρκία». Όπως η ίδια η εφημερίδα αναφέρει στον πρόλογο της συνέντευξης, «οι παγκόσμιοι ενεργειακοί κολοσσοί ExxonMobil, Total και ENI διεκδίκησαν, και πριν από λίγα εικοσιτετράωρα εξασφάλισαν, άδειες για έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ». Ως τιποτένια μικρογραφία του Τραμπ, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εμφανίζεται σαν πλασιέ αγωγών.
Το «μοίρασμα των αγωγών» και των κοιτασμάτων είναι αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τις πολυεθνικές και τους πλασιέ τους. Τα υπόλοιπα –ειρήνευση, ενιαίο κράτος, κοινή ιθαγένεια, δικαιώματα μειονοτήτων, αποχώρηση στρατευμάτων και εγγυητών, επιστροφή των προσφύγων, όλα αυτά που απασχολούν τους λαούς-, εάν δεν αποτελούν απλώς περιτύλιγμα των αγωγών, το πολύ να αποτελούν παράπλευρες απώλειες ή κέρδη για κάθε έναν από τους συμμετέχοντες. Και βέβαια, από αυτόν τον κανόνα δεν εξαιρείται ούτε η ελληνοκυπριακή αστική τάξη, ούτε η «αριστερή» μας κυβέρνηση. Ούτε φυσικά η τουρκική ισλαμοαστική τάξη και οι μαριονέτες της στην κατεχόμενη Κύπρο.
Το 2003, η εργαζόμενη προοδευτική ανθρωπότητα, διαισθανόμενη τις αιτίες, διαδήλωσε ενάντια στην εισβολή κατά του Ιράκ με το σύνθημα «όχι αίμα για το πετρέλαιο». Τώρα, οι εργαζόμενοι και η νεολαία, σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο –και στις δυο πλευρές- καλούνται να φωνάξουν, «όχι λύση για το φυσικό αέριο».
Στο Ιράκ, το νεοφιλελεύθερο δόγμα «η οικονομία δίνει λύσεις», οδήγησε στο χάος, τους συνεχείς πολέμους και την προσφυγιά της Μέσης Ανατολής. Που μπορεί να οδηγήσει το δόγμα πολυεθνικών – Αναστασιάδη, «λύση για το φυσικό αέριο»;
Ο κίνδυνος «συριοποίησης» του Κυπριακού
Με στυγνά οικονομικά κίνητρα δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει δίκαιη, σταθερή, ισότιμη για τις εθνότητες και ειρηνική λύση. Μια κερδοσκοπική «λύση» του Κυπριακού, όχι μόνο δεν μπορεί να εγγυηθεί την υπέρβαση της τραυματικής διχοτόμησης, όχι μόνο δεν μπορεί να οικοδομήσει τη «διζωνική» ομοσπονδία, αλλά μέσα από την πολλαπλή «μοιρασιά των αγωγών», προμηνύει κατακερματισμό του νησιού σε πολλαπλές «αποκλειστικές οικονομικές ζώνες» εκμετάλλευσης των εργαζομένων του.
Σε αυτή τη νέα, χυδαία οικονομίστικη βάση, η παλιά στρατηγική για «διεθνοποίηση του Κυπριακού» (που είχε κάποια δευτρεύοντα θετικά αλλά και αμφιλεγόμενα στοιχεία, όταν υπήρχε η ΕΣΣΔ) και την οποία σήμερα προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (προφανώς σε κάποια συνεννόηση με τους αμερικανούς «στρατηγικούς συμμάχους» της), μετατρέπεται σε αντιδραστικό σύνθημα.
Με τη συμμετοχή της ΕΕ και ολόκληρου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στη «λύση», το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί, είναι η προσθήκη κι άλλων επικαρπωτών με δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στο πολύπαθο νησί, τα κοιτάσματα, τους αγωγούς και τους λαούς του, μαζί με την τριάδα των σημερινών εγγυητών και τον αμερικανό πάτρωνά τους. Η Κύπρος (ενιαία ή κάπως «ενιαία») θα αναγκαστεί να δώσει δικαιώματα «χρησικτησίας» στη Γερμανία και τη Γαλλία, μικρομερίδια «μετοχών» στους υπόλοιπους από τους 27 (όπως με την ευρωμνημονιακή διαχείριση του χρέους, εδώ). Να δώσει κάποιο γερό κομμάτι στη Ρωσία και ανάλογα στην Κίνα και κάτι στους υπόλοιπους του Συμβουλίου Ασφαλείας. Να μην ξεχάσουμε και το Ισραήλ, αλλά και την Αίγυπτο, που δεν συμμετέχουν άσκοπα στον άξονα Αθήνα – Λευκωσία – Τελ Αβίβ – Κάιρο.
Η «οικονομικοποίηση» του Κυπριακού δεν θα οδηγήσει τους εργαζόμενους του νησιού στον πλουτισμό, όπως λένε, αλλά σε στυγνή και πολλαπλή εκμετάλλευση από τους επικαρπωτές και τους βασιλείς του φυσικού αερίου.
Το κυριότερο, όμως, δεν είναι εκεί.
Καμιά οικονομική μοιρασιά δεν μπορεί να σταθεί χωρίς το «στρατό στο τιμόνι». Όχι μόνον δεν θα φύγει ο τουρκικός στρατός κατοχής, όχι μόνο δεν θα κλείσει η τεράστια βρετανική (και έμμεσα, νατοϊκή) βάση – ξένη επικράτεια, αλλά θα πρέπει να προστεθούν, με διάφορους τρόπους και όλοι οι στρατοί όλων των άλλων επικαρπωτών.
Αυτό είναι το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η πρόταση για κάποιας μορφής «πολυεθνική δύναμη» του ΟΗΕ, ως «εγγυήτρια» στη θέση των τριών, όπου ο τουρκικός στρατός κατοχής θα «φύγει» μόνο και μόνο για να μείνει ως τμήμα της. Η «πολυεθνική δύναμη» πιθανόν θα χρειαστεί να στρατοπεδεύει σε αντίστοιχες «ζώνες» της «διζωνικής» τύποις Ομοσπονδίας ή της Συνομοσπονδίας, ίσως κοντά στο πρότυπο των «ζωνών κατοχής» της Γερμανίας μετά την ήττα της στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου σε κάθε «ζώνη» υπήρχε και ένα αφεντικό (μέχρι και το Βέλγιο είχε τη δική του). Εκτός από τον τουρκικό, και ο ελληνικός στρατός θα βρει τη θεσούλα του.
Η «οικονομοποίηση» του Κυπριακού οδηγεί σε μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση του νησιού. Σε πολλαπλή καταπίεση και ανελευθερία των λαών της Κύπρου, ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Οδηγεί σε Κύπρο – προτεκτοράτο πολλών αφεντάδων.
Ακόμη χειρότερα, μια τέτοια εικόνα του νησιού παραπέμπει στο αξεδιάλυτο πολεμικό κουβάρι των δεκάδων εισβολέων στη Συρία. Όλοι αυτοί, λόγω της διέλευσης των μελλοντικών αγωγών πετρελαίου από το Ιράκ, όχι χωρίς ευθύνες του καθεστώτος Άσαντ, μετέτρεψαν την ελπιδοφόρα Αραβική Άνοιξη της Συρίας σε έναν από τους πιο αντιδραστικούς και καταστροφικούς πολέμους της ιστορίας.
Με τη συμμετοχή της στον πόλεμο αυτόν, η Τουρκία «συριοποιήθηκε». Έρχεται και η σειρά της Κύπρου να «συριοποιηθεί»;
Μπροστά σε αυτό το ζοφερό μέλλον, το αντιδραστικό σχέδιο Ανάν μοιάζει με αθώο stratego.
Μέσα σε αυτή τη ζούγκλα, η Ελλάδα δεν θα μείνει «όαση σταθερότητας και ειρήνης», όπως ισχυρίζονται αφελώς οι Τσίπρας – Κοτζιάς. Η ιστορία (δεκαετία του ’50, χούντα) δείχνει ότι το άλυτο κυπριακό πρόβλημα, ειδικά όταν οξύνεται, «εισβάλλει» πάντα στη χώρα μας.
Ποιος και πώς μπορεί να αποτρέψει αυτόν τον εφιάλτη;
(Η απάντηση στο δεύτερο μέρος του άρθρου)