Κείμενο εναρκτήριο ενός διαλόγου που θα συνεχιστεί και μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, με ανοιχτά τα ερωτήματα: ποιες προϋποθέσεις είναι αναγκαίες για την εργατική λαϊκή αντεπίθεση, ποιο σχέδιο, ποιο πρόγραμμα πάλης απαιτείται για να οδηγηθούν οι αγώνες σε αντικαπιταλιστική προοπτική.
Η συντακτική ομάδα του ΚΟΜΜΟΝ επιδιώκει τη συμβολή στο διάλογο διαφορετικών ρευμάτων και αγωνιστών της Αριστεράς.
Μεταβατικό πρόγραμμα: Στόχοι ζύμωσης για μετά την επανάσταση ή πρόγραμμα ανατροπής για το σήμερα;
Θα μου επιτρέψετε σε αυτό το κείμενο να προσπεράσω την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, που και οι ίδιοι λένε ότι δεν αποτελεί παρά ένα «πρόγραμμα σωτηρίας» εντός καπιταλισμού και ότι τα περί σοσιαλισμού θα τα δούμε «αφού ορθοποδήσει η οικονομία», και να αναφερθώ κατευθείαν στις δυνάμεις της αριστεράς που δεν έχουν απορροφηθεί από αυτό το σχέδιο. Στις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς λοιπόν, που θεωρούν ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει «με ανθρώπινο πρόσωπο» και ότι τώρα περισσότερο από ποτέ είναι επίκαιρο το ζήτημα της ανατροπής του, συναντάμε το εξής παράδοξο: Ενώ γενικά υπάρχει συμφωνία για τους βασικούς άξονες ενός προγράμματος που έρχεται σε ρήξη με τις κεντρικές επιλογές του συστήματος σήμερα (άρνηση πληρωμής του χρέους, έξοδος από ευρώ, ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, απαλλοτρίωση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο κοκ), υπάρχει μεγάλη δυσκολία στο να βρεθεί ένας κοινός βηματισμός. Αυτό οφείλεται κατά βάση στο ότι υπάρχουν, χοντρικά, δύο τρόποι να προσεγγίσει κανείς αυτό το πρόγραμμα.
Ο πρώτος είναι αυτός που θεωρεί πως το μεταβατικό πρόγραμμα υλοποιείται αφού ανατραπεί το αστικό κράτος και έχουμε εργατική ή λαϊκή εξουσία, και στην ουσία χρησιμοποιείται προπαγανδιστικά, για να αναδείξει την αναγκαιότητα της εργατικής εξουσίας ως προϋπόθεση για την υλοποίησή του. Σε αυτή την ανάγνωση, η πολιτική οργάνωση δεν έχει να παίξει κάποιον άμεσο ρόλο στην υλοποίηση αυτού του προγράμματος· τα μέλη της συμμετέχουν στα κινήματα αντίστασης και στους εργατικούς αγώνες, προσπαθώντας να πείσουν την τάξη για την αναγκαιότητα της εργατικής εξουσίας. Σε αυτή την προσέγγιση μπορούμε μάλλον να κατατάξουμε δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς όπως το ΕΕΚ, τα ΜΛ αλλά και το ΚΚΕ της τελευταίας περιόδου.
Είναι αξιοσημείωτο το πώς αυτές οι δυνάμεις συχνά εγκλωβίζονται στα αδιέξοδα αυτής της προσέγγισης. Με την παρέμβασή τους, η συνείδηση των εργαζομένων φαίνεται να μην κάνει το άλμα που χρειάζεται για να εγκαθιδρύσουν την εργατική ή λαϊκή εξουσία (πολλές άλλωστε ήδη μετρούν δεκαετίες παρέμβασης). Από την άλλη, ακόμα και η εργατική εξουσία φαίνεται ανεφάρμοστη αυτή τη στιγμή σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, άρα παραπέμπεται είτε σε μία, αν όχι παγκόσμια, τουλάχιστον πανευρωπαϊκή επανάσταση, είτε σε μία εποχή όπου θα υπάρχουν αντίστοιχα κινήματα στις γειτονικές χώρες. Στην ουσία έτσι καταλήγουν είτε στο «τώρα δεν γίνεται τίποτα, μόνο αντίσταση», είτε στο να ετεροκαθορίζονται, μπροστά στην ορατή ανάγκη για άμεσες αλλαγές, από τις δεξιότερες, «ρεαλιστικότερες» προτάσεις του ρεφορμισμού και να τοποθετούνται με όρους «κριτικής στήριξης» γύρω από πλήρως ενσωματώσιμα σχέδια όπως αυτό του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το βλέπουμε κυρίως στις τροτσκιστικές οργανώσεις, κάποιες από τις οποίες έχουν ήδη ενταχθεί εκεί, ενώ και όσες έχουν μείνει εκτός, φτιάχνουν αφηγήσεις για «τη μεγάλη αριστερά, μέρος της οποίας είμαστε και εμείς» και βλέπουν θετικά την κατάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ (ενώ κατά τα άλλα προβάλλουν ως μοναδική λύση το άμεσο πέρασμα στην εργατική εξουσία). Χαρακτηριστικό είναι το σημείο της τελευταίας απόφασης του ΕΕΚ, στο οποίο καλεί όσους «στηρίζουν τις ελπίδες τους στον ΣΥΡΙΖΑ, να απαιτήσουν από την ηγεσία του να έρθει σε ρήξη με την αστική τάξη»! Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να εξηγήσουμε και τη στάση που έχει κρατήσει κομμάτι του αντιεξουσιαστικού χώρου, στηρίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο άλλος τρόπος να προσεγγίσουμε σήμερα το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό-μεταβατικό πρόγραμμα είναι ως το πρόγραμμα που έρχεται σε σύγκρουση με τις βασικές επιλογές του αστικού μπλοκ, αρχίζει να υλοποιείται σήμερα, πλήττοντας έτσι την κυριαρχία της αστικής τάξης, φέρνοντας σε καλύτερη θέση τους εργαζόμενους και κάνοντας εφικτό το πέρασμα στην εργατική εξουσία, όπου και υλοποιείται πλήρως -και σαφώς πολύ πιο εμπλουτισμένο από την εμπειρία των εργαζομένων και από τις νέες ανάγκες που θα έχουν προκύψει κατά τη διάρκεια της επιβολής πλευρών του. Με τη λογική ότι εδώ, στον τόπο που μας έλαχε, θα αρχίσουμε να δοκιμάζουμε την τύχη μας αλλιώς, μακριά από τη σαπίλα του εθνικισμού, αλλά αντίθετα χτίζοντας ένα αντιπαράδειγμα και για τους άλλους λαούς ως διεθνιστικό μας καθήκον. Είναι η λογική που δεν οδηγεί ούτε στην απογοήτευση, ούτε στη στήριξη ή έστω συναίνεση σε διαχειριστικές κυβερνητικές λύσεις «μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες για την επανάσταση». Είναι η λογική ενός ανταγωνιστικού σχεδίου για το σήμερα σε κάθε επίπεδο, που ανοίγει και το δρόμο προς συνολικότερες επαναστατικές αλλαγές.
Αυτή η προσέγγιση, η μόνη που προσπαθεί με πραγματικούς όρους να ανοίξει έναν σύγχρονο επαναστατικό δρόμο ξεκινώντας «από τις σημερινές συνθήκες και από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης», αλλάζει σε μεγάλο βαθμό τα καθήκοντα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στη συγκυρία. Σημαίνει ότι θα πάμε να παλέψουμε για την υλοποίηση του προγράμματος και «από τα κάτω» και «από τα πάνω», κατανοώντας τη διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Σημαίνει ότι θα χτίσουμε ή θα πλαισιώσουμε τις δομές της τάξης που θα μπορούσαν δυνητικά να λειτουργήσουν ως όργανα δυαδικής εξουσίας, θα παλέψουμε για την ηγεμονία του προγράμματος σε σωματεία, χώρους δουλειάς, κοινωνικούς χώρους και συλλογικότητες. Παράλληλα, σημαίνει ότι θα κάνουμε τις απαραίτητες πολιτικές συμμαχίες με όσες δυνάμεις είναι σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση (ακόμα και δυνάμεις που προέρχονται από τον ρεφορμισμό) και συμφωνούν στο πρόγραμμα – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάνουμε πίσω από την αδιαπραγμάτευτη πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια της επαναστατικής αριστεράς, προωθώντας το ακόμα και ως κυβερνητικό πρόγραμμα, γνωρίζοντας ότι ο καθοριστικός παράγοντας για την εφαρμογή του θα είναι η κίνηση της ίδιας της τάξης.
Αυτή η διαφορά προσέγγισης στο τι είναι το μεταβατικό πρόγραμμα που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το πώς και πότε μπορεί να αρχίσει να υλοποιείται, είναι που θα αποτελέσει το επόμενο διάστημα τη διαχωριστική γραμμή για το σε ποιο σχέδιο εντάσσεται ο καθένας. Αυτή είναι και η ουσία της διαμάχης για το αν έπρεπε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συνεργαστεί με την Πρωτοβουλία για την Αριστερή Μετωπική Συμπόρευση ή όχι. Και θα πρέπει να πάρουμε συνειδητά την απόφαση για το αν η αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να αντιμετωπίζει πολιτικά την κάθε περίοδο με τον ίδιο τρόπο (λίγο ή πολύ ως «προπαγανδιστής της επανάστασης και της απεργίας διαρκείας» – καθήκον που δεν είναι καθόλου αμελητέο, όμως δεν επαρκεί πάντα) ή αν στη συγκεκριμένη περίοδο υπάρχουν μεγαλύτερες δυνατότητες άρα και αναβαθμισμένες απαιτήσεις για ακόμα περισσότερες πρωτοβουλίες και κινήσεις στη λογική της προώθησης ενός άλλου σχεδίου, όχι μόνο κινηματικά αλλά και κεντρικά πολιτικά. Και γύρω από αυτό το ερώτημα θα υπάρξουν ανακατατάξεις τόσο στην αντικαπιταλιστική όσο και στην ευρύτερη αριστερά, όσο τα αδιέξοδα θα αυξάνονται και όσο μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα έρχεται αντιμέτωπη με τους περιορισμούς που θέτει η πολιτική ταξικής συμφιλίωσης που έχει υιοθετήσει.
Τι πολιτική συμμαχία χρειαζόμαστε; Η επιτακτική ανάγκη για τον πόλο της αντισυστημικής αριστεράς
Ανάμεσα στις δυνάμεις και τους αγωνιστές που συμφωνούν στους βασικούς άξονες του προγράμματος, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το «τι μέτωπο χρειαζόμαστε». Στο τραπέζι έχουν πέσει διάφορες προτάσεις, όπως «παλλαϊκό», «αντικαπιταλιστικό», «αριστερό ριζοσπαστικό» κοκ. Η προσέγγιση του «παλλαϊκού μετώπου» («δεξιοί και αριστεροί όλοι μαζί») που εκπροσωπεί πχ το ΕΠΑΜ, πρέπει να απορριφθεί καθώς δεν θέτει (ή στην καλύτερη αποκρύπτει) τον στρατηγικό στόχο της υπέρβασης του καπιταλισμού, άρα σε ένα επίπεδο λειτουργεί αντιδραστικά, καλλιεργώντας αυταπάτες για «έναν καλύτερο καπιταλισμό». Μπορεί να γίνει σε ένα βαθμό κατανοητή η αγωνία για τη μαζικότητα ενός «αριστερού» πολιτικού σχηματισμού σήμερα. Ή μάλλον θα μπορούσε ίσως να γίνει κατανοητή το 2010 ή το 2011. Σήμερα, με ένα κόμμα που -έστω κατ’όνομα- ανήκει στη ριζοσπαστική αριστερά να διεκδικεί την κυβέρνηση, όχι μόνο είναι παράλογο να επιμείνει κανείς στο ότι η λέξη αριστερά «τρομάζει τον κόσμο», αλλά είναι και επικίνδυνο το να αντιτάξεις στην «αριστερή» πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ μία «υπερπολιτική» πρόταση που ενισχύει την καθεστωτική αφήγηση που θέλει τον κόσμο να φοβάται την αριστερά. Και συν τοις άλλοις αυτή είναι μια ανιστόρητη αφήγηση – άλλωστε και το ΠΑΣΟΚ το 1981 βγήκε με το «στις 18 σοσιαλισμός».
Να υπερασπιστούμε λοιπόν την έννοια της Αριστεράς – ειδικά απέναντι στον μεγάλο κίνδυνο να ταυτιστεί η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ συνολικά με την αριστερά στη χώρα μας. Όσο για τους επιθετικούς προσδιορισμούς, νομίζω ότι ο καταλληλότερος όρος είναι αυτός της «αντισυστημικής αριστεράς». Είναι εύληπτος, δεν χαρίζει την έννοια του αντισυστημικού στην ακροδεξιά, ενώ οριοθετείται και από τον ΣΥΡΙΖΑ (με τον οποίο έχει συνδεθεί πλέον ο όρος ριζοσπαστική αριστερά – κι ας τον χρησιμοποιούσε το ΜΕΡΑ από το 1999) τονίζοντας τον διαχωρισμό μεταξύ «συστημικής» και «αντισυστημικής» αριστεράς, που θα είναι απαραίτητος όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαπραγματεύεται με την τρόικα και θα αρχίσει να πέφτει σε όλη την αριστερά η σκιά του «όλοι ίδιοι είναι». Η συνεργασία μεταξύ ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΠΑΜΕΣ λοιπόν μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για τη συγκρότηση του πόλου της αντισυστημικής αριστεράς που είναι αναγκαίος για να προωθήσει την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση να «κρύψουμε» τον αντικαπιταλισμό ή να διαχυθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα ευρύτερο μέτωπο. Αντίθετα, το μόνο εχέγγυο να μην ακολουθήσει τις δεξιές μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ και μία συμμαχία της αντισυστημικής αριστεράς (η οποία αναγκαστικά θα περιέχει και ταλαντευόμενες δυνάμεις, όχι ιστορικά δεμένες με ένα επαναστατικό σχέδιο), είναι να έχει συγκροτηθεί γύρω από μία ισχυρή επαναστατική οργάνωση (ακόμα και μετωπική). Γι’αυτό λοιπόν όχι μόνο δεν μπορούμε να μιλάμε για διάχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά τώρα ακριβώς είναι που πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συγκροτηθεί πιο αποφασιστικά σε έναν αντικαπιταλιστικό, πολυτασικό, σύγχρονο κομμουνιστικό φορέα. Που θα αποτελέσει την ατμομηχανή αυτής της συμμαχίας. Που δεν θα της επιτρέψει να υποτιμήσει το κίνημα. Που δεν θα επιτρέψει να διολισθήσει στις σειρήνες της Realpolitik. Που δεν θα αρκεστεί σε ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο». Που θα είναι αποφασισμένος να τραβήξει την υπόθεση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής μέχρι τέλους.
Η ανάδυση αυτής της ανάγκης με επιτακτικό τρόπο πρέπει να σημάνει και το τέλος της λανθασμένης επιλογής οργανώσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για αυτόκεντρη ανάπτυξη σε αυτήν την περίοδο. Η συζήτηση για έναν σύγχρονο, μαζικό κομμουνιστικό φορέα δεν μπορεί παρά να γίνεται έχοντας ως βάση την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Άλλωστε και στο εσωτερικό της έχουν καταγραφεί αποκλίνουσες τάσεις, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή θα κάνει άμεσα το αναγκαίο πολιτικό και οργανωτικό άλμα, ή θα γίνει μία τόσο χαλαρή συμμαχία που εκ των πραγμάτων μάλλον θα διαχυθεί όντως στην ευρύτερη συνεργασία. Άρα το 2015 θα πρέπει να είναι το έτος όπου θα δούμε οργανωτική αναβάθμιση, κοινό camping, κοινά φεστιβάλ και θα πρέπει να ανοίξει σοβαρά η συζήτηση για κοινή εφημερίδα και ενοποίηση των πολιτικών-πολιτιστικών λεσχών, όχι για να «στενέψουν» αλλά για να δώσουν τη θέση τους σε πλουσιότερα, μαζικότερα αλλά και ακόμη πιο πλουραλιστικά εγχειρήματα.
Αντισταθείτε
σ’αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
(Μ. Κατσαρός)
Η αδράνεια δεν ταιριάζει στην επαναστατική αριστερά. Σε τέτοιες δε ιστορικές συγκυρίες, είναι ασυγχώρητη. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του «καλά ως εδώ». Θα ανοιχτούμε. Θα κινηθούμε επιθετικά. Η πολιτική συμφωνία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την ΠΑΜΕΣ δημιουργεί ένα εξαιρετικό προηγούμενο, καθώς το αντικαπιταλιστικό-μεταβατικό πρόγραμμα δεν έχει λειανθεί πουθενά. Με αυτή την πρόταση θα πρέπει να απευθυνόμαστε το επόμενο διάστημα τόσο σε άλλες δυνάμεις, όσο και σε μεμονωμένους αγωνιστές και αγωνίστριες. Επίμονα. Είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για την τάξη μας η υλοποίηση αυτού του προγράμματος. Είναι επιτακτική ανάγκη η συγκρότηση των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών που θα το επιβάλουν. Ανυπομονούμε να ζήσουμε αλλιώς. Έχουμε ανάγκη να αναπνεύσουμε. Και θα λογοδοτήσουμε στη συνείδησή μας αν αποτύχουμε.
Πάνος Δαμέλος