Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι προκήρυξε πρόωρες εκλογές, τυφλωμένη από την οίηση που της έδινε το αρχικό δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι των Εργατικών.
Όμως στο αίτημα της προς τους ψηφοφόρους να της δώσουν ενισχυμένη πλειοψηφία για να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος το Brexit η απάντηση ήταν μείωση των εδρών του κόμματος που ηγείται κατά 12. Οι Συντηρητικοί εξασφαλίζουν 318 από τις 330 που κατείχαν, οκτώ λιγότερες από τις 326 που χρειάζονται για την απόλυτη πλειοψηφία στο βρετανικό κοινοβούλιο των 650 εδρών.
Η προεκλογική εκστρατεία της Μέι ήταν κυρίως ταξική. Είχε καθαρό νεοφιλελεύθερο λόγο από τον οποίο φυσικά έλειπαν αναφορές στα δημόσια αγαθά και στις κοινωνικές παροχές. Για παράδειγμα, λίγες ημέρες πριν είχε ανακοινώσει τον επονομαζόμενο «φόρο άνοιας», την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών συνταξιούχων με υψηλές συντάξεις. Ανακοίνωση από την οποία υπαναχώρησε λίγες ημέρες πριν την κάλπη και μετά τη σημαντική πτώση που σημείωναν τα ποσοστά πρόθεσης ψήφου.
Η εκστρατεία της ήταν ταυτόχρονα ελιτίστική απέναντι στους πολιτικούς της αντιπάλους. Αρνήθηκε να αναμετρηθεί τηλεοπτικά με τον Κόρμπιν, τη στιγμή που ο Κόρμπιν δημιουργούσε το βρετανικό αντίστοιχο του Μπέρνι Σάντερς. Στην ερώτηση «ποια είναι η μεγαλύτερη αταξία της», απαντούσε τυπικά και απόμακρα πως «Έχω τρέξει σε χωράφια με στάχυα» (ούτε καν ξυπόλητη με τον καλό της). Ενδεικτικό του μετεκλογικού κλίματος είναι οι δηλώσεις προσκείμενων στους Συντηρητικούς. «Αν έλαβε ένα χειρότερο αποτέλεσμα από αυτό που έλαβαν οι Συντηρητικοί προ δύο ετών και είναι σχεδόν ανίκανη να σχηματίσει κυβέρνηση, τότε αμφιβάλλω ότι θα επιβιώσει για μεγάλο διάστημα στην ηγεσία του κόμματος», υπογράμμιζε, στον απόηχο των αρνητικών εκτιμήσεων για τους Τόρις, ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Τζορτζ Οσμπορν, μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο ITV. «Είναι το μάθημα των δύο τελευταίων ετών» προσθέτει ο Μπρίαν Κλάας του London School of Economics.
Οι διάφοροι ηγήτορες της ΕΕ (Γιούνκερ, Τουσκ κ.α. ) σε δηλώσεις τους επισημαίνουν την ανάγκη να μη χαθεί χρόνος για το Brexit «διασφαλίζοντας ένα αποτέλεσμα που θα αναστατώσει το λιγότερο δυνατό τους πολίτες μας, τις επιχειρήσεις και τις χώρες μας». Η Μέι έσπευσε στο σχηματισμό κυβέρνησης «μαζί με τους φίλους μας στο Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP), το δεξιό κόμμα των προτεσταντών της Βόρειας Ιρλανδίας.
Εκτός του κόμματος των Συντηρητικών χάνει περίπου 20 από τις 54 έδρες που κατείχε στο βρετανικό κοινοβούλιο και το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP), ο πρώην πρωθυπουργός της Σκωτίας Άλεξ Σάλμοντ και ο δεύτερος στην ιεραρχία του κόμματος Άνγκους Ρόμπερτσον δεν εκλέγονται.
«Πρόκειται για ένα πολύ κακό νέο για την (πρωθυπουργό της Σκωτίας) Νίκολα Στέρτζον και τις φιλοδοξίες της περί διοργάνωσης νέου δημοψηφίσματος» για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, σχολίασε ο Ίαν Μπεγκ καθηγητής του London School of Economics.
Το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα UKIP, που έγραψε ιστορία καθώς ήταν ο πρώτος υπέρμαχος της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, εξαφανίστηκε από το κοινοβούλιο, έχασε και το μοναδικό βουλευτή που διέθετε στη βρετανική βουλή.
Μόνο οι Εργατικοί, την ώρα που πολλοί ανέμεναν ή καλλιεργούσαν κλίμα για μια μεγάλη ήττα, ενίσχυσαν το ποσοστό τους κατά 31 έδρες, λαμβάνουν 262. Κι όλα αυτά παρά τις τρομοκρατικές επιθέσεις που συσπειρώνουν την κοινή γνώμη γύρω από την πρωθυπουργό της «τάξης και της ασφάλειας»
Ο Τζέρεμι Κόρμπιν ξεκίνησε την προεκλογική εκστρατεία με το μισό κόμμα του εναντίον του και με λυσσαλέα επίθεση του βρετανικού συντηρητικού ταμπλόιντ Τύπου εις βάρος του, όπως: «Ο Κόρμπιν μάς οδηγεί στην καταστροφή» και «Εργατικοί: Απολογητές της τρομοκρατίας”. Έδωσε τη μάχη προβάλλοντας θετικούς στόχους και μια ατζέντα με κοινωνικό πρόσωπο και ευαισθησίες (κατάργηση διδάκτρων στα Πανεπιστήμια, ενίσχυση του ΕΣΥ (NHS) και επανεθνικοποίηση σιδηροδρόμων), παράλληλα με μια συντηρητική ρητορική στο ζήτημα της ασφάλειας (κριτική στη Μέι για τις περικοπές στην αστυνομία). Το δεσπόζον όμως είναι η υιοθέτηση μιας πλατφόρμας ενίσχυσης των κοινωνικών παροχών και κρατικοποίησης μεγάλων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας. Αυτό επέτρεψε στον ηγέτη των Εργατικών να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, μετά την εκλογική πανωλεθρία του κόμματος υπό τον Ντέιβιντ Μίλιμπαντ το 2015.
Συνολικά και τελικά, ενέπνευσε κυρίως τους νέους που αφενός γράφτηκαν μαζικά στους εκλογικούς καταλόγους και αφετέρου σηκώθηκαν και πήγαν στις κάλπες. (Οι νέοι έως 34 ετών δείχνουν σαφή προτίμηση προς τους Εργατικούς, οι ψηφοφόροι άνω των 55 ετών κινήθηκαν συντριπτικά υπέρ της Μέι).
Φυσικά οι Εργατικοί δεν «δολοφόνησαν τον νεοφιλελευθερισμό», όπως ισχυρίστηκε σε τουίτ του ο δημοσιογράφος Πολ Μέισον, γνωστός στα καθ’ ημάς από την φιλία του με τον Γιάννη Βαρουφάκη και το ντοκιμαντέρ «This is a coup» για την ελληνική κρίση. Περιόρισαν όμως το νεοφιλελευθερισμό κυρίως σε προγραμματικό λόγο παραμένοντας δεύτερο κόμμα αλλά πλέον με πολύ σημαντικότερη επιρροή.
Ωστόσο οφείλει να επισημάνει κανείς πως η πολιτική συμπεριφορά των νέων και των λαϊκών στρωμάτων εκμηδένισε αναλύσεις επηρεασμού ή και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης πως το Ukip θα ενισχυθεί, ή η Μέι θα νικήσει και θα διευρύνει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, ο Κόρμπιν είναι υπερβολικά αριστερός, οι Εργατικοί θα πέσουν. Οι απόψεις αυτές, όταν δεν είναι υποβολιμαίες, είναι φυλακισμένες σε μια τυπική λογική, ταυτίζουν την τρέχουσα πολιτική προτίμηση των ψηφοφόρων με τα πολιτικά κόμματα που προτιμούν και όχι με τα βαθύτερα «θέλω τους», όπως αυτά παραμορφωτικά εκδηλώνονται (μαζικά, ριζοσπαστικά και αριστερόστροφα) είτε στο Σάντερς, είτε στο Μελανσόν είτε στο Κόρμπιν, είτε στο Τσίπρα παλιότερα.
Στις βασικές κοιτίδες του νεοφιλελευθερισμού η εργατική τάξη, απειλούμενη από μια πρωτοφανή χειροτέρευση των συνθηκών ζωής στρέφει, με διαφορετικές συνειδήσεις και ταχύτητες, την πλάτη τόσο στην ακατάσχετη κινδυνολογία των κρατούντων ( ηγετικών κύκλων ΕΕ και συντηρητικών κομμάτων σε Ελλάδα, Αγγλία κ.α.) αλλά στην Αγγλία και στους Μπλεριστές, σε εκείνους τους Εργατικούς που έτρεξαν να ενισχύσουν «από τα αριστερά» το στρατόπεδο της αστικής πολιτικής.
Τα γεγονότα αυτά εμφανίζονται επίμονα και κατ’ επανάληψη στις διάφορες χώρες και συμπυκνώνουν βαθιές κοινωνικές δυναμικές που μπορούν να αναδιατάσσουν μερικά αλλά ουσιαστικά την πολιτική αντιπαράθεση. Ακόμη και στο βαθμό που αυτός ο παράγοντας επηρεάζεται από τους εθνικιστές και ακροδεξιούς, ακόμη και τότε συνδέεται στενά με το οξυμένο κοινωνικό ζήτημα και – στην Ευρώπη – με τον αντιδραστικό ρόλο που έχει παίξει η ΕΕ.
Παρά το ετερόκλητο της πολιτικής αυτής συμπεριφοράς της εργατικής τάξης και των νέων, δεν παύει το γεγονός αυτό να αντανακλά τη χρεοκοπία της σημερινής μορφής κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης των λαϊκών μαζών στα σύγχρονα αστικά πολιτικά συστήματα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Εξ ου και ο διχασμός αστικών κομμάτων ή η εξαφάνισης τους.
Φυσικά τα όρια των αγωνιζόμενων «μεταρρυθμιστών» τύπου Κόρμπιν ή Μελανσόν είναι προβλέψιμα. Το ζήτημα επομένως δεν είναι αυτοί.
Το Θέμα που τίθεται αντικειμενικά είναι ότι ενώ εμφανίζονται φαινόμενα «ανυπακοής κατά κύματα» της εργατικής τάξης, ενώ έρχονται, αποσύρονται και επιστρέφουν εργατικά, κυρίως, λαϊκά και νεολαιίστικα νέα κύματα ριζοσπαστικοποίησης, αυτά περνούν πάνω μας, πάνω από την επαναστατική Αριστερά, δίχως να προλάβουμε να πάρουμε χαμπάρι τι γίνεται.
Αν αυτό αληθεύει τότε τίθεται αντικειμενικά το ερώτημα της ποιότητας της επαφής μας με την εποχή που ζούμε, της σύνδεσης που έχουμε με τον κόσμο της φτώχειας και της ακραίας σύγχρονης εκμετάλλευσης, των αλλαγών επομένως που μένουν να γίνουν στον πολιτικό μας λόγο και πράξη.