Ο Κωστής Ζουλιάτης διαβάζει την παρακάτω ιστορία ως θέση για τις προκλήσεις των ημερών.
Ο γερο-Αντόνιο σκότωσε ένα “λιοντάρι του βουνού” (που μοιάζει πολυ με το αμερικάνικο πούμα) με την παλιά του chimba. Εγώ παλιά τον είχα κοροϊδέψει για το όπλο του: “Αυτά τα όπλα τα χρησιμοποιούσαν όταν ο Hernan Cortes κατέλαβε το Μεξικό” του είπα.
Αυτός αμύνθηκε: “Ναι, αλλά κοίτα τώρα σε ποιανού τα χέρια βρίσκεται”. Τώρα τραβά τα τελευταία κομμάτια κρέας από το δέρμα για να το βυρσοδέψει. Μου δείχνει περήφανος το δέρμα. Δεν έχει ούτε μια τρύπα. “Ακριβώς στο μάτι” μου κομπάζει. “Είναι ο μόνος τρόπος να μην έχει το δέρμα σημάδια κακομεταχείρισης” προσθέτει. “Και τι θα κάνεις με το δέρμα;” ρωτάω. Ο γερο-Αντόνιο δε μου απαντά, συνεχίζει να σκίζει σιωπηλά το δέρμα του λιονταριού με τη ματσέτα του. Κάθομαι στο πλάι του και, αφού γεμίσω την πίπα, κάνω να του στρίψω ένα τσιγάρο. Του το δίνω χωρίς να πω κουβέντα, αυτός το εξετάζει και το ανοίγει. “Σου λείπει πείρα” μου λέει καθώς το ξαναστρίβει.
Καθόμαστε να συμμετάσχουμε μαζί σ’αυτή την τελετή του καπνίσματος.
Ρουφηξιά τη ρουφηξιά, ο γερο-Αντόνιο ξετυλίγει την ιστορία:
“Το λιοντάρι είναι δυνατό, γιατί τα άλλα ζώα είναι αδύναμα. Το λιοντάρι τρώει το κρέας των άλλων, γιατί τα άλλα το αφήνουν να τα φάει. Το λιοντάρι δε σκοτώνει με τα νύχια ή με τα δόντια. Το λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας. Στην αρχή πλησιάζει σιγά-σιγά… αθόρυβα, γιατί έχει σύννεφα στα πόδια που σκοτώνουν το θόρυβο. Κατόπιν πηδά και αναποδογυρίζει το θύμα, μια επίθεση που ποντάρει περισσότερο στον αιφνιδιασμό απ’ό,τι στη δύναμη.
Κατόπιν στέκεται και το κοιτάζει. Κοιτάζει τον αιχμάλωτό του. Έτσι… [ο γερο-Αντόνιο ζαρώνει τα φρύδια και με καρφώνει με τα μαύρα του μάτια]. Το καημένο το ζωάκι που θα πεθάνει, απομένει να κοιτάζει μονάχα, κοιτάζει το λιοντάρι που το κοιτάζει. Το ζωάκι δε βλέπει πια τον ίδιο του τον εαυτό, βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει την εικόνα του στη ματιά του λιονταριού, βλέπει ότι, στα μάτια του λιονταριού, είναι μικρό και αδύναμο. Το ζωάκι ούτε που το σκεφτόταν αν είναι μικρό ή αδύναμο, ήταν βλέπεις ένα ζωάκι, ούτε μεγάλο ούτε μικρό, ούτε δυνατό ούτε αδύναμο. Αλλά τώρα βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει το φόβο. Και βλέποντας ότι το βλέπουν, το ζωάκι πείθεται, από μόνο του, ότι είναι μικρό και αδύναμο.
Και βλέποντας το φόβο του που βλέπει ότι το λιοντάρι το βλέπει, φοβάται. Κι έτσι το ζωάκι δε βλέπει τίποτα πια, παγώνουν τα κόκαλά του, έτσι όπως όταν μας πιάνει η βροχή στο βουνό, τη νύχτα, μέσα στο κρύο. Κι έτσι το ζωάκι παραδίνεται έτσι απλά, αφήνεται και το λιοντάρι το καταβροχθίζει αλύπητα. Έτσι σκοτώνει το λιοντάρι. Σκοτώνει κοιτάζοντας. Αλλά υπάρχει ένα ζωάκι που δεν κάνει έτσι, που όταν το σταματά το λιοντάρι, δε δίνει σημασία και συνεχίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κι αν το λιοντάρι το αρπάξει, αυτό απαντά μ’ένα γρατζούνισμα με τα χεράκια του που είναι μικρά αλλά πονάει το αίμα που βγάζουν. Κι αυτό το ζωάκι δεν αφήνεται στο λιοντάρι, γιατί δε βλέπει ότι το βλέπουν… είναι τυφλό. Τυφλοπόντικες τα λένε αυτά τα ζωάκια”.
Φαίνεται πως ο γερο-Αντόνιο σταμάτησε να μιλά. Εγώ δοκιμάζω ένα “Ναι, αλλά…”. Ο γερο-Αντόνιο δε μ’αφήνει να συνεχίσω, συνεχίζει να διηγείται την ιστορία, καθώς στρίβει άλλο ένα τσιγάρο. Το κάνει αργά, γυρνώντας και κοιτάζοντάς με από καιρού εις καιρό για να δει αν τον προσέχω.
“Ο τυφλοπόντικας έμεινε τυφλός γιατί, αντί να βλέπει προς τα έξω, βάλθηκε να κοιτάζει την καρδιά, έμεινε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και κανείς δεν ξέρει γιατί του μπήκε στο μυαλό του τυφλοπόντικα να κοιτάζει προς τα μέσα. Και βρίσκεται ο τυφλοπόντικας να κοιτάζει ανόητα την καρδιά κι έτσι, δε νοιάζεται για δυνατούς κι αδύναμους, για μεγάλους ή μικρούς, γιατί η καρδιά είναι η καρδιά και δε μετριέται όπως μετριούνται τα πράγματα ή τα ζώα. Κι αυτό, το να κοιτάζει προς τα μέσα, μπορούσαν να το κάνουν μονάχα οι θεοί κι έτσι οι θεοί τον τιμώρησαν τον τυφλοπόντικα και δεν τον άφησαν πια να βλέπει προς τα έξω και επιπλέον τον καταδίκασαν να ζει και να περπατά κάτω απ’τη γη. Και γι’αυτό ο τυφλοπόντικας ζει κάτω από τη γη, γιατί τον τιμώρησαν οι θεοί. Κι ο τυφλοπόντικας δε στεναχωρήθηκε γιατί συνέχισε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και γι’αυτό ο τυφλοπόντικας δε φοβάται το λιοντάρι. Κι ούτε φοβάται το λιοντάρι ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτάζει την καρδιά.
Γιατί ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτά την καρδιά δε βλέπει τη δύναμη του λιονταριού, βλέπει τη δύναμη της καρδιάς του, κι έτσι κοιτάζει το λιοντάρι και το λιοντάρι τον βλέπει που το κοιτάζει ο άνθρωπος, και το λιοντάρι βλέπει πως στα μάτια του ανθρώπου είναι μόνο ένα λιοντάρι και το λιοντάρι βλέπει πως το βλέπουν και φοβάται και το βάζει στα πόδια”.
“Κι εσείς κοιτάξατε την καρδιά σας για να σκοτώσετε αυτό το λιοντάρι” διακόπτω. Αυτός απαντά: “Εγώ; Όχι, άνθρωπέ μου, εγώ κοίταξα το σκόπευτρο της καραμπίνας και το μάτι του λιονταριού κι έτσι απλά πυροβόλησα… για την καρδιά, ούτε που το θυμήθηκα…”. Εγώ ξύνω το κεφάλι μου όπως κάνουν, καθώς έμαθα, εδώ, όποτε δεν καταλαβαίνουν κάτι.
Ο γερο-Αντόνιο σηκώνεται αργά, παίρνει το δέρμα, το εξετάζει προσεκτικά. Μετά το τυλίγει και μου το παραδίδει: “Παρ’το” μου λέει. “Σ’το χαρίζω για να μην ξεχάσεις ποτέ ότι το λιοντάρι και το φόβο τους σκοτώνεις αν ξέρεις πού να κοιτάξεις…”. Ο γερο-Αντόνιο γυρνά και μπαίνει στην καλύβα του. Στη γλώσσα του γερο-Αντόνιο αυτό σημαίνει: “Τέλειωσα πια. Αντίο”. Εγώ έβαλα σε μια πλαστική σακούλα το δέρμα του λιονταριού κι έφυγα…
Subcomandante Marcos, IV Το λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας, από το βιβλίο Ιστορίες του Γερο-Αντόνιο, εκδόσεις Ροές, 2003, μετάφραση Γιώργου Καρατζά.
Εικ.: Σπηλαιογραφία με αναπαραστάσεις λεόντων. Chauvet, Γαλλία.