Κώστας Μάρκου
Αγαπητές και αγαπητοί προσκεκλημένοι, συντρόφισσες και σύντροφοι
Η προσπάθεια συνένωσης δυο οργανώσεων ή κομμάτων, όπως μεταξύ της ΑΡΑΝ και του Κ/ΣΧΕΔΙΟΥ, σίγουρα δεν είναι πρωτότυπη. Έχουν υπάρξει και άλλες. Μέτωπα, συμμαχίες, υπήρξαν επίσης πολλές στην επαναστατική και ριζοσπαστική Αριστερά.
Η προσπάθεια όμως ανασύνθεσης, υπέρβασης και σύνθεσης δυο ιστορικών ρευμάτων -έστω τμημάτων τους- σε κάτι νέο στη χώρα μας, με κομμουνιστικό και επαναστατικό προγραμματικό χαρακτήρα, είναι σίγουρα ιδιαίτερη.
Είναι επίσης μια γενικότερη τάση (π.χ. Αναμέτρηση, προσπάθεια Κομ. Συντονισμού, προσπάθεια ΝΑΡ,, συζητήσεις στη ΛΑΕ κ.α.) που δείχνει τη βαθύτερη αναζήτηση για τη μετάβαση και ολοκλήρωση αυτών των τάσεων σε ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα.
Θέλουμε να τονίσουμε ότι είναι αναγκαίο να δούμε το «κόμμα» χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά που μας κληροδότησε η υποχώρηση, ο εκφυλισμός και η διαστρέβλωση του μπολσεβίκικου κόμματος. Δηλαδή, ενός κόμματος «μοναδικής πρωτοπορίας» που πρέπει να υπερισχύσει κατατροπώνοντας τις άλλες. Αυτό κυριάρχησε και κυριαρχεί, μέχρι τώρα και αυτό αποτυγχάνει διαρκώς.
Χρειάζεται να δούμε το «κόμμα» με άλλα μάτια. Να δούμε ότι λόγω των πολλαπλών πρωτοποριών που αντικειμενικά δημιουργούνται μέσα στο σύγχρονο πολυκόσμο της εργατικής τάξης και ευρύτερα της εκμεταλλευόμενης εργασίας, η υπέρβαση και ανασύνθεση σε μια νέα ενότητα είναι ο αναγκαίος δρόμος για τη δημιουργία των σύγχρονων κομμάτων και για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.
Επιμένουμε: το συνολικό υποκείμενο της ιστορίας και της ανατροπής θα αποτελείται από το κόμμα, το μέτωπο και το κίνημα στη διαλεκτική αλληλεπίδρασή τους και όχι στον αλληλο-αποκλεισμό τους, όπως με λύπη βλέπουμε να συμβαίνει όλο και πιο συχνά, το τελευταίο διάστημα, στην Αριστερά επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αναφοράς.
Και κάτι ακόμη: Η αυτοδιάλυση των δυο συλλογικοτήτων μας για μια νέα οργάνωση, αποτελεί ουσιαστικά και μια πράξη έμπρακτης αυτοκριτικής μας.
Για να γίνουν υπερβάσεις, όμως, για να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα και προπαντός, κίνημα, δεν φτάνει μόνον η θέληση για ενότητα. Χρειάζεται να αναζητήσουμε ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα. Οι Θέσεις αποτελούν μια θετική και κοπιώδη συμβολή σε αυτή την αναζήτηση. Σίγουρα, όχι ολοκληρωμένη και πλήρης. Αλλά είναι μια τίμια και δημιουργική αρχή.
Δεν κουκουλώσαμε, αλλά αφήσαμε συνειδητά την αναγκαία συζήτηση για το στάδιο ή τη φάση του σύγχρονου καπιταλισμού και την περιοδολόγησή του, για περαιτέρω θεωρητική έρευνα και συμφωνήσαμε στο κύριο:
Εδώ και δεκαετίες έχουμε μπει σε μια νέα εποχή του καπιταλισμού. Που έχει δημιουργήσει νέες εκμεταλλευτικές σχέσεις, νέες μορφές απόσπασης υπεραξίας, νέες μορφές εμπορευματοποίησης, αλλοτρίωσης και αποξένωσης του ανθρώπου. Νέου τύπου χρηματιστικό κεφάλαιο, νέου τύπου μονοπώλιο, τον πολυεθνικό – πολυκλαδικό όμιλο. Και έναν νέου τύπου ιμπεριαλισμό, μαζί με ένα νέου τύπου κράτος. Πρόκειται για τον πιο «βαθύ» καπιταλισμό που γνώρισε η Ιστορία.
Σίγουρα δεν πρόκειται για επιστροφή σε μια τεχνοφεουδαρχία, όπως υποστηρίζουν οι σφοι/σες του ΜεΡΑ25. Δεν πρόκειται όμως και για τον καπιταλισμό του ηλεκτρισμού και της εποχής του Λένιν, όπως περίπου υποστηρίζουν οι σφοι/σες του ΚΚΕ.
Πρόκειται για έναν καπιταλισμό της εποχής μας, θα έλεγα, έναν καπιταλισμό της τεχνητής νοημοσύνης.
Έναν καπιταλισμό, που παρά την υπέρβαση της προηγούμενης δομικής κρίσης του, δεν έχει φέρει ένα νέο ηγεμονικό τεχνολογικό και κοινωνικό υπόδειγμα. Κυρίως, δεν μπορεί πλέον να αυτό-μεταρρυθμιστεί, κινείται σε μια μακρά καθοδική πορεία πολλαπλών κρίσεων. Δεν μπορεί να προσφέρει μέλλον.
Εντός, όμως, έχει δημιουργήσει και το δυνητικό σύγχρονο νεκροθάφτη του, την εργατική τάξη αυτής της εποχής. Μια μαζική, απόλυτα πλειοψηφική, νέου τύπου, πολυκερματισμένη αλλά και πολυλειτουργική εργατική τάξη. Που δίπλα της έχει πολλαπλά κινήματα ως δυνητικούς συμμάχους. Παλιά που έρχονται με νέο τρόπο, όπως της νεολαίας, που έδειξε τη δύναμή του με τις καταλήψεις, ή το φεμινιστικό. Αλλά και νέα, όπως το οικολογικό κίνημα ή των ΛΟΑΤΚΙ.
Θέτουμε στο κέντρο των Θέσεων, του προγράμματος και της πολιτικής μας αυτή την σύγχρονη εργατική τάξη και ειδικά εκείνην που είναι συγκεντρωμένη στους ομίλους και τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Το ποιοτικό στοιχείο είναι ότι εντός της συναντάται, για πρώτη φορά στην ιστορία, τόσο βαθιά και μαζικά, η τεχνικά εκπαιδευμένη με την επιστημονικά συγκροτημένη μισθωτή εργασία. Αυτή η εργατική τάξη έκανε την εμφάνισή της με τις απεργίες στις ΗΠΑ, στις Ινδίες, στη Βρετανία, τη Γαλλία αλλά και στην Ελλάδα, στην e –food, πρόπερσι, και τώρα στην Teleperformance – που σαν να το ξέραμε, την έχουμε ξεχωρίσει στις Θέσεις.
Αυτή η σύγχρονη εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, μπορούν να προχωρήσουν «Πέρα από το Κεφάλαιο» για να χρησιμοποιήσουμε το τίτλο του μεγάλου έργου του μαρξιστή φιλοσόφου Ίστβαν Μέσαρος.
Από αυτή τη σκοπιά, θέτουμε την ανάγκη να περάσουμε από την ιστορικού χαρακτήρα εργατοαγροτική συμμαχία, που γέννησε την Οκτωβριανή, τις επαναστάσεις και τον κομμουνισμό του 20ου αιώνα, στη συμμαχία εργασίας – επιστήμης. Για τη μετάβαση στις επαναστάσεις και τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα.
Θα έλεγα, απαιτείται να περάσουμε από το «σφυρί και το δρεπάνι» στο «γρανάζι και τον υπολογιστή» – ίσως εδώ να αναζητήσουμε και το νέο μας σύμβολο.
Οι Θέσεις αναδεικνύουν και τοποθετούνται προγραμματικά σε δυο καθοριστικά για το μέλλον του πλανήτη ζητήματα: τις νέες τεχνολογίες – ειδικά την τεχνητή νοημοσύνη- και την παγκόσμια οικολογική κρίση.
Γνωρίζουμε, πως στον καπιταλισμό γενικά, εντός των παραγωγικών δυνάμεων, της επιστήμης και της τεχνολογίας, αναπτύσσονται ταυτόχρονα δημιουργικές – απελευθερωτικές και καταστροφικές- βάρβαρες τάσεις.
Στην εποχή μας, όμως, όπως προέβλεψε ο Μαρξ, αλλά και διαπιστώνουν πολλοί μαρξιστές και μαρξίστριες, αλλά και τίμιοι επιστήμονες, κάτω από την εξουσία του σύγχρονου κανιβαλικού κεφαλαίου και των πολυεθνικών ομίλων, οι καταστροφικές τάσεις «τρέχουν» γρηγορότερα από τις δημιουργικές.
Και καταστρέφουν ταυτόχρονα την εργασία και τη φύση. Το ένα δεν μπορεί να ξεχωριστεί από το άλλο. Για αυτό ο αγώνας θα είναι και πρέπει να είναι, κοινός.
Πώς θα αντιμετωπιστεί όμως αυτή η καταστροφική τάση;
Καταρχήν όχι με την πρόβλεψη για ένα ντετερμινιστικό «τέλος» του κόσμου ή του καπιταλισμού και σίγουρα όχι με τον τρόμο που δημιουργούν οι καταστροφολόγοι, δεξιοί και αριστεροί.
Όπως γράφει ο Αντώνης Μαυρόπουλος στο υπό έκδοση βιβλίο του για την τεχνητή νοημοσύνη από τις εκδόσεις Τόπος, η σύγχρονη «καταστροφή που μας απειλεί» (Λένιν) δεν θα έχει τη μορφή της πτώσης σε έναν γκρεμό, αλλά τη μορφή μια σχετικά μακράς ιστορικής πορείας. Με αυτή την έννοια πάντα θα υπάρχει καιρός και ταυτόχρονα, πάντα θα είναι επείγουσα η ανάγκη για να την αντιμετωπίσουμε. Θέλουμε όμως να τονίσουμε το επείγον της υπόθεσης.
Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται απαραίτητα να αντιμετωπίσουμε τις δυο Συμπληγάδες Πέτρες μέσα στις οποίες σφηνώνεται η ανθρώπινη σκέψη: την Τεχνολατρεία και την Τεχνοφοβία. Αυτές οι αστικές, επί της ουσίας, τάσεις διεισδύουν μέσα και στο εργατικό κίνημα και στο μαρξισμό.
Αναφέρω δυο χαρακτηριστικούς τίτλους από το εξωτερικό που θα έρθουν και εδώ: Πλήρως Αυτοματοποιημένος Κομμουνισμός Πολυτελείας του βρετανού πολιτικού επιστήμονα Ααρών Μπαστάνι και Ο Κομμουνισμός της Αποανάπτυξης ως υπότιτλος από βιβλίο του ιάπωνα φιλοσόφου Κοχέι Σάιτο.
Και οι δυο μιλούν για κομμουνισμό. Δε νομίζω ότι είναι τυχαίο…
Και οι δυο έχουν ορισμένες θετικές κι ενδιαφέρουσες πλευρές.
Ο Μπαστάνι όμως διατυπώνει έναν τεχνολογικά ανεπτυγμένο καταναλωτικό κομμουνισμό χωρίς να καταργούνται επί της ουσίας οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας. Δεν διαφέρει αυτό πολύ από την αντίληψη που απέτυχε στον 20ο αιώνα, ότι κομμουνισμός σημαίνει «περισσότεροι τόνοι σίδερο», ο οποίος κατέληξε σε πολυτέλεια μόνον για την άρχουσα τάξη του.
Η αποανάπτυξη του Σάιτο προτείνει ουσιαστικά έναν κομμουνισμό της παγκόσμιας λιτότητας, επίσης χωρίς να ανατραπούν οι αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας και παραγωγής. Πέρα από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» της φτώχειας που γνωρίσαμε, ας μην ξεχνάμε ότι την αιώνια λιτότητα ως μέλλον μάς επιφυλάσσει ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο νεοφιλελευθερισμός και βεβαίως, ο Μητσοτάκης.
Στις Θέσεις δεν προσφέρουμε κάποια μαγική λύση. Υποστηρίζουμε όμως ότι η διέξοδος από τις καταστροφές που μας απειλούν δεν θα βρεθεί ούτε στην ποσοτική υπερανάπτυξη, ούτε στην ποσοτική αποανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Θα βρεθεί στην ποιοτική και επαναστατική αλλαγή των παραγωγικών και όλων των κοινωνικών σχέσεων του κεφαλαίου και του καπιταλισμού.
Η κοινωνικοποίηση των πολυεθνικών και όλων των μέσων παραγωγής, η αυτοδιεύθυνση των εργαζομένων και το δημοκρατικό πανκοινωνικό σχέδιο θα «αποαναπτύξουν», δηλ. θα καταστρέψουν τις καταστροφικές παραγωγικές δυνάμεις και ταυτόχρονα, θα «υπεραναπτύξουν», δηλ. θα απελευθερώσουν τις απελευθερωτικές παραγωγικές δυνάμεις, της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Αυτός είναι ο σκοπός. Η εργατική εξουσία, η κρατικοποίηση, το κόμμα είναι εργαλεία για αυτό το σκοπό.
Αντίστροφη ιεράρχηση στη στρατηγική.
Μέσα σε αυτά τα εργαλεία ξεχωρίζει όμως η επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας και η εργατική δημοκρατία. Χωρίς αυτά τα εργαλεία δεν πας πουθενά. Για την ακρίβεια, ξαναγυρίζεις στον καπιταλισμό.
Αυτή την αντίληψη πρεσβεύουν οι Θέσεις μας.
Ωραία. Και μέχρι τότε; Τι κάνουμε;
Περιμένουμε την «αριστερή κυβέρνηση» των ονείρων μας, όπως λέει ο Κασσελάκης και ο Χαρίτσης; Η οποία, βέβαια, πρόλαβε στο μεταξύ να μετατραπεί σε εφιάλτη για την Αριστερά με τον Τσίπρα; …
Ή περιμένουμε την «αντικειμενική επαναστατική κατάσταση», οικοδομώντας το «κόμμα παντός καιρού»; Το οποίο, στο μεταξύ, έχαιρε απεριόριστης αγάπης από το μιντιακό σύστημα (μέχρι που του έκοψαν την «ασυλία», όχι βεβαίως, για την αμφιλεγόμενη αναφορά στα sugar babies, αλλά προφανώς γιατί άφησε την ΚΝΕ να παρασυρθεί από τους «αριστεριστές» στις καταλήψεις διαρκείας κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων)…
Και εδώ ερχόμαστε σε ένα τέταρτο σημείο που θέλω να αναπτύξω και που θίγουν οι Θέσεις: Όχι, δεν περιμένουμε την ανατροπή, την κυβέρνηση των ονείρων μας και την επαναστατική κατάσταση να έρθουν παθητικά ή το πολύ με ένα κίνημα ως «σαπόρτ».
Η ζωή έδειξε ότι οι δρόμοι αυτοί είναι δρόμοι της ήττας. Κι εμείς ψάχνουμε τους δρόμους της νίκης. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε θετικά αυτή τη φορά, το νέο ιστορικό «παράθυρο ευκαιρίας» που θα έρθει, μετά από αυτό του 2010-15.
Αντίστροφη ιεράρχηση και στην τακτική είναι η πρότασή μας:
Δημιουργούμε και δεν περιμένουμε τους όρους της ανατροπής, της επαναστατικής κατάστασης και της δικής μας εργατικής λαϊκής κυβέρνησης και εξουσίας. Σκεφτόμαστε και δρούμε ενεργητικά και όχι παθητικά. Συνδυάζουμε την άμυνα με την αντεπίθεση, τον πόλεμο θέσεων με τον πόλεμο κινήσεων.
Με το μαζικό και μετωπικό αγώνα για εργατικές, λαϊκές, δημοκρατικές, αντιιμπεριαλιστικές, φεμινιστικές, οικολογικές κατακτήσεις.
Για κατακτήσεις εντός και εναντίον του συστήματος, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και κυρίως, με προοπτική, κατεύθυνση και επιδίωξη, τη σύγκρουση, τη ρήξη και την έξοδο από αυτούς.
Συγκέντρωση δυνάμεων και πολιτική συμμαχία επαναστατικών και εργατικών – λαϊκών ρεφορμιστικών δυνάμεων πάνω σε ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Αλλά με διεκδίκηση της ηγεμονίας από τις εργατικές επαναστατικές αντιλήψεις αυτή τη φορά.
Διότι αποδείχτηκε και στη 15ετία που πέρασε, ότι κάτω από την ηγεμονία των μικροαστικών ρεφορμιστικών αντιλήψεων, δεν κατακτάς ούτε ένα ευρώ παραπάνω, ούτε μισή ώρα λιγότερη δουλειά…Το αντίθετο. Χάνεις κιόλας.
Δεν υποσχόμαστε, ούτε έχουμε την αυταπάτη ότι μπορούμε να επιβάλουμε ως εργατικό λαϊκό κίνημα όλο το μεταβατικό πρόγραμμα της τακτικής μας μέσα στον καπιταλισμό. Το σίγουρο όμως είναι ότι μόνον με την αντικαπιταλιστική καταγγελία ή με το «γλείψιμο» του κοινοβουλευτισμού και του συστήματος δεν πρόκειται ποτέ η εργατική τάξη και ο κόσμος της εργασίας να τα βάλει με τον κόσμο του κεφαλαίου και να προσεγγίσει την επανάσταση.
Κι εμείς πιστεύουμε βαθιά ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης, η επανάσταση και η βελτίωση της ζωής της ή θα είναι έργο δικό της ή δεν θα υπάρξει ποτέ.
Όποιος και όποια ελπίζει ότι θα έρθει από σωτήρες προέδρους, σωτήρες κόμματα και σωτήρες κυβερνήσεις, καλύτερα είναι να περιμένει την κοινωνική αλλαγή από τον Αη Βασίλη…
Συντρόφισσες και σύντροφοι
Η ομορφότερη και πιο δημιουργική από τις ιστορίες του εργατικού κινήματος είναι η ιστορία των υπερβάσεων και των συνενώσεων από πολλαπλά ρεύματα που δημιούργησαν τα κόμματα της Πρώτης, της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς.
Χρειαζόμαστε κάτι αντίστοιχο στην εποχή μας.
Καταλαβαίνουμε βεβαίως, το ιστορικό εύρος αυτού του εγχειρήματος. Και ότι είμαστε ακόμη μικροί και λίγοι.
Αλλά χρειάζεται να ξεκινήσουμε εδώ και τώρα, σε μικρογραφία και με όσα ρεύματα το κατανοούν.
Σε αυτήν την προσπάθεια σας καλούμε να πάρετε μέρος με όποιον τρόπο εσείς κρίνετε: από την ένταξη μέχρι τη γνώμη και την κριτική.
Σας καλούμε σε μια προσπάθεια
«Να αλλάξουμε τη ζωή μας», όπως είπε ο Φλομπέρ,
αγωνιζόμενοι
«Να αλλάξουμε τον κόσμο», όπως είπε ο Μαρξ
Χρήστος Τουλιάτος
Ευχαριστούμε για την παρουσία όλων σας και ειδικά των εκπροσώπων οργανώσεων που μας τιμούν με την παρουσία τους.
Με το παρόν κείμενο επιχειρούμε μία εμβάθυνση της συζήτησης της πρωτοβουλίας μας για την ολοκλήρωση της πορείας προς την ιδρυτική συνδιάσκεψη μίας νέας μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης. Θέλαμε να την έχουμε κάνει ήδη πιο πριν αλλά οι δυσκολίες και τα καθήκοντα της περιόδου μας καθυστέρησαν.
Γνωρίζουμε τους σημερινούς συσχετισμούς, τα όρια και τις αδυναμίες της δικής μας προσπάθειας και άλλων που έχουν παρόμοιες αναζητήσεις. Επιδιώκουμε όμως να βρεθούμε στο μέλλον από κοινού με όσες δυνάμεις και δυναμικό αναζητά υπερβάσεις σε ανώτερες συνθέσεις και ενότητα.
Θα σταθώ από την πλευρά μου σε βασικά σημεία της ανάγνωσής μας για τη διεθνή διάρθρωση του σύγχρονου καπιταλισμού, στις αλλαγές στο σύγχρονο κράτος και την αστική πολιτική, σε βασικές στρατηγικές ορίζουσες της προσπάθειάς μας και στη στρατηγική σημασία των μετωπικών πολιτικών μορφών για αυτή.
Στην αντίληψή μας, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα οργανώνεται διεθνώς σε μία ιμπεριαλιστική πυραμίδα ανισότιμης ισχύος, ετεροβαρούς αλληλεξάρτησης και ανταγωνισμών. Είναι ένα σύστημα σχέσεων που δημιουργείται από την αυθόρμητη λειτουργία του κεφαλαίου στο διεθνές επίπεδο και δημιουργεί σχέσεις οικονομικής και πολιτικής ανισοτιμίας στη βάση της μεταφοράς αξίας στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Και διευκολύνει τις ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να μετακυλίουν ευκολότερα την κρίση τους σε πιο «αδύναμους κρίκους». Οι σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικών κρατών και εθνικών κεφαλαίων είναι σχέσεις ιεραρχίας βασισμένες στη δύναμη, στον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση. Υπόκεινται σε έναν συσχετισμό ισχύος που δεν είναι μόνο οικονομικός, αλλά και στρατιωτικός, ιδεολογικός, πληθυσμιακός.
Η «ανταγωνιστικότητα» και η «ανάπτυξη» εξαρτώνται από τη δυναμική της ταξικής πάλης εγχώρια. Ταυτόχρονα, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου (και η ένταξη σε καπιταλιστικές ολοκληρώσεις ως έκφανσή της) δημιουργεί ένα πλαίσιο που λειτουργεί ως μοχλός πειθάρχησης για την εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση. Μέρος της εγχώριας εκμετάλλευσης αποσπάται από τα πιο ανταγωνιστικά ξένα κεφάλαια στη σφαίρα της κυκλοφορίας μέσω των διαδικασιών του διεθνούς ανταγωνισμού.
Αυτή είναι η ουσία της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης σε οικονομικό επίπεδο. Και συμπληρώνει στα αντικαπιταλιστικά καθήκοντα την διόλου δευτερεύουσα αντιμπεριαλιστική διάσταση ενάντια σε αυτή τη «διπλή» εκμετάλλευση και τις πολιτικές μορφές που παίρνει (π.χ. ένταξη σε ΟΝΕ-ΕΕ, μνημόνια, επιτροπεία κλπ.). Κάθε προοπτική σύγκρουσης και ρήξης με το σημερινό καθεστώς, λοιπόν, απαιτεί άμεσες ρήξεις και με το εγχώριο και με το διεθνές κεφάλαιο και τους πολιτικούς εκφραστές τους, όπως έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία στη χώρα μας.
Έχουμε πλέον σημαντική υποχώρηση του αμερικανικού καπιταλισμού και των χωρών της «Δύσης» και μια μεγάλη αλλαγή των οικονομικών συσχετισμών στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Οικονομικά έχει ήδη δημιουργηθεί ένας πολυπολικός κόσμος και η αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος μετασχηματίζεται βίαια: Οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού και ρωσοκινεζικού άξονα, αναδεικνύοντας πολλά «θερμά» μέτωπα διεθνώς και κάνοντας το ενδεχόμενο του πολέμου να δείχνει ολοένα και πιο κοντινό.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί ένα ιστορικό ορόσημο. Εγκαινίασε μια νέα περίοδο όπου το ενδεχόμενο πολυμερών πολεμικών αντιπαραθέσεων τίθεται στο προσκήνιο και ο πυρηνικός όλεθρος μετατρέπεται σε υπαρκτή πιθανότητα. Πλευρά αυτών των αντιθέσεων εκφράζεται στις οξύτατες αντιπαραθέσεις της Μέσης Ανατολής, πάνω στο έδαφος του άλυτου παλαιστινιακού ζητήματος, που εκρήγνυται κάτω από την βάρβαρη ισραηλινή κατοχή σε συνεργασία με τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό.
Από αυτή τη σκοπιά, απαιτείται ένα αντιπολεμικό κίνημα στη χώρα μας και διεθνώς, ανεξάρτητο από όλες τις μεγάλες δυνάμεις, τα κράτη και τις αστικές τάξεις, που θα αγωνίζεται ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τους εθνικισμούς της εποχής μας. Που θα αγωνίζεται πρωτίστως για την ήττα του αμερικανονατοϊκού ιμπεριαλισμού από τους λαούς στο βαθμό που παρεμβαίνουμε σε μία ΝΑΤΟϊκή χώρα. Για την άμεση απεμπλοκή της Ελλάδας από κάθε πόλεμο, την έξοδο της χώρας από τις αντιρωσικές κυρώσεις, τον αντιδραστικό άξονα Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου υπό τη σκέπη των ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τις συμφωνίες για ξένες βάσεις. Για την αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό λαό, την καταδίκη και απομόνωση του Ισραήλ, την άμεση αποχώρησή του από τη Γάζα και την άρση του αποκλεισμού της.
Η ΕΕ εσωτερικεύει τις δυναμικές της διεθνούς κρίσης και είναι ο «μεγάλος ασθενής» του δυτικού καπιταλισμού. Ο ρόλος της μειώνεται διεθνώς, ενώ οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί οξύνονται, γεγονός που οδηγεί σε πολιτικές κρίσεις και αυταρχική σκλήρυνση με ακροδεξιές ροπές. Για αυτό, οποιοδήποτε φιλολαϊκό πολιτικό σχέδιο είναι ασύμβατο με την ΟΝΕ και την ΕΕ και απαιτεί ρήξη και έξοδο από αυτές για να υλοποιηθεί.
Τα σύγχρονα αστικά κράτη έχουν εξελιχθεί σημαντικά καταλαμβάνοντας και παρεμβαίνοντας σε πολλά πεδία κοινωνικών λειτουργιών που σε προηγούμενες φάσεις του καπιταλισμού παρέμεναν εκτός του πεδίου παρέμβασής τους. Είναι σύνθετοι και απρόσωποι μηχανισμοί που εκφράζουν, εκπροσωπούν και υλοποιούν τα συμφέροντα του κάθε φορά κυρίαρχου αστικού συνασπισμού εξουσίας.
Η λειτουργία της συμπύκνωσης εντός του κράτους του υπαρκτού συσχετισμού δύναμης γίνεται βέβαια πάντα υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης, το κράτος είναι ο «συλλογικός κεφαλαιοκράτης», είναι αστικό κράτος, αφού η αστική κυριαρχία διαπερνά όλες τις κρατικές λειτουργίες και αναπαράγεται από αυτές. Τα ταξικά συμφέροντα που ακριβώς συμπυκνώνει ενυπάρχουν στο σκληρό αστικό δομικό πυρήνα του που μπορεί να ανατραπεί μόνο με όρους επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Το όριο αυτό φάνηκε γλαφυρά και στη χώρα μας τόσο στη στιγμή του Δεκέμβρη του ’44 όσο και πρόσφατα στο δημοψήφισμα του 2015 και αυτές οι εμπειρίες πρέπει να είναι οδηγός για κάθε εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού.
Τα σύγχρονα αστικά κράτη λειτουργούν με όρους «στρατηγείου» καθοδηγώντας και συντονίζοντας ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών λειτουργιών. Η αυταρχική σκλήρυνσή τους και η όλο και πιο συχνή λειτουργία ως «κράτος έκτακτης ανάγκης» εντός των πολλαπλών κρίσεων προκύπτει ως ανάγκη του συστήματος σε μία περίοδο που α) εσωτερικά το σύστημα δεν προσφέρει ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο και οργανικές κρίσεις ξεσπούν σε διάφορα σημεία του πλανήτη, δημιουργώντας το υπόστρωμα για όλο και πιο συχνές πολιτικές κρίσεις και β) εξωτερικά οξύνονται όλο και περισσότερο οι διεθνείς ανταγωνισμοί, ο κόσμος χωρίζεται σε στρατόπεδα και αναβαθμίζονται αντικειμενικά οι πολεμικές προετοιμασίες.
Σε αυτό το τοπίο μετασχηματίζεται και η αστική πολιτική. Το παλιότερο ηγεμονικό αστικό δίπολο φιλελεύθερης – συντηρητικής δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας μετασχηματίζεται και τείνουν να δημιουργηθούν δύο πόλοι, ο ένας μίας, πιο «προοδευτικής» σε ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων, νεοφιλελεύθερης φυγής προς τα εμπρός και ο άλλος μίας πιο «συντηρητικής» κοινωνικά μίξης αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς.
Αυτό αντικειμενικά πιέζει για ανάλογες προσαρμογές και τις δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Εδώ είναι η ουσία του πολιτικού προβλήματος που αντιμετωπίζουμε. Σε μία περίοδο κατά την οποία ο αντίπαλος ετοιμάζεται για ακόμα μεγαλύτερη επέλαση για να υπερβεί τα κρισιακά φαινόμενα που αντιμετωπίζει, πολιτικές δυνάμεις που επιχειρούν να εκφράσουν τις λαϊκές δυνάμεις δείχνουν να υποτάσσονται περισσότερο στις κυρίαρχες πολιτικές.
Για αυτό, υπάρχει η ανάγκη μίας σύγχρονης και αποτελεσματικής εργατικής πολιτικής. Έχοντας διαρκώς επίγνωση του ορίου που θέτει ο αστικός δομικός πυρήνας του κράτους δεν μπορούμε να παραβλέπουμε την ανάγκη ενός σύγχρονου συνδυασμού «πολέμου θέσεων» και «πολέμου κινήσεων» στις κοινωνίες του σημερινού καπιταλισμού, συναρθρωμένων σε μια μεταβατική τακτική για έναν ταξικό πολύμορφο αγώνα διαρκείας.
Για αυτό, λέμε ότι είναι αναγκαία μία νέα κομμουνιστική Αριστερά που να μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς σε αυτά τα καθήκοντα. Από αυτή τη σκοπιά θεωρούμε ότι σήμερα απαιτείται η συσπείρωση σε όλα τα επίπεδα των δυνάμεων της ανατρεπτικής Αριστεράς που θέλουν «να πάνε αλλιώς» οι μάχες των επόμενων χρόνων.
Όλα αυτά σε μία χώρα, την Ελλάδα, που ανήκει στον αναπτυγμένο καπιταλισμό από την άποψη της ποιότητας των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων της εποχής μας, ενώ από την άποψη της συνολικής ισχύος βρίσκεται σε ενδιάμεση βαθμίδα στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, όπου είδε μια μεγάλη υποβάθμισή της κατά τη διάρκεια της δομικής κρίσης του 2009 – 10, την οποία αγωνίζεται να αντιστρέψει.
Μία χώρα που δεκαπέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, οι βασικές παράμετροι του «ελληνικού προβλήματος» είναι ακόμα εδώ, η τάση απόκλισης της Ελλάδας εντός ΟΝΕ-ΕΕ συνεχίζεται και παραμένει ο εγκλωβισμός σε μια παγίδα στάσιμης ανάπτυξης. Με τις πολιτικές που ακολουθούνται εντός ΟΝΕ και ΕΕ και με την επίδραση των μνημονίων η ελληνική οικονομία διατηρείται σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο από το 2008.
Η ενδιάμεση θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα σημαίνει ότι η Ελλάδα ηγεμονεύεται από μεγάλες δυνάμεις (κυρίως ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία), και ταυτόχρονα διεκδικεί ηγεμονία σε πιο αδύναμες χώρες της περιφέρειάς της (κυρίως των Βαλκανίων). Η ρήξη με τον καπιταλισμό προϋποθέτει τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και την ίδια στιγμή η ρήξη με τον ιμπεριαλισμό συνιστά και ρήξη με την αστική τάξη και απαιτεί πολιτικές σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, χρειάζεται ένας γόνιμος συνδυασμός του αντιιμπεριαλιστικού και του αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Από αυτή τη σκοπιά, το «εθνικό ζήτημα» έχει ολοκληρωθεί στην Ελλάδα και πλέον τίθεται κυρίως ως ζήτημα εξόδου από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας από την ιμπεριαλιστική κηδεμονία μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί ως διακριτός στόχος και ταυτόχρονα ως πεδίο λαϊκών συμμαχιών μιας νέας εργατικής κομμουνιστικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα, όμως, το τέλος του «αντιμνημονιακού κινήματος» ως πολιτικού και κινηματικού κύκλου δεν έχει οδηγήσει ακόμη σε ένα νέο κύμα αγώνων που να ενοποιούν τις υποτελείς τάξεις παρά την ελπιδοφόρα αύξηση της κοινωνικής διαθεσιμότητας και κινητικότητας ήδη από πέρσι (πυρκαγιές, Τέμπη, φοιτητικό κίνημα, αγρότες, μαζική γενική απεργία 28/2). Η κρίση του εργατικού και λαϊκού κινήματος παραμένει ο κύριος παράγοντας σχετικής σταθεροποίησης του συστήματος σήμερα. Βρισκόμαστε σε φάση αμυντικής ανάταξης των συνεπειών της ήττας. Δεν τίθενται άμεσα τα καθήκοντα που προκύπτουν σε μία φάση ανόδου των κοινωνικών αγώνων και πολιτικής κρίσης. Βρισκόμαστε σε ένα δυσμενέστερο συσχετισμό που διαμορφώθηκε μετά τη σοσιαλφιλελεύθερη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, επικυρώθηκε αρχικά στις εκλογές του 2019 και ολοκληρώθηκε με την κατάρρευσή του στις τελευταίες εκλογικές μάχες. Αυτό τονίζει την ανάγκη να μάθουμε από το παρελθόν αυτών των αποτυχιών για να μην ξαναγίνουν παρόμοια λάθη και επιμονή στη δουλειά για να ανασυγκροτηθούν οι κοινωνικές αντιστάσεις.
Είναι σημαντικό, όμως, ότι σήμερα υπάρχει ακόμα ένα σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό που επιμένει σε μία κατεύθυνση ρήξης με τις αστικές κατευθύνσεις και τις μνημονιακές πολιτικές. Είναι εμφανές, βέβαια ότι υπάρχει και μετατόπισή του στο έδαφος της δυσμενούς αλλαγής του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης από το 2015 έως σήμερα. Αυτό το δυναμικό, μαζί με νεότερο αγωνιζόμενο δυναμικό που αυτή τη στιγμή είναι απογοητευμένο από την πολιτική και απέχει, πρέπει να είναι η αρχική βάση πολιτικής αναφοράς μίας ανατρεπτικής Αριστεράς που φιλοδοξεί να συγκροτήσει ορατό μαζικό πολιτικό πόλο.
Οριοθετώντας κάποιες βασικές στρατηγικές ορίζουσες της συλλογικής προσπάθειάς μας επιμένουμε ότι η ταξική πάλη παραμένει κινητήρια δύναμη της ιστορίας και οι επαναστάσεις η ατμομηχανή της, παρά τις λογικές περί «τέλους της ιστορίας». Το κόμμα, το μέτωπο, το κίνημα, η κυβέρνηση, η εξουσία, η εθνικοποίηση – κρατικοποίηση χρειάζεται να αντιμετωπιστούν όχι ως αυτοσκοποί, αλλά ως αναγκαία μέσα για αυτά τα μέτρα και τελικά για τη συλλογική ευημερία.
Η ιστορική μαρξιστική θέση για τη δικτατορία του προλεταριάτου βρίσκει το σύγχρονο νόημα της στην έννοια της εργατικής δημοκρατίας. Εργατική δημοκρατία σημαίνει για εμάς διαδικασία μαρασμού του κράτους, ως άλμα και μέσο μετάβασης στον κομμουνισμό της εποχής μας. Σημαίνει ότι η «εργατική τάξη κάνει πολιτική για τον εαυτό της» και αυτό λειτουργεί ως διαρκές κριτήριο από σήμερα.
Εκτιμούμε ότι οι σύγχρονες επαναστάσεις θα εκδηλώνονται πρωταρχικά σε έναν εθνικό «αδύναμο κρίκο» της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας και όχι ταυτόχρονα. Η κοινωνική μορφή που θα αναπτύσσεται από αυτές θα εμβαθύνει το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της μέσα από μια πορεία ταξικών αγώνων και συγκρούσεων, με άλματα προς τα μπρος αλλά και υποχωρήσεις και αναγκαίους συμβιβασμούς. Μία μετεπαναστατική πορεία μετάβασης προς την αταξική κομμουνιστική κοινωνία μπορεί να ολοκληρωθεί τελικά μόνο διεθνικά, ακόμα και αν αρχικά αναγκαστεί να κινηθεί αυτόνομα λόγω των διεθνών συνθηκών. Από πλευράς κοινωνικών δυνάμεων θα είναι επαναστάσεις του σύγχρονου κόσμου της εκμεταλλευόμενης εργασίας, με την ηγεμονία της εργατικής τάξης σε συμμαχία με τη ριζοσπαστική διανόηση και τα κατώτερα μισθωτά διευθυνόμενα στρώματα της παραγωγής, τα μαχητικά κινήματα της νεολαίας, των μεταναστών/τριων και των προσφύγων/ισσων, των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ.
Στην Ελλάδα, προσεγγίζουμε την επανάσταση ως αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική από πλευράς πολιτικού χαρακτήρα και σοσιαλιστική – κομμουνιστική από πλευράς στρατηγικής κατεύθυνσης. Η επαναστατική κατάσταση έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, η εκδήλωσή της μπορεί να ακολουθήσει διάφορους τρόπους και με ιστορική πρωτοτυπία, αλλά δεν δημιουργείται ποτέ χωρίς τη λαϊκή υποκειμενική δράση. Αυτή η πολιτική συμπύκνωση και αναβάθμιση της σύγκρουσης σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια περίοδο κορύφωσης της πολιτικής κρίσης, σε μια επαναστατική κρίση που προϋποθέτει ένα άλμα του υποκειμενικού συνειδητού στοιχείου.
Αντιλαμβανόμαστε την επανάσταση ως μια διαδικασία ρήξης με διαδοχικά άλματα που περνούν από την επαναστατική κατάσταση στη δυαδική εξουσία με επιδίωξη την ανατροπή του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Η αντίληψή μας διαφοροποιείται από την αυταπάτη της σοσιαλδημοκρατικής και ευρωκομμουνιστικής «μακράς μεταρρυθμιστικής περιόδου». Η δυαδική εξουσία δεν είναι μια διαρκής κατάσταση, ένα είδος σταδίου. Κινείται σε σχετικά σύντομο ιστορικό χρόνο είτε προς τη νίκη της επανάστασης, με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, είτε προς τη βίαιη αντεπανάσταση. Δεν είναι βέβαια ούτε απλά μια «στιγμή» δυο ανταγωνιστικών πόλων εξουσίας, ούτε όμως κάποια απλή και μακρά στο χρόνο συσσώρευση από υλικές και δημοκρατικές κατακτήσεις ή από εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης. Είναι μια σχετικά συμπυκνωμένη ιστορική περίοδος, αυτό που σχηματικά λέμε «παράθυρο ευκαιρίας», πρωτότυπη και διακυβευόμενη, που οικοδομώντας και φτάνοντας στα όρια τέτοιες κατακτήσεις και εγχειρήματα (τα οποία υπό αυτή την έννοια είναι δυνητικά προπλάσματά της), θέτει επί τάπητος την κατάκτηση της εξουσίας από το μπλοκ των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.
Ταυτόχρονα, δείχνει και το περιεχόμενο της επαναστατικής στρατηγικής. Η διεκδίκηση της εξουσίας απαιτείται να συνδυαστεί με εκτεταμένες μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, αυτοδιαχείρισης, δημοκρατικής απόφασης στη βάση, αμφισβήτησης διοικητικών ή επιστημονικών ιεραρχιών, πειραματισμού με νέες μορφές πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που θα είναι αναγκαίες και στη μεταβατική διαδικασία της εργατικής δημοκρατίας.
Όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται μηχανιστικά, αλλά στη δυναμική τους. Οι μορφές αυτής της ρήξης θα είναι δομικά πρωτότυπες και σχετικά παρατεταμένες, όχι στιγμιαίες. Θα είναι βίαιες, πολιτικά, θεσμικά αλλά και ως υλική σύγκρουση με τους μηχανισμούς καταστολής. Η σύγχρονη επανάσταση θα είναι μια διαδικασία που θα πάρει ριζικά πρωτότυπες τροπές που δεν έχουμε ακόμα φανταστεί στην ολότητά τους και κάθε σημερινή σχηματοποίηση κινδυνεύει να περιορίσει τους δρόμους προς αυτήν. Μπορεί να προκύψει από μία κοινωνική εξέγερση λόγω εσωτερικών αιτίων ή να πυροδοτηθεί «εξωγενώς» από μία πολεμική εμπλοκή. Δεν αποκλείεται, από θέση αρχής, ακόμα και το οριακό ενδεχόμενο μία σύγχρονη επαναστατική διαδικασία στην Ελλάδα να έχει αφετηρία της, ή «στιγμή» της, την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ενός εργατικού λαϊκού μετώπου και την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από δυνάμεις του και αυτό να λειτουργήσει ως στιγμή ρήξης και σύγκρουσης της εργατικής τάξης και του λαού με τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και την εγχώρια αστική τάξη. Σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση για τη συντριβή του αστικού κράτους είναι αναγκαία συνθήκη για να ολοκληρωθεί η κατάληψη της εξουσίας και η επανάσταση, συνολικά.
Το ζήτημα της κυβέρνησης έχει σχετική αυτοτέλεια, αλλά δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας στο σύνολό της, και από τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους. Η κομμουνιστική Αριστερά μπορεί να διακηρύττει από σήμερα ως στόχο ζύμωσης και στο πλαίσιο μίας μεταβατικής τακτικής ότι διεκδικεί μια εργατική λαϊκή κυβέρνηση με επιδίωξη όλη την εξουσία. Στο δρόμο αυτό, μπορεί να προκύψουν και «υβριδικές κυβερνήσεις» (π.χ. τύπου Αλιέντε, Τσάβες), όπου θα πρέπει να σταθμιστεί η θέση με κριτήριο τους γενικότερους και ειδικούς συσχετισμούς και σε κάθε περίπτωση με την πολιτική ανεξαρτησία των λαϊκών οργάνων και των επαναστατικών δυνάμεων.
Κομβική πλευρά μιας τέτοιας στρατηγικής κατεύθυνσης είναι η επεξεργασία ενός μεταβατικού προγράμματος τακτικής που σε κάθε συγκεκριμένη συγκυρία εκπροσωπεί τα αιτήματα και τις ανάγκες του λαϊκού κινήματος και ταυτόχρονα οξύνει τις αντιθέσεις του συστήματος, σπρώχνοντάς τις στα όρια της ρήξης, επιχειρώντας να γεφυρώσει γόνιμα την άμεση πάλη με την στρατηγική προοπτική.
Αυτά τα στρατηγικά σημεία δεν είναι αφηρημένα ιδεολογικά σημεία, δομούν ένα πλαίσιο αρχών για να κάνουμε πολιτική. Η οποία, όμως, φυσικά γίνεται μέσα στον απλό αγωνιζόμενο κόσμο και με βάση τις αγωνίες του, μέσα από μαζικές κοινωνικές και πολιτικές μορφές. Χρειάζεται, λοιπόν, οι αντιστάσεις και ο κόσμος του αγώνα να αποκτήσουν πολιτική μορφή που να επιδιώκει να συνενώσει όλες τις πληττόμενες κοινωνικές τάξεις, κατηγορίες, φύλα και εθνότητες. Για αυτό θεωρούμε κομβική την έννοια του μετώπου, που είναι κακοποιημένη. Παραμένει ωστόσο στρατηγική και κρίσιμη για εμάς.
Ενός μετώπου: α) αριστερού, αντιμπεριαλιστικού και εν δυνάμει αντικαπιταλιστικού, β) εργατικού – λαϊκού – νεανικού, που να απευθύνεται και να επιδιώκει να συνενώσει όλες τις πληττόμενες κοινωνικές τάξεις, κατηγορίες, φύλα και εθνότητες. Που να επεξεργάζεται διαρκώς το αναγκαίο σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα για τις ανάγκες της κοινωνικής και πολιτικής πάλης σήμερα. Που να βάζει μπροστά τον κοινωνικό αγώνα και την πάλη για κατακτήσεις σήμερα με κριτήριο τη διαρκή όξυνση των αντιθέσεων της αστικής πολιτικής σε κάθε πεδίο.
Εντός ενός τέτοιου μετώπου μπορεί να υπάρχει κοινή δράση και δημιουργική συνύπαρξη διαφορετικών ρευμάτων της αριστεράς (επαναστατών και μαχόμενων ρεφορμιστών), με κρίσιμη, όμως, την ισχυρή αυτοτελή παρουσία και δυνατότητα διεκδίκησης της ηγεμονίας των πρώτων για να μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην προοπτική των άμεσων κατακτήσεων, αλλά και της ρήξης και προοπτικά του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο παλεύουμε για την ανασυγκρότηση και ανασύνθεση μιας νέας, δημοκρατικής, μετωπικής πολιτικής μορφής που θα επιχειρήσει να συνέχει το σύνολο των διαθέσιμων διάσπαρτων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε ένα διακριτό πόλο και να του δώσει κεντρική πολιτική έκφραση και πανεθνική απεύθυνση. Προϋπόθεσή της είναι το ελάχιστο αναγκαίο κοινό πλαίσιο προγραμματικών αφετηριών, μορφών, πολιτικών πρακτικών και δεσμεύσεων, που θα δίνουν σχήμα στην επιδίωξη άμεσης ριζοσπαστικής πολιτικής παρέμβασης με ορίζοντα την ανατροπή της αστικής στρατηγικής. Δεν φοβόμαστε την εμπλοκή με αντιφατικές μαζικές διαδικασίες, δεν υποτιμούμε, όμως, και την αναγκαία διαπάλη για την ηγεμονία μίας επαναστατικής κομμουνιστικής κατεύθυνσης εντός αυτών και την κατοχύρωση των προϋποθέσεων για να υπάρχει η αντίστοιχη δυνατότητα.
Σήμερα, η ανάγκη για κάτι νέο στο χώρο της ανατρεπτικής Αριστεράς έχει γίνει εντελώς επιτακτική. Ανάγκη για μία νέα πολιτική συγκρότηση που θα έχει αποτιμήσει δημιουργικά τα θετικά, αλλά κυρίως τα όρια των σημερινών πολιτικών σχηματισμών για να κινηθεί αλλιώς, τόσο στο επίπεδο των περιεχομένων όσο και των μορφών οργάνωσης. Από όσες δυνάμεις αντιλαμβάνονται αυτή την ανάγκη προτείνουμε να δημιουργηθεί από τώρα μια συσπείρωση δυνάμεων της ενωτικής και ανατρεπτικής Αριστεράς.
Για κάθε προσπάθεια ενότητας μετωπικού χαρακτήρα, που να αφήνει και ανοιχτές δυνατότητες για υπερβάσεις και ανασυνθέσεις, σήμερα είναι αναγκαία μία κατεύθυνση με κάποια ουσιώδη χαρακτηριστικά:
α) Διεκδίκηση ριζοσπαστικών κατακτήσεων.
β) Λαϊκό μεταβατικό πρόγραμμα ρήξης και ανατροπής της αστικής επίθεσης.
γ) Μετωπική συγκέντρωση ευρύτερων δυνάμεων, επιδιώκουμε τη συνάντηση στο δρόμο και σε μια σειρά από πολιτικές και εκλογικές μάχες του ριζοσπαστικού και αντικαπιταλιστικού χώρου με ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις, όπως αυτές του μαχόμενου ρεφορμισμού. Με ισοτιμία, αυτοτέλεια και ανοιχτή δυνατότητα για τη δημοκρατική ηγεμονία των δυνάμεων επαναστατικής αναφοράς.
δ) Εργατικό, λαϊκό, νεανικό αριστερό μέτωπο ανατροπής.
ε) Δέσμευση για ενωτική παρέμβαση σε όλα τα πεδία.
ζ) Προοπτική υπέρβασης και νέας συγκέντρωσης δυνάμεων.
η) Δημόσιες και ανοιχτές διαδικασίες συγκρότησης, ενότητας, ανασύνθεσης. Να γίνουν όλα ανοιχτά, δημόσια, μπροστά και μαζί με όλους τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο.
θ)Πλήρη ισοτιμία και σεβασμός των συμμετεχόντων. Για μία ουσιαστική δημοκρατική μετωπική μορφή ενότητας, με συλλογική δημόσια εκπροσώπηση, συντονιστικά όργανα, μορφές και τρόπους λειτουργίας. Με ειλικρίνεια και ανοιχτά χαρτιά, κόντρα στον παραγοντισμό και τους τακτικισμούς που έχουν πληγώσει τον κόσμο των κινημάτων και της Αριστεράς.
Είναι αναγκαία σήμερα η επανεκκίνηση μίας οργανωμένης προγραμματικής συζήτησης, τουλάχιστον από όσες δυνάμεις ενδιαφέρονται ειλικρινά για αυτό. Είναι πλατύτερα εμφανές πλέον ότι χρειάζεται μία νέα πρωτοβουλία στο χώρο της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς. Ιεραρχούμε υψηλά την ανάγκη για μία τέτοια νέα κατεύθυνση και συγκρότηση, που έχει αποτιμήσει τα όρια των προηγούμενων πολιτικών εγχειρημάτων και επιχειρεί να ξεφύγει από την αδράνεια (ακόμα και αρχίζοντας από μία χαμηλότερη βάση συγκρότησης σήμερα).
Μέσα από μία τέτοια κίνηση της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς εκτιμούμε επίσης ότι μπορεί να εξυπηρετηθεί και το σχέδιο της ανασύνθεσης προοπτικά στο βαθμό που θα παρέμβουμε από κοινού με όμορες πολιτικά δυνάμεις, θα συγκροτήσουμε κοινό πολιτικό χώρο ανοίγοντας και εμβαθύνοντας δημιουργικά τόσο την πολιτική – προγραμματική συζήτηση όσο και την κοινή παρέμβασή μας στα επί μέρους μέτωπα και σχήματα.
Γνωρίζουμε την «απεραντοσύνη των σκοπών» του εγχειρήματος που δημιουργούμε και τις δυσκολίες που προβάλλουν μπροστά στο σύνολο των καθηκόντων που καλείται να επωμιστεί. Αλλά οφείλουμε με πείσμα να δοκιμάσουμε ό,τι μπορούμε σήμερα να κατακτήσουμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. Μόνο τολμώντας και δοκιμάζοντας στο καμίνι της πράξης, κρατώντας και αναθεωρώντας ό,τι χρειάζεται μπορεί να αλλάξει ο κόσμος. Και είμαστε αποφασισμένες και αποφασισμένοι να συμβάλλουμε σε αυτή την αλλαγή, αλλάζοντας σε αυτή την πορεία και τις ζωές μας προς το καλύτερο!