16.9 C
Athens
Κυριακή, 23 Νοεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Παρέλαση κομμάτων στο… κλαταρισμένο “Κέντρο”, του Διονύση Ελευθεράτου

Βεβαιότητα σχεδόν… θεολογική περιβάλλει ορισμένα δόγματα στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ένα από αυτά, ακόμα διατείνεται πως το «κλειδί» για την απόλυτη πολιτική επιτυχία, για την κατάκτηση, ανάκτηση ή διατήρηση της κυβερνητικής εξουσίας, είναι η προσέλκυση του «Κέντρου». Εδώ και δεκαετίες, το «πολιτικό κέντρο» (συχνά προσδιοριζόμενο κατά το δοκούν) θεωρείται ως κάτι τόσο πολύτιμο, όσο περίπου ήταν για τους χρυσοθήρες των ΗΠΑ η Καλιφόρνια του 1849 – 1850. Αν πας εκεί και κερδίσεις καλές εκτάσεις, απωθώντας ανταγωνιστές, θα πλουτίσεις…

Η λογική όμως εγείρει ένα ερώτημα: Εάν τα πράγματα είναι (ή παραμένουν) έτσι, τότε γιατί φθίνει διαρκώς η εκλογική επιρροή των κομμάτων – μνηστήρων του «Κέντρου»; Αθροιστικά, αλλά – τελικά, όπως φαίνεται – και «κατά μόνας».

Για να προσεγγίσουμε καλύτερα το θέμα, ας θυμηθούμε κάποιους εκλογικούς σταθμούς, λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική «γεωγραφία». Παραδοσιακοί διεκδικητές του «Κέντρου» είναι η «κεντροδεξιά» Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) και το «κεντροαριστερό» ΠΑΣΟΚ – ιδίως από την «εκσυγχρονιστική» περίοδο Κώστα Σημίτη και εντεύθεν. Η μεταξύ τους διελκυστίνδα για την προσέλκυση των «κεντρώων» ψηφοφόρων, αυτή που άρχισε στο τερέν των νεοφιλελεύθερων «μονόδρομων» της δεκαετίας του 1990, ήταν επί πολλά χρόνια το βασικό – και κρίσιμο- στοιχείο στις αναμετρήσεις «κορυφής».

Πολύ αργότερα, η πολυθρύλητη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς το «Κέντρο» (ιδίως από το 2021 και μετά), εμφάνισε και τρίτο ισχυρό – τότε – μνηστήρα.  Ας δούμε λοιπόν την εξέλιξη της εκλογικής επιρροής που είχαν συνολικά οι εν λόγω διεκδικητές, αλλά – ειδικότερα- και την αντίστοιχη των ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.

Στις βουλευτικές του 2019 η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ εκπροσώπησαν αθροιστικά το 79,5% όσων ψήφισαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, το 39,6%. Στις βουλευτικές του 2023, καθένα από τα δυο αθροίσματα μειώθηκε περίπου κατά δέκα εκατοστιαίες μονάδες. Η «σούμα» ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έπεσε στο 70,2% και εκείνη των ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ στο 29,7%. Στις δε Ευρωεκλογές του 2024, το άθροισμα των τριών κατρακύλησε στο 56%. Εκείνο των ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ έπεσε κι άλλο, έστω και λίγο (27,7%). Αν συνυπολογίσει κανείς πόσοι πρώην ψηφοφόροι των τριών προτίμησαν ν’ απόσχουν από τις εκλογικές διαδικασίες του ’23 και του ’24, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της «εκροής».

Αυτά, ως προς τις εκλογικές καταγραφές. Εξυπακούεται πως δεν προσφέρονται για ασφαλή συμπεράσματα τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων – ιδίως οι αναγωγές των «αναποφάσιστων». Ας ρίξουμε όμως μια ματιά στις πλέον πρόσφατες σφυγμομετρήσεις: Προσθέτοντας στα τρία παραπάνω σχήματα και το «Κίνημα Δημοκρατίας» του Στέφανου Κασσελάκη φθάνουμε σε συνολικό άθροισμα της τάξης του 50 -53%. Δηλαδή χαμηλότερο κι από τη «σούμα» των τριών κομμάτων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) στις Ευρωεκλογές του 2024. Φυσικά υπάρχει και ο αστάθμητος παράγοντας του μελλοντικού κόμματος Τσίπρα αλλά, στο βαθμό που μπορούν να φανερώσουν κάποιες τάσεις, οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν κάποια άνοδο των διεκδικητών των «Κέντρου».

Ο πάλαι ποτέ κραταιός «μεσαίος χώρος»

Τελικά, πόσο «ψωμί»  υπάρχει σε αυτό το περίφημο «Κέντρο», οι μνηστήρες του οποίου υποχωρούν – κυρίως προς όφελος της ακροδεξιάς; Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα μερικά πράγματα, κυρίως με τις έννοιες.

Ως αυτοτελής, συγκροτημένος πόλος, το Κέντρο αποδυναμώθηκε στην πρώιμη Μεταπολίτευση και ουσιαστικά εξαφανίστηκε το 1981, καθώς οι κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές συντεταγμένες της εποχής ουσιαστικά του στερούσαν τη δυνατότητα να «ανασάνει». Η έννοια του «Κέντρου» πήρε κάποιου είδους… ρεβάνς πολύ αργότερα, όταν κλήθηκε να εκπροσωπήσει ορισμένους κώδικες πολιτικής συμπεριφοράς και μια δέσμη κριτηρίων, με τα οποία καθόριζε τη στάση του απέναντι στα κόμματα ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Κατά βάση, εκείνο που ανήκε στη λεγόμενη μεσαία τάξη, όπως κι αν την προσδιόριζε καθένας, κατά καιρούς (άλλο μεγάλο θέμα, αυτό).

Έτσι, το «Κέντρο» επανήλθε στην πολιτική ορολογία περίπου ως συνώνυμο του πολιτικού «μεσαίου χώρου». Κι αυτός αποτελούσε, όχι μια ξεχωριστή παράταξη, αλλά την αντανάκλαση που είχαν στο πολιτικό πεδίο οι εκάστοτε επιθυμίες, φιλοδοξίες, ή και  ανησυχίες του κοινωνικού «μεσαίου χώρου».

Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος «μεσαίος χώρος» έγινε «ψωμοτύρι» στα πολιτικά ρεπορτάζ και τις πολιτικές αναλύσεις από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και έως το 2006 – 2007. Δηλαδή όταν βρισκόταν «στα πάνω του» ο οικονομικός κύκλος του ελληνικού καπιταλισμού, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να ισχυροποιηθεί ο κοινωνικός «μεσαίος χώρος».  Εξυπακούεται ότι η προμετωπίδα «μεσαίος χώρος» στέγαζε ένα φάσμα με μπόλικη ανομοιογένεια και αρκετές διαβαθμίσεις. Κι αυτό το στοιχείο μοιραία ήταν έντονο, στην κατ’ εξοχήν χώρα της μεγάλης εισοδηματικής ανισότητας.

Πιο συγκεκριμένα: Ας θυμηθούμε τι μαρτυρούσαν στις αρχές φθινοπώρου του 1999 τα στοιχεία της Eurostat, για την Ελλάδα. Τη χώρα των καλών αναπτυξιακών δεικτών (3,5% κατά μέσο όρο στην τριετία 1997- 99), εκείνη που όδευε στην ΟΝΕ και προετοίμαζε το μεγάλο πάρτι του «εθνικού νεοπλουτισμού», δηλαδή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Η Eurostat, λοιπόν, μας είπε ότι η Ελλάδα – σε εκείνη, την τόσο «λαμπρή» για την οικονομία της περίοδο-  κατατασσόταν  δεύτερη (μετά την Πορτογαλία) στην ΕΕ σε ποσοστό φτωχών νοικοκυριών και επιπλέον δεύτερη σε εισοδηματική ανισότητα. Το εισόδημα του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν 6,7 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του φτωχότερου 20%.

Ο συντελεστής του 6,7 ήταν τεράστιος – πχ ο αντίστοιχος στη Γερμανία περιοριζόταν στο 4,2. Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να νοηθεί ως «μεσαία τάξη» ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα που εκτεινόταν ανάμεσα στο πλουσιότερο και το φτωχότερο 20%. Αλλά όσο ποσοστό (γειτονικό προς το αδύναμο 20%) κι αν αφαιρούσαν οι λογικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις της εποχής, σίγουρα απέμενε ένας εκτεταμένος κοινωνικός «μεσαίος χώρος»,  που κουβαλούσε στο εσωτερικό του αρκετά διαφορετικά επίπεδα ως προς την κατακτηθείσα ή την επιδιωκόμενη, εφικτή ευημερία.

Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, ξεπρόβαλε μια διπλή «αποστολή» του όρου «Κέντρο». Η μία ήταν αυτή που ήδη αναφέραμε – δηλαδή η σκιαγράφηση των κωδίκων του κοινωνικού «μεσαίου χώρου». Η άλλη, με τη ματιά της κατ’ ευθείαν στις πολιτική ουσία, μας έδωσε μία πρόγευση αυτού που αργότερα θα ονομαζόταν «ακραίο κέντρο». Όταν πχ το ΠΑΣΟΚ στέγαζε τους ακραία νεοφιλελεύθερους Κοντογιαννόπουλο, Μάνο, Ανδριανόπουλο και αυτή η κίνηση χαρακτηριζόταν «διεύρυνση προς το Κέντρο», γραφόταν ήδη ο… πρόλογος. Φυσικά, από τότε έως σήμερα το «ακραίο κέντρο» έγινε εντυπωσιακά ακραίο και σε άλλα πεδία – ζητήματα, όπως πχ στο μεταναστευτικό και προσφυγικό (αυτή ήταν μια από τις αρκετές «χορηγίες» του στην ακροδεξιά), αλλά εν προκειμένω εστιάζουμε στην πρώτη «αποστολή» του όρου «Κέντρο».

Το βασικό και ενοποιητικό  χαρακτηριστικό του κοινωνικού «μεσαίου χώρου»  ήταν ότι απεχθανόταν αλλαγές και τομές, οι οποίες θα μπορούσαν να διαταράξουν εκείνη τη ροή των πραγμάτων που του εξασφάλιζε (ή υποσχόταν να του εξασφαλίσει) σιγουριά ή και  ανέλιξη. Στην εποχή της «εκσυγχρονιστικής» διακυβέρνησης Κώστα Σημίτη έγινε, κάποια στιγμή, της μόδας και ο όρος  «διατηρησιμότητα» (εκτός από τους «απασχολήσιμους» και την απόρριψη του «κριτηρίου της αρεστότητας» – έτσι, για να θυμηθούμε…). Ήταν ακριβώς η λέξη που χάιδευε τα αφτιά όσων διαπίστωναν ότι κατείχαν ή αποκτούσαν μια καλή – έως ζηλευτή – θέση στο «λαμπρό» οικονομικό οικοδόμημα που, όπως έμελλε ν’ αποδειχθεί μερικά χρόνια αργότερα, ήταν χτισμένο πάνω σε σαθρότατα θεμέλια.

Αυτή ήταν τότε η κοινωνική βάση, πάνω στην οποία απέκτησε μεγάλο ειδικό βάρος ο πολιτικός «μεσαίος χώρος», δηλαδή οι κώδικες του «Κέντρου». Σήμερα, όμως, τι έχει απομείνει από εκείνη την κραταιά μεσαία τάξη; Πρώτα, όμως, θα πρέπει να δούμε τι ακριβώς καλύπτει αυτός ο όρος.

Έννοιες, αριθμοί και μερικές μεγάλες αλλαγές

Βάσει των κριτηρίων του ΟΟΣΑ και της Eurostat, ως μεσαία τάξη ορίζονται τα νοικοκυριά με διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ 75% και 200% του μέσου εθνικού εισοδήματος. Σε ατομικό επίπεδο, ο ορισμός αυτός παράγει και παραδοξότητες. Για το 2024, ως μέσο ετήσιο εισόδημα αναφέρονται τα 12.400 ευρώ, άρα βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων ακόμη και εκείνος που σε ένα χρόνο «βγάζει» μόνο 9.300 ευρώ (το 75%) θα μπορούσε να… καυχηθεί ότι ανήκει στη μεσαία τάξη – έστω και ως ουραγός στην εν λόγω κατηγορία . Εξυπακούεται πως αυτή η θεώρηση είναι – λίαν επιεικώς- προβληματική. Και ότι, πχ  σε μια τετραμελή οικογένεια με δυο ανήλικα παιδιά θα πρέπει να είναι αισθητά μεγαλύτερο το εισόδημα των δυο ενηλίκων, για να θεωρηθεί «μεσαίο» το νοικοκυριό.

Ασφαλώς το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων εξαρτάται από πολλές παραμέτρους (πχ αν πληρώνουν ενοίκιο ή έχουν δική τους πρώτη κατοικία, πόσα ανήλικα παιδιά έχουν να «θρέψουν», κ.α). Επίσης, για τον προσδιορισμό της μεσαίας τάξης έχουν τεθεί και άλλα κριτήρια, το οποία όμως – για λόγους συντομίας και μεθοδολογικούς – δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Θα περιοριστούμε στα εισοδηματικά. Τι μπορούμε να πούμε, σε αδρές γραμμές, για τον κοινωνικό «μεσαίο χώρο», του 2010 και μετά; Ότι έχει μειωθεί κατακόρυφα σε μέγεθος, αλλά και σε οικονομική ευρωστία.

Το 2010, εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ είχε δηλώσει το 28,87% των φορολογούμενων Το 2024 το αντίστοιχο ποσοστό είχε πέσει στο 12,83%. Η διαφορά είναι τεράστια.

Ειδική αναφορά αξίζει στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, που θεωρείται βασικότατος «πυλώνας» της μεσαίας τάξης, στην Ελλάδα. Στην εποχή μας, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δεν συμπιέζεται μόνο από τις όποιες ανεπούλωτες πληγές άφησαν τα ολέθρια Μνημόνια και η επιδημία του Covid -19. Τη  ναρκοθετεί η  οικονομική – άρα και αγοραστική – στενότητα μιας κοινωνίας, η οποία «απολαμβάνει» τον προτελευταίο μέσο μισθό (πλήρους απασχόλησης) στην Ευρωπαϊκή Ένωση – ένα μισθό που σε ετήσια βάση υστερεί κατά 22.800 ευρώ του μέσου, στην ΕΕ (στοιχεία Eurostat, δημοσιοποιήθηκαν στις 12/11/2025). Την πιέζουν όμως και οι συμπληγάδες των διαρκώς αυξανόμενων ενοικίων και του ενεργειακού κόστους. Λίγο- πολύ, όλοι έχουμε δει τα τελευταία 2-3 χρόνια να βάζουν λουκέτο μαγαζιά, αρκετά εκ των οποίων δεν έδειχναν να έχουν «ξεμείνει» από πελάτες. Σε αυτό φαινόμενο, καίριο ρόλο διαδραματίζουν οι δυο προαναφερθείσες συμπληγάδες.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, τα χρέη των μικρομεσαίων προς τους παρόχους ενέργειας ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ. Βάσει της έρευνας που διενήργησε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΒΕΕ για το πρώτο εξάμηνο του 2025, το κόστος λειτουργίας των εν λόγω εταιρειών αυξήθηκε κατά 37,6% κατά την τελευταία τριετία.

Τι άλλο έδειξε η έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις; Ότι το 26,8% εξ αυτών έχει μηδενικά ρευστά διαθέσιμα και το 22% διαθέσιμα που αρκούν το πολύ για έναν μήνα. Ότι οι μισές από αυτές ανέφεραν μείωση του κύκλου εργασιών – πάντα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025. Ότι η επενδυτική δραστηριότητα είναι χαμηλή: Στο 53,4% των επιχειρήσεων που επένδυσαν, το ποσό δεν ξεπέρασε τις 5.000 ευρώ.

Συμπεράσματα για το παρόν  

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια καθαρή εικόνα: Ο σημερινός κοινωνικός «μεσαίος χώρος» ελάχιστη σχέση έχει με τον αντίστοιχο της προ μνημονίων εποχής. Εκείνος, ο παλιός, μέσα στην ανομοιομορφία και τις πολλές διαβαθμίσεις του διατηρούσε ένα βασικό χαρακτηριστικό: Βολευόταν έτσι όπως ήταν και όπως κυλούσαν τα πράγματα. Η πάλαι ποτέ ισχυρότατη και πολυπληθέστατη μεσαία τάξη, στη σημερινή Ελλάδα ούτε το ένα είναι ούτε το άλλο. Και δεν την χαρακτηρίζει πια, συνολικά, καμία βεβαιότητα για το παρόν και το μέλλον της στο σημερινό οικονομικό status.

Η μεσαία τάξη που ξέραμε προ του 2009-10 είναι πλέον… διασκορπισμένη. Ένα τμήμα της ασφαλώς επιβιώνει ή και ζει ικανοποιητικότατα, κατορθώνοντας πχ να επωφελείται από το «παιχνίδι» των αναθέσεων και των συνακόλουθων πολλών  εργολαβιών και υπο- εργολαβιών.

Θα δούμε όμως και άφθονους «εκπροσώπους» ή «απογόνους» της πάλαι ποτέ αγέρωχης ελληνικής μεσαίας τάξης μέσα στο φάσμα των νοικοκυριών, των οποίων το εισόδημα δεν επαρκεί για όλον τον μήνα. Ένα φάσμα που σε φετινή (Φεβρουάριος 2025) έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ καταμετρήθηκε στο 60% του συνόλου των νοικοκυριών. Θα τους εντοπίσουμε σε αρκετές ακόμη στατιστικές που φανερώνουν μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο τόσο αποδυναμωμένος κοινωνικός «μεσαίος χώρος» θα ήταν αφύσικο να διατηρεί την ισχύ που είχαν κάποτε, στην πολιτική, τα «κεντρώα» πρότυπα. Και δεν τη διατηρεί, άλλο αν αδυνατούν να το κατανοήσουν πολιτικά επιτελεία και δημοσιολόγοι.

Αυτή η πραγματικότητα εξηγεί εν πολλοίς το πολιτικό αγκομαχητό των μνηστήρων του «Κέντρου». Δεν είναι του παρόντος σημειώματος οι λόγοι, για τους οποίους αυτό το μαζικό ανικανοποίητο τροφοδοτεί απλόχερα την ακροδεξιά της επίπλαστης «αντι-συστημικότητας» και όχι κάποιον αριστερό πόλο. Η βασική διαπίστωση, όμως, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί:  Όσοι πιστεύουν ότι παραμένει σήμερα μεγάλος ρυθμιστής των πολιτικών συσχετισμών ο «μεσαίος χώρος»,  που κάποτε τον ενοποιούσε η αξίωση για αδιατάρακτη ρότα των «εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων», μάλλον δεν έχει πάρει χαμπάρι τι έχει συμβεί στην ελληνική κοινωνία.

Αλλά και διεθνώς, μολονότι η μεσαία τάξη δεν έχει υποστεί κατάρρευση «αλά ελληνικά», είναι προφανής η πολιτική παρακμή των δυνάμεων του «Κέντρου» – ακραίου ή… πιο συγκρατημένου.

Στη Γαλλία, ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του «ακραίου κέντρου» (και μάλιστα στην πιο «τεχνοκρατική» εκδοχή του), ο Μακρόν, είναι πρόεδρος που έχει την αποδοχή μόλις του 11% των συμπατριωτών του, όπως έδειξε η πρόσφατη δημοσκόπηση του Figaro Magazine. Σε κακά χάλια δείχνουν να βρίσκονται, τόσο η «κεντροδεξιά» του Μερτς (του οποίου η δημοτικότητα επίσης έχει καταβαραθρωθεί ) στη Γερμανία, όσο και η «κεντροαριστερά» των Εργατικών του Στάρμερ στη Βρετανία. Συγκυριακό; Δεν είναι καθόλου βέβαιο.  Λαϊκά κοινωνικά στρώματα και «μεσαία» που εξέπεσαν ή εκπίπτουν δείχνουν να τρέφουν μια μόνιμη, πλέον, απέχθεια προς τις «κεντρώες» συνταγές.

Προς το παρόν, η ποικιλόμορφη ακροδεξιά αναδεικνύεται σε μεγάλη κερδισμένη από αυτή τη ρήξη στις σχέσεις ευρύτατων τμημάτων της κοινωνίας με το «Κέντρο». Οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα είναι, λιγοστές μεν, διδακτικές δε. Διδακτικές, αν μη τι άλλο ως προς ποιες πολιτικές πλατφόρμες μπορούν να βρουν  αξιοσημείωτη πολιτική απήχηση (όπως πχ αυτή της «Ανυπότακτης Γαλλίας») ή και να φέρουν εκλογικές νίκες.

Στις ΗΠΑ, «αγκάθι στο πλευρό» του Τραμπ, των δισεκατομμυριούχων και του σιωνιστικού «λόμπι» αποδείχθηκε ο Μαμντάνι – με τις γνωστές θέσεις του. Στην Ιρλανδία εξελέγη πρόεδρος η (αυτο)προσδιοριζόμενη ως σοσιαλίστρια Κάθριν Κόνολι, που επικρίνει το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και το σχέδιο της «στρατιωτικοποιημένης Ευρώπης» και τάσσεται υπέρ των Παλαιστινίων, χαρακτηρίζοντας το Ισραήλ «κράτος γενοκτονίας».

Το ξαναλέμε: Τα παραπάνω είναι επί του παρόντος  λιγοστά, εν μέσω της ακροδεξιάς ανάτασης – αυτή είναι ο κανόνας. Αλλά έχει μεγάλη σημασία πως οτιδήποτε άλλο παρατηρείται, έστω και σποραδικά, κινείται – τουλάχιστον στο επίπεδο των διακηρύξεων –  σε μια ριζοσπαστική αριστερή λογική. Αν είδατε εσείς εσχάτως κάποιο πρόσωπο ή κάποιον φορέα «κεντροαριστερό» να κερδίζει – ανά τον κόσμο- σοβαρή απήχηση με ιδεολογικές πλατφόρμες υπέρ του «δημοκρατικού καπιταλισμού», ή και με δηλώσεις αγωνίας μην τυχόν και «χαλάσουν» οι σχέσεις με το Ισραήλ, παρακαλώ, ενημερώστε…

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ