Ήταν που λες, φίλε Μίκη, ένας λαός, ένας μεγάλος τοπικός εχθρός!
Θέλαν να χουν όλοι το σπιτάκι τους, καθημερνώς το μεροκαματάκι τους, ‘θέλαν ακόμα κι όταν θα καλογεράσουν μια συνταξούλα για να μην πεινάσουν…
Νοιώθεις, Μίκη, τι εχθρός, ήταν ετούτος ο παλιολαός!
Την πόρτα άνοιγε το βράδυ, τη λάμπα κρατούσε ψηλά
να ‘ρθούνε της γης οι θλιμμένοι, να ‘ρθουν για να βρουν συντροφιά.
Κι όταν χόρευε στην πλατεία, μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδουνίζανε τα γυαλικά στα ράφια
Χάραζε τις φλέβες του και κοκκινίζαν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονταν στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.
Ήταν μικρά κι ανήλιαγα τα στενά και σπίτια χαμηλά
Κι όταν έβρεχε στην φτωχογειτονιά έβρεχε και στην καρδιά του
Κι ήρθαν, φίλε Μίκη,
Ήρθαν οι ανθρώποι με τα μαύρα, που έχουν σκοτάδι στα μαλλιά τους
κι αυτοί που έχουν βροχή στα χέρια
και κεραυνό στο κοίταγμά τους.
Και πήραν τα όνειρά μας νόμοι και τα τραγούδια μας καπνός
και πήραν τη ζωή μας δρόμοι και την αγάπη καθενός.
Ήρθαν και κάτι στρατηγοί κάτι υποστράτηγοι,
για το ΝΑΤΟ είπανε…
Για πολλά χρόνια, φίλε Μίκη, τον ξεκληρίσανε
άπονες εξουσίες
ψυχή δε του αφήσανε
μόνο φωτογραφίες
Του είπαν ψέματα πολλά,
ψέματα σήμερα του λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα του πουν,
ψέματα του λένε οι εχθροί του
μα κι οι φίλοι του, του κρύβουν την αλήθεια.
Ψεύτικη δόξα του τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι του με ψεύτικες αλήθειες τον κοιμίζουν,
Η ζωή μας όμως, φίλε Μίκη, έμενε ίδια.
Κάθε πρωί που ξαναρχίζει
μας έχει πάρει την καρδιά μας
(στις φάμπρικες μια ιστορία
ζυμώνεται στα δάκρυα μας.)
Μα ποιος πονάει για όλα αυτά
και ποιος γι’ αυτά θα κλάψει
ποιος θα μιλήσει στο Θεό
και ποιος θα του τα γράψει.
Μες στα γιαπιά και μες στη σκόνη
στις αγορές και στα σφαγεία
{κι απ’ το στρατό γραμμή τιμόνι
και στα παλιά μηχανουργεία.}
Μα κι ο κάθε φίλος του, Μίκη,
Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε
η εποχή, τα βάρη, οι συνθήκες
κι άλλοι την πάθανε που τότε είπαν το ναι
και δεν ακούσανε των παλιών τις υποθήκες.
φίλοι του, Μίκη, κινούνταν με τον αέρα
Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια
Κάποιοι φίλοι του, Μίκη, αντέχουν να είναι μαζί
Μ’ αυτούς που χτυπούσαν στην ταράτσα τον Αντρέα
Μ αυτούς που έβαλαν νεκρούς χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς
Δεν πειράζει όμως, έτσι συμβαίνει
Υπάρχουν και χιλιάδες άλλοι που τους καλούν
Τα γαλάζια μάτια του Πέτρουλα
Και τους λένε πως είναι
Καιρός να σταματήσεις,
καιρός να τραγουδήσεις,
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις,
καιρός να δεις.
Καιρός να αρνιέσαι
να βλέπεις πια το δρόμο μου κλειστό
να αρνιέσαι να `χεις σκέψη που σωπαίνει
να περιμένει μάταια τον καιρό.
Κι αν έφυγαν κάποιοι φίλοι, όπως έλεγε και το τραγούδι των κομμουνάρων
(Το 1974, θυμάσαι Μίκη;)
Φύτρωσε μια φωνή στους δρόμους
έδεσε καρπό το στάχυ
βίβα ο αγέρας τον κρατά
όλο και πιο ψηλά η παντιέρα
τώρα και πάντα μια ’ναι η μάχη
βίβα λα λιμπερτά