Η περίοδος 1980 – 2000
Επικρατεί η εντύπωση πως οι αντιθέσεις Ελλάδας – Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Κύπρο είναι περίπου όπως πάντα και όπως συνήθως.
Οι δύο χώρες έχουν μακρόχρονη ιστορική πορεία «συγκρούσεων και συγκλίσεων» στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου και των κάθε φορά συμμαχιών τους στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού πλέγματος.
Η Μέση Ανατολή, ο Καύκασος, η Κασπία, τα Βαλκάνια και η Ανατολική Μεσόγειος αποτελούν κορυφαίες «περιοχές αστάθειας» (μεσοπρόθεσμα ίσως και απρόβλεπτα η Άπω Ανατολή), όπου παίχτηκαν και παίζονται τα σενάρια των ανελέητων ανταγωνισμών και των πολεμικών συγκρούσεων, χωρίς «αρχές» και κανόνες, με θύματα τους λαούς και έπαθλο τα κέρδη και τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και δρόμων, των αγορών και των ζωνών επιρροής.
Η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται στο σταυροδρόμι αυτών των αντιθέσεων.
Αυτή η κατάσταση εγκυμονεί γενικά επικίνδυνα ενδεχόμενα γενικότερης πολιτικοστρατιωτικής όξυνσης και πολεμικής ανάφλεξης.
Σήμερα, ο ελληνικός και τουρκικός καπιταλισμός τηρούν τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις, συμμετέχουν από κοινού στους πολέμους (Κόλπος, Γιουγκοσλαβία, «αντιτρομοκρατικές» εκστρατείες, Συρία). Παράλληλα αντιπαρατίθενται. Κύρια πεδία αντιπαράθεσης είναι το καθεστώς του Αιγαίου, η Κύπρος, οι αγορές και οι πρώτες ύλες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Την περίοδο 1980 – 2000 η ελληνική αστική τάξη υπερείχε στο οικονομικοκοινωνικό πεδίο, στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής σταθερότητας, καθώς και στη συμμετοχή της στον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό καταμερισμό μέσω της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Ο ελληνικός καπιταλισμός την περίοδο αυτή αναδεικνυόταν σε ηγεμονική οικονομική βαλκανική δύναμη διεκδικώντας παράλληλα ορισμένες θέσεις στην Ουκρανία και τη Γεωργία.
Προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτών των σχεδίων αποτελούσε η συνεχιζόμενη ένταση της εκμετάλλευσης απέναντι στους εργαζόμενους και τη νεολαία στο εσωτερικό και η προσαρμογή – από υποδεέστερη, «μεσαία» θέση – στα τότε «ανθρωπιστικά» δόγματα των επεμβάσεων.
Πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση η δραστηριοποίηση των ελληνικών τραπεζών στις χώρες των Βαλκανίων ήταν εντονότατη. Διέθεταν το 15 % του βασικού κεφαλαίου όλων των τραπεζών στα Βαλκάνια, μετρούσαν 1.900 τραπεζικά υποκαταστήματα στα οποία απασχολούσαν συνολικά περί τους 23.000 εργαζόμενους.
Η στρατιωτική παρουσία και συμμετοχή της μέσω ΝΑΤΟ και ΕΕ σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο ήταν αναβαθμισμένη (ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτέμβρη) με ενισχυμένη, σχετικά, την ελληνική πολεμική βιομηχανία.
Η Τουρκία, στην περίοδο που αναφερόμαστε, με καλπάζοντα πληθωρισμό και ολοένα διογκούμενες εξοπλιστικές δαπάνες, ήταν από τις πιο «άρρωστες» οικονομικά και τις πιο ασταθείς πολιτικά χώρες της ευρύτερης περιοχής. Η τουρκική ολιγαρχία αντιμετώπιζε σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που την οδηγούσαν σε συνεχείς αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό και παρεμβάσεις του στρατού κάτω από μια ιδιότυπη συνύπαρξη και ανταγωνισμό ανάμεσα στον Κεμαλικό «εκσυγχρονισμό» και τον ανερχόμενο ισλαμικό εθνικισμό.
Διατηρούσε, φυσικά, το σημαντικό γεωπολιτικό στρατηγικό προβάδισμα στο χώρο των πετρελαίων και των αγορών του ευρύτερου μουσουλμανικού τόξου, τις ιστορικές διασυνδέσεις της με τις επιθετικές, στρατιωτικές πλευρές των ιμπεριαλιστικών και ειδικά των αμερικάνικων σχεδιασμών στην περιοχή, τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με το μέγεθος της.
Στην περίοδο αυτή ήταν επομένως αντικειμενικά σωστή και πολιτικά αποδείξιμη η εκτίμηση πως η αναμέτρηση στις δύο χώρες είχε χαρακτήρα σύγκρουσης ανάμεσα σε μεσαίας βαθμίδας χώρες του ιμπεριαλιστικού πλέγματος. Μπορούσε επομένως να γίνει αποδεκτή από τους λαούς η καταγγελία περί των ισότιμων επεκτατικών βλέψεων και των δύο. Με σταθερό το μέτωπο απέναντι στην τούρκικη κατοχή στην Κύπρο αλλά και των ευθυνών της ελληνικής χούντας, μπορούσε να αποκαλυφθεί το επίπλαστο του ιδεολογήματος περί «επιθετικότητας» που χρησιμοποιούσαν και οι δύο ολιγαρχίες για να επηρεάσουν την στάση των λαών τους σε ενδεχόμενο πολεμικής αναμέτρησης.
Τα «πράγματα» αλλάζουν μετά το 2000
Η αλλαγή είναι διπλή.
Ο ελληνικός καπιταλισμός, χτυπημένος από την κρίση, υποβαθμίζεται.
Ο τούρκικος καπιταλιστικός σχηματισμός αναβαθμίζεται σημαντικά.
Η απόσταση αναμεταξύ τους μεγεθύνεται επομένως διπλά.
Η κρίση οδήγησε τον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό σε σοβαρή υποβάθμιση της θέσης του, πρωτόγνωρη για καιρό ειρήνης.
Ενδεικτικά αναφέρεται το χτύπημα της βιομηχανίας – πλην ορισμένων κλάδων στην εξόρυξη, τα τρόφιμα και τα φάρμακα – η πρωτοφανής μείωση του ΑΕΠ, η ποιοτική μείωση της παρουσίας των τραπεζικού συστήματος στα Βαλκάνια, στην Τουρκία και στην ευρύτερη περιοχή. (Η Πειραιώς και η Εθνική αποεπενδύουν πλήρως εντός του 2018, η Eurobank και η Alpha Bank διατηρούν μια παρουσία αλλά σοβαρά μειωμένη).
Ακόμη και ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται.
Η Ελλάδα για το 2016, από πλευράς στρατιωτικής ισχύος καταλαμβάνει την 28η θέση σε σύνολο 126 χωρών, ανάμεσα στην Ισπανία και τη Σουηδία.
Εξακολουθεί επομένως και στρατιωτικά, συγκριτικά, να είναι χώρα μεσαίου επιπέδου ανάμεσα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, παρά την εθελούσια απώλεια της νομισματικής και γενικότερης κυριαρχίας της λόγω του ισχυρού πλήγματος από την κρίση και την πολιτική που εξέλεξε για την έξοδο από αυτή.
Η Ελλάδα είναι χώρα που αγωνίζεται να βγει- και θα βγει- από την κρίση.
Η διαφαινόμενη όμως έξοδος από την κρίση, λόγο διαρθρωτικών προβλημάτων, αδυναμίας ομαλής ένταξης στο εσωτερικό της καπιταλιστικής παραγωγής των σύγχρονων υπεραυτόματων μηχανών και χαμηλού ποσοστού κερδοφορίας, θα είναι σαθρή, αναιμική. και πάνω απ όλα αντιλαϊκή και αντιδραστική.
Την ίδια περίοδο η αναπτυσσόμενη τουρκική οικονομία αναδεικνύεται σε μια από τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο. Το ΑΕΠ της το 2017 ήταν σε τρέχουσες τιμές 850,7 δισ. αυξημένο κατά 19% σε σχέση με το 2016, το 16ο στο κόσμο. τέσσερεις και κάτι φορές πάνω από το ελληνικό.
Έχει ανεπτυγμένη αυτοκινητοβιομηχανία, πολεμική βιομηχανία και βιομηχανία γενικότερα, υπηρεσίες, ισχυρό τουρισμό, υπολογίσιμο ορυκτό πλούτο κ.α.
Ο όγκος εξωτερικού εμπορίου κατά την τελευταία δεκαπενταετία αυξάνεται από τα 82 στα 400 δισεκατομμύρια δολάρια, με στόχο τα 500 δισεκατομμύρια ως το 2023, την 100η επέτειο ίδρυσης της.
Ο πληθυσμός της ανέρχεται στ 80 εκατομμύρια με πρόβλεψη τα 110 εκατομμύρια ως το 2030.
Είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ, του ΟΟΣΑ, του ΟΑΣΕ και του G-20 . Είναι επίσης μέλος του Συμβουλίου Συνεργασίας τουρκόφωνων Κρατών, της Διεθνούς Οργάνωσης Τουρκικού Πολιτισμού.
Η Τουρκία αναρριχάται στην όγδοη θέση από πλευράς στρατιωτικής ισχύος, μετά τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία, τη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία και την Ιαπωνία και πάνω από τη Γερμανία.
Ο δείκτης ισχύος (Power Index), σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρ, ορίζεται με το συνυπολογισμό των πλουτοπαραγωγικών πηγών, της βιομηχανίας, του μεγέθους του στρατού, του γεωγραφικού παράγοντα, καθώς και του μεγέθους του πληθυσμού.
Η ανάπτυξη που συντελέσθηκε στην Ανατολία, τα τελευταία 15 χρόνια, προστιθέμενη στην ήδη ανεπτυγμένη «μεσογειακή Τουρκία» μετέτρεψε την Τουρκία σε ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα ανώτερου πλέον επιπέδου η οποία προωθεί τη δικιά της μεγάλη οικονομική και γεωπολιτική ιδέα.
Η θέση και η ισχύς της την καθιστούν σε σταθμό στο νέο κινέζικο δρόμο του μεταξιού από το Πεκίνο στη καρδιά της Ευρώπης, γεγονός που την ωθεί αντικειμενικά σε συμμαχίες προς τη Κίνα.
Αυτή η δυναμική της καπιταλιστικής Τουρκίας “δεν μπορεί να περιοριστεί στα υπάρχοντα”.
Γι αυτό και αναπτύσσει ειδικές σχέσεις με όλες τις τουρκόφωνες χώρες γύρω από την πετρελαιοφόρα περιοχή της Βαλκανικής αλλά και της Κασπίας (Αζερμπαϊτζάν, Καζαχστάν. Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν).
Αυτοί οι στόχοι επιτάσσουν την αναβάθμιση του πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου της Τουρκίας στις παραπάνω περιοχές, την ανάδειξη της σαν μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ισότιμη σχεδόν συνομιλήτρια των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Μια τέτοια επέκταση όμως οδηγεί μαθηματικά σε μετατροπή της Τουρκίας σε υπερδύναμη.
Και ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να περιοριστεί από τους ιμπεριαλιστές συμμάχους και ανταγωνιστές της.
Αυτή την περιοριστική πολιτική ασκούν και μέσω του Κουρδικού ζητήματος κυρίως οι ΗΠΑ αλλά και την αφήνουν να εξελίσσεται δίχως να την ευνοούν ανοιχτά, η Ρωσία και η Κίνα.
Η Τουρκία λοιπόν ή θα αναπτυχθεί ή θα περιοριστεί με την απόσπαση του κουρδικού εδάφους καταδικάζοντας την σε περιφερειακή δύναμη..
Το ΑΚΡ και ο Ερντογάν εκφράζουν την τάση επέκτασης και ανάπτυξης του Τούρκικου καπιταλισμού. Εξ ου και το άνοιγμα προς την Αφρική την περίοδο 2003 – 2017. Την περίοδο αυτή ο Ερντογάν επισκέφθηκε 28 αφρικάνικες χώρες, οι τούρκικες επενδύσεις εξαπλασιάστηκαν (από 100 εκ δολ σε 6,5δις το 2017), άνοιξαν επιπλέον 29 πρεσβείες για να φτάσουν τις 41 το 2017.
Στη βάση αυτή γίνεται η προσέγγιση Πούτιν – Ερντογάν, και δι’ αυτής η προσέγγιση Ρωσίας – Κίνας – Τουρκίας. Προσέγγιση που ως ανοιχτό ενδεχόμενο μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα.
Αυτή η σκληρή τούρκικη καπιταλιστική ανάπτυξη, στην εποχή του «παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού», (με τις αποχρώσεις του), απαιτεί την ακόμη πιο βαθιά εκμετάλλευση και ενσωμάτωση του τουρκικού λαού. Ταυτόχρονα όμως η ίδια η δυναμική άνοδος της ισλαμικής αστικής τάξης και η ισχυρή παρουσία της δυτικόφερνης κεμαλικής σε συνδυασμό με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, τους αφαιρεί το φωτοστέφανο του εθνικισμού. Οδηγεί σε ρωγμές στη συμμαχία της με τα λαϊκά στρώματα.
Έτσι, μεσοπρόθεσμα, οι αντιθέσεις στη αναπτυσσόμενη Τουρκία δεν θα είναι μόνο ανάμεσα στην κεμαλική και την ανελθούσα ισλαμική ελίτ, ανάμεσα στα ισλαμικά θρησκευτικά ρεύματα στη βάση των συμφερόντων που εκπροσωπούν, ανάμεσα στο νεοτουρκικό εθνικισμό και στις μειονότητες – κυρίως τους Κούρδους- αλλά ανάμεσα στην τούρκικη εργατική τάξη και τα πληττόμενα μεσαία στρώματα και την τούρκικη αστική τάξη στο σύνολο τους.
Το τι κοινωνική και πολιτική έκφραση θα πάρει αυτή θα εξαρτηθεί από τον υποκειμενικό παράγοντα και τις πρωτοπορίες του.
Η επεκτατική αναζήτηση ζωτικού χώρου από την Τουρκία, με ισχυρό το οικονομικοκοινωνικό υπόβαθρο και ισχυρά τα γεωστρατηγικά ερείσματα, βρίσκεται γενικά σε ανταγωνισμό με τις τάσεις και τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή των Βαλκανίων και ευρύτερα και στο Αιγαίο ειδικά σε ευθεία αντίθεση.
Σε αντίθεση όμως με τον τούρκικο καπιταλισμό, ο ελληνικός δεν μπορεί να προτάξει μια αυτοτελή, σχετικά πάντα, επιθετική πολιτική.
Η ελληνική επιθετικότητα και (συν) εκμετάλλευση των ορυκτών κοιτασμάτων μπορεί να εκδηλώνεται μόνο μέσω συμμαχικών σχηματισμών και υπό την ηγεμονία του ισχυρού. Εξ ου και η διαρκής επίκληση της ΕΕ και της ΟΝΕ, του ΝΑΤΟ και των Αμερικάνων, η συμμαχίες με Ισραήλ και Αίγυπτο με τις ευλογίες των ΗΠΑ.
Σε αυτό το φόντο διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο σύγκρουσης ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού που έχει στρατηγικό χαρακτήρα ανεξάρτητα από τις εκάστοτε διακυμάνσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Άλλο όμως αυτό και άλλο η φαντασίωση πολέμου ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία στη βάση της ισότιμης επιθετικότητας με προκαθορισμένο μάλιστα τον χαρακτήρα του. Μια τέτοια πολιτική λογική που διατρέχει δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς «επιστρέφει» ως μειούμενο κύρος στη λαϊκή συνείδηση, οδηγεί στην απομόνωση από το λαό.
Απλοϊκά σχήματα δεν βολεύουν
Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός στρέφεται σε βάρος, πρώτα από όλα, των εργαζομένων των χωρών τους και της περιοχής.
Η πρώτη, η βασική και καθοριστική αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης μπορεί να γίνει στα πλαίσια, πρωτίστως, της εσωτερικής πάλης των εργαζομένων και της νεολαίας σε κάθε χώρα και στις δύο πλευρές του Αιγαίου για μόνιμη δουλειά, μείωση των ωρών εργασίας, αξιοπρεπείς μισθούς και συντάξεις.
Για την απόκρουση της κανιβαλικής εκμεταλλευτικής πολιτικής που αποτελεί, μαζί με τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, τη μήτρα και του πολέμου.
Μαζί.
Γιατί η ταξική πάλη διαμεσολαβείτε, επιδρά αλλά και επηρεάζεται από τα εθνικά και οικονομικά συμφέροντα αστικών τάξεων αλλά και κρατών ή και «συμμαχικών μπλοκ» που σε δεδομένες στιγμές μπορεί για ένα διάστημα, να είναι και ανταγωνιστικά μεταξύ τους ή και να διχάζονται. Γιατί η πραγματικότητα των πολέμων δεν μπορεί να εξηγηθεί με τα απλοϊκά «καθαρά» σχήματα που ανάγουν την πολυπλοκότητα των σύγχρονων αντιθέσεων αποκλειστικά στην πάλη τάξης εναντίον τάξης ή στην απολυτοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Στην παραπάνω βάση το αναγκαίο είναι το ξεδίπλωμα συλλογικού και διεθνικού αγώνα για ειρήνη, δημοκρατία, αυτοδιάθεση, εθνική κυριαρχία, κοινωνική χειραφέτηση για τους λαούς με βάση την ελεύθερη και κυρίαρχη θέληση τους.
Είναι η επιδίωξη να αναπτυχθεί ο αγώνας κάθε λαού και να αναχθεί σε κοινό αγώνα για τους λαούς της περιοχής ενάντια στα προνόμια και τη βία του επιτιθέμενου έθνους, την προάσπιση των συνόρων γιατί εντός τους ζουν εργάτες και λαοί, αλλά και τη μη επίδειξη της παραμικρής ανοχής στις πολιτικές προνομίων από μέρους του αμυνόμενου έθνους. Να αναπτυχθεί ο αγώνας σε κάθε κράτος και αναχθεί σε κοινό αγώνα για να μπει τέρμα στην επέμβαση και κατοχή της Συρίας, να νικήσει η Ιντιφάντα, για την έξοδο των δυο χωρών από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ και τη διάλυση αυτών των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, τη διάλυση όλων των στρατιωτικών βάσεων (αμερικάνικων και ρώσικων) την επιστροφή των φαντάρων εντός των συνόρων.
Είναι η ανάπτυξη της διεθνικής αλληλεγγύης απέναντι στο Συριακό, τον Κουρδικό και Παλαιστινιακό λαό. Είναι η ανάπτυξη κοινού αγώνα των λαών της περιοχής για Κύπρο ενιαία, ανεξάρτητη και ελεύθερη, χωρίς την τούρκικη κατοχή αλλά και δίχως «εγγυητές», για ίσα δικαιώματα ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Είναι η ανάπτυξη μαζικού κινήματος (μέσα κι έξω απ’ το στρατό) για την αποτροπή του πολέμου, ο κοινός αγώνας ενάντια στην κλιμάκωση των πολεμικών εξοπλισμών και δαπανών.
Αυτά μπορεί και πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για την επεξεργασία σωστών αιτημάτων και συνθημάτων μαζικής απεύθυνσης.