Είναι μερικές φορές που σε κυνηγάνε, ζωντανοί και πεθαμένοι. Κάτι θέλουν, αλλά δεν μπορούν να το πουν. Κάτι τους κάνεις αλλά δεν έχουν τρόπο να το απαντήσουν. Γυρίζουν ως μνήμη και σκέψη. Μνησιπήμων πόνος, κατά τον ποιητή, δάνειο του Σεφέρη από τον Αισχύλειο Αγαμέμνωνα, οι επεξηγήσεις τον λένε πικρής μνήμης επίμονο πόνο.
Ο κυρ-Διαμαντής ήταν ο φούρναρης στη γειτονιά μου τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, κι αφού η χούντα είχε φύγει και ξεθάρρεψε, όταν πήγαινα για ψωμί ήθελε να θυμάται και να μου λέει ιστορίες από τ’ αντάρτικα, όταν ο Βάης, ο καπετάνιος της Μουργκάνας, έλεγε στους μαχητές του: το φασισμό δέκα μέτρα κάτω από τη γη να τονε θάψουμε θάβρει τρόπο να ξαναγεννηθεί, αν ξεχάσουμε να πάρουμε τα μέτρα μας.
Μακρινές ιστορίες. Εμείς μόλις τον είχαμε ξανανικήσει.
Κι ωστόσο αυτές οι ιστορίες οι μακρινές ήρθαν πολύ κοντά μισόν αιώνα σχεδόν από τότε. Κι είμαστε έτοιμοι να ξανακάνουμε τα ίδια λάθη, τι έτοιμοι, αφού τα ξανακάνουμε ήδη.
Φυσικά, δείχνουμε ασφαλείς, στη γνώση, ή μήπως άγνοια, πως η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και η φρίκη δεν θα ξαναβιωθεί. Άρα μας παίρνει να συνεχίζουμε τα παιχνίδια με σοβαρά πράγματα, σαν νάτανε αστεία.
Αλλά οι ίδιοι άνθρωποι είναι παρόντες, όχι αυτοπροσώπως.
Ο κύριος Κρουπ ήταν εκεί και είναι ξανά εδώ.
Η αφήγηση του συγγραφέα είναι η ακριβής εικόνα της πραγματικότητας, συνέχεια της τότε και της τώρα:
“Από μια φουρνιά εξακοσίων εκτοπισμένων που στάλθηκαντο 1943 στα εργοστάσια Κρουπ, έναν χρόνο μετά είχαν μείνει μόνο είκοσι. Μία από τις τελευταίες επίσημες ενέργειες του Γκούσταφ (Κρουπ), πρίν αφήσει τα ηνία στο γιό του, ήταν η δημιουργία της Berthawerk, ενός εργοστασίου με προσωπικό από εκτοπισμένους, το οποίο έφερε το όνομα της συζύγου του, προφανώς για να την τιμήσει.
“Εκεί οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στη βρώμα, γεμάτοι ψείρες, περπατούσαν πέντε χιλιόμετρα χειμώνα καλοκαίρι μόνο με ξυλοπάπουτσα για να πάνε από το στρατόπεδο στο εργοστάσιο και από το εργοστάσιο στο στρατόπεδο. Τους ξυπνούσαν στις τέσσερις και μισή, με φρουρούς Ες-Ες και εκπαιδευμένους σκύλους να τους περιστοιχίζουν, τους χτυπούσαν, τους βασάνιζαν. Όσο για το βραδινό φαγητό, μπορούσε να κρατήσει και δύο ώρες· όχι γιατί έτρωγαν με την ησυχία τους, αλλά γιατί έπρεπε να περιμένουν· δεν υπήρχαν αρκετές καραβάνες για να σερβίρουν τη σούπα.
“Τώρα, ας επιστρέψουμε… και ας τους κοιτάξουμε και πάλι όλους, γύρω από το τραπέζι… Με τα ίδια κοστούμια, τις ίδιες σκούρες ή ριγωτές γραβάτες, τα ίδια μεταξωτά μαντίλια τσέπης, τα ίδια γυαλιά με χρυσό σκελετό, τα ιδια καραφλά κεφάλια, τα ίδια συνετά πρόσωπα με σήμερα. Κατά βάθος, η μόδα δεν άλλαξε και πολύ. ΄Επειτα από λίγο καιρό, αντί για το Χρυσό Παράσημο του Ναζιστικού Κόμματος, μερικοί από αυτούς θα φορέσουν περήφανα τον Ομοσπανδιακό Σταυρό Αξίας, όπως στη Γαλλία φορούν παράσημο τη Λεγεώνας της Τιμής. Τα καθεστώτα τους τιμούν με τον ίδιο πάντα τρόπο…
“Ας μη νομίσουμε ότι όλα αυτά ανήκουν σε κάποιο μακρινό παρελθόν. Δεν πρόκειται για προκατακλυσμιαία τέρατα, για πλάσματα που εξαφανίστηκαν τη δεκαετία του ’50, κάτω από την αθλιότητα όπως την απεικόνισε ο Ροσελίνι, έχοντας παρασυρθεί μαζί με τα ερείπια του Βερολίνου. Αυτά τα ονόματα υπάρχουν πάντα. Οι περιουσίες τους είναι τεράστιες. Οι εταιρείες τους μπορεί να έχουν συγχωνευθεί και να αποτελούν πανίσχυρα τραστ.” (το απόσπασμα είναι από το εξαιρετικό βιβλίο-αφήγημα του Ερίκ Βυϊγιάρ: Ημερήσια διάταξη, εκδ. Πόλις)
Kαι θέλoυν να ξαναπάρουν πίσω το παρελθόν, θα συμπλήρωνα. Είναι ο καιρός τους. Όχι με τον ίδιο ακριβώς τίτλο. Αλλά με ίδιους τρόπους.
Η Βραζιλία δεν είναι μια περίπτωση. Η Αυστρία δεν είναι απλώς μια άλλη. Ο Σαλβίνι, η Λεπέν, η Σουηδία παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Ο καιρός ξαναφέρνει ερωτήματα που νομίζαμε απαντημένα. Και το πιο σοβαρό, τα απαντάμε με τον ίδιο λάθος τρόπο.
Καταλήγει ο Βυϊγιάρ στο αφήγημά του, σείοντας και πάλι τις απειλητικές κραυγές απέναντι στην ανησυχητική ησυχία μας: “Δεν πέφτουμε ποτέ στην ίδια άβυσσο. Αλλά πέφτουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο, με γελοιότητα και τρόμο. Και τόσο πολύ θα θέλαμε να μην ξαναπέσουμε που προβάλλουμε αντίσταση, που ουρλιάζουμε. Με το τακούνι μάς τσακίζουν τα δάχτυλα, με το ράμφος μας σπάνε τα δόντια, μας τρώνε τα μάτια. Στο χείλος της αβύσσου υπάρχουν επιβλητικά αρχοντόσπιτα. Και η Ιστορία στέκει εκεί, έλλογη θεά, ακίνητο άγαλμα στη μέση της Πλατείας Δημαρχείου, λαμβάνοντας ως τίμημα μιά φορά το χρόνο, στεφάνους με μαραμένες παιώνιες και, εν είδει φιλοδωρήματος, κάθε μέρα, ψωμί για τα πουλιά”.