Βούτυρο στο ψωμί του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης αποτελεί η κριτική που γίνεται στη συμφωνία την οποία συνομολόγησε με τη ΠΓΔΜ. Με το πρόσχημα του πατριωτισμού και του μη ξεπουλήματος των ιερών και οσίων της φυλής , οι πιο αντιδραστικές, ακροδεξιές και φασίζουσες δυνάμεις του τόπου έχουν ξεσηκωθεί καταγγέλλοντας τα κυβερνητικά στελέχη και όσους στηρίζουν τη συμφωνία ως «εθνομηδενιστές». Την ακροδεξιά υστερία ενισχύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία, δικαιώνοντας όσους από καιρό πιστεύουν ότι ο Νεοφιλελευθερισμός και η Άκρα Δεξιά αποτελούν τις όψεις του ιδίου νομίσματος.
Περιέργεια αλλά και θλίψη προκαλεί η στάση των υπολειμμάτων του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ, τα οποία ευθυγραμμίσθηκαν πλήρως με τη Νέα Δημοκρατία, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά τη μετάλλαξή τους σε θλιβερό συμπλήρωμα της πιο αντιδραστικής, αντιδημοκρατικής δεξιάς που γνώρισε ο τόπος στα χρόνια που ακολούθησαν τη μεταπολίτευση.
Όσον αφορά τα κόμματα και τις διάφορες κινήσεις της Αριστεράς, με εξαίρεση το ΚΚΕ το οποίο καταδίκασε τη συμφωνία με το εύλογο επιχείρημα ότι ανοίγει το δρόμο για την είσοδο στο ΝΑΤΟ της ΠΓΔΜ, οι υπόλοιπες κινήσεις και σχήματα με λίγες μόνον εξαιρέσεις έσπευσαν να υιοθετήσουν την δεξιά επιχειρηματολογία προκειμένου να προκαλέσουν πλήγμα στην κυβέρνηση, την οποίαν όμως εξακολουθούν να την κατηγορούν από αριστερά, ότι χάριν της εξουσίας δέχτηκε με προθυμία να υπηρετήσει την πολιτική των μνημονίων και να διαφυλάξει τα συμφέροντα των δανειστών σε βάρος του Ελληνικού λαού.
Από την πλευρά των υποστηρικτών της συμφωνίας, διακρίνουμε όλους εκείνους που υιοθέτησαν την πολιτική των μνημονίων και συντέλεσαν στην οικονομική υποδούλωση της χώρας και τη μετατροπή της σε χρεοδουλοπαροικία και ειδική οικονομική ζώνη, με πρώτον και καλλίτερο τον μοιραίο πρώην πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονται και άτομα τα οποία με θέρμη είχαν στηρίξει το σχέδιο ΑΝΑΝ και την ουσιαστική κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι γεγονός πως η συμφωνία αυτή δεν επρόκειτο να προχωρήσει εάν δεν το ήθελαν οι δυτικές δυνάμεις και δη οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία. Για το λόγο αυτό ασκήθηκαν σοβαρές πιέσεις τόσο στα Σκόπια όσο και στην Αθήνα. Το συγκεκριμένο γεγονός δεν θέλει να το παραδεχτεί η ελληνική κυβέρνηση, ενώ αποφεύγει να το θίξει και η αξιωματική αντιπολίτευση τη στιγμή μάλιστα που έχει αναγορεύσει το ζήτημα του ονόματος σε αιχμή της αντιπολιτευτικής της τακτικής. Θα περίμενε κανείς από τις δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις να παρέμβουν και να καταγγείλουν τις πιέσεις, όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη προκαλώντας εύλογα ερωτηματικά.
Για ακόμη μία φορά η Αριστερά δεν μπόρεσε να κατανοήσει και να ερμηνεύσει σωστά την πολιτική συγκυρία. Γιατί δεν είναι τυχαίο που το κλείσιμο της συμφωνίας συνέπεσε με την υποτιθέμενη έξοδο από την επιτροπεία και το καθεστώς των μνημονίων καθώς και με τη «ρύθμιση» του χρέους, σύμφωνα πάντα με τα συμφέροντα των τοκογλύφων δανειστών, που επί οκτώ χρόνια με την πλήρη στήριξη όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων καταστρέψανε κυριολεκτικά την ελληνική οικονομία και βυθίσανε τη χώρα και το λαό σε μια πρωτοφανή για ειρηνικά χρόνια φτώχεια και εξαθλίωση.
Ελλάδα και ΠΓΔΜ προορίζονται από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία να παίξουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών και οικονομικών τους συμφερόντων. Η είσοδος των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, η οποία καθίσταται πλέον εφικτή μετά την αποδοχή της σύνθετης ονομασίας, αποκλείει κάθε δυνατότητα των Ρώσων να διεισδύσουν στα δυτικά βαλκάνια και να θέσουν υπό αμφισβήτηση την Αμερικανική κυριαρχία, ενώ περιορίζει και τις κινήσεις της Τουρκίας η οποία εποφθαλμιά να θέσει τα δυτικά βαλκάνια κάτω από τη δική της επιρροή.
Ταυτόχρονα η εγγενής οικονομική αδυναμία του βόρειου γείτονά μας, συνδυαζόμενη με την δική μας άσχημη οικονομική κατάσταση, καθιστούν εφικτή στα πλαίσια του ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας, που έχει επιβάλλει η Γερμανία, τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών στο νότο της Βαλκανικής στις οποίες θα παράγονται προϊόντα και υπηρεσίες από εργαζόμενους που θα αμείβονται με εξευτελιστικά μεροκάματα, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, και κοινωνική προστασία.
Για να μην υλοποιηθούν τα εφιαλτικά αυτά σενάρια οφείλουν οι λαοί των δύο χωρών, πολύ περισσότερο οι εργαζόμενοι, να συμφιλιωθούν και να αντιδράσουν άμεσα, συγκροτημένα, παραμερίζοντας επίπλαστες διαφορές, ιδεολογήματα και προπαγανδιστικές εθνικιστικές κορώνες που για χρόνια τους κρατούσαν στο περιθώριο των εξελίξεων.