Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις (σωματεία, ομοσπονδίες, συνδικάτα) ήταν από την αρχή της καπιταλιστικής ιστορίας ο τρόπος με τον οποίο οι εργαζόμενοι επεδίωκαν μια συλλογική διαπραγμάτευση για την πώληση εργατικής τους δύναμης. Οι αρχές όμως πάνω στις οποίες συγκροτούνται, προσδιορίζουν και τα όρια στα οποία μπορούν να φτάσουν οι δυνατότητες διεκδίκησης τους.
Η λειτουργία των νόμων προσφοράς και ζήτησης της αγοράς δεν θα ήταν δυνατόν να μην ισχύουν και στην περίπτωση της διαπραγμάτευσης στην αγορά εργατικής δύναμης. Και οι νίκες που έχουν επιτευχτεί με αγώνες του συνδικαλιστικού κινήματος προς όφελος των εργαζομένων, (που κι αυτές τα τελευταία χρόνια έχουν αραιώσει μέχρις εξαφάνισης) δεν αναιρούν τα όρια που θέτουν οι νόμοι της αγοράς, στη συλλογική διαπραγμάτευση αμοιβής της εργατικής δύναμης. Η συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει την δυνατότητα να υπερβεί τους νόμους αυτούς και να πολιτικοποιήσει τους αγώνες της και επομένως δεν είναι δυνατόν η εργατική τάξη να γίνει υποκείμενο επαναστατικών κοινωνικών μετασχηματισμών μέσω της συνδικαλιστικής της οργάνωσης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια οργάνωση που θα εξέφραζε την διαμόρφωση μιας πολιτικής συλλογικής συνείδησης στους κόλπους των εργαζομένων. Στην ιστορία ποτέ δεν είδαμε επανάσταση που να οργανώθηκε και να πραγματοποιήθηκε από συνδικαλιστικό κίνημα.
Όλα αυτά είναι γνωστά και γλαύκα ες Αθήνας κομίζουν. Είναι όμως δυνατόν, στα πλαίσια των αγώνων του συνδικαλιστικού κινήματος, να διαμορφωθεί μια συλλογική πολιτική βούληση που να υπερβαίνει την συνδικαλιστική διεκδίκηση και να τείνει προς μια πολιτική πλέον διεκδίκηση. Τρανό παράδειγμα η Οκτωβριανή Ρωσική επανάσταση του 1917, όπου οι εργατικοί αγώνες μέσω των συνδικαλιστικών οργάνων, γρήγορα έγιναν πολιτικοί μέσω μιας άλλης οργάνωσης που τα υπερέβαινε και δεν ήταν άλλη από τα ΣΟΒΙΕΤ, όταν στην εργατική τάξη ωρίμασε η συλλογική βούληση για διεκδίκηση πολιτικών μεταβολών*.
Η δυνατότητα αυτή ιστορικά πάντοτε τρόμαζε την αστική τάξη. Γι’ αυτό και το πρώτο της «όπλο» απέναντι σε μια τέτοια προοπτική ήταν ο εργοδοτικός συνδικαλισμός. Σκοπός του παρόντος άρθρου βέβαια δεν είναι να αναλύσει την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος είτε στην Ελλάδα είτε πανευρωπαϊκά είτε παγκόσμια, αλλά να καταδείξει πόσο επιτακτική είναι στην εποχή της πλήρους επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού η ανάγκη της υπέρβασης του. Πόσο αναγκαία είναι η εμφάνιση ενός άλλου ανώτερου τύπου οργάνωσης της εργατικής τάξης που θα ανεβάζει την συλλογική διεκδίκηση των εργαζομένων σε πολιτικό επίπεδο. Να αποδείξει ότι η διεκδίκηση ακόμα και ενός ευρώ στις σημερινές συνθήκες, απαιτεί εργατική οργάνωση που θα βάζει πολιτικές απειλές και αμφισβητήσεις στο κέντρο των πολιτικών αποφάσεων του κεφαλαίου.
Για να επικρατήσει ο νεοφιλελευθερισμός σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής και σε ολόκληρη την Ευρώπη αναγκαία θα έπρεπε να υποτάξει και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και να το εναρμονίσει στο πλαίσιο της ανεμπόδιστης έως και ασύδοτης λειτουργίας της σύγχρονης αγοράς. Άλλωστε, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας ενέχει θέση πυλώνα για την εφαρμογή φιλελευθέρων πολιτικών. Δεν μπορεί να νοηθεί φιλελεύθερη οικονομική πολιτική σε συνθήκες συλλογικής διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης και σε συνθήκες τήρησης συλλογικών συμβάσεων. Η συλλογική διαπραγμάτευση στο πλαίσιο ενός συνεπούς φιλελεύθερου πολιτικού προγράμματος αναγκαστικά θα έπρεπε χτυπηθεί όχι μόνο πολιτικά και νομικά αλλά και ως ιδέα. Μπορούμε να δούμε μερικές κύριες πλευρές του φιλελευθερισμού σ’ αυτόν τον τομέα.
Η μεταφορά του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας σε επίπεδο προϊόντων πλασματικού τοκοφόρου κεφαλαίου (δανείων, ασφαλειών, ομολόγων κλπ) και η μεταφορά ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού της παγκόσμια παραγόμενης υπεραξίας στο επίπεδο αυτό ήταν μια από τις αιτίες που αποδυνάμωσε τα συνδικαλιστικά όργανα. Οι διοικήσεις τους αίφνης βρέθηκαν μπροστά σε διευθύνοντες συμβούλους που τους έδειχναν ότι η επιχείρηση παρ ότι έχει κέρδη είναι υποχρεωμένη να πληρώνει για εξυπηρέτηση χρεών προς τράπεζες και η αύξηση του κόστους που συνεπάγεται η αύξηση της αμοιβής θα επιφέρει πτώχευση και απώλεια της εργασίας. Με λίγα λόγια, κερδοφόρες επιχειρήσεις με βιώσιμο χρέος ή το δικαίωμα της εργασίας ενάντια στην βελτίωση των συνθηκών αναπαραγωγής της και αντίθετα. Πρόκειται για μια ήττα της συλλογικής διαπραγμάτευσης με τεράστιες συνέπειες για το εργατικό κίνημα, που δεν έχει ξεπεραστεί φυσικά ούτε στις μέρες μας με αποτέλεσμα επιχειρήσεις να κλείνουν είτε λόγω πτώχευσης, είτε λόγω μεταφοράς σε άλλη χώρα για αναζήτηση μικρότερου εργατικού κόστους, και χιλιάδες εργαζόμενοι να γίνονται άνεργοι, και το σημαντικότερο, χωρίς η συνδικαλιστική τους οργάνωση να μπορεί να κάνει κάτι για να το αντιμετωπίσει.
Παράλληλα με την παραπάνω διαδικασία η εισαγωγή της επιστήμης και της υψηλής τεχνολογίας στην παραγωγή έγινε με τον τρόπο που συνέφερε την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση και όχι φυσικά με τρόπο που θα δημιουργούσε νέα εργατικά δικαιώματα. Χιλιάδες εργατικά χέρια και μυαλά βρέθηκαν στην ανεργία η προσφορά εργασίας αυξήθηκε και οι νόμοι της φιλελεύθερης αγοράς λειτούργησαν αυτόματα μετατρέποντας την σε μείωση της αμοιβής της. Χωρίς ούτε αυτό η συνδικαλιστική οργάνωση να μπορέσει να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
Ταυτόχρονα με τις παραπάνω διεργασίες οι ιδεολογικοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί του κεφαλαίου με διάφορους τρόπους επεμβαίνουν στην συνείδηση των εργαζομένων πείθοντας ολοένα και περισσότερους ότι με την ατομική διαπραγμάτευση θα κατορθώσουν να πετύχουν καλύτερη αμοιβή και συνθήκες εργασίας. Αξιοποιούν ιδεολογικά το αυξημένο επίπεδο μόρφωσης και ειδίκευσης μιας μερίδας εργαζομένων και τους πείθουν ότι έχουν συμφέρον να ξεχωρίσουν από τους υπόλοιπους εργαζόμενους και να διαπραγματευτούν ξεχωριστά και ατομικά τα ιδιαίτερα προσόντα τους. Ότι ως πτυχιούχοι Πανεπιστημιακών, Πολυτεχνικών ή Τεχνολογικών σχολών δεν έχουν κανένα συμφέρον να βρίσκονται στην ίδια συλλογικότητα και να διαπραγματεύονται μαζί με ανειδίκευτους η χαμηλής ειδίκευσης εργάτες. Άλλοτε πάλι πείθοντας τους ότι αποτελούν διακεκριμένα στελέχη της επιχείρησης που εργάζονται, οπότε δεν έχουν καμιά δουλειά να «τσουβαλιάζονται» σε σωματεία και ομοσπονδίες με την μεγάλη μάζα των εργατών. Το αποτέλεσμα φυσικά όσων πείσθηκαν από τέτοιου είδους ιδεολογήματα δεν είναι άλλο από μια πραγματικότητα πτυχιούχων με υψηλού επιπέδου μεταπτυχιακούς τίτλους, που εργάζονται αμέτρητες ώρες (χωρίς καθορισμένο ωράριο) με υψηλής τεχνολογίας προγράμματα σε υπολογιστές, και με τόσο άθλιες αμοιβές που δεν επιτρέπουν ούτε την προσωπική τους αξιοπρεπή επιβίωση, πόσο μάλλον να δημιουργήσουν οικογένεια. Η μεγαλύτερη επιτυχία όμως της ιδεολογικής επέμβασης του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι αυτοί οι παραπάνω δεν θέλουν ούτε να ακούν για συνδικαλιστική οργάνωση και συλλογική διεκδίκηση.
Και κάπως έτσι το συνδικαλιστικό κίνημα έχει έρθει στην σημερινή αδιέξοδη κατάσταση που βρίσκεται. Διαμαρτυρίες κατόπιν εορτής, αφού τα αντεργατικά μέτρα που προβλέπονται κάθε φορά θα έχουν ψηφιστεί στη Βουλή και διαμαρτυρίες ξεκάρφωτες χωρίς καμιά διάθεση να εμποδιστεί είτε η υπερψήφιση είτε η εφαρμογή τους. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αφού φροντίσουν ώστε κυβέρνηση, και βουλευτές που πρόκειται να ψηφίσουν αντεργατικά μέτρα να μην νοιώθουν κάποια πίεση από τους ψηφοφόρους τους στο λαό, αλλά μοναχά από τα επιτελεία της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, μετά προσπαθούν να δείξουν ότι προέβαλαν κάποια αντίσταση, ότι δεν είναι πια και υποχείρια του κεφαλαίου. Με σκοπό φυσικά να δικαιολογούν και να διαιωνίζουν την παρουσία τους στα ηγετικά κλιμάκια του Συνδικαλισμού. Δημιουργούν έντεχνα ένα φαύλο κύκλο στον οποίο οι ίδιοι απογοητεύουν τους εργαζόμενους προκηρύσσοντας κινητοποιήσεις εκ των προτέρων αποτυχημένες και μετά επικαλούνται την μη συμμετοχή των εργαζομένων για να δικαιολογήσουν την δική τους αδράνεια.
Απέναντι σε αυτό το αδιέξοδο η Αριστερά δεν μπόρεσε να πάρει σε καμιά περίπτωση μια πρωτοβουλία απεμπλοκής και υπέρβασης. Καλούσε τους εργαζόμενους σε μαζική συμμετοχή στις «απεργιακές πρωτοβουλίες» των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ κλπ, για να «διατρανώσουν την αντίθεσή τους στα αντιλαϊκά μέτρα» (λες και αυτό από μόνο του θα ήταν ικανό σήμερα να κάνει τους Συριζαίους, Νεοδημοκράτες, και Πασόκους βουλευτές να χάσουν τον ύπνο τους από ντροπή μετά από τόσα που έχουν κάνει χωρίς να ντρέπονται), προβάλλοντας ταυτόχρονα την προοπτική της ανατροπής του συσχετισμού των δυνάμεων στα ηγετικά συνδικαλιστικά όργανα υπέρ των «συνεπών ταξικών δυνάμεων». Η γραμμή αυτή φυσικά παρέβλεπε ότι όσο αφήνεις σε συμβιβασμένες ηγεσίες την πρωτοβουλία να προκηρύσσουν δήθεν «αγώνες» για την τιμή των όπλων, αυτές θα επιδρούν στη συνείδηση των εργαζομένων πολύ περισσότερο από τις εκκλήσεις σου για ανατροπή αυτού του σκηνικού. Γιατί η ανατροπή του σκηνικού αυτού απαιτεί ενέργειες και αγωνιστικές πρωτοβουλίες που να το ξεπερνούν και να του αφαιρούν την πρωτοβουλία. Γι αυτό και η γραμμή αυτή δεν μπόρεσε να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση στα τρία μνημόνια και τον αντιλαϊκό ορυμαγδό των τελευταίων χρόνων.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η αιτία που αδρανοποιεί το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται πολύ πιο βαθιά από το γεγονός της άλωσης των οργάνων του από ανάξιους συνδικαλιστές που έχουν υποκύψει στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές για να έχουν κάποια προνόμια. Και ότι η επικράτηση τέτοιων συνδικαλιστών είναι αποτέλεσμα κι όχι αιτία. Γι αυτό και η προτροπή για «αλλαγή του σκηνικού στις ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργάνων» είναι αδιέξοδη και αναποτελεσματική. Γιατί το κεφάλαιο κατόρθωσε με την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού να μεταφέρει την ταξική πάλη σε ένα πολιτικό επίπεδο πολύ ανώτερο από αυτό στο οποίο μπορεί να ανταποκριθεί το συνδικαλιστικό κίνημα.
Από τα παραπάνω επιχειρήματα είναι λάθος να βγει το συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η διεκδίκηση και επίτευξη επί μέρους κατακτήσεων. Από τα παραπάνω το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η αποτελεσματική διεκδίκηση έστω και μικρών έστω και επί μέρους κατακτήσεων, δεν μπορεί να γίνει πλέον με το συνδικαλιστικό κίνημα, γιατί αυτό δεν απειλεί την σταθερότητα των θεσμών εκείνων που είναι στο κέντρο των αποφάσεων. Χτυπάνε στο σαμάρι. Και αυτό το τελευταίο είναι διαλεκτικά δεμένο με τις ηγεσίες των οργάνων του.
Οι διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος, είτε μικρές είτε μεγάλες, απαιτούν μια άλλη ανώτερου επιπέδου εργατική λαϊκή οργάνωση, που θα αμφισβητεί πολιτικά και θα απειλεί την σταθερότητα των θεσμών της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Μια υπέρβαση του τωρινού συνδικαλιστικού τρόπου συγκρότησης που για να επιτευχθεί απαιτεί την πρωτοπόρα, οργανωμένη δράση ενός Μαρξιστικού Κομμουνιστικού πυρήνα που έχει πεισθεί πάνω σ αυτήν την αναγκαιότητα και δεν αναλώνεται σε φλυαρίες για αριστερές αντικαπιταλιστικές η κομμουνιστικές ενότητες.
* «Η εμπειρία των Σοβιέτ στις επαναστάσεις 1905 και 1917» από τον συλλογικό τόμο «Η Οκτωβριανή επανάσταση και η εποχή μας» εκδόσεις ΚΨΜ.