15.1 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

21ο Συνέδριο ΚΚΕ: Θεωρητική και πολιτική ανακύκλωση, του Βασίλη Γάτσιου

 

Από την ερχόμενη Πέμπτη έως και την Κυριακή διεξάγεται το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το οποίο δικαιολογημένα προκαλεί το ενδιαφέρον σε χιλιάδες εργαζόμενους και εργαζόμενες, αριστερούς και κομμουνιστές όλων των ρευμάτων. Και αυτό διότι οι Θέσεις, ο προσυνεδριακός διάλογος και οι τελικές αποφάσεις του Συνεδρίου θα κρίνουν πολλά, σε θετική ή όχι κατεύθυνση, όχι μόνον για το ΚΚΕ, αλλά για το συνολικό κίνημα της εργατικής τάξης, της μισθωτής εργασίας αλλά και των ευρύτερων εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων, μέσα στο οποίο το ΚΚΕ παίζει σημαντικό ρόλο.

Σε πολλά σημεία των Θέσεων εντοπίζεται η συνεχιζόμενη κρίση του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, που συμπυκνώνεται σε πρόσφατη συνέντευξη του γγ της ΚΕ, Δημ. Κουτσούμπα, στην εφημερίδα Documento με την εκτίμηση ότι «ο τροχός της Ιστορίας φαίνεται να έχει βυθιστεί στις λάσπες». 

Αυτή η εκτίμηση βεβαίως δεν είναι μονόπλευρη, ούτε ακριβώς η ίδια σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, όπως δείχνει για παράδειγμα η Λατ. Αμερική, ωστόσο στον πυρήνα της είναι βάσιμη: το εργατικό και λαϊκό κίνημα κινείται διαρκώς εδώ και δεκαετίες με μια πορεία άμπωτης και πλημμυρίδας, αμφισβητεί και καθυστερεί τη διαρκή επιθετικότητα του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, αλλάζει κυβερνητικές μορφές διαχείρισης, αλλά δεν μπορεί να την ανατρέψει. 

Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ελληνική εμπειρία του 2010 – 19, αλλά και από τα πολύ πρόσφατα γεγονότα, τη μικρή «πλημμύρα» ενός δημοκρατικού, κυρίως νεανικού κινήματος, στα τέλη Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου που έδωσε τη θέση της σε μια σημαντική, αλλά μικρή εργατική αντίσταση στο νόμο –πλέον- Χατζηδάκη που διαλύει το 8ωρο, φτηναίνει τις υπερωρίες και αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων, η οποία δεν δικαιολογεί εκτιμήσεις ομιλητών του ΠΑΜΕ από τις εξέδρες του Συντάγματος περί «μεγαλειώδους απεργίας».

Το «πώς θα ξεκολλήσει ο τροχός» είναι το ζήτημα που απασχολεί όχι μόνον τα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, αλλά όλους τους μαχόμενους και συνειδητούς αγωνιστές.

*****

Η απάντηση της ΚΕ του ΚΚΕ μέσα από τις επεξεργασίες των Θέσεών της, συμπυκνώνεται στο σύνθημα του 21ου Συνεδρίου που δίνει την κεντρική κατεύθυνση: «Δυνατό ΚΚΕ, Νους –Καρδιά – Οργανωτής της Εργατικής – Λαϊκής Πάλης για το Σοσιαλισμό». Είναι ικανή αυτή η κατεύθυνση να συμβάλει στο να «ξεκολλήσει ο τροχός της Ιστορίας από τις λάσπες»; 

Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι το σύνθημα αυτό αποτελεί παραλλαγή της κεντρικής κατεύθυνσης του 20ου Συνεδρίου, που πραγματοποιήθηκε το 2017, με σύνθημα «Ισχυροποιούμε το ΚΚΕ. Για δυνατό εργατικό κίνημα και κοινωνική συμμαχία. Για την εξουσία, το σοσιαλισμό». Από την Εισαγωγή ήδη, στις Θέσεις της ΚΕ, γράφεται ότι «Το βασικό περιεχόμενο του θέματος του 20ού Συνεδρίου συμπυκνώνεται στο εξής: ’’Ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ μπροστά στο καθήκον της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και της ανάπτυξης της κοινωνικής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, στην πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, για την εργατική εξουσία’’». Στη δε Εισήγηση της ΚΕ στο 20ο Συνέδριο, από την αρχή δεσπόζει το κεφάλαιο με τίτλο «Η άμεση ανάγκη για ολόπλευρο ατσάλωμα του Κόμματος και της ΚΝΕ στο επίκεντρο του προβληματισμού».

Και μόνον η σύγκριση με το σύνθημα του προηγούμενου Συνεδρίου δείχνει ότι ο βασικός στόχος για την «ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ» δεν επιτεύχθηκε. Διαφορετικά, δεν θα υπήρχε λόγος να τεθεί και πάλι ως κύριο καθήκον το «Δυνατό ΚΚΕ». Ταυτόχρονα, όχι μόνον οι Θέσεις για το τωρινό, 21ο Συνέδριο, αλλά και τα γεγονότα, οι εμπειρίες των αγωνιστών και αγωνιστριών από το μαζικό κίνημα, όπως και η προαναφερθείσα τοποθέτηση του Δημ. Κουτσούμπα, ομολογούν ότι δεν έγιναν ουσιαστικά βήματα στο άλλο κύριο καθήκον, αυτό «της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος».

Το να επιμένεις όμως να λύσεις ένα πρόβλημα που δεν έλυσες με παραλλαγές της ίδιας απάντησης, δεν αποτελεί μόνον έμμεση ομολογία αποτυχίας των στρατηγικών και τακτικών επιλογών που έγιναν στα προηγούμενα χρόνια, αλλά και σαφή ένδειξη επικίνδυνης θεωρητικής και πολιτικής ανακύκλωσης, που χρειάζεται να προβληματίσει βαθιά τα στελέχη, τα μέλη και τους φίλους του ΚΚΕ. Και φυσικά, ένα τέτοιο πρόβλημα δεν λύνεται με επικλήσεις, του τύπου να σπρώξουμε «με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε από τη λάσπη» τον τροχό της Ιστορίας, όπως λέει ο Δημ. Κουτσούμπας στην προαναφερθείσα συνέντευξη.

Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε ότι το πρόβλημα του ελληνικού και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι βαθύ, πολύ βαθύ και αφορά όλους μας.

*****

Στις Θέσεις και στον προσυνεδριακό διάλογο αναπτύχθηκε ένας σημαντικός προβληματισμός για την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος, που σίγουρα έγινε πιο έντονος από τη δύσκολη κατάσταση που αποκαλύφθηκε μέσω του αγώνα ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Όμως, αυτός ο προβληματισμός, με ευθύνη της καθοδήγησης του ΚΚΕ, οδηγήθηκε σε ρηχά μονοπάτια. Περιορίστηκε σε ένα υπαρκτό ζήτημα, στη «σχέση κόμματος – συνδικάτων». Όμως δεν τέθηκαν πολύ πιο ουσιαστικά ερωτήματα προς απάντηση που θα μπορούσαν να ανοίξουν κάποια «φωτεινά μονοπάτια» στη λύση αυτής της δύσκολης σχέσης. 

Έτσι, για παράδειγμα, δεν απαντήθηκε επαρκώς και πειστικά το ερώτημα γιατί παρά τον αγώνα του ΠΑΜΕ, τη διακριτότητα, τις «ξεχωριστές συγκεντρώσεις» κ.λπ., όχι μόνον δεν αδυνάτισε η αστική επιρροή στον εργατικό συνδικαλισμό, αλλά είναι εμφανές ότι ενδυναμώθηκε, ενώ και το ΠΑΜΕ σύρθηκε από την ηγεσία της ΓΣΕΕ, είτε στο «νόθο» και «αστυνομοκρατούμενο» Συνέδριό της, είτε στις πρόσφατες απεργίες. Το ίδιο ρηχή, βεβαίως, είναι και η απάντηση ότι για την κατάσταση των συνδικάτων ευθύνονται αυτές καθαυτές οι «ξεχωριστές συγκεντρώσεις», ο «σεχταρισμός» κ.λπ. Διάφορες δυνάμεις που δοκίμασαν την κατεύθυνση της «επαφής με τους εργάτες» μέσω της ΓΣΕΕ είναι φανερό ότι απέτυχαν και αυτές.

Το κύριο πρόβλημα, τόσο για τις δυο αυτές γραμμές, όσο και για όλους μας, παραμένει και είναι η σχέση όλων των κομμουνιστικών ρευμάτων με την ίδια τη σύγχρονη εργατική τάξη. Το κομμουνιστικό κίνημα, εδώ και 30 χρόνια, έχει πολύ μικρή έως ανύπαρκτη παρουσία στους μεγάλους συγκεντρωμένους χώρους παραγωγής και υπηρεσιών. Η πρωτοπόρα, από την άποψη χειρισμού σύγχρονων μέσων παραγωγής, εργατική τάξη δεν αναγνωρίζει σε εμάς τους κύριους εκφραστές των συμφερόντων της. Εκεί οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας.

Αυτή η πραγματικότητα έχει καταλυτική επίδραση στην σχεδόν ανυπαρξία συνδικάτων, πολύ περισσότερο, ταξικών αγωνιστικών συνδικάτων, στους 300 περίπου επιχειρηματικούς ομίλους της χώρας μας που απασχολούν σχεδόν το 50% της μισθωτής εργασίας και στους 60 περίπου μεγάλους, πολυεθνικούς και πολυκλαδικούς ομίλους που απασχολούν το 25%. 

Τι γίνεται στις περίπου 500 επιχειρήσεις με πάνω από 250 εργαζόμενους (περίπου το 0,25% του συνόλου) που εκμεταλλεύονται σχεδόν το ένα τέταρτο της μισθωτής εργασίας, μισό εκατομμύριο εργάτες και εργάτριες; Τι γίνεται στην Μότορ Όιλ, στον όμιλο της Ιντρακόμ, στον όμιλο Στασινόπουλου, στον όμιλο της Aegean, στους ομίλους πληροφορικής; Γιατί στον ιδιωτικοποιημένο και κατακερματισμένο όμιλο της ΔΕΗ η παρουσία της μαχόμενης αριστερής και συνδικαλιστικής επιρροής περιορίζεται σε (πραγματικά) ποσοστά κάτω του 5%, ίσως και του 3%, ενώ στη δεκαετία του ΄80 καθοδηγούσε μαζικές και νικηφόρες απεργίες; Γιατί στις τράπεζες κυριαρχεί ο αποκρουστικός εργοδοτικός συνδικαλισμός; Γιατί ο συνδικαλισμός περιορίζεται στο δημόσιο τομέα;

Οπωσδήποτε οι αιτίες είναι πολλαπλές και ιστορικές (καταρρεύσεις και στρατηγική ήττα του 1990, αντίστοιχη επέλαση του κεφαλαίου κ.λπ.). Οφείλουμε όμως να σταθούμε στο γεγονός ότι η μαχόμενη Αριστερά και τα κομμουνιστικά ρεύματα, ιδιαίτερα στη χώρα μας, δεν εντόπισαν την τεράστια συγκέντρωση της σύγχρονης εργατικής τάξης στους πολυκλαδικούς, πολυεθνικούς ομίλους. Η πολιτική μας οικονομία, ο μαρξισμός μας, ο θεωρητικός, πολιτικός και οργανωτικός προβληματισμός μας, όχι μόνον έμεινε στη δεκαετία του ’80, αλλά υποχώρησε. Στράφηκε σε μια πλευρά του κοινωνικού φαινομένου: στον υπαρκτό τοπικό και γεωγραφικό κατακερματισμό των επιχειρήσεων και των εργαζόμενων που όμως επισκίασε την άλλη, την παράλληλη και κύρια διαδικασία, αυτήν της υπερσυγκέντρωσης σε γιγαντιαίους επιχειρηματικούς ομίλους.

Προξενεί εντύπωση ότι στο ανάλογο κεφάλαιο των Θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, όπου πραγματοποιείται μια προσπάθεια ανάλυσης της θέσης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, ενώ εντοπίζεται η υπερσυγκέντρωση του κεφαλαίου, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην υπερσυγκέντρωση της εργατικής τάξης στους ομίλους και σε μεγάλες επιχειρήσεις, που τα ίδια στοιχεία και από τις ίδιες πηγές παρέχουν. Αντίθετα, το βάρος της ανάλυσης πέφτει στον κατακερματισμό της εργατικής τάξης σε μικρές επιχειρήσεις, οδηγώντας ανομολόγητα στον αντίστοιχο πολιτικό, οργανωτικό και συνδικαλιστικό προσανατολισμό. Το ίδιο συνέβη και με τις επεξεργασίες του ΝΑΡ, το οποίο έκανε πριν λίγα χρόνια μια ανάλογη προσπάθεια μελέτης της εργατικής τάξης.

Η μόνη σοβαρή θεωρητική προσπάθεια μελέτης των ομίλων στην Ελλάδα είναι αυτή του Γ. Τόλιου, παρά το γεγονός ότι κατά τη γνώμη μας δεν βαθαίνει επαρκώς στο ζήτημα της κατάστασης της εργατικής τάξης στους ομίλους. Το Αριστερό Ρεύμα όμως, στο οποίο ο Τόλιος ανήκε και ανήκει, δεν αξιοποίησε τη μελέτη αυτή παραμένοντας δέσμιο των ίδιων περίπου προσανατολισμών. 

Η θεωρητική αυτή ανεπάρκεια οδήγησε και οδηγεί σε ανεπαρκή παρέμβαση στους ομίλους και τις μεγάλες επιχειρήσεις όλης της Αριστεράς, κομμουνιστικής και μη. 

Το «κενό» παρέμβασης στους ομίλους καλύφθηκε από την επιστημονική οργάνωση του μάνατζμεντ, που καθυποτάσσει τους μισθωτούς -τόσο τα μπλε όσο και τα λευκά κολάρα- στις νέες εξουθενωτικές σχέσεις εργασίας, στον ατομισμό και στην υποταγή στον εργοδότη και από εκεί στον εργοδοτικό συνδικαλισμό –όταν υπάρχει ακόμη και αυτός. 

Για να οργανώσεις ταξικά συνδικάτα σε τέτοιους ομίλους, χρειάζεται «ηρωική», «ημιπαράνομη» και «μακρόχρονη δουλειά μυρμηγκιού». Αυτό είναι γνωστό. Πάνω από όλα όμως, χρειάζεται προσανατολισμός, μελέτη και γνώση γενικά των μονοπωλιακών ομίλων και ειδικά του συγκεκριμένου όπου επιχειρείς να παρέμβεις. Χρειάζεται προσανατολισμός, μελέτη και γνώση της εργατικής τάξης, των σύγχρονων μεθόδων απόσπασης υπεραξίας και των ιδιαίτερων στρωμάτων της, γενικά και ειδικά σε κάθε όμιλο και επιχείρηση. Μέσα από αυτό το δρόμο μπορεί να δημιουργηθεί η «επαφή με τους εργάτες της ΓΣΕΕ» και όχι μόνο. Μέσα από αυτό δρόμο θα μαθαίνεις από τους ίδιους τους εργαζόμενους, τις συνήθειές τους, τις ανάγκες τους, να μιλάς τη γλώσσα τους. Αυτό απαιτεί όμως, αντίστοιχο θεωρητικό, πολιτικό και οργανωτικό προσανατολισμό στους 300 ομίλους, ειδικά στους 60 μεγάλους και στις 500 μεγάλες επιχειρήσεις. Και αυτός είτε δεν υπάρχει, είτε υπάρχει στα λόγια σε όλα τα αριστερά ρεύματα. Όπου βεβαίως, το ΚΚΕ είναι σε καλύτερη θέση μεν, αλλά δε λύνει το πρόβλημα.

Το πρόβλημα δημιουργεί και ταυτόχρονα επιτείνεται από τον συνδικαλιστικό προσανατολισμό. Πώς θα οργανωθεί ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα με άξονα τον όμιλο; Αυτό το μεγάλο ερώτημα δεν έχει απαντηθεί, παρά υπαρκτούς προβληματισμούς, που απηχούνται στις αντιπαραθέσεις σε ορισμένα συνδικάτα τηλεπικοινωνιών, όπως στη Vodafon, στη Nokia κ.α. Το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ επιμένουν σε μια αναγκαία μεν αλλά πλέον ανεπαρκή κλαδική συνδικαλιστική οργάνωση (ΣΕΤΗΠ κ.α.), ενώ ρεύματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς επιμένουν σε μια επίσης αναγκαία, αλλά ακόμη πιο ανεπαρκή ομοιοεπαγγελματική οργάνωση (ΣΜΤ κ.α.). Έτσι, παρά τις κραυγές μας ενάντια στην «πουλημένη ΓΣΕΕ», αυτή κυριαρχεί στους κρίσιμους κλάδους, ομίλους και επιχειρήσεις, ενώ με το νέο νόμο θα δεχτεί ακόμη και η ίδια πλήγμα από τις ατομικές συμβάσεις που νομιμοποιεί πλήρως ο νέος νόμος.

Το πρόβλημα είναι διεθνές, με μικρή εξαίρεση τη γαλλική CGT και εμφανίστηκε δυναμικά στις ΗΠΑ, με την ήττα στην Amazon, στην αποθήκη των 5.000 εργατών της Αλαμπάμα, όπου η Αριστερά και τα αγωνιστικά συνδικάτα έδωσαν τη μάχη με μια στρατηγική που άρμοζε σε προηγούμενες δεκαετίες, όπως επισημαίνουν επιφανείς μαρξιστές και συνδικαλιστές της χώρας. Διότι το συνδικάτο έδωσε τη μάχη με όρους της αυτοκινητοβιομηχανίας του ΄50 και του ’60 και όχι με όρους των σύγχρονων γιγαντιαίων ομίλων της εφοδιαστικής αλυσίδας του 2020.

Η Αριστερά και τα κομμουνιστικά ρεύματα στη χώρα μας είναι προσανατολισμένα στα «μικρά μαγαζιά» του ιδιωτικού τομέα, σε μια εργατική τάξη «μικρών εμπειριών» και καθυστερημένων μέσων παραγωγής, ενώ έχουν απολέσει την επαφή με τη σύγχρονη, συγκεντρωμένη σε επιχειρηματικούς ομίλους, εργατική τάξη που έχει δημιουργηθεί και αναπτύσσεται εδώ και δεκαετίες και χειρίζεται εξελιγμένα μέσα παραγωγής. Έτσι, οικοδομούνται αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις, με δυσανάλογα μεγάλο αριθμό διανοουμένων, μικρομεσαίων στρωμάτων και μισθωτής εργασίας της σχετικά μικρής και πολύ μικρής παραγωγής, τα οποία με τη σειρά τους στρέφουν εκ νέου την προσοχή στους ανάλογους χώρους, επηρεάζοντας καθοριστικά τη στρατηγική, την τακτική, την πολιτική, τον πολιτισμό και τη γλώσσα μας, με βάση τα μερικά συμφέροντά τους. Έτσι, στριφογυρίζουμε διαρκώς μέσα σε ένα φαύλο κύκλο.

Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση απαιτείται στην κυριολεξία μια «εργατική» θεωρητική και πρακτική επανάσταση μέσα στην Αριστερά και ιδιαίτερα στο κομμουνιστικό κίνημα. Δυστυχώς, οι Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ δεν κάνουν κανένα σοβαρό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Για αυτό η δράση του στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι διαρκώς «ένα βήμα μπρος και δυο πίσω». Η προαναφερθείσα διαπίστωση όχι μόνον δεν δικαιώνει τα υπόλοιπα κομμουνιστικά ρεύματα, αλλά υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο τις δικές μας ευθύνες και τονίζει την υπερπροσπάθεια που οφείλουμε να κάνουμε.

*****

Τονίζουμε ότι, εδώ και δεκαετίες, το ΚΚΕ δεν διαθέτει συνολική πρόταση τακτικής προς την εργατική τάξη και το λαό. Η ΚΕ στις Θέσεις της δεν αναφέρει κανένα πολιτικό πρόγραμμα συσπείρωσης δυνάμεων. Η πολιτική πρόταση είναι το «Δυνατό ΚΚΕ» για την «εξουσία» και το «σοσιαλισμό». Από το προηγούμενο Συνέδριο αφαιρείται ακόμη και αυτή η πρόταση «για δυνατό εργατικό κίνημα και κοινωνική συμμαχία». Στην πράξη, η ΚΕ προτείνει μια συσπείρωση επαναστατικών δυνάμεων σε συνθήκες που το ίδιο αναγνωρίζει ως μη επαναστατικές. Πρόκειται για μια στροφή που έγινε εδώ και 15 χρόνια, αλλά προετοιμάστηκε σταδιακά μετά το ΄90 και ειδικά μετά το 2000. Μέχρι το ’90 και επί δεκαετίες, κυριάρχησε η αποκοπή της τακτικής από τη στρατηγική. Η στρατηγική υποτάχθηκε στην τακτική, στις εφήμερες πολιτικές επιλογές. Η πολιτική μετατράπηκε σε «τακτικισμό» με ολέθρια αποτελέσματα, όπως η επιλογή της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ, μετέπειτα και με το ΠΑΣΟΚ στην «οικουμενική». Η αυτοκριτική που γίνεται για αυτή την περίοδο είναι όχι μόνον ρηχή αλλά και διαστρεβλωτική με στόχο να αφαιρέσει τις ευθύνες από τη σημερινή ηγεσία. Η οποία με άρθρο της, έφτασε μέχρι του σημείου να ταυτίζει το ρεύμα που αντιστάθηκε σε αυτές τις επιλογές με το δεξιό «ανανεωτικό» ρεύμα με το οποίο η ίδια συμμάχησε για να τις επιβάλει.

Η σχέση στρατηγικής και τακτικής είναι μια πολύ δύσκολη, ιστορικά και ζωντανά μεταβαλλόμενη, διαλεκτική σχέση ενότητας δυο εξαιρετικά ισχυρών αντιθέσεων. Δεν μπορείς να καταργήσεις με «διατάγματα» ούτε τον έναν, ούτε τον άλλον πόλο χωρίς καταστροφικά αποτελέσματα. Ο Συνασπισμός αρχικά και μετέπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και (με άλλο τρόπο) όλα τα ρεύματα του κινηματισμού, «καταστρέφουν» τη στρατηγική της επανάστασης και του κομουνιστικού σκοπού. Έτσι, ο πρώτος κατέληξε να έχει σαν στρατηγικό του ορίζοντα την «αριστερή κυβέρνηση» που για τα έργα της έλαβε τα εύσημα της Κομισιόν και του Αλ. Παπαχελά. 

Η ηγεσία του ΚΚΕ, μετά το 2010, αντί να εκπονήσει μια νέα διαλεκτική σύνδεση της τακτικής με τη στρατηγική υπό την καθοριστικότητα της στρατηγικής, επέλεξε να «καταστρέψει» τον άλλο πόλο, την τακτική. Ο «στρατηγισμός» αποτελεί την άλλη όψη του «τακτικισμού». Από άλλο δρόμο οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα: στην αποκοπή από τις εργαζόμενες μάζες. Τα αποτελέσματα για το ΚΚΕ είναι φανερό ότι είναι αποκαρδιωτικά (υποχώρηση στα συνδικάτα, στο μισό η εκλογική του δύναμη κ.α.). 

Το πρόβλημα όμως και πάλι αφορά όλους μας. Είναι πολύπλοκο, βαθύ και παγκόσμιο. Για αυτό χρειάζεται να ψάξουμε σε βάθος και ιδιαίτερα, να ξαναδούμε θεωρητικά και πρακτικά τη σχέση «κοινωνικής μεταρρύθμισης και επανάστασης», η οποία «κρύβεται» κάτω από τη σχέση τακτικής και στρατηγικής. Να ξαναδιαβάσουμε το έργο της Ρόζας που φέτος κλείνουν 150 χρόνια από τη γέννησή της. Να ξαναδιαβάσουμε τον Λένιν και όλους τους επαναστάτες, την εμπειρία του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα την ελληνική. Αλλά με ρηξικέλευθο πνεύμα, με τα μάτια στραμμένα στον 21ο αιώνα.

Από αυτή τη σκοπιά, απαιτείται να αναπτύξουμε μορφές θεωρητικού και πολιτικού διαλόγου, αλλά και την οργανωμένη, συνεχή και με αρχές, κοινή δράση για να αντιμετωπίσουμε την διαρκή και με νέο βάθος, επίθεση της κυβέρνησης και της αστικής τάξης.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ