Η δικαιοσύνη είναι βεβαίως ανεξάρτητη, οι λειτουργοί της πράττουν κατά συνείδηση και ο κομματικός μηχανισμός είναι αθώος – για τις αποφάσεις που δεν θέλει να χρησιμοποιήσει επικοινωνιακά. Αν θέλει, μπορεί και να ζητήσει εύσημα, όπως συνέβη με τη Χρυσή Αυγή, που ξαφνικά μας ζητούσαν να ευχαριστήσουμε τον Δένδια για την κινητοποίηση της δικαιοσύνης.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, όσοι δεν ασκούμε “πολιτική”, δηλαδή όσοι δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι οι αποφάσεις της δικαιοσύνης, ιδίως στις υποθέσεις που απασχολούν τη δημόσια συζήτηση, βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με τον κομματικό μηχανισμό που τις υπαγορεύει. Ας δούμε τώρα το περιεχόμενο αυτών των αποφάσεων, όχι σε ζητήματα όπως είναι ο δημόσιος έλεγχος στο νερό (όπου αγνοούν χαρωπά το ΣτΕ), αλλά σε ζητήματα ζωής και θανάτου.
Ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι απλώς διατεθειμένος να αποδεχτεί το ενδεχόμενο ενός νεκρού απεργού πείνας. Σχεδόν το επιδιώκει (και πάλι). Το ενδεχόμενο αυτό είναι απολύτως καλοδεχούμενο για την κυβέρνηση, γι’ αυτό και φλερτάρει με αυτό τόσο αμέριμνα. Το ξέρουμε από την περίπτωση του Κουφοντίνα, πολύ καλά. Ο βασικός υπολογισμός είναι ότι ακόμη και ένας θάνατος απεργού πείνας, ακόμη και μια εκτεταμένη αναταραχή, είναι επίσης πολύ καλοδεχούμενα γεγονότα, διότι δεν θα καταλήξουν σε κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων. Στη διάρκεια των επεισοδίων το ακροδεξιό κοινό τους θα δείχνει τα αιμοδιψή του αντανακλαστικά χωρίς καμιάν αιδώ και εκείνοι θα ασκούν βία με χαρά και απόλαυση.
Όσο ανατριχιαστικό κι αν είναι, καθώς γράφουμε για μια ανθρώπινη ζωή που κρέμεται από μία κλωστή, χρειάζεται πιστεύω να καταλάβουμε ακριβώς τι γίνεται. Ακόμη και ένας θάνατος, ακόμη και εκτεταμένα επεισόδια στη συνέχεια, είναι για την κυβέρνηση όχι απλώς διαχειρίσιμα, αλλά μια πολύ καλή ευκαιρία για να μη συζητάμε πράγματα για τα οποία φταίει, που έχουν δυσκολέψει τη ζωή των πολιτών.
Μπορεί να ανεχτεί το κόστος να ζυγίσει μια τέτοια διευκόλυνση, έναν επικοινωνιακό αντιπερισπασμό, βάζοντας από την άλλη μία ανθρώπινη ζωή; Νομίζω, πάρα πολύ εύκολα. Η κυβέρνηση δεν έχει στενοχωρηθεί για δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, για τα θύματα της διαχείρισης της πανδημίας. Το μόνο που έκανε ήταν να χαρτζιλικώνει δημοσιογράφους να λένε ότι όλα έγιναν καλά.
Ζούμε σε μια χώρα που θα ανεχτεί το βάρος να έχει νεκρό απεργό πείνας; Δεν ξέρω ποιος μπορεί να έχει τέτοιες απορίες. Έχουμε τεκμηριωμένα επαναπροωθήσεις στα σύνορά μας, έχουμε συμπεριφορά συμμορίας από την αστυνομία και το λιμενικό και δεν ιδρώνει το αυτί κανενός. Βεβαίως και δεν τους ενοχλεί να προστεθεί ένας νεκρός απεργός πείνας σε αυτή τη λίστα εγκλημάτων. Ο πρωθυπουργός θα ερωτάται για το ζήτημα και θα απαντά «youhavenotbeentoSamos».
Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει μία ακόμη κρίσιμη παράμετρος. Ο Μιχαηλίδης είναι αναρχικός. Ως γνωστόν, η ιδιότητα του αναρχικού δημιουργεί για το κράτος ένα ειδικό καθεστώς εξαίρεσης, όπου ό,τι και να πάθουν αυτοί οι άνθρωποι καλώς το παθαίνουν. Βασανιστήρια; Ατιμωρησία της αστυνομίας για τα βασανιστήρια; Παραβίαση δικαιωμάτων; Καταδίκες χωρίς στοιχεία; Μήνες ή και χρόνια στη φυλακή χωρίς στοιχεία, για αθώους ανθρώπους; Κανένα πρόβλημα. Έχουμε στην καλύτερη περίπτωση διαπρύσιους κήρυκες της νομιμότητας που θα τρίβουν τα χέρια τους και θα λένε «ας μην ήταν αναρχικός».
Και επειδή για την κυβέρνηση όλα τα προβλήματα είναι επικοινωνιακά, η ταμπέλα του αναρχικού διευκολύνει πάρα πολύ: φανταζόμαστε από τώρα όσα θα γράφονται όσο η κατάσταση θα επιδεινώνεται.
«Γιατί ζητάει την εφαρμογή του νόμου, αυτός που αρνείται την αστική δικαιοσύνη», και άλλα τέτοια βαθυστόχαστα, που έχουν μηδενική επιχειρηματολογική αξία (εκτός καφενείου), αλλά είναι ο άξονας γύρω από τον οποίον κινούνται αυτές οι συζητήσεις.
Όταν πρόκειται για τον Λιγνάδη, μας κάνουν εντατικά φροντιστήρια ποινικής δικονομίας για να αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα του ζητήματος, μας μαλώνει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ότι δεν πρέπει να ανακατευόμαστε στα της δικαιοσύνης και πρέπει να τους αφήνουμε να κάνουν ανενόχλητοι πλάτες στον βιαστή ανηλίκων. Όταν πρόκειται για κρατούμενο που δεν ανήκει στην παρέα τους, δηλαδή που το έγκλημά του δεν είχε θύμα έφηβο στα Εξάρχεια ή οροθετικό, αλλά τράπεζες, τότε ακούγονται μόνο οι ιαχές του «καλά να πάθει».
Υπενθυμίζω κάποια βασικά στοιχεία της υπόθεσης: ο Μιχαηλίδης έχει εκτίσει πια περισσότερο από τα ⅗ της ποινής του, δηλαδή δικαιούται να εκτίσει το υπόλοιπο εκτός φυλακής. Το γεγονός ότι δεν του δίνεται αυτή η δυνατότητα, οφείλεται στην εκδικητική μανία με την οποία η δικαιοσύνη φυλακίζει αναρχικούς. Αντιλαμβανόμαστε ότι εκεί όχι απλώς κανείς Μαγκλίνης δεν θα κλάψει για 17 λεπτά φυλακής, αλλά μοιράζονται τα χρόνια της φυλακής στα δικαστήρια λες και είναι στραγάλια.
Πρόκειται για κρατούμενο που έπαιρνε εκπαιδευτικές άδειες και επέστρεφε κανονικά, μέχρι που το δικαστικό σύστημα που τώρα κρύβεται πίσω από τη νομιμότητα του «τι να κάνουμε, έτσι λέει ο νόμος», του φόρτωνε κακουργηματικές κατηγορίες για «συνέργεια σε στάση», για κείμενο που υπέγραψε τέσσερις μέρες μετά την έναρξη της διαμαρτυρίας των κρατουμένων στον Κορυδαλλό. Αυτό είχε ως συνέπεια τη στέρηση αδειών και ημερομισθίων και επιστροφή σε κλειστή φυλακή. Αυτό, λίγους μήνες πριν την αποφυλάκισή του. Αυτό συνέβη πριν την απόδραση.
Δεν έχω αυτή τη στιγμή κανένα ενδιαφέρον για το τι θα γίνει “μετά”, τι θα γίνει δηλαδή αν ο Μιχαηλίδης συνεχίσει την απεργία πείνας μέχρι το τέλος. Πιστεύω ότι εδώ που βρισκόμαστε τώρα σημασία έχει να ασκηθεί η μεγαλύτερη δυνατή πίεση άμεσα, προκειμένου να υποχωρήσουν οι άνθρωποι που παίζουν με τη ζωή ενός κρατούμενου, για να δείξουν ότι είναι πολύ σκληροί με το έγκλημα. Δεν είναι καθόλου σκληροί με το έγκλημα, είναι εντελώς απάνθρωποι όταν πρόκειται για κρατούμενους που δεν ανήκουν στην παρέα τους. Το πρώτο μέλημα είναι να μη χαθεί αυτή η ζωή. Δυστυχώς όμως χρειάζεται να έχουμε υπόψη μας ότι αυτό το αίτημα είναι αντιμέτωπο με έναν μηχανισμό που δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για όσα μας νοιάζουν. Το μόνο που έχει να σταθμίσει είναι οι πιέσεις που θα δεχτεί. Σε αυτό λοιπόν πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας.