Πηγή: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 18/11/2022
Ο Σουν Τσου στην Τέχνη του πολέμου (V.1) έγραφε: “Για να είμαστε βέβαιοι ότι ο στρατός μας θα αντιμετωπίσει τον εχθρό και δεν θα ηττηθεί, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τόσο τις συμβατικές δυνάμεις και μεθόδους (τζενγκ) όσο και τις ανορθόδοξες δυνάμεις και μεθόδους (τσι). Τα τεχνάσματα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν όσοι είναι δεξιοτέχνες στη χρήση των ανορθόδοξων δυνάμεων και μεθόδων είναι άπειρα όπως ο ουρανός και η γη και ανεξάντλητα όπως οι μεγάλοι ποταμοί”.
Τα παραπάνω έχουν επιβεβαιωθεί μυριάδες φορές στο ρου της ανθρώπινης ιστορίας και των συγκρούσεων κάθε είδους. Ισχύουν οπωσδήποτε και στο πεδίο της διπλωματίας. Αυτήν ακριβώς την τακτική εφαρμόζει με επιτυχία η κυβέρνηση Ερντογάν. Αυτό που μοιάζει αντιφατικό και αλλοπρόσαλλο στις κινήσεις της είναι απολύτως σχεδιασμένο. Εντάσσεται, ή για την ακρίβεια υποτάσσεται, στο σχεδιασμό της κυρίαρχης τάξης της Τουρκίας για έναν ενισχυμένο περιφερειακό ρόλο.
Η ιστορική εμπειρία των συγκρούσεων έχει αποδείξει ότι η συνδυασμένη χρήση συμβατικών και ανορθόδοξων μέσων μπορεί εξίσου να υπηρετήσει την ειρήνη και την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας. Αλλά δυστυχώς η μέχρι τώρα πρακτική των ελληνικών κυβερνήσεων κινείται στον αντίποδα. Η Ελλάδα είναι ο πρόθυμος σύμμαχος του ΝΑΤΟ. Παρέχει βάσεις, συμμετέχει πολύμορφα στον πόλεμο στην Ουκρανία. Ετοιμάζεται, κατά πληροφορίες, να εκπαιδεύσει Ουκρανούς κομάντο σε ελληνικά στρατόπεδα. Συμφωνεί με τις αποφάσεις στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, δέχεται αδιαμαρτύρητα τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Από όλα αυτά δεν κερδίζει η ειρήνη αλλά ούτε προάγεται η υπεράσπιση της εθνικής μας κυριαρχίας.
Θυμίζω την πρόσφατη δήλωση (18/10/2022) του αμερικανού πρέσβη στην Άγκυρα Τζ. Φλέικ: “η συνεργασία μας για την ασφάλεια με τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, την Τουρκία και την Ελλάδα, δεν βασίζεται στο να πάρουμε θέση ή να αποσταθεροποιήσουμε έναν από τους εταίρους”. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζ. Τσούνης δήλωσε στις 7/11/2022 πως «διαβιβάζουμε σταθερά σε Ελλάδα και Τουρκία να κάνουν αυτό ακριβώς (να κάνουν διάλογο), επειδή ξέρω ότι και η Ελλάδα και η Τουρκία επιδιώκουν ειρήνη». Και συμπλήρωσε: “ελπίζω στο άμεσο μέλλον, οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας να διευθετηθούν δια της διπλωματικής οδού”.
Για μια ακόμη φορά δηλαδή οι ΗΠΑ, όχι μόνο δεν παίρνουν θέση απέναντι στις αντίθετες στο διεθνές δίκαιο τουρκικές επιδιώξεις και προκλήσεις, αλλά στην πραγματικότητα τις νομιμοποιούν. Αναφέρονται σε διαφορές, όπως υποστηρίζει η Τουρκία, και όχι στη μία και μοναδική υπαρκτή διαφορά που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.
Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα να αξιοποιήσει η Ελλάδα ανορθόδοξα διπλωματικά μέσα μαζί με τα συμβατικά; Θυμιζω πως ένα τέτοιο δείγμα ήταν το κλείσιμο της αμερικανικής βάσης της Ν. Μάκρης και η αποστολή του τότε υπουργού Εξωτερικών στη Σόφια κατά την ελληνοτουρκική κρίση του 1987. Όπως είναι γνωστό, η κίνηση, αν και ημιτελής, έδωσε καρπούς.