Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Στη γενιά του Πολυτεχνείου, στη γενιά των αντιδικτατορικών και των μεταπολιτευτικών αγώνων ανήκε ο Γιώργος Σταματάκης, που πέθανε την Τρίτη, τη δεύτερη ημέρα που η κακοκαιρία «Μπάρμπαρα» έδειχνε τα χιονισμένα νύχια της. Ας μην του αρνηθούμε αυτόν τον χαρακτηρισμό, ας μην ξεχάσουμε ότι ήταν κι αυτός ένας που «μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό πολέμησε τον Δάτι και τον Αρταφέρνη». Και τους πολέμησε σε ζόρικους καιρούς με όλο το νεανικό πάθος, την ευγένεια, την εξυπνάδα του.
Το ’89 δεν ήταν μόνο «βρόμικο», όπως χαρακτηρίστηκε. Ήταν ένα ορόσημο για τη ζωή πολλών συντρόφων που αποφάσισαν «να φύγουν από το μαντρί», διαφωνώντας όχι μόνο με τη συγκυβέρνηση του ΚΚΕ με τη Δεξιά αλλά και με τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν, μια σημαντική λεπτομέρεια που έχει ξεχαστεί. Πολλοί από όσους σήμερα διαφημίζουν την ανανεωτική τους σκέψη είχαν τότε τηρήσει σιγήν ιχθύος, σε αντίθεση με τη λεγόμενη «ΚΝΕ Γράψα» που από την πρώτη στιγμή καταδίκασε την επέμβαση του κινεζικού στρατού λέγοντας ότι ο σοσιαλισμός δεν επιβάλλεται με σφαίρες και με τανκς.
Κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, κατέρρευσαν πολλές βεβαιότητες. Πολλά επαγγελματικά στελέχη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ βρέθηκαν μετέωρα, έγιναν ξαφνικά ανεπάγγελτοι, άνεργοι. Κάποιοι επέστρεψαν στην επιστήμη που είχαν σπουδάσει, άλλοι έκαναν δουλειές του ποδαριού, άλλοι επιδίωξαν ακαδημαϊκή καριέρα, άλλοι έκαναν βαθιά βουτιά στον κόσμο του «επιχειρείν» – κι ένας από αυτούς ήταν ο Γιώργος.
Μακρόχρονες φιλίες δοκιμάστηκαν, διακόπηκαν, διαλύθηκαν, φαρμακώθηκαν. Όμως οι σπίθες που κάποτε στραφτοκοπούσαν, οι σπίθες της αλληλεγγύης, της συντροφικής αγάπης, δεν έσβησαν μες στις στάχτες. Κι έρχονται κάποιες στιγμές, όπως η είδηση για κάποιον θάνατο, που οι παλιές σπίθες ζωντανεύουν.
Αυτή η αλληλεγγύη, η φιλία που κάποτε μοιραστήκαμε με τον Γιώργο και την οικογένειά του, τη Βίκυ και τον Άγγελο, δεν είχε σχέση μόνο με το προσωπικό ήθος του ενός ή του άλλου αγωνιστή: ήταν χαρακτηριστικά ενταγμένα στο συλλογικό ήθος της μεταπολίτευσης. Σήμερα φαίνεται αδιανόητο το να επισκεφθούμε το σπίτι κάποιου φίλου ή συντρόφου απροειδοποίητα, να χτυπήσουμε το κουδούνι και να ζητήσουμε φιλοξενία ή γεύμα για έναν, για δύο, για τρεις. Τότε ήταν φυσικό. Ο Γιώργος ήταν μια ανοιχτή αγκαλιά για όλους – και το ίδιο ίσχυε για πολλούς πρώην συντρόφους με τους οποίους σήμερα σπάνια ανταλλάσσουμε μια καλημέρα.
Μόνο που δεν υπάρχουν «πρώην σύντροφοι». Υπάρχει μια πρώην συντροφικότητα, που την έθρεψαν το πάθος, η ανιδιοτέλεια (και όχι η τυφλή κομματική πίστη) των χρόνων της δικτατορίας και των πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης. Αυτή τη συντροφικότητα εξέφραζε ο Γιώργος, όπως και πολλοί άλλοι σύντροφοι εκείνων των χρόνων. Σήμερα μόνο ψήγματα αυτής της παλιάς συντροφικότητας συναντάμε, και τούτα σε στιγμές έξαρσης των σημερινών αγώνων εφόσον τους ζούμε και συμμετέχουμε σ’ αυτούς, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Για δυο δεκαετίες ο Γιώργος Σταματάκης διάλεξε τη σιωπή. Δεν επιδίωξε να εξηγήσει δημόσια τις πρόσφατες επιλογές του ή να αναφερθεί στο φλογερό αγωνιστικό παρελθόν του. Και πρέπει να αναγνωρίσουμε την αξιοπρέπεια αυτής της στάσης όσο και αν διαφωνήσαμε με τις επαγγελματικές επιλογές του.
Φυσικά ο Γιώργος δεν πίστευε στη μεταθανάτια ζωή, στον Παράδεισο και την Κόλαση. Αν όμως υπήρχε μια Κόλαση, στην οποία δεν θα ήθελε με κανέναν τρόπο να βρεθεί, αυτή θα ήταν μια στάνη, ένα τυροκομείο όπου θα παραγόταν φέτα ή ένα τεράστιο βαρέλι με φέτα. Είχε δυσανεξία σ’ αυτό το είδος τυριού, όπως έχουν πολλοί. Επιπλέον, απεχθανόταν τον τραχανά, ίσως γιατί τον είχαν υποχρεώσει να καταναλώσει τεράστιες ποσότητες όταν ήταν παιδί. Μια φορά λοιπόν, όταν ήταν υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ στην Α΄ Αθήνας, έπρεπε να μιλήσει σε μια μικρή σύναξη σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, σε ένα κοινό μελών και «επιρροών». Ο οικοδεσπότης, θέλοντας μια επιστροφή στις ρίζες, ετοίμασε για τους καλεσμένους του σούπα τραχανά μέσα στον οποίο επέπλεαν παχουλά κομμάτια φέτας. Όταν τον σερβίρισαν, ο Γιώργος, μη θέλοντας να φανεί ακατάδεχτος, πήρε το κουτάλι και άδειασε βιαστικά το πιάτο του ώστε να ξεμπερδέψει με αυτό το βάσανο μια ώρα αρχύτερα. Ο οικοδεσπότης, πιστεύοντας ότι αυτή η εκπληκτική ταχύτητα οφειλόταν στην προτίμηση του Γιώργου για το συγκεκριμένο έδεσμα, είπε:
«Α, βλέπω ότι σου αρέσει ο τραχανάς».
Και ξαναγέμισε με μια βαθιά κουτάλα το πιάτο. Εδώ σε θέλω, κάβουρα.
Ποτέ ένας άνθρωπος δεν είναι «ένα» πράγμα. Ο Γιώργος Σταματάκης δεν ήταν μόνο ο «πρώτος πρόεδρος» της ΕΦΕΕ. Δεν ήταν μόνο ο ακάματος κομμουνιστής. Δεν ήταν μόνο αυτός που δεν έτρωγε τη φέτα. Ήταν ένας ζεστός, τρυφερός, ευφυής και γενναιόδωρος άνθρωπος, που πρόσφερε πολλά όχι μόνο στο κίνημα αλλά και σε όλους όσους οι δρόμοι τους έτυχε να διασταυρωθούν με τον δικό του. Για όσο κράτησε αυτή η ζεστασιά.
*Συγγραφέας