Στο νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό Άμυνας των ΗΠΑ, η Βουλή των Αντιπροσώπων πρόσθεσε παράγραφο για «την δυνατότητα δημιουργίας νέων βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στα νησιά». Ο δουλοπρεπής εγχώριος Τύπος και τα παπαγαλάκια της πρεσβείας που έχουν προνομιακή θέση στα media, παρουσίασαν την είδηση με σχεδόν θριαμβευτικό τόνο. Παρά το ότι η χώρα έχει ευθυγραμμιστεί με την πολιτική των ΗΠΑ σε βαθμό υποτέλειας, αυτή η εξέλιξη έχει μια νέα διάσταση. Δεν την είχαν ζητήσει οι ΗΠΑ μέχρι πρόσφατα.
Ήταν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όταν οι ΗΠΑ ζήτησαν την επέκταση των Αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, και η τότε κυβέρνηση σε μια ακόμη επίδειξη υποτέλειας είχε συμφωνήσει. Οι ΗΠΑ είχαν μέχρι το 2018 μια βάση στην Ελλάδα, την Σούδα, και ζήτησαν επίσημα άλλες τρεις: στην Αλεξανδρούπολη, στην Λάρισα και στο Στεφανοβίκειο.
Αυτή η κίνηση εντασσόταν στις ενέργειες για ενίσχυση της παρουσίας των ΗΠΑ στο χώρο της Βαλκανικής, στα πλαίσια της περικύκλωσης της Ρωσίας σε μια όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που οι ΗΠΑ σχεδίαζαν μεθοδικά. Επίσης ήταν και μια κίνηση προληπτική, σε περίπτωση που η Τουρκία δεν συντασσόταν πλήρως με τα σχέδια των ΗΠΑ. Ο Ερντογάν δεν ξεχνούσε τον ρόλο των ΗΠΑ στο πραξικόπημα εναντίον του, ούτε οι ΗΠΑ την άρνηση διέλευσης Αμερικανικών στρατευμάτων για άνοιγμα δεύτερου μετώπου στον πόλεμο του Κόλπου.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε συμφωνήσει για την επέκταση των βάσεων, αλλά δεν πρόλαβε να την υλοποιήσει λόγω εκλογών. Το μόνο σημείο που είχε μείνει μετέωρο ήταν ότι οι ΗΠΑ ζητούσαν κ την αποθήκευση πυρηνικών στην βάση του Αράξου, ενώ ο τότε υπουργός Άμυνας Π. Καμμένος είχε προτείνει την Κάρπαθο, σε μια προσπάθεια να χρυσώσει το χάπι μέσω της αφελούς προσέγγισης ότι θα ακύρωνε την σύμβαση της Λωζάνης για την στρατιωτικοποίηση των νησιών.
Η κυβέρνηση της ΝΔ όχι μόνο υπέγραψε την επέκταση των βάσεων των ΗΠΑ, αλλά προχώρησε κ σε ένα σκαλί παραπάνω μετατρέποντας την συμφωνία για τις βάσεις σε αορίστου χρόνου αντί της ετήσιας ανανέωσης που ίσχυε. Λίγο η δουλοπρέπεια του επίσημου πολιτικού συστήματος που διογκώθηκε με τα μνημόνια, λίγο ο συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ, λίγο η ύπαρξη κάτι σκανδάλων που ενέπλεκαν την ΝΔ (πχ Novartis, κλπ), η συμφωνία πέρασε χωρίς μεγάλες αντιδράσεις και φυσικά χωρίς ανταλλάγματα για την χώρα.
Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική απόδειξη της έκπτωσης του πολιτικού προσωπικού της χώρας από την δήλωση του πρωθυπουργού Κ Μητσοτάκη στην Βουλή ότι η παρουσία Αμερικανικών βάσεων προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας από την Τουρκία. Δηλαδή πάλι καλά που μας έκαναν χάρη οι ΗΠΑ.
Αφού οι ΗΠΑ πήραν ότι ήθελαν και μάλιστα τζάμπα, γιατί προκύπτει τώρα θέμα νέων βάσεων και μάλιστα φωτογραφίζοντας και τα νησιά; Οι ΗΠΑ είχαν αποφύγει στο παρελθόν γιατί δεν ήθελαν (ούτε θέλουν σήμερα) να προκαλέσουν την Τουρκία για βάσεις στα νησιά ιδιαίτερα του Ανατολικού Αιγαίου. Έχουν βάσεις σε όλο το μήκος της Ελληνικής Επικράτειας από τον Βορρά (Αλεξανδρούπολη), την Κεντρική Ελλάδα (Λάρισα, Μαγνήσια) και νότο (Κρήτη). Τι θα προσφέρει περισσότερο μια βάση στην Σκύρο δίπλα από την Λάρισα, ή στην Λήμνο δίπλα από την Αλεξανδρούπολη;
Γιατί τώρα ανοίγει αυτό το θέμα;
Η απάντηση πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα της πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή και της επιλογής για όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η πρώτη προτεραιότητα των ΗΠΑ στην περιοχή είναι μια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας που θα μειώνει τις αντιθέσεις στην περιοχή, και η πιθανή δημιουργία μικρών βάσεων των ΗΠΑ θα έχει το ρόλο του τοπικού επιτηρητή. Μια συμφωνία που για τον χώρο του Αιγαίου θα είναι σίγουρα ετεροβαρής για την χώρα.
Η δεύτερη αιτία πρέπει να αναζητηθεί στην απόφαση των ΗΠΑ να οξύνουν την αντιπαράθεση με τον άξονα Κίνας- Ρωσίας, και να χρησιμοποιήσουν την χώρα σαν προκεχωρημένο φυλάκιο σε περίπτωση μη πλήρους εναρμόνισης της Τουρκίας. Σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται φυσικά για βάσεις πλησίον της Τουρκίας που δήθεν θα δημιουργηθούν για την προστασία της χώρας από τους «απέναντι», αλλά νησιά όπως η Σκύρος ή βάσεις όπως του Αράξου με μεταφορά πυρηνικών από το Ιντσιρλίκ.
Το επίσημο πολιτικό προσωπικό, και η αστική τάξη της Ελλάδας μας οδηγεί είτε σε έναν ετεροβαρή συμβιβασμό με την Τουρκία με μόνο ωφελημένη τις ΗΠΑ και πιθανόν κάποιες πολυεθνικές στους υδρογονάνθρακες, είτε σε ρόλο προκεχωρημένου φυλακίου με κακές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο πλην της λεγόμενης Δύσης.
Το στοίχημα είναι να αρθρωθεί από την Αριστερά μια διαφορετική οπτική που θα ξεκινά από την μη σύνταξη της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και δεν θα έχει σαν όραμα την μετατροπή της σε μια νεα «Μεσογειακή Χαβάη» των τουριστών της Δύσης και των στρατιωτικών της εγκαταστάσεων.
Ο Γ. Παυλόπουλος είναι οικονομολόγος, εργαζόμενος στον τραπεζικό τομέα.