Με αφορμή την έκθεση με θέμα «Εικαστικές Τέχνες και Αντίσταση» που παρουσιάζει το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων ως τις 30 Νοέμβρη, αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο του Γιάννη Στεφανίδη που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη το 2003.
Οι χρονιές του ’40 – ’41 και η Κατοχή, που ακολούθησε, στάθηκαν ορόσημο για τους σπουδαστές που μπήκαν τότε στην ΑΣΚΤ. Ζήσαμε τον πόλεμο, την Κατοχή και στη συνέχεια την Αντίσταση και μπορώ να πω ότι – από μια άποψη – αυτό ήταν τύχη για μας. Βρήκαμε ιδανικά που δεν είχαμε, πήραμε στα χέρια μας τη μόρφωσή μας, παλέψαμε για την επιβίωση, δουλέψαμε παράνομα, βγήκαμε στους δρόμους και αντιμετωπίσαμε τους πάνοπλους καταχτητές. Κοντολογίς, ανδρωθήκαμε στην Αντίσταση, γράψαμε ιστορία.
Τώρα, ύστερα από 60 χρόνια περίπου, προσπαθώ να μαζέψω το μυαλό μου και να καταγράψω, με όση ακρίβεια μπορώ, τι κάναμε εκείνα τα χρόνια εμείς οι ΕΠΟΝίτες σπουδαστές της ΑΣΚΤ.
Το φθινόπωρο του ’40, γράφτηκε στη Σχολή η φουρνιά τη δικιά μου και στις 28 του Οκτώβρη βούιζαν οι σειρήνες του συναγερμού, ενώ την ίδια μέρα ακούστηκε και το κροτάλισμα των αντιαεροπορικών που αντιμετώπιζαν τα ιταλικά αεροπλάνα. Είναι αλήθεια, η ανεμελιά μας – όσων δε στρατεύτηκαν – ταράχτηκε για λίγο, αλλά μετά ο πόλεμος έγινε για μας ρουτίνα, άρχισαν οι πρώτες νίκες του στρατού και το μποεμιλίκι μας ξαναφούντωσε. Στη Σχολή αλώνιζαν τότε τα τσιράκια της ΕΟΝ. Προσπαθούσαν να μας μαντρώσουν στις αίθουσες να ακούσουμε «εθνικές ομιλίες» – δέκα μάζευαν, οι εννιά τούς έφευγαν – και να γράψουν νέα μέλη. Τότε φάνηκαν και ορισμένοι σπουδαστές που είχαν πολιτική άποψη και αντέδρασαν. Μας έβαλαν ψύλλους στ’ αυτιά. «Μην τους ακούτε, είναι φασίστες», μας έλεγαν, «κάνουν τους πατριώτες, αρμέγουν την εξουσία, ενώ ο στρατός χύνει το αίμα του». Ητανε λίγοι, μα δυναμικοί, είχανε επιχειρήματα κι άρχισαν να μας επηρεάζουν. Ηταν ο Βασίλης Αρμάος, ο Ιάσωνας Μολφέσης, ο Νικήτας Παπαδόπουλος, ο Απόστολος Μπάρμπογλου, ίσως κι άλλοι που δε θυμάμαι. Απ’ ό,τι φάνηκε μετά, ήτανε μέλη της ΟΚΝΕ.
Ενα βράδυ – καλοκαίρι του ’41 πρέπει να ήτανε – βρέθηκα μ’ αυτήν την παρέα στο Ηρώδειο, όπου παιζόταν η ένατη συμφωνία του Μπετόβεν. Στο κάτω διάζωμα, Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες. Ατμόσφαιρα φορτισμένη, κάτι πλανιόταν στον αέρα. Τελειώνοντας η συναυλία, φτάνουμε σιγά σιγά κουβεντιάζοντας για την κατάσταση και τους καταχτητές κοντά στα Εξάρχεια. Εκεί, κάποιοι φέρνουνε μπουγέλα με χρώμα – μπορεί να ήταν και προσχεδιασμένο – κι αρχίζουν να γράφουν στους τοίχους. Επειτα τα έδωσαν και σε μας. Παίρνω κι εγώ ένα πινέλο κι έτσι απλά και φυσικά μπήκα στην Αντίσταση, γράφοντας τα συνθήματά της. Οταν με πλησίασε αργότερα ο Μολφέσης και μου έκανε την πρόταση, μπήκα και τυπικά – το είχα έτοιμο το «Ναι».
Εν τω μεταξύ είχε ιδρυθεί το ΕΑΜ, καθώς και το ΕΑΜ ΝΕΩΝ, που στη συνέχεια πήρε τη μορφή της ΕΠΟΝ, όπου ενσωματωθήκαμε και μεις.
Ο αγώνας των ΕΠΟΝιτών καλλιτεχνών ήταν πολυποίκιλος. Ηταν ενέργειες για την επιβίωση, τα συσσίτια, για τις σπουδές, να κρατηθεί η Σχολή ανοιχτή, κι όλα αυτά με επιτροπές και κινητοποιήσεις που πήραν τη μορφή αγώνα, γιατί είχαμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση που προπάντων φρόντιζε τα συμφέροντα των καταχτητών και ελάχιστα του λαού.
Μια βασική επιτυχία ήταν, που, μαζί με τους σπουδαστές του Πολυτεχνείου καταφέραμε, έπειτα από πολλές προσπάθειες, να αποσπάσουμε από την πολιτεία τα τρόφιμα, τα απαραίτητα, ώστε να οργανώσουμε το συσσίτιό μας στη λέσχη του Πολυτεχνείου, κάτι που, ουσιαστικά, μας έσωσε απ’ την πείνα. Και εκτός απ’ αυτό, είναι γεγονός ότι τα συσσίτια αυτά βοήθησαν, ώστε η λέσχη του Πολυτεχνείου να γίνει πόλος έλξης και συσπείρωσης των σπουδαστών όλου του πολυτεχνειακού συγκροτήματος. Ετσι γινόταν εκεί πολλές εκδηλώσεις, γιορτές, παραστάσεις, αλλά και ζυμώσεις με αντιστασιακό περιεχόμενο.
Να αναφέρω ακόμα ότι η Επιτροπή Περίθαλψης της Σχολής, έπειτα από πολλές επισκέψεις και τρεχάματα στο υπουργείο Επισιτισμού, απέσπασε διατακτική για 600 οκάδες σταφίδα – βούιξε το Πολυτεχνείο! – καθώς και τρία τόπια ύφασμα από το εργοστάσιο Λαναρά για να ντυθούν οι σπουδαστές της Σχολής.
Η ΕΠΟΝ της ΑΣΚΤ έκανε επίσης καλλιτεχνική δουλιά με αφίσες, πλακάτ, τρικ (φέιγ – βολάν), για να διαφωτίζεται και να εμψυχώνεται ο λαός. Να μαθαίνει για τους αγώνες του ΕΛΑΣ στα βουνά, για τα σπουδαία του κατορθώματα, όπως ο Γοργοπόταμος, στο Ανατολικό Μέτωπο, ώστε να γιγαντώνεται η θέλησή του για αντίσταση.
Ηταν, όμως, και αγώνας των ΕΠΟΝιτών καλλιτεχνών με τη συμμετοχή τους στις τεράστιες κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας, όπου αντιμετώπιζαν τους πάνοπλους καταχτητές, άοπλοι, ενάντια στα τανκς.
Βέβαια, όλος αυτός ο λαός που κατέβαινε στους δρόμους δεν ήταν οργανωμένος, επηρεαζόταν όμως από τις οργανώσεις του ΕΑΜ ή της ΕΠΟΝ που ξεφύτρωναν παντού. Η οργάνωση της ΕΠΟΝ στην ΑΣΚΤ είχε πολλούς τρόπους να πλησιάσει και να επηρεάσει τους σπουδαστές. Π.χ., οργανώναμε εκδρομές όπου πρωτοστατούσαμε σε όλα, στο κέφι, στο τραγούδι, γινόμαστε συμπαθείς στην παρέα. `Η κάναμε πάρτι σε σπίτια – τα «σορπάιζ-πάρτι» – όπου αξιοποιούσαμε τις ικανότητες του καθενός. Ετσι, ένας τραγουδούσε ένα σόλο, άλλος έπαιζε κάποιο όργανο ή έκανε μιμήσεις, κάποιος άλλος έκανε μια απαγγελία. Παίζονταν μικρά κωμικά σκετς, όπου όλο και κάπου γινόταν κάποια αναφορά για τους αντάρτες, στα βουνά, ή κυκλοφορούσαν με τρόπο κουπόνια για ενίσχυση. Δηλαδή, υπήρχε περιεχόμενο. Χωρίς να αποκλείονται το κέφι κι η διασκέδαση. Και ποιος ξεχνά τις θεατρικές παραστάσεις στη λέσχη του Πολυτεχνείου με έργα γραμμένα και παιγμένα από σπουδαστές, όπου κάτω απ’ τη μύτη των καταχτητών περνούσαμε τα μηνύματα της Αντίστασης; Ολα αυτά συσπείρωναν τους σπουδαστές, βοηθούσαν να αναπτυχθεί μια ομαδικότητα, που ήταν απαραίτητη σ’ όλες τις μορφές της αντιφασιστικής πάλης.
Οταν η απόφαση της πολιτικής επιστράτευσης πάρθηκε απ’ τους Γερμανούς κι ήταν έτοιμη για υλοποίηση, το Πολυτεχνείο και η Σχολή μας ξεσηκώθηκαν. Ζυμώσεις, ομιλίες μέσα στις τάξεις για το τι μας περιμένει, έβραζε ο τόπος. Καλέσαμε τότε σε γενική συνέλευση σπουδαστές και καθηγητές. Μίλησα εγώ, μίλησε κι ο Βακιρτζής. Ζητήσαμε από τους καθηγητές να μας συμπαρασταθούν, να κλείσει η Σχολή, ώστε να κατεβούμε όλοι στη διαδήλωση, που ήτανε να γίνει την άλλη μέρα. Εκείνοι, και κυρίως ο διευθυντής, ο Τόμπρος, μας απάντησαν ότι αυτά είναι διαδόσεις για να δημιουργηθεί αναταραχή, οι συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες, και να κοιτάζουμε τις σπουδές μας και τίποτ’ άλλο. Μας είπαν ακόμα ότι αυτά είναι αναρχικές ιδέες, που αυτοί δεν μπορούν να συμμεριστούν. Εμείς τους αντικρούσαμε ότι έχουμε πληροφορίες θετικές: Στην Αθήνα ζούμε, τους είπαμε, εδώ ο τόπος βοά. Εξάλλου η επιστράτευση έγινε κιόλας σε άλλες κατεχόμενες χώρες. Η διαδήλωση τελικά έγινε, κατεβήκαμε στους δρόμους και οι Γερμανοί, τρομαγμένοι απ’ το τεράστιο πλήθος, ανακάλεσαν την απόφασή τους. Η διαδήλωση ήταν μεγαλειώδης, μαχητική όσο δεν παίρνει, χύθηκε πολύ αίμα, πολλοί οι νεκροί και πλήθος οι τραυματίες. Είδα με τα μάτια μου ένα παλικάρι, άγνωστο σε μένα, να πέφτει δίπλα μου, χτυπημένο από σφαίρα στο κεφάλι.
Σ’ αυτήν τη διαδήλωση, έτυχε να τραυματιστώ από σφαίρα στο πόδι, κι αυτό έγινε αφορμή να μείνω για καιρό κλεισμένος στο εργαστήρι μου και να ασχοληθώ αποκλειστικά με την καλλιτεχνική δουλιά της οργάνωσης. Αυτό το ατελιεδάκι ήτανε στην οδό Καπλανών, αρ. 4, κοντά στη Σίνα, μεταξύ Σόλωνος και Σκουφά. Τα αναφέρω αυτά, γιατί εκεί συγκροτήθηκε από σπουδαστές της Σχολής το καλλιτεχνικό συνεργείο της ΕΠΟΝ. Τις εντολές για τα σχέδια τις έφερνε από «πάνω» ο Διονύσης, που δεν ήταν άλλος από τον Νίκο Καραντηνό. Αρκετό καιρό δούλευα μόνος μου, όταν, όμως, η δουλιά περίσσευε, βοηθούσαν περιστασιακά – γιατί αυτοί είχαν κι άλλα καθήκοντα – ο Γιώργος Βακιρτζής κι ο Απόστολος Μπάρμπογλου. Ετσι, μπήκε η μαγιά. Αργότερα ήρθε κι ο Βασίλης Ανδρεόπουλος, ο ηθοποιός. Βέβαια, η δυσκολία δεν ήταν τόσο στα σχέδια, όσο στην αναπαραγωγή τους. Τεχνικά μέσα στην αρχή δεν υπήρχαν και τα ελάχιστα παράνομα τυπογραφεία ήταν απασχολημένα με τις γενικότερες ανάγκες. Επρεπε, λοιπόν, να γίνουμε αυτάρκεις.
Ξεκινήσαμε μόνο με έναν πολύγραφο με στένσιλ. Σκεφτήκαμε κι ένα ταμπόν, σαν του στυπόχαρτου, αλλά πιο μεγάλο, όπου εφαρμόζαμε στην καμπύλη του επιφάνεια ένα χαραγμένο λινόλεουμ. Επαιρνε μελάνι από ένα μελανωμένο μάρμαρο και λειτουργούσε σαν μεγάλη σφραγίδα: Μ’ αυτό τυπώναμε με το χέρι επικεφαλίδες για παράνομες εφημερίδες, καθώς και μικροαφισούλες. Για κουπόνια, σκαλίζαμε γομολάστιχες και τις κάναμε σφραγίδες.
Τη λύση, όμως, την έδωσε ένα αυτοσχέδιο «ταχυπιεστήριο», που σχεδίασα εγώ και κατασκεύασε ένας πολυτεχνίτης ΕΠΟΝίτης, ο Στάθης Ζυμαρίδης. Το αποτελούσε ένας κύλινδρος ξύλινος, διαμέτρου 10 και μήκους 25 εκ. περίπου με άξονα και μανιβέλα, που στηριζόταν και περιστρεφόταν σε μια βάση. Επάνω του εφαρμοζόταν το χαραγμένο λινόλεουμ, ή κλισέ από λεπτό τσίγκο, ενώ άλλοι κύλινδροι λεπτότεροι, ντυμένοι με σαμπρέλα ποδηλάτου, έδιναν μελάνι στο χαρακτικό. Το χαρτί, που ήταν από ρολό των χαρτοπωλείων, προνοημένο σε κομμάτια των 25 εκ., ερχόταν σε επαφή με το μελανωμένο κύλινδρο και πιεσμένο από έναν άλλο τυπωνόταν, φτάνει να γυρίζει τη μανιβέλα. Τύπωνε αρκετά καλά και γρήγορα. Γεμίζαμε τσουβάλια με αφίσες, κι όλοι απορούσαν με την ποσότητα.
Με αυτό το μηχάνημα, τυπώσαμε κι ένα λεύκωμα, μικρό, της ΕΠΟΝ, με σχέδια και κείμενα, δουλεμένα σε ψιλό τσίγκο με οξύ, και δεν ξέρω αν σώθηκε κανένα αντίτυπο. Φυσικά, ο Στάθης Ζυμαρίδης που ήτανε και ο χειριστής έγινε και μέλος του συνεργείου.
Απ’ αυτό το συνεργείο βγήκαν πολλά σχέδια, τυπωμένα με τα μέσα που προανέφερα, αλλά σώθηκαν ελάχιστα. Ενα αρχείο που είχα κρατήσει χάθηκε στα Δεκεμβριανά. Ηταν σχέδια που εξέφραζαν την πολιτική γραμμή της ημέρας, είχαν το χαρακτήρα της επικαιρότητας. Αλλοι καλλιτέχνες δούλεψαν στα εργαστήριά τους με την ησυχία τους κι έκαναν σχέδια σπουδαία, εμπνευσμένα απ’ την Αντίσταση. Εχω να πω ότι η διαφορά με τα σχέδια τα δικά μας, τα βιαστικά δουλεμένα και τυπωμένα, είναι ότι είχαν προορισμό να εμπνεύσουν αντίσταση, και νομίζω πως το πέτυχαν.
Μια άλλη επινόηση ήταν που κρεμούσαμε πλακάτ στα σύρματα που συγκρατούσαν τα ηλεκτροφόρα καλώδια των τραμ. Τα ανεβάζαμε τη νύχτα με σπάγκο που τον πετούσαμε, δεμένα με μια πέτρα πάνω από το σύρμα. Επειτα τραβούσαμε τον σπάγκο και τα πλακάτ ανέβαιναν και σκάλωναν στο σύρμα από δυο γάντζους που είχαν. Ο κόσμος διάβαζε με κρυφή ικανοποίηση τα συνθήματα και γελούσε με τους Ιταλούς, που έβρισκαν τον μπελά τους μέχρι να τα κατεβάσουν.
Αυτά γίνονταν, ώσπου πλησίαζε η απελευθέρωση. Εγώ, κλεισμένος στο ατελιεδάκι. Κόσμος πολύς μπαινόβγαινε, επαφές, κρυφά ραντεβού, μέχρι γιάφκα είχε γίνει. Απορώ πώς δε μας πήρανε χαμπάρι οι καταχτητές. Κάποτε, λοιπόν, ήρθε ο Νίκος ο Καραντηνός κι έφερε την εντολή να γίνει ένα σήμα, το σήμα της ΕΠΟΝ. Νιώθω ιδιαίτερα ευνοημένος, που, χάρη σε ορισμένες συγκυρίες, έτυχε σε μένα να σχεδιάσω αυτό το σήμα. Εκανα το προσχέδιο, άρεσε, και το προχωρήσαμε. Εγινε σε μπρούντζο, με πράσινο σμάλτο στα χαραγμένα σημεία. Με ένα καρφιτσάκι από πίσω, ήταν έτοιμο για το πέτο. Το φορούσαν με θάρρος – γιατί οι καιροί μετά την «απελευθέρωση» ήταν δύσκολοι – τα παιδιά της Εθνικής Αντίστασης.
Το συνεργείο συνέχισε τη δράση του και στα Δεκεμβριανά. Από την Καπλανών πήγε στο Κουτσικάρι, μετά στα Σεπόλια, Ν. Ηράκλειο και με την υποχώρηση έφτασε έως τη Λαμία. Το «ταχυπιεστήριο», επειδή φοβόμαστε κατάσχεση ή καταστροφή, το κρύψαμε σ’ ένα δάσος σε πυκνές φυλλωσιές. Οταν γυρίσαμε να το πάρουμε, είχε εξαφανιστεί. Κάποιοι χωρικοί μας είπαν ότι είδανε παιδιά να παίζουν με κάτι καρούλια…
Μετά τα Δεκεμβριανά, συνέχισα να κάνω ορισμένα σχέδια «μικροπαράνομα», με σύνδεσμο τον Θόδωρο Δρόσο, μέχρι το καλοκαίρι του 1948, οπότε πήγα εξορία.
Η ΕΠΟΝ της Σχολής στην Κατοχή έδωσε αίμα, είχε θύματα. Θα αναφέρω τον σπουδαστή Πάνο Ευθυμιάδη, που δούλευε ανεξάρτητα από μας. Σκοτώθηκε από βομβαρδισμό των αγγλικών αεροπλάνων στα Δεκεμβριανά, ενώ χάραζε ένα λινόλεουμ, σε ένα έρημο σχολείο, στο Κουτσικάρι. Επίσης έχω πληροφορίες – που δεν μπόρεσα να διασταυρώσω – ότι ο σπουδαστής Παπακρασάς ανέβηκε αντάρτης στο βουνό, όπου και έπεσε πολεμώντας τους καταχτητές. Οι σπουδαστές Λόλα Βαρβέρη και Γιώργος Λεβέντης πιάστηκαν απ’ τους Γερμανούς και κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία (Νταχάου), από όπου γύρισαν μετά το τέλος της Κατοχής.
Οι σπουδαστές της ΑΣΚΤ στην Κατοχή που ήταν οργανωμένοι, απ’ ό,τι θυμάμαι κι από πληροφορίες που μάζεψα – και δεν αποκλείεται να ήταν κι άλλοι – είναι οι παρακάτω:
Αρμάος Βασίλης, Βακιρτζής Γιώργος, Μολφέσης Ιάσονας, Μπάρμπογλου Απόστολος, Μπάρμπογλου Ζωγραφία, Στεφανίδης Γιάννης, Παπαδόπουλος Νικήτας, Αλίκη Γεωργιάδη, Δρόσος Θόδωρος, Μαργαριτώφ Αμαλία, Παπαδοπούλου Ολγα, Βαρλάμος Γιώργος, Βαρβέρη Λόλα, Λεβέντης Γιώργος, Μαγγανάρης Γιάννης, Σαραφιανός Παναγιώτης, Καρπαθάκης Λορέντζος, Ράμφου Μαρία, Νικολινάκος Μιχάλης, Δαρζέντας Δημήτρης, Βογιατζής Χάρης, Τηνιακός Δημήτρης, Ζυμαρίδης Στάθης, Γκλαβάνη (Ζωή ή Ρένα;), Ζάννη Αλίκη, Γκοτζαμάνη Βίκα, Ευθυμιάδης Πάνος, Παπακρασάς (;), Χρυσοχοΐδου Ντόρα, Μοντεσάντου Μαρίνα, Φαρμακόπουλος Δημήτρης, Γαΐτης Γιάννης, Καπάντασης Βάσος.
Γιάννη ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ*
* Ο αγωνιστής, ζωγράφος και συγγραφέας Γιάννης Στεφανίδης ήταν ένας από τους εικαστικούς καλλιτέχνες – εικονογράφους των εντύπων της ΕΠΟΝ
Το κείμενο – μαρτυρία του Γιάννη Στεφανίδη γράφτηκε με παρότρυνση της Αριστούλας Ελληνούδη για το Μουσείο του Τύπου της Εθνικής Αντίστασης – εφ’ όσον δημιουργηθεί στο σωζόμενο τυπογραφείο της ΚΕ του ΕΑΜ (και του ΚΚΕ) στην οδό Σκρα 31, Καλλιθέα. Διαφορετικά, θα κατατεθεί και αυτό στο Μουσείο Μπενάκη, όπου φυλάσσονται τα ευρήματα από το προαναφερόμενο τυπογραφείο.