
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Γράψα «Η λευκή κουρτίνα»
Νοιώθω αναγκαίο να ξεκινήσω από πίσω, πολύ παλιά (ή πρόσφατα αν προτιμάτε, εξαρτάται από την αντίληψη για το χρόνο).
Με την έννοια ότι στο τώρα ενυπάρχει το παρελθόν και εν σπέρματι το μέλλον.
1. Το 1922.
Ήταν μια ευλογημένη χρονιά. Ας πούμε.
Εκδίδονται ο “Οδυσσέας” του Τζέιμς Τζόυς και “Η έρημη χώρα” του Τ.Σ. Έλιοτ, ενώ ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε ολοκληρώνει τις “Ελεγείες του Ντουίνο” που θα εκδοθεί την επόμενη χρονιά.
Είναι σύμφωνα με κάποιους ειδικούς η κορύφωση του πρώιμου μοντερνισμού.
Το 1922 εκδίδεται και “Ο Πύργος” του Φραντς Κάφκα.
Οι τρείς πρώτοι προέρχονται και εκφράζουν εν πολλοίς τον αστικό κόσμο.
Ο Κάφκα υποστηρίζει τα σοσιαλιστικά σχέδια.
Τα έργα αυτά συνιστούν, καθένα με τον τρόπο του, συμβολικές εκφράσεις ενός κόσμου που διέψευσε τις ελπίδες.
Φυσικά από το τέλοςτου 19ου αιώνα, ακόμα από τον Ρεμπώ, η αστική κοινωνία εικονίζεται ως κόλαση.
Κι όμως τώρα, το 1922, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν ειναι οι πολλές καινοτομίες, οι τρομακτικές επιστημονικές ανακαλύψεις, που έβαλαν τις βάσεις της σύγχρονης φυσικής και των μαθηματικών, η τεχνολογική πρόοδος, οι νέες μορφές τέχνης όπως ο κινηματογράφος, τα γεγονότα τα οποία προκαλούν σεισμικές αναστατώσεις, είναι κυρίως ο πόλεμος, που σηματοδοτεί το τέλος ενός κόσμου, ένα τέλος το οποίο η λογοτεχνία συλλαμβάνει με μεγάλη ένταση.
Λίγο καιρό πριν, ο 20ος αιώνας είχε μπεί θριαμβευτικά. Ο ώριμος πλέον καπιταλισμός υποσχόταν μια αδιάκοπη πρόοδο, και εκπλήρωση των επιθυμιών. Η ευφορία ήταν γενική.
Η τέχνη, η επιστήμη, η τεχνολογία, οι διασκεδάσεις, η σεξουαλική απελευθέρωση.
Μπελ επόκ.
Κι εκεί πάνω στο τσακίρ κέφι, τον Αύγουστο του 1914, ξεσπάει ο πόλεμος. Ο πρώτος μεγάλος πόλεμος της εποχής του καπιταλισμού. Και τα σαρώνει όλα.
Και κυρίως την αυτοπεποίθηση.
Το όνειρο ενός κόσμου χωρίς κρίσεις, χωρίς πόλεμο και με μια συνεχή πορεία προόδου κατέρρευσε μπρος στα μάτια της ανυποψίαστης ανθρωπότητας.
Και τι θα γίνουν τώρα εκείνοι που πίστεψαν;
Τι θα γίνουν εκείνοι που έχουν καταλάβει πλέον;
Αμήχανοι ή απελπισμένοι, στρέφονται στο παρελθόν ως νοσταλγία (μιμούμενοι το ρομαντισμό του προηγούμενου αιώνα), ή σε ένα μέλλον ως όραμα.
Αναζητούν το όνειρο ενός ενιαίου κόσμου. Αλλά μπροστά στα μάτια τους, τα οποία κοιτούν και βλέπουν πίσω από τις αντανακλάσεις των βιτρίνων, παρουσιάζεται ένας κατακερματισμένος κόσμος, ξένος και αφιλόξενος, καταστροφικός και αυτοκαταστροφικός, ιδιοτελής, μια έρημη χώρα.
Γράφει ο Έλιοτ:
“Να πείς, ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος”.
“Ο θάνατος δεν είναι πια για τον Έλιοτ ένα προσωπικό συναίσθημα σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι όλα τα θνησιμαία που τον περιστοιχίζουν* “ο κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός”, σχολιάζει ο Σεφέρης για την “Έρημη χώρα”.
[“Το γεγονός ότι δεν υπάρχει άλλο τίποτα εκτός από τον πνευματικό κόσμο, μας στερεί την ελπίδα μας και μας δίνει τη σιγουριά μας”, Κάφκα, Αφορισμοί. ]
Ο μοντέρνος κόσμος είναι ένας κόσμος κομματιασμένος. Και η λογοτεχνία φυσικά δεν μπορεί να του δώσει την ενότητά του.
“Είναι ένας κόσμος διαλυμένος, άρρωστος και ναρκωμένος, όπου οι αισθήσεις εξατμίζουνται και χάνουν την πραγματικότητά τους μέσα στο χάος των εντυπώσεων, όπου ο άνθρωπος που θα προσπαθήσει να συντάξει τις αισθήσεις αυτές, δε βρίσκει πουθενά στέρεο έδαφος να πατήσει παρά στον εαυτό του.
… Οι αντιδράσεις μιας συνείδησης μέσα σε μια ιστορική στιγμή που αγκαλιάζει ολόκληρο τον πολιτισμό, δεν είναι πράγματα συμπτωματικά. Είναι τραγωδίες πάνω στο τελευταίο έδαφος (την ψυχή λίγων ανθρώπων) που απέμεινε σε μια βαθιά κομματιασμένη ανθρωπότητα για να εκφράσει το κύριο συναίσθημά της* το συναίσθημα ότι κινδυνεύει να χάσει το παν”. (Γ. Σεφέρης: Εισαγωγή στην έκδοση της “Έρημης χώρας”)
Οι αγωνίες έγιναν προφητικές και αποδείχθηκαν αλήθεια.
Ακολούθησαν, η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929, ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος του καπιταλισμού, η καταστροφή, η επιστροφή σε μια ευημερία που αποπειράθηκε να φτιάξει μια νέα μπελ επόκ, να ανακτήσει το κέφι.
Αλλά σε έναν κόσμο που ήταν πια σημαδεμένος, και κυρίως δεν ήταν ανυποψίαστος.
2. Η άλλη όψη, ως αντίδραση είναι η ιδέα της εξέγερσης.
Δημιούργημα της είναι ο υπερρεαλισμός.
Το άστρο του μεγάλου πρωινού που έπεσε από το μέτωπο του Άγγελου Εωσφόρου, του εξεγερμένου Άγγελου, μας κληροδότησε, σύμφωνα με τον Αντρέ Μπρετόν, την εικόνα η οποία μας μαθαίνει πως “είναι η ίδια η εξέγερση, μονάχα η εξέγερση αυτή που είναι δημιουργός φωτός. Και αυτό το φως δεν μπορεί να γνωριστεί παρά από τρείς δρόμους: την ποίηση, την ελευθερία και τον έρωτα” (Μπρετόν, 1944).
“Σε ποιόν βαθμό μπορούμε να επιλέξουμε ή να υιοθετήσουμε και να επιβάλουμε ένα μύθο σε σχέση με την κοινωνία που κρίνουμε επιθυμητή;”, αναρωτιέται ο Μπρετόν το 1967. Γι’ αυτόν ο μύθος και η ουτοπία είναι αξεχώριστα.
Τι είναι ο υπερρεαλισμός;
“Δεν είναι, δεν ήταν ποτέ και δεν θα είναι ποτέ, γράφει ο Μίκαελ Λέβι, μια λογοτεχνική σχολή ή μια ομάδα από καλλιτέχνες, αλλά ουσιαστικά ένα κίνημα πνευματικής εξέγερσης, και μία εξαιρετικά αναατρεπτική απόπειρα επανα-μαγέματος του κόσμου, δηλαδή μια απόπειρα να αποκαταστήσει στην καρδιά της ανθρώπινης ζωής, τις “μαγεμένες” στιγμές που αφανίστηκαν από τον αστικό πολιτισμό, την ποίηση, το πάθος, τον τρελό έρωτα, τη μαγεία, το όνειρο, την εξέγερση, την ουτοπία…”
Μια αιώνια μη ολοκλήρωση, είναι ο σουρεαλισμός.
Αυτό είναι το δικό του ελιξήριο της αθανασίας, λέει ο Λέβι.
Όπως μια αιώνια μη ολοκλήρωση είναι η επανάσταση, κι αυτό είναι και το δικό της ελιξήριο της αθανασίας.
Η διαρκής επανάσταση.
Η ιδέα του κομμουνισμού συμπύκνωσε την επαναστατική συνείδηση αυτής της εποχής. Αλλά ποια ιδέα του κομμουνισμού;
Σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν το πιο βαθύ σημείο συνάντησης του κομμουνισμού και του υπερρεαλισμού ήταν ο επαναστατικός πεσιμισμός, που δεν σημαίνει βέβαια απελπισμένη παραίτηση και θρηνωδία, αλλά μια βαθύτερη συνείδηση πως πηγαίνεις αντίθετα προς το ρεύμα, εναντιώνεσαι στην υποταγή.
Δεν είναι μια θεοκρατική πίστη προς έναν θρίαμβο, γρήγορο και βέβαιο, αλλά “η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση πως δεν μπορεί να ζήσει ως ενα άξιο το ονόματός του ανθρώπινο Ον χωρίς να πολεμήσει με λύσσα και ακλόνητη θέληση την κατεστημένη τάξη”.
Οι επαναστάτες έχουν πάντα την οξεία αίσθηση της καταστροφής, υπογραμμίζει ο Μπένγιαμιν. Αν δεν είχαν δεν θα ήσαν επαναστάτες. Να εναντιώνονται στο πιθανό εν ονόματι του απίθανου, στο εφικτό εν ονόματι του αναγκαίου. Να ηττώνται για να νικήσει η επανάσταση, ώστε να την αμφισβητήσουν πάλι. Σε μια νέα ανώτερη ενότητα και ποιότητα της ζωής.
Αν όμως κάνουμε πως ολοκληρώθηκε η επανάσταση; Αν ξοδέψουμε το ελιξήριο της; Αν κάνουμε την επανάσταση και τον κομμουνισμό κράτος επιβολής;
Μόνο από εμάς έρχεται λοιπόν ο θάνατος.
Κι έτσι παραμένουμε ξένοι, σε αφιλόξενο κόσμο. Περιηγητές του σκληρού τοπίου.
3. Κι έτσι τις δεκαετίες του ’50 και ’60 “Ο ξένος” του Καμύ έγινε το ευαγγέλιο της αποξένωσης.
Ο Μαρσώ, το πρόσωπο του ξένου, ξένος για τον εαυτό του και για τον κόσμο όλο, είναι πρόσωπο που ορίζει την καθημερινότητα της κατακερματισμένης κοινωνίας.
Ο Μίκαελ Λέβι αναφέρεται στη γνωριμία του με τον Σάμουελ Ούγκο Μπέργκμαν, φίλο του Κάφκα από το σχολείο και πρώτο μάρτυρα της ένταξης του Κάφκα στο σοσιαλισμό.
“Ήμουν μέλος μιας ομάδας σπουδαστών της εβραϊκής που δέχθηκε κάποιο σαββατιάτικο απόγευμα του 1963 – προσέξτε την χρονιά – στο σπίτι του στην Ιερουσαλήμ. Μας κοινοποίησε κάποιες σκέψεις του πάνω στη μοντέρνα ζωή, απ’ αφορμή μιας σκηνής της καθημερινότητας που είχε παρακολουθήσει: δυο εραστές σε ένα πάρκο, εντελώς απορροφημένοι από τα λόγια… ενός τρανζίστορ που άκουγαν. Η κοινωνία μας, διαπίστωνε ο Μπέργκμαν, οδεύει προς την απώλεια της ικανότητας διαλόγου και αμοιβαίας ακρόασης: παρατηρούμε μια κρίση της ανθρώπινης επικοινωνίας, μια παρακμή της άμεσης ανταλλαγής μεταξύ των ατόμων, προς όφελος των απρόσωπων μηχανισμών”.
Η εποχή έχει ασφαλώς μια παραδοξότητα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθώς οι άνθρωποι στρατεύονται σε συλλογικά οράματα και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν έναν πραγματικό κόσμο ξένο.
Νάτος ο πεσιμισμός του Μπένγιαμιν.
Παραμένει ωστόσο ζωντανό το όνειρο μετάβασης σε έναν μελλοντικό κόσμο. Όνειρο που υπερασπίζονται με ζωηρό πάθος εκείνοι που πιστεύουν στο σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό μέλλον. Δέχονται, όπως ο Σαρτρ, να κάνουν αβαρίες στα γεγονότα προκειμένου να μείνει ζωντανή η ζωογόνος προσδοκία.
Κι εκεί αποξένωση. Όλο και πιο ασφυκτική. Η επανάσταση ξόδεψε το ελιξήριο.
4. Να λοιπόν πως ερχόμαστε στο χρόνο του τώρα.
Η δεκαετία του ’80 διαπίστωσε με πανηγυρικό τρόπο τις καταρρεύσεις.
Κι ο 21ος αιώνας δεν μπήκε με την καρναβαλική ευθυμία που περιγράφει ο Μούζιλ για την είσοδο του 20ου.
Kανείς δεν πιστεύει και το κυριότερο δεν προσδοκά μια νέα μπελ επόκ.
Το κέφι δεν υπάρχει κι έτσι η κρίση που ενσκύπτει το 2007 δεν χαλάει τη γιορτή, απλώς επιβεβαιώνει το πένθος.
Η ξένοι πολλαπλασιάζονται και οι σύντροφοι αραίωσαν.
Ο μεταμοντερνισμός αναζητεί μια απάντηση στην ίδια την παραδοχή του φαινομένου. Αφού ο κόσμος είναι κομμάτια, ας τον κομματιάσουμε ώς το τέλος και ως το βάθος. Καθένας ξένος και μόνος, καθένας μια χώρα με μια δική της σημαία, κατά την έκφραση του Βέντερς στα “Φτερά του έρωτα”, τέλος η Ιστορία, τέλος η ιδεολογία, τέλος τα μεγάλα σχέδια.
Τα απελευθερωτικά κινήματα μόνα, χωρίς συνοχή, χωρίς βαθύτερη ενοποίηση και στόχευση, εν τέλει το ένα σε σύγκρουση με το άλλο.
Το χειρότερο είναι πως η ερμηνεία φτωχαίνει την πραγματικότητα ακόμη περισσότερο.
Κατ’ ουσίαν, ο μεταμοντερνισμός είναι εξ ίσου δημίουργημα και δημιουργός του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
5. Παρουσίασα όχι μια ιστορία της λογοτεχνίας φυσικά, αλλά μια περιπλάνηση σε σταθμούς της αποξένωσης.
Για να φτάσω στο δικό μας παρόν.
Η γενιά μου (μας), λογοτεχνικά, προσπάθησε και προσπαθεί ακόμα να ξεμπλέξει με τις προσδοκίες της μεταπολίτευσης. Με τις υποσχέσεις που δόθηκαν και δεν τηρήθηκαν, με τις ελπίδες που γεννήθηκαν αλλά δεν μεγάλωσαν.
Η επόμενη γενιά βούλιαξε εν πολλοίς σε μεταμοντέρνες αγωνίες και κυρίως αποδοχές. Κομμάτιασε τον κόσμο της για να τον χωρέσει κι έμεινε να παρακολουθεί εκστασιασμένη το δημιούργημά της, αλλά απολαμβάνοντας ωστόσο το χειροκρότημα των μέσων ενημέρωσης. Πήρε μέρος στη διανομή των ιματίων του μεταπολιτευτικού κόσμου και της ευρωπαϊκής φενάκης, ενίοτε δε και των επιδοτήσεων.
Τώρα μπροστά μας έχουμε μια ακόμα νεώτερη, την εντελώς νεότερη, γενιά.
Ο Δημήρης Γράψας ανήκει σ’ αυτήν.
Και με τη Λευκή κουρτίνα αποπειράται να ξαναδεί τον κόσμο με τα μάτια της γενιάς του.
Τη σύγχρονη εκδοχή της αποξένωσης.
Οι μεταμοντέρνες περιγραφές έγιναν αναχρονισμός στο σήμερα όπως το τρανζίστορ του Μπέργκμαν για τις μεταμοντέρνες περιγραφές.
Τώρα στα παιδικά πάρτυ, των οχτάχρονων, συγκεντρώνονται τα παιδιά και τα καθένα αφοσιώνεται στο δικό του τάμπλετ.
Μπορούμε να ελπίζουμε, πως θα σημειώσει μια νέα περίοδο της ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία θα αναζητήσει και πιθανόν να βρει τα κλειδιά για την κατανόηση και την υπέρβαση!..
Η Λευκή κουρτίνα επιδιώκει να δει και να καταλάβει αυτόν τον δειλό νέο κόσμο. Πιθανόν να τον ερηνεύσει. Κι αν μπορεί να το αλλάξει, μέσω της γνώσης του.
Ένας νεός άνθρωπος που εμπλέκεται σε μια περιπέτεια του μυαλού και του σύγχρονου κόσμου. Αποξενωμένος με νέο τρόπο, εντελώς σύγχρονο, από τους άλλους και απο τα αισθήματά του. Εγκλωβισμένος σε ενα κλειστό δωμάτιο. Άγνωστο τι είναι, ποιός τον κρατάει, αμφίβολο ακόμα και το τι συμβαίνει. Υπάρχει ελευθερία; Υπάρχει η πραγματικότητα; Και ποια είναι;
Όταν το διαβάσετε θα καταλάβετε γιατί με οδήγησε σε όλους εκείνους τους συνειρμούς περί τον 20ο αιώνα που προανέφερα.
Πρόκειται για ένα μεγάλο εγχείρημα που χώρεσε σε λίγες σελίδες.
Με αυτή την έννοια προσφέρει μια σαφέστερη αντίληψη αυτού του “μεταμοντέρνου”, θρυμματισμένου πια, όχι απλώς κερματισμένου, και κακοφορμισμένου κόσμου μας.
Με την ιδέα όχι μιας νοσταλγικής αναζήτησης, ή στην κλασική αρχαιότητα του ρομαντισμού ή στις χριστιανικές κοινότητες του Έλιοτ, ενός παράδεισου που χάθηκε, ούτε με την εγγύτερη νοσταλγία ενός κοινωνικού σοσιαλιστικού οράματος που συνετρίβη ανάμεσα σε ψεύδη και αυταπάτες τα οποία υπέσκαψαν τα αιματηρά θαύματα των αγωνιστών.
Έχει πεποίθηση σε μια διέξοδο προς το μέλλον:
“Θυμάσαι τους μιγαδικούς αριθμούς; Εκείνο το μαθηματικό σύνολο που δεν είναι τίπτα άλλο από το πάντρεμα των πραγματικών αριθμών με κάποιους που άλλοτε οι άνθρωποι δεν γνωριζαν κι έτσι τους ονόμασαν φανταστικούς. Αργότερα αποδείχτηκε, βέβαια, πως τίποτα το φανταστικό δεν είχαν, χρειαζόταν όμως μια υπόθεση πέρα απ’ όσα φάνταζαν πραγματικά. Μια υπόθεση που θα αμφισβητούσε τα όρια μιας δοσμένης πραγματικότητας…
Υπάρχει όμως και το μιγαδικό επίπεδο. Κι είναι εδώ, δίπλα μας. Η απρόοπτη κι ευλογημένη συνάντηση με τη μέθεξη του φανταστικού που δεν ειναι φανταστικό, η περιφρόνηση των ορίων του κάθε φορά πραγματικού.”
Μήπως αυτό δεν ξαναδίνει την κυριολεξία στην επανάσταση;
Αυτό μήπως δεν είναι το ελιξίριο της αθανασίας;

