Τις ημέρες που πέρασαν περίσσεψαν οι ηρωικές περιγραφές, στους χώρους των αριστερών ανυπότακτων Γαλατών μας. Μια επιστροφή στο παρελθόν, το οποίο είχε υποσχεθεί πολλά περισσότερα απ’ όσα έδωσε, συνιστά μια ευκαιρία για αναμόχλευση αξιών που εξατμίστηκαν σταδιακά στην τριβή και τη συνήθεια, σε έναν άξενο κόσμο που τιμά τις «ηρωικές» αναμετρήσεις αλλά δεν έχει καμία διάθεση να τις μιμηθεί.
Αφού λοιπόν κατάκατσε ο κουρνιαχτός ας ξαναγυρίσουμε στην καθημερινότητα. Σε αυτήν στην οποία είναι υποχρεωμένοι να γυρίσουν ακόμα και οι «ήρωες», όσοι και όταν διασώζονται (και δεν εννοώ μόνο τη φυσική έκλειψη) από τις μεγάλες εξορμήσεις προς το απέραντο διάστημα της ανθρώπινης ανάστασης.
Εκεί, στην ασήμαντη πλευρά των πραγμάτων, όπου δεν συγκεντρώνονται τα φώτα της προσοχής και όπου συντελείται ένας μικρός καθημερινός ηρωισμός, ο οποίος είναι το ίδιο θαρραλέος και ανυστερόβουλος όσο και ο μεγάλος, αποτελείται από τα ίδια ασήμαντα περιστατικά όπως και ο άλλος, και οι πρωταγωνιστές του έχουν την ίδια αίσθηση πως πράττουν ως καθημερινοί άνθρωποι όπως και στον άλλο, τον μεγάλο.
Ίσως μάλιστα να είναι πιο άξιος από εκείνον.
Γιατί δεν έχει επιβεβαίωση και αποδοχή, δεν έχει ευνοϊκό περίγυρο, δεν έχει αφορμές για εμπνεύσεις, πέραν μιας μόνης παρηγοριάς: έχει κάνει εκείνο που θεωρεί αναγκαίο. Και δεν ξέρει τι τον περιμένει στην άκρη. Θα είναι δαφνοστεφάνωση; Θα είναι χλεύη;
Όχι καθήκον, σπουδαίο, ένδοξο και άλλα τέτοια μεγαλοπρεπή, απλώς αναγκαίο. Αυτή η μικρή οδύνη και χαρά του αναγκαίου. Όχι συμβολή στην πορεία της ανθρωπότητας, όχι τομή στην μάχη των ιστορικών δυνάμεων, όχι μια ατομική συμπερίληψη στις μεγάλες επιδιώξεις. Μπορεί όλα αυτά να υπάρχουν στη συνείδηση, στο κίνητρο ή στην παραγωγή του σχετικού ενθουσιασμού. Αλλά μόνον εκεί.
Στην πράξη νιώθει μόνος, αβέβαιος, και ασήμαντος. Μένει στο αναγκαίο, όχι ως επιβολή αλλά ως επιλογή. Ήρεμη και όχι χωρίς αγωνία και ταλάντευση, αλλά, εν τέλει, επιλογή.
Στο τέλος, ο λογαριασμός ποτέ δεν καταμετρά τις αμφιβολίες. Αυτά τα βλέπει η λογοτεχνία, η παραμυθητική αφήγηση στις παρέες, η ψυχοθεραπεία…
Ο λογαριασμός αποδίδει την πράξη. Ή την παραλείπει ολοσχερώς. Ανάλογα με την τύχη, τους ανέμους των περιστατικών, τις περίεργες περιδινίσεις των ανθρώπινων θελήσεων.
Έζησα από πολύ κοντά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, και πριν και κατά και μετά την περίοδο της εξέγερσης, όλη την ατμόσφαιρα, τις ιδιωτικές στιγμές κ.λπ., και παρακολουθώντας φέτος τα ντοκυμαντέρ – σαν τι περίμενε ο χρόνος για να ωριμάσει την ιδέα; – με εξέπληξε η εκδηλούμενη διάθεση θυσίας που εξέφραζαν τα παιδιά εκείνων των ημερών, τα οποία δεν πήραν αργότερα μια θέση στις φωτογραφίες των «ηρώων Πολυτεχνείου».
Εκείνο που ήταν τότε ένα κοινό αίσθημα, το να αντιμετωπίσεις τη σύλληψη και τα βασανιστήρια – ξέρανε όλοι τι σημαίνει ΕΣΑ, τι «Μεσογείων» (όπου ήταν τα κρατητήρια της Ασφάλειας), πολλοί είχαν μόλις βγει και σε λίγο θα ξαναέμπαιναν πιθανόν, γινόταν σχεδόν συνήθεια.
Έναν συνδικαλιστή από την Ιατρική σχεδόν κάθε πρωί τον πήγαιναν στη Μεσογείων, έμενε και κοντά, ίσως ήταν στο δρόμο του ασφαλίτη, για μια «περιποίηση», και μετά από μια-δυο ώρες τον άφηναν. Εκείνος πήγαινε στη σχολή και συνέχιζε τα ίδια. Σαν ένα είδος ρουτίνας. Μια εξίσωση του φόβου με τάση προς την εξουδετέρωσή του.
Αυτό το γεννάνε οι συνθήκες. Δεν είναι μάθημα, αυτομόρφωση ή απόφαση.
Φαίνεται λοιπόν ξένο στο σήμερα. Και σε εμένα που το είχα δει να συμβαίνει.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν ταλαντεύσεις, φόβοι, υποχωρήσεις κ.λπ. Φυσικά υπήρχαν. Υπήρχε όμως ταυτόχρονα μια κυρίαρχη ορμή. Μια βεβαιότητα σε κάποια νίκη που καθένας προσδιόριζε με τον δικό του τρόπο.
Και βλέποντας λοιπόν τις εικόνες από το τότε απορούσα πώς μπορεί να συμβαίνουν αυτά. Καθώς τώρα δεν έχουμε χρόνο. Δεν έχουμε χρόνο να συναντηθούμε. Δεν έχουμε χρόνο να συζητήσουμε. Δεν έχουμε χρόνο να σκεφτούμε. Δεν έχουμε χρόνο να …θυσιαστούμε.
Αποσυρόμαστε σε μικρές ατομικότητες. Πολύ μικρές. Δυσδιάκριτες. Κι όσο πιο μικρές γίνονται στον μεγάλο κόσμο τόσο τις μεγεθύνουμε στον μικρό μας. Αλλά εμείς ζούμε με αυτές, σαν να μην υπάρχει ο έξω κόσμος. Εγώ αυτό, εγώ εκείνο και πάλι εγώ. Μικρές βεντέτες σαν να μην υπήρξαμε κοινωνοί θαυμάτων, αλλά σαν πάντα να αναζητούσαμε μια βολική θέση του εγώ μας. Να μην τρωθεί το πολύτιμο φορτίο του εαυτού μας. Ο οποίος, πειστήκαμε, πρέπει να είναι ο εαυτός του. Κάναμε κυριολεξία τον Σαρτρ «οι κόλαση είναι οι άλλοι». Πού τώρα έγνοιες για τους άλλους, πού η συνεισφορά!…
Η συλλογικότητα καταντάει εξωπραγματικό, σχεδόν ηρωικό, σχεδόν αδύνατο, γεγονός.
Την ομαδικότητα στους αθλητικούς αγώνες οι εκφωνητές την ονομάζουν – είναι μόνο από τύχη; – αλτρουισμό (όπως λέει το λεξικό: αλτρουισμός είναι η ανιδιοτελής μέριμνα για τους άλλους, το ανιδιοτελές συναίσθημα ανθρωπισμού), εισάγοντας χωρίς να ξέρουν έναν νεολογισμό ο οποίος περισσότερο εκφράζει μια συνολική εικόνα – το να δώσεις την μπάλα στον συμπαίκτη σου γιατί είναι σε καλύτερη θέση να σκοράρει δεν είναι ομαδικότητα, απλό στοιχειώδες καθήκον σε ένα ομαδικό άθλημα, αλλά αλτρουισμός, δηλ. ανθρωπισμός. Τόσο πολύ!
Η σύγχρονη εκδοχή ενός παλαιού δράματος εκτυλίσσεται μπρος στα έκπληκτα μάτια μας.
Ο Κόλεριτζ, ο ρομαντικός ποιητής και φιλόσοφος, ο συνδημιουργός του ρομαντικού κινήματος στην αγγλική ποίηση, στις αρχές του 19ου αιώνα υπερασπιζόταν το «πουθενά» της ουτοπίας ως μια εξέγερση εναντίον εκείνου που αποκαλούσε «η τυραννία του παρόντος».
Όπως σχολιάζουν ο Μίκαελ Λεβί και ο Ρόμπερτ Σάιρ στο βιβλίο τους Εξέγερση και μελαγχολία:
Αυτή η έκφραση έχει δύο πλευρές, σημαίνει αφ’ ενός ότι το παρόν σφραγίζεται από την άσκηση της τυραννίας και αφ’ ετέρου ότι είναι τυραννία ο ίδιος ο εγκλεισμός στο παρόν. Το οποίο τυραννικό παρόν δεν αποτελεί ένα πολιτικό σύστημα αλλά ένα κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς…
Η αρχή που διέπει τη σύγχρονη μορφή δουλείας (τον χωρισμό ανάμεσα σε πλούσιο και φτωχό) είναι ο εγωισμός, που αποξενώνει κάθε ανθρώπινο ον από τους άλλους και από το κοινωνικό σύνολο. «Μέσα στις αυλές και τις πόλεις περιπλανιέται ο λουστραρισμένος άγριος/ που φαντάζεται ότι το φτωχό του εγώ, είναι το παν».
Για τον Κόλεριτζ, η ουτοπία φέρνει στον νου τη χρυσή εποχή που περιγράφει ο «μύθος της βροχής που τρελαίνει» και τον οποίο διηγήθηκε σε μια διάλεξη τον Ιούνιο του 1796: Μετά την πτώση του Χρυσού αιώνα, με την έλευση της ατομικής ιδιοκτησίας και του εμπορίου – γεγονός που συμβολίζεται με την καταρρακτώδη βροχή -, «οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν πια τη λέξη δικό μας». Τον μόνο άνθρωπο που τη θυμόταν και νοσταλγούσε τον χαμένο παράδεισο (γιατί είχε προφυλαχθεί από τη βροχή) τον θεωρούσαν τρελό· τον λιθοβόλησαν «ώσπου ο προφήτης, φοβισμένος, κουράστηκε να είναι σοφός και, βλέποντας μια ποσότητα βροχής που είχε μείνει μέσα στο λάκκο, πήδηξε μέσα και βγήκε από κει τρελός και τόσο κακός που το πλήθος ολόκληρο τον εξέλεξε ιερέα και κυβερνήτη του».
Ας επιμείνουμε λοιπόν στον αναξιολόγητο κι ακαταχώρητο «ηρωισμό» της καθημερινότητας. Στις ασήμαντες πράξεις. Εκεί όπου μπορεί να διασώζεται η γνώση του παρόντος και η «ουτοπία του μέλλοντος».
Καθώς το μνημονεύει ο Νίκος Καρούζος:
«Όταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα
δεν το ξέρεις
αλλ’ αργότερα κάπου θα πονέσει
ο πολιτισμός…»
Όπως κι αντίθετα, αν διασώσεις μια πεταλούδα μπορεί να ανασαίνει ο πολιτισμός!