Παλιός χρόνος τέλος, ας επενδύσουμε ελπίδες στον καινούργιο!
Μακάρι να είναι καλύτερος από τον απερχόμενο. Oύτως ή άλλως επενδύοντας σε έναν αναμενόμενο που θα είναι καλύτερος λυτρώνουμε το παρόν και το κάνουμε αξιοβίωτο.
Γι’ αυτό η αλλαγή του χρόνου είναι από τις λίγες ημερομηνίες που, ενώ φορτώνεται προσδοκίες και ευχές, συνήθως δεν απογοητεύει, σα να θέλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων μας (ή ίσως να θέλουμε εμείς να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεών της), αλλά κυρίως στο ύψος των επιθυμιών μας.
Καθώς, η εισδοχή του παρελθόντος στο μέλλον διασφαλίζει τη συνεπή και συνεχή τάξη των πραγμάτων, ακόμα και την προσδοκόμενη α-συνέχειά τους, δηλαδή τη διακοπή-ανατροπή η οποία θα φωτίσει το παρόν, θα δικαιώνει όσα προηγήθηκαν και θα σηματοδοτεί τα επερχόμενα.
Όπως αρχίζει ο Τ. Έλιοτ στα “Τέσσερα κουαρτέτα”:
Ο χρόνος ο παρών και ο παρελθών
Ίσως και οι δυό να είναι παρόντες μέσα στον μέλλοντα,
Κι ο μέλλων να ενυπάρχει μέσα στον παρελθόντα.
Αν όλος ο χρόνος είναι ατέρμονα παρών
Όλος ο χρόνος μένει αλύτρωτος
Που το αλύτρωτος σημαίνει πως δεν εξαγοράζεται.
Οι ημερομηνίες, ωστόσο, δεν είναι τίποτ’ άλλο από ορόσημα που διευκολύνουν να βρίσκεις την πορεία σου. Στέκεσαι λίγο, αναστοχάζεσαι, αυτά έγιναν, τόσα σωστά, τόσα λάθος, τι θα μπορούσε να συμβεί, τι συνέβη… Λογαριάζεις για να συνεχίσεις. Ή για να παραιτηθείς, υπάρχει κι αυτό στους λογαριασμούς.
Μερικές φορές βέβαια οι ημερομηνίες αυτονομούνται. Γίνονται σκοπός αντί για δρόμος. Αντί για οδόσημα η επιδίωξη της διαδρομής. Και τότε αντί να μας προσανατολίζουν μας ορίζουν. Και προσθέτουν μια αγωνία συνεχούς και καθημερινής απώλειας, στις τόσες αγωνίες και τόσες απώλειες του βίου μας.
Μετατρέπεται έτσι η ζωή σε μια διαρκή μάχη με το χρόνο. Να κερδίσεις, να χάσεις, να βγεις ωφελημένος από τον ισοζυγισμό. Η αδιάκοπη ανταγωνιστική επιθυμία. Τι να κερδίσεις, τι να χάσεις; Ό,τι όρισες ως άξιο να κερδηθεί ή να χαθεί. Μια αυταπάτη, μια νίκη, μια καταξίωση. Ατομικά οφέλη σε μια ατομική εποχή ή συλλογικά κέρδη σε μια, δυστυχώς, ατομική εποχή;
Αυτόν τον καιρό της αργής κύλισης του χρόνου κυριαρχούν ή οι νοσταλγίες για ένα χαμένο παρελθόν ή μια εκτόξευση σε μέλλοντα χρόνο ως προσδοκία ζωτικής σημασίας, που και οι δυό αφυδατώνουν το τώρα.
Όμως το παρόν υπάρχει και με εκείνο αναμετράσαι, εκεί επικυρώνεις ή ακυρώνεις τη φαντασία και τις επιλογές σου. Σε μια ισχνή καθημερινότητα η οποία αναζητεί να χαράξει δρόμο προς το μεγαλείο.
Καθώς οι μέρες που ο χρόνος κερδίζει την ύπαρξή του είναι σπάνιες· εκείνες οι οποίες συμπυκνώνουν το σύμπαν σε λίγη ώρα.
Θυμάμαι ένα απόσπασμα του Β. Ουγκώ, από τους “Άθλιους”, το οποίο κουβαλάω από την εφηβεία αλλά χρειάστηκε η συσσώρευση δεκαετιών για να του δώσω το νόημά του: “οι νύχτες όπου τα πράγματα τελειώνουν, αυτές είναι οι πραγματικά ατέλειωτες νύχτες”.
Οι άνθρωποι είναι οι στιγμές τους – οι νύχτες (και μέρες κυρίως) “όπου τα πράγματα τελειώνουν”. Όταν μετατρέπουν το εγώ σε εμείς. Σε έναν έρωτα, σε ένα οδόφραγμα ή σε μια εξέγερση, ή καθημερινά σε ένα στάδιο, σε μια συναυλία, σε μια συνέλευση, στην επικοινωνία και την αλληλεγγύη τους.
Ή ακόμα και στη μοναχική δημιουργία τους η οποία αναλώνεται, όπως η τέχνη όταν μπορεί να φτάσει στο ύψος της, σε ένα εμείς ή σε ένα: για λογαριασμό των “εμείς”.
Το ίδιο όπως αναλώνονται η γυναίκα που διασώζει έναν πρόσφυγα κι εκείνοι που αλλάζουν την ησυχία τους με μια έγνοια “ξένη”.
Αλλά αυτά είναι οι “στιγμές”. Ακόμα κι ένας συγγραφέας, ή ένας σκηνοθέτης ή μουσικός ή ζωγράφος, καθώς λένε, ένα μεγάλο έργο έχει κάνει, κι όλα τα άλλα είναι παραλλαγές του πρώτου, αυτής της μοναδικής σύλληψης, της στιγμής.
Οι στιγμές, ωστόσο, κρατούν λίγο, ακόμα κι αν διαρκέσουν πολύ. Είναι ο συμπυκνωμένος χρόνος. Μερικές ευτυχείς φορές είναι κορύφωση της Ιστορίας κι εκεί αποθεώνουν και καθηλώνουν τους συμμέτοχους. Μνημονεύονται έπειτα και ορίζουν χιλιάδες ζωές που τις έζησαν ή τις γνώρισαν!..
Κι όταν περάσουν, για να τις αντέξεις χρειάζεται να τις αραιώσεις και κανείς δεν ξέρει την ασφαλή συνταγή για τον δραστικό τρόπο.
Η μοίρα των ανθρώπων που είδαν τη ζωή και μια λάμψη της και έκτοτε δεν έφυγε το φως από τα μάτια και το μυαλό τους.
Υπάρχουν φορές που κάποιοι άνθρωποι, ίσως να είναι και το πιο συχνό, έζησαν μια και μόνη τέτοια φορά. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο την αναπαριστούσαν, την αραίωναν, την ξανασυμπύκνωναν, την γύριζαν από την μια όψη κι από την άλλη για να την μελετήσουν, την αφηγούνταν για να την αντέξουν ή την αποσιωπούσαν, επίσης για να την αντέξουν, αφομοίωσαν το φως της που κράτησε στο σκοτάδι όλα τα έπειτα.
Είναι και άλλοι που είτε εξαργύρωσαν το φως, είτε το απώθησαν, αποφάσισαν και συμφώνησαν, για καλύτερη ισορροπία, να μην το ανακαλούν, κι ακόμα καλύτερα να το στριμώξουν στη βαθειά γωνία με τα απορριφθέντα, ώστε να συνεχίσουν χωρίς τύψεις για τις παροντικές επιλογές τους – το παν είναι να ζεις το παρόν και να περνάς καλά, χωρίς να σε καταδιώκουν φαντάσματα από το παρελθόν ή φωνές από το μέλλον.
Δεν ξέρω ποια ναυάγια είναι πιο απειλητικά.
Οι σκέψεις αυτές είχαν αφορμή το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, “Χίλιες ανάσες” (εκδ. Καστανιώτη), που με συγκίνησε πολύ, περισσότερο από όλα τα προηγούμενά της. Εκεί γίνεται λόγος για μεγάλες μέρες και σχέδια και για ζωές ανθρώπων. Πως συμπλέκονται και πως ισορροπούν στο παρόν.
Στο οποίο παρόν έχουν επιβιώσει μερίσματα, τμήματα, κομμάτια του μεγάλου σχεδίου. Μικρά μερίδια στη θέση ενός μεγάλου. Αλλά αυτά είναι παρόντα. Κι ένα μέλλον συναρμολογείται από αυτά. Εν τω μεταξύ καθένας χτίζει έναν κόσμο γύρω του για να αντέξει. Αρπάζεται με λέξεις αφού δεν μπορεί να αρπαχτεί από πράξεις.
Με άλλο τρόπο το περιγράφει ο Άλκης Αλκαίος στους στίχους που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος (Υπέροχα μονάχοι):
Μες το μυαλό μου έγιναν κουβάρι,
όσα έζησα κι όσα έχω ονειρευτεί.
Του χρόνου όλα τα σβήνει το σφουγγάρι
κι εσύ Αργώ με χάρτινο πανί,
σε σκοτεινά νερά έχεις σαλπάρει.
…..
Πάμε στον κόσμο υπέροχα μονάχοι,
μ’ ένα παλιό τραγούδι χαρωπό.
Το τραγουδάνε οι θαλασσομάχοι
και λέει στο γλυκό του τον σκοπό,
πως μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει.
Το κείμενο θα μπορούσε να υπογράφεται από μια συλλογικότητα επονομαζόμενη: οι επίμονοι υπερασπιστές του παρόντος.
Καλή νέα χρονιά!