O Κερκ Ντάγκλας έφυγε λοιπόν, υπεραιωνόβιος κι όλος ο κόσμος μιλά για τον μύθο του Χόλυγουντ, τον μεγάλο ηθοποιό, τον γοητευτικό άντρα, τον ασυμβίβαστο δημοκράτη.
Ο Ισούρ Ντανιέλοβιτς θα γεννηθεί στο Άμστερνταμ της Νέας Υόρκης στις 9 Δεκεμβρίου του 1916, μετανάστης πρώτης γενιάς, από Εβραίους γονείς μετανάστες από τη Λευκορωσία. Θα ζήσει πολύ φτωχικά παιδικά χρόνια, πουλώντας κουλούρια σε ανθρακωρύχους της περιοχής ή εφημερίδες, ενώ όπως έχει πει ο ίδιος άλλαξε συνολικά σαράντα δουλειές μέχρι να μπει στο χώρο του θεάματος. «Μεγάλωσα μετανάστης στη Νέα Υόρκη και πολλές φορές δεν είχαμε να φάμε. Θα χτυπούσε η πόρτα και θα ήταν ένας άστεγος, που ζητούσε ένα πιάτο φαγητό. Η μητέρα μου πάντα κάτι θα έβρισκε να δώσει, λέγοντας ότι πρέπει οι άνθρωποι να προσέχουμε ο ένας τον άλλο. Αυτό έμεινε μαζί μου για πάντα». Δεν είναι ο μόνος που μεγάλωσε με αυτές τις συνθήκες, η διαφορά είναι ότι ο Ισούρ δεν ξέχασε…
Αφιερώματα λοιπόν που έχουν ως κέντρο τον «απόλυτο ήρωα» που δεν λύγισε ποτέ όπως ο Σπάρτακος, ο ήρωας με το οποίον η συλλογική μνήμη τον ταύτισε. Κι όμως, ο Ντάγκλας δεν ήταν αυτό. Συνήθως δεν δίσταζε να «τσαλακώσει» την εικόνα του παίζοντας ρόλους «κόντρα» στην προσωπικότητά του, αναδεικνύοντας το σπουδαίο ταλέντο του αλλά και την προσωπική και καλλιτεχνική του τόλμη. Ακόμα και στον Σπάρτακο ο Ντάγκλας βγάζει στην οθόνη έναν πραγματικό άνθρωπο, με τις αδυναμίες και τις στιγμές του, και όχι έναν σούπερ ήρωα όπως θα ήθελε το Χόλυγουντ. Δεν επέμεινε τυχαία στο σενάριο του, «απαγορευμένου» από την αντικομμουνιστική υστερία του μακαρθισμού, Ντάλτον Τράμπο.
Οι «κόντρα» ρόλοι…
Πιο εντυπωσιακή επίδειξη του αστείρευτου ταλέντου του, οι ρόλοι που ήταν σε ευθεία αντίθεση με τον χαρακτήρα του: Λαμβάνει την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου στο φιλμ του Μαρκ Ρόμπσον «Φλογισμένα Πάθη», όπου υποδύεται έναν ανήθικο πυγμάχο. Το 1951, θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ «Αστυνομική Ιστορία», όπου υποδύεται έναν σκληροτράχηλο αστυνομικό. Στο δράμα του μεγάλου Μπίλι Γουάιλντερ «Το τελευταίο Ατού», ερμηνεύει τον ρόλο ενός δημοσιογράφου χωρίς ηθικούς φραγμούς. Μία υποψηφιότητα για Όσκαρ θα λάβει με την ταινία του Βινσέντε Μινέλι «Η Ωραία και το Κτήνος» παίζοντας έναν παραγωγό του Χόλυγουντ, που πατά επί πτωμάτων για να πετύχει.
Ο Βαν Γκόγκ κι ο Τζων Γουέιν
Θα κερδίσει άλλη μία υποψηφιότητα για το Όσκαρ με την ταινία του Βινσέντε Μινέλι «Η ζωή ενός ανθρώπου» (1956), υποδυόμενος τον μεγάλο ζωγράφο Βίνσεντ Βαν Γκονγκ, μια προσωπικότητα που καμιά σχέση δεν έχει με την εικόνα του σούπερ ήρωα. Η μικρή ιστορία που ο ίδιος ο Ντάγκλας έχει διηγηθεί είναι χαρακτηριστική: Μετά το τέλος της ιδιωτικής προβολής του Lust for Life, λίγο πριν την έξοδό του στις αίθουσες το 1956, ο Ντάγκλας διακρίνει μια γνώριμη φιγούρα να καπνίζει στο μπαλκόνι, μακριά από όλους τους άλλους και με εμφανή εκνευρισμό. Πρόκειται για τον Τζων Γουέιν, τον απόλυτο «αμερικανό ήρωα» που ξεσπά: “Γιατί Kέρκ; Γιατί έκανες μια τέτοια ταινία; Εμείς είμαστε Άντρες. Δεν πρέπει να δίνουμε τέτοια παραδείγματα στο θεατή. Πρέπει να είμαστε πάντα στιβαροί κι ατσαλάκωτοι. Τι ήταν αυτός ο χαρακτήρας που έπαιξες; Ήταν άντρας αυτός;” Ο Ντάγκλας αρκέστηκε στο να χαμογελάσει.
Οι μεγάλες στιγμές και οι μεγάλες συγκρούσεις
Το ασφυκτικό σύστημα των μεγάλων στούντιο του Χόλυγουντ, που λαμβάνει τερατώδεις διαστάσεις με την αντικομμουνιστική υστερία του μακαρθισμού, τον πνίγει. Έτσι, το 1954 ίδρυσε την εταιρία «Βryna Productions». Το 1957 θα πρωταγωνιστήσει στο συγκλονιστικό αντιπολεμικό δράμα του Κιούμπρικ «Σταυροί στο Μέτωπο», μια ταινία για τη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου που θα απαγορευτεί η προβολή της στη Γαλλία μέχρι το 1970! Στο κλασικό γουέστερν «Αίμα στον Πράσινο Βάλτο» του Τζον Στάρτζες, παίζει μαζί με το alter ego του, τον φίλο του και επίσης κορυφαίο ηθοποιό, τον «αποκλεισμένο» κομμουνιστή Μπαρτ Λάνκαστερ.
Και φτάνουμε στο 1960, τη χρονιά ενός έπους, του «Σπάρτακου», σε σκηνοθεσία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ο ίδιος στον ομώνυμο ρόλο, επιβάλει τον Κιούμπρικ και, κυρίως, θα συγκρουστεί με τον Μακαρθισμό: Θα επιβάλει στο σενάριο τον αριστερό Ντόναλντ Τράμπο ο οποίος μέχρι τότε υπέγραφε σενάρια με ψευδώνυμο, όντας απαγορευμένος. Ο Ντάγκλας απαιτεί να αναγράφεται παντού το όνομα του σεναριογράφου και το κατορθώνει. Ο θρίαμβος του κινηματογραφικού έπους είναι προσωπική δικαίωση για τον Ντάγκλας και συντριπτικό χτύπημα στον μακαρθισμό.
Θα ακολουθήσει το 1962 το γουέστερν «Ασύλληπτος Επαναστάτης» του Ντέιβιντ Μίλερ και πάλι σε σενάριο Ντάλτον Τράμπο όπου θα ερμηνεύσει τον ατίθασο και αναρχικό χαρακτήρα του ήρωα που δεν υποτάσσεται στα κοινωνικά δεσμά και όρια. Το 1964, στο πολιτικό θρίλερ «Επτά ημέρες του Μαΐου» του Τζον Φρανκενχάιμερ και πάλι δίπλα στον Μπαρτ Λάνκαστερ, θα δώσει ένα ρεσιτάλ στο ρόλο ενός αξιωματικού σωστού βράχου ηθικής και αρχών που συγκρούεται με τα γεράκια του Πενταγώνου την περίοδο του Ψυχρού πολέμου.
Ο «Συμβιβασμός» ενός ασυμβίβαστου
Ο ίδιος ο Ντάγκλας θεωρεί κορυφαία ταινία του το υπαρξιακό δράμα «Συμβιβασμός» (1969. Δίπλα του η εκθαμβωτική Φέι Ντάναγουεϊ, σκηνοθεσία και σενάριο του Ηλία Καζάν. Πολλές συζητήσεις προκάλεσε η επιλογή του σκηνοθέτη, στιγματισμένου ως «καταδότη» πολλών αριστερών καλλιτεχνών την περίοδο του Μακαρθισμού. Θεωρήθηκε ως η ευκαιρία για την «απολογία» του Καζάν.
Ο ίδιος θα μείνει ασυμβίβαστος. Ήταν πια 100 χρόνων όταν έγιναν οι τελευταίες εκλογές. Έστειλε ένα γράμμα σε όλους τους υποψήφιους προέδρους: «Τους υπενθύμισα ποια ήταν η Κου Κλουξ Κλαν, το γεγονός ότι ο Μπαράκ Ομπάμα ζει σε ένα σπίτι, τον Λευκό Οίκο, που έχτισαν σκλάβοι. Δεν μπορούμε να σβήσουμε τα βαριά λάθη του παρελθόντος, πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε εναντίον κάθε μορφής διάκρισης».
Ο Ντάγκλας για τον Κερκ
Όταν έκλεισε τα 100 χρόνια έδωσε μια συνέντευξη στην Corriere della serra όπου μίλησε και για το βιβλίο του «life could be verse». Από τον ποταμό της μνήμης ας κρατήσουμε πως θεωρούσε σημαντικότερη στιγμή της ζωής του τη μάχη κατά του Μακαρθισμού: «Έτρεξα αμέσως να δω το “Τράμπο”, την ταινία για τον μεγάλο σεναριογράφο. Είπα στον Μπράιαν Κράνστον, τον πρωταγωνιστή, ότι το μόνο πράγμα για το οποίο λυπάμαι είναι που δεν με φώναξαν να παίξω τον εαυτό μου έστω και σε μια σκηνή».
Πάνω από όλα δεν έχασε ποτέ το χιούμορ του: ««Σε αυτά τα 100 χρόνια της ζωής μου δεν έχασα ποτέ το χιούμορ μου. Όταν απέκτησα πρόβλημα στη φωνή -και τι μπορεί να κάνει ένας ηθοποιός χωρίς φωνή;- πρότεινα σε όλους τους φίλους μου τους παραγωγούς να επιστρέψουμε στον βωβό κινηματογράφο… Το τελευταίο μου βιβλίο ποίησης και διηγημάτων είναι αφιερωμένο στα εγγόνια που μου χάρισε ο Μάικλ. Τον συγχώρεσα με ένα γέλιο όταν μου είπε ότι είμαι πολύ μεγάλος για την ταινία “Στη φωλιά του κούκου”. Ο Μάικλ ήταν παραγωγός και έδωσε τον ρόλο στον εξαιρετικό Τζακ Νίκολσον».
Ο τρόπος με τον οποίον κλείνει την αυτοβιογραφία του είναι ενδεικτικός. «Πριν λίγα χρόνια περπατούσα και πέρασε από δίπλα μου μια παρέα από όμορφες κοπέλες. Καμάρωνα και χαμογελούσα που με αναγνώρισαν μέχρι που άκουσα μία να λέει: «Ουάου! Ο μπαμπάς του Μάικλ Ντάγκλας». Το χαμόγελό μου πάγωσε στα χείλη μου…»
Καλό ταξίδι Κερκ, Σπάρτακε, Ντοκ Χαλιντέι… Και εκεί που θα βρεις τον καλό σου φίλο τον Μπαρτ Λάνκαστερ θα σου ξαναδείξει όλα τα επεισόδια της «επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα» που παρουσίαζε, κόντρα στους θεούς και τους δαίμονες της Αμερικής. Μιας Αμερικής, τυλιγμένης στους εφιάλτες της, όπως έλεγες μιλώντας για τον «Συμβιβασμό».