Μια λοξή ματιά στην ιστορία, 200 χρόνια νεοελληνικού κλαυσίγελου
Διονύσης Ελευθεράτος
Εκδόσεις Τόπος
Δεν είναι η πρώτη φορά που εκδίδεται ένας τόμος με ερανίσματα της ελληνικής ιστορίας. Η πολυτάραχη ιστορία του τόπου με πολέμους, χρεοκοπίες, δικτατορίες, πολιτικές διαμάχες και συνεχείς διευρύνσεις των γεωγραφικών συνόρων προσφέρει ένα σπάνιο πλούτο από αφορμές. Το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου δεν είναι ωστόσο μια τυχαία συλλογή πρωτότυπων θεμάτων και γλαφυρών αφηγήσεων. Τόσο τα στιγμιότυπα που επέλεξε από έναν καταιγισμό ιστοριών και γεγονότων που πέρασαν μπροστά από τα μάτια του όσα χρόνια ήταν βυθισμένος στα αρχεία των ελληνικών εφημερίδων όσο και ο σχολιασμός τους επάξια διεκδικούν τον τίτλο μιας αντι-ιστορίας των πρώτων 200 χρόνων του ελληνικού κράτους.
Ο ίδιος ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει από την εισαγωγή τόσο το σκοπό όσο και τα όρια του εγχειρήματος του: «Πολιορκούν, λοιπόν, την Ιστορία “κριοί” ιλαρότητας αλλά – σοβαρότερο αυτό – και μεθοδικού, σοβαρού “καμουφλάζ”. Μακάρι τα 200 χρόνια από το 1821 να δώσουν το έναυσμα για να κινηθεί κάτι, με αντίστροφη φορά. Να αναδειχθεί η λογική που ατενίζει την Ιστορία για να την δει καλά, όπως είναι. Το “όπως είναι” απέναντι στο “όπως πρέπει”. Η ιστορία της αλήθειας, απέναντι στην “Ιστορία” του “καθήκοντος”… Φιλοδοξία του βιβλίου αυτού είναι να αποτελέσει μικρή συνεισφορά σε αυτή την ευκταία κίνηση. Η ακαμουφλάριστη ιστορία χρειάζεται πρωτίστως τους συνεπείς ιστορικούς, χρειάζεται όμως και τους ιστοριοδίφες. Την επιστημονική ανάλυση, αλλά και την προσεκτική παρατήρηση. Κάπου προς το δεύτερο προσπάθησα να κινηθώ με το βιβλίο αυτό», αναφέρει ο συγγραφέας από τις πρώτες κιόλας σελίδες.
Οι 27 ιστορίες που περιλαμβάνονται στον τόμο των εκδόσεων Τόπος και ξεκινούν από τα Οθωνικά χρόνια και φτάνουν ως τη δεκαετία του 1970 διαβάζονται σχεδόν απνευστί λόγω της νευρώδους και πνευματώδους γραφής του Διονύση Ελευθεράτου και των πολιτικών σχολίων του, καθώς δεν αφήνει να περάσει κανένα γεγονός που να μην το συνδέσει με το σήμερα κι όλα όσα συμβαίνουν στη σύγχρονη Ελλάδα. Ξεχωρίζω για λόγους οικονομίας χώρου και προσωπικής μου συνάφειας τρία αποσπάσματα που αντανακλούν το ύφος που διαπερνά το πόνημα του Διονύση Ελευθεράτου:
«Στη χαραυγή του 1843, τον Ιανουάριο, ο υπουργός Εξωτερικών Ιάκωβος Ρίζος – Νερουλός διεμήνυσε στις τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, ότι η Ελλάδα είχε στεγνώσει από χρήμα. Αυτές αξίωσαν επιβολή νέων μέτρων, μόνο που το κέντρο βάρος τους δε θα έπεφτε τόσο στους φόρους και τα τέλη, δηλαδή στο σκέλος των εισπράξεων, όσο στις περικοπές δαπανών. Πρώτα πρώτα τα… απλά και “τετριμμένα” ανά τους αιώνες σε τέτοιες περιπτώσεις: καταργήσεις θέσεων και μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων» (Κεφ. 2).
«Ούτε εκατό, ούτε διακόσιους… Τρεις χιλιάδες ανθρώπους, δηλαδή το 10% του πληθυσμού της πρωτεύουσας, εξολόθρευσε το 1854 στην Αθήνα η χολέρα, το μίασμα της οποίας είναι σχεδόν βέβαιο ότι μετέφεραν – στον Πειραιά πρώτα – μέλη της γαλλικής στρατιωτικής κατοχικής δύναμης». Παρά τη δραματικότητα της κατάστασης ο αγγλόφιλος Τύπος όμως απέκρυπτε τα πραγματικά γεγονότα. Ο συγγραφέας εξηγεί τις αιτίες: «Η αυθεντική υποτίμηση του κινδύνου ως απόρροια απειρίας ή άγνοιας συνυπήρχε με τη σκόπιμη. Το αθώο κίνητρο για την εκούσια υποτίμηση ήταν η επιθυμία να αποφευχθεί ο πανικός. Το άλλο κίνητρο ίσχυε για όσους δικαιολογούσαν ή και υποστήριζαν την κατοχή». Έρχεται από πολύ παλιά επομένως η πολιτική διαχείριση των υγειονομικών κρίσεων (Κεφ. 6).
Είμαστε στην πτώχευση του 1893, όταν το δάνειο που προτάθηκε στην Ελλάδα «για την αποπληρωμή των οφειλών προς τους πιστωτές» συμπληρώνεται από αυτοκτονίες πολιτών για οικονομικούς λόγους. Οι ομοιότητες με την πρόσφατη δημοσιονομική κρίση δε σταματούν εδώ. Με τα λόγια του συγγραφέα «την εποχή της πτώχευσης, το δημόσιο χρέος είχε φτάσει το 200% του ΑΕΠ. Ποσοστό κατάτι μεγαλύτεροι αυτού (182%) το οποίο χαρακτήρισε τη σύγχρονη Ελλάδα που διασώθηκε από τη χρεοκοπία…» (Κεφ. 9).
Τα παραπάνω αποσπάσματα, που αποτελούν και μια διαρκή υπόμνηση για τη διαχρονική αξία του Τύπου απ’ όπου αντλήθηκαν, δεν αντανακλούν μόνο το ύφος. Αναδεικνύουν και τη χρησιμότητα του βιβλίου. Γράφει ο συγγραφέας για τις 27 ιστορίες που το συνθέτουν: «Περισσότερο ή λιγότερο έντονα, κάθε μία με τον τρόπο της μας θέτει μπροστά στο… αιώνιο ερώτημα εάν η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Ακριβέστερα, πώς φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Διότι “απαράλλακτη” ποτέ δεν επανέρχεται»… Κανείς δε θα διαφωνήσει. Η επανάληψη ωστόσο τόσο όμοιων πρακτικών, από το κρατικό μίσος κατά των προσφύγων μέχρι τις πάντα ελαττωματικές παραγγελίες πολεμικού υλικού, αν κάποιους εκθέτει είναι όσους σήμερα αναπαράγουν τις ίδιες δικαιολογίες ή πρακτικές και καταφεύγουν εκ νέου στο λόγο μίσους για να αποκρύψουν την πάντα …ανιδιοτελή υποτέλειά τους προς τους «συμμάχους» και το μίσος τους κατά των λαών. Δεν είναι λοιπόν η ιστορία που επαναλαμβάνεται, αλλά η πολιτική της εξυπηρέτησης των συμφερόντων μιας παρέας ολιγαρχών και του μίσους που την καλύπτει και τη δικαιολογεί. Προς απόδειξη, όσα απολαυστικά περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου…