Αυτό το 2020 που αφήνουμε πίσω μόνο ως αδιάφορη χρονιά δεν θα μείνει στην Ιστορία και στη μνήμη μας. Ξεκίνησε με άσχημες προθέσεις και τελείωσε με καταστροφικές συνέπειες. Όπως έγραψε κάποιος: αυτή η τετραετία το 2020.
Μια συστηματική καταγραφή των όσων επέφερε θα αποκάλυπτε πως είναι πολύ περισσότερα από εκείνα που έχουμε συγκρατήσει στο νου μας και ασφαλώς εξαιρετικά πιο οδυνηρά από όσα μπορούσαν να φανταστούν ακόμη και οι συνήθεις μάντεις των κακών.
Έχει γίνει κοινός τόπος η διαπίστωση πως όταν βγούμε απ’ αυτή τη φυλακή της πανδημίας “οι δρόμοι θάναι αδειανοί κι η πολιτεία μας πιο ξένη”. Που σημαίνει πως μπροστά μας υπάρχουν χειρότερα, αν υπολογίσουμε την οικονομική σάρωση στα μικρομεσαία εισοδήματα και τους μισθωτούς, καθώς η υγειονομική κρίση χρησίμευσε ως μια ακόμη μεγάλη ευκαιρία στα υπερμεγέθη εισοδήματα να αναδιανείμουν πλούτο προς όφελός τους, με μια βεβαιότητα που αγγίζει τα όρια της αφέλειας πως οι κάτω θα υπακούσουν και θα υποταχθούν και πάλι στη λογική πως δεν γίνεται αλλιώς, πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Ωστόσο επειδή ο μεσαίωνας εγκυμονεί πάντα μια αναγέννηση – κι όχι από πίστη στον ιστορικό ντετερμινισμό και την αθεράπευτη ιστορική αισιοδοξία μας, αλλά από πεποίθηση στις δυνάμεις που εξακολουθούν να αντιστέκονται και να σκέφτονται, έστω αλυσιτελώς, έστω χωρίς πεποίθηση μερικές φορές και, κυρίως, έστω χωρίς εμφανή αποτελέσματα (κάτω από την επιφάνεια του νερού αναβράζουν τα ηφαίστεια), και κυρίως από την πεποίθηση πως κάθε ιστορική ήττα συσσωρεύει γνώση που κάποιος θα μετατρέψει σε σοφία – ας διακρίνουμε τις ευμενίδες.
Η κατάσταση της καραντίνας έκανε πιο κοντινή από ποτέ, πιο ρεαλιστική, πιο χειροπιαστή την ιδέα μιας ανατροπής των πραγμάτων.
Μερικές φορές, ή σχεδόν πάντα, οι περιγραφές, οι προβλέψεις, οι αποδείξεις των λόγων, δεν πείθουν. Μια μόνη στιγμή πραγματικότητας είναι σε θέση να επικυρώσει ποταμούς λέξεων (φυσικά χωρίς τους προηγηθέντες ποταμούς των λέξεων η μια στιγμή, ακόμα και παρατεταμένη, μπορεί και να περάσει μόνο ως συντριβή και επικύρωση της απελπισίας).
Ό,τι αποτελούσε σκοτεινή κι αόριστη απειλή, πως θα κλείσουν τα μαγαζιά, θα σταματήσουν οι δουλειές, θα διακοπεί η κυκλοφορία, θα μειωθεί το εισόδημα, θα…, θα…, αν κάποιος τολμήσει να κηρύξει τη χώρα ανεξάρτητη από το χρέος, τα μνημόνια και την γερμανοευρωαμερικανική “προστασία”, τώρα γίνεται πραγματικότητα, και επί πλέον, χωρίς καμία θετική εκδοχή και κυρίως χωρίς ελπίδα. Θυμηθείτε τη διαμονολογία των “μένουμε Ευρώπη” (οι περισσότεροι από αυτούς τώρα κερδοσκοπούν με την πανδημία) τις ημέρες του δημοψηφίσματος. Κι ωστόσο η φαντασία τους τότε ανέσυρε πολύ ασθενέστερους δαίμονες από εκείνους που έφερε ο ιός.
Ακόμη, έγινε πιο έκδηλο από ποτέ πως ο κόσμος είναι μικρός. Η μικρή γειτονιά μας. Θυμάμαι πριν κανά χρόνο σε κάποιο τηλεπαιχνίδι ρωτήθηκε ένας νεαρός παίχτης για την κλιματική αλλαγή. Δήλωσε άγνοια και πρόσθεσε πως δεν τον ενδιαφέρει καθώς εκεί που ζει δεν τον επηρεάζει. Δεν ήταν ο μόνος. Τώρα κανείς δεν μπορεί να πει πως ο κόσμος είναι μεγάλος και στεγανός. Ακόμα κι αν ο ρέων σκοταδισμός επιδιώκει συστηματικά να αποκρύψει τις αλήθειες. Μια νυχτερίδα που αποδρά από το φυσικό της περιβάλλον, από το οποίο την έδιωξε η “ανάπτυξη”, μεταδίδει έναν ιό και ταράζει συθέμελα όλον τον πλανήτη. Κανείς δεν εξαιρείται.
Στο σπουδαίο ντοκυμαντέρ για τον μπλε κόσμο μας, άκουσα το περιστατικό με τα πλαστικά παπάκια. Ένα κοντέινερ έπεσε στη θάλασσα και διαλύθηκε. Περιείχε εφτά χιλιάδες παπάκια του μπάνιου. Μετά από κάποιον καιρό, άλλα βρέθηκαν στην Αυστραλία, άλλα στην Ανταρκτική, άλλα στη θάλασσα μεταξύ Αλάσκας και Σιβηρίας, άλλα στη Σκωτία. Τουτέστιν σε όλα σχεδόν τα μέρη της γης.
Δεν πρόκειται για αποτέλεσμα της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, αλλά του αιώνιου γεγονότος πως όποιος καταστρέφει τη γη, όπου κι αν είναι, κόβει ζωή από όλο τον πλανήτη. Μας έμαθαν στον εθνικισμό και στη περιχαράκωση. Καλά είμαι εδώ, λες, εδώ στο σπιτάκι, στην οικογένεια, στη δουλίτσα μου, κι αίφνης ο ωκεανός ανοίγει κι έρχεται και σε βρίσκει κυρ Παντελή, εκεί στα σπιτάκι σου, στην οικογένεια, στη δουλίτσα σου. Ίσως έτσι μπορέσεις να καταλάβεις πια πως ο έξω κόσμος είναι ένα με το σπιτάκι, την οικογένεια κι τη δουλίτσα σου, οι πρόσφυγες, οι διωγμένοι, οι σπαταλημένοι είναι δικοί σου άνθρωποι, εσύ… (“μην τρέχεις λοιπόν να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα”…).
Όλα μπορεί να γίνουν έτσι πιο καθαρά. Αν θες να δεις, αν μπορείς να δεις. Αν δεν βλέπεις τον εαυτό σου μέσα από τη χρωματιστή οθόνη.
Είναι μια απόπειρα, αυτό που γράφω, να κοιτάξουμε και να καταλάβουμε πως το ποτήρι είναι μισογεμάτο. Και πως μπορεί να γεμίσει. Όχι μόνο να το ευχηθούμε για το 2021, “εδώ στη ρωγμή του χρόνου”, να είναι καλύτερο αλλά και να το πιστέψουμε.
Όπως έλεγε και η παλιά κινέζικη παροιμία: “μην καταριέσαι τη νύχτα, άναψε ένα κερί”!