12.7 C
Athens
Δευτέρα, 2 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εκτός από τη μάνα σου κανείς δεν σε θυμάται, του Γιώργου Αλεξάτου


Στον Σπύρο

Φορτωμένοι πετρέλαιο από τον Κόλπο του Μεξικού, βγήκαμε στ’ ανοιχτά της Γουιάνας στον Ατλαντικό, κατευθυνόμενοι προς τον νότο. Και με τις ακτές της Βραζιλίας, της Ουρουγουάης και της Αργεντινής στα δεξιά μας, περάσαμε απ’ την Παταγονία στη Γη του Πυρός. 

Φύγαμε καλοκαίρι, σαν και τώρα, και σε δυο βδομάδες είχαμε βρεθεί στην καρδιά του χειμώνα. Έχοντας μπροστά μας την Ανταρκτική.

Τότε ήταν που ο πρωινός ουρανός σκοτείνιασε και μια καταιγίδα άγρια, πρωτόγνωρη για τους πιο πολλούς από μας, μαστίγωνε το καράβι. Με τα κύματα βουνά να τα βλέπεις από πάνω σου, έτοιμα να το καταπιούν.

Μόνη ελπίδα να το γυρίσει ο καπετάνιος πάλι πίσω, για να βρεθεί κάποιο απάνεμο λιμάνι, μέχρι να περάσει το κακό. Με κίνδυνο να χαθούν όλα, τότε ακριβώς που θα ’παιρνε τη στροφή, με τον ωκεανό να το χτυπάει στα πλευρά. Και να λες πως τώρα ήρθε το τέλος.

Κι ο καπετάνιος, μαθημένος, δεκαετίες τώρα, από τόσες και τόσες περιπέτειες, τα κατάφερε. Και περάσανε μέρες μέχρι να ξαναπάρουμε τον δρόμο για τον νότιο Ειρηνικό.

Για τους μικρούς Φιλιππινέζους ήταν ολοφάνερο πως είχε βάλει το χέρι της η Παναγία. Είχε πιάσει τόπο το καθολικό σταυροκόπημα. Όπως και το ορθόδοξο των Ουκρανών και των λιγοστών Ελλήνων.

Πάνε χρόνια τώρα που στα καράβια του πρώτου εμπορικού στόλου του πλανήτη, του ελληνικού, οι Έλληνες ναυτικοί ήταν, πλέον, ελάχιστοι. Σχεδόν στο σύνολό τους καπεταναίοι, μηχανικοί και δόκιμοι, που μόλις τέλειωσαν τις σχολές και βγήκαν στο μεροκάματο.

Κι ο κόσμος στη στεριά να ’χει μείνει ακόμη στα παλιά. Στις ιστορίες για τους ναυτικούς που γυρίζουν από λιμάνι σε λιμάνι, γνωρίζοντας χώρες, πόλεις και ανθρώπους και πολιτισμούς. Που βγαίνανε με τις τσέπες γεμάτες δολάρια και τους μαθαίνανε τα μπαρ και οι γυναίκες των λιμανιών όλου του κόσμου.

Τα λέγανε τόσοι και τόσοι, βάζοντας συχνά και την απαραίτητη σάλτσα, γιατί δεν υπήρχε λιμάνι που να μην υπήρχε κάποια ερωτευμένη με τον Μεμά από την Πύλαρο ή τον Στρατή απ’ το Πλωμάρι. Από το Κάρντιφ μέχρι το Τόκιο κι απ’ το Μπουένος Άιρες μέχρι τη Μασσαλία, δεν υπήρχε καμπαρέ που να μην είχε εντυπωσιαστεί όταν φώναζαν «κερασμένο όλο το μαγαζί!».

Τα ’χε γράψει κι ο Καββαδίας αυτά. Κι ανάμεσά τους κι εκείνο το «εκτός από τη μάνα σου κανείς δεν σε θυμάται». Ίσως και το μόνο από εκείνα τα παλιά που κρατάει καλά μέχρι σήμερα.

Μπορεί τώρα να μην περιμένεις τον μαρκόνη να σε φωνάξει για το τηλεγράφημα από τη Χίο ή από το Θιάκι, και να μη λαχταράς να πιάσετε λιμάνι για πάρεις στα χέρια σου το γράμμα που σου στείλανε από τον Πειραιά πριν από μήνα ή και δίμηνο.

Τώρα η τεχνολογία σου επιτρέπει να μιλάς και να βλέπεις κιόλας τους δικούς σου όποτε θελήσεις. Μόνο που αυτό δεν αναπληρώνει το άγγιγμα, την κουβέντα πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ ή ένα ποτήρι κρασί, τη βόλτα.

Κι όταν εσύ γυρνάς τον Περσικό και τον Ινδικό, τον Βόρειο και τον Νότιο Παγωμένο Ωκεανό, η ζωή στον τόπο σου συνεχίζεται. Χωρίς εσένα. Όπως χωρίς εσένα συνεχίζεται η ζωή και στα λιμάνια που πιάνει το καράβι. Εκεί όπου, μετά από ταξίδι δέκα και είκοσι και σαράντα κι εξήντα ημερών, θα μείνει από δεκαπέντε μέχρι τριάντα ώρες, ίσα να ξεφορτώσει ή και να φορτώσει, και θα βγει και πάλι για νέο ταξίδι. Κι η μόνη σου χαρά θα είναι το να κατορθώσεις να βγεις μ’ ένα φίλο για μια – δυο ώρες σε κάποιο μαγαζί για ένα φαγητό τη προκοπής.  

Και να περνάνε οι μήνες και καμιά φορά κι ο χρόνος ή και παραπάνω. Κι όταν έρχεσαι στον τόπο σου να προσπαθείς να μπεις σε ρυθμούς που όλο και λιγότερο θυμίζουν τον καιρό που πήρες την απόφαση: «Μάνα, θα πάω στα καράβια».

Και βέβαια δεν το πληρώνεσαι το διάστημα που μένεις στη στεριά. Από τα ήδη δουλεμένα ξοδεύεις. Και προσπαθείς μια ζωή να βάζεις κάτι στην άκρη, για ένα σπίτι δικό σου, για μια ασφάλεια για όταν δεν θα μπορείς, πια, να ταξιδεύεις. Τότε που οι πόνοι στο κορμί σου θα σου θυμίζουν ότι πέρασες τη ζωή σου ανάμεσα στους πενήντα βαθμούς που πύρωναν τα σίδερα στο μηχανοστάσιο και στους είκοσι πέντε του κέντρου ελέγχου.

Και θα χαμογελάς πικρά όταν θα θυμάσαι τα νιάτα σου. Τότε που νόμιζες κι εσύ πως τα καράβια ήταν για εκείνους που θέλανε να γνωρίσουν ξένους τόπους κι ανθρώπους σ’ ολόκληρο τον κόσμο.   

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ