Πηγή: Εφημερίδα Εποχή
Συντάκτης Νίκος Γιαννόπουλος
H πρώτη έκδοση του βιβλίου του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη «Οι δωσίλογοι» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) εξαντλήθηκε μέσα σε μία εβδομάδα. Ήταν ίσως μία από τις παρήγορες ειδήσεις που μάθαμε με το κλείσιμο του 2023. Ένα βιβλίο ιστορικής έρευνας να πουλάει σαν ζεστή τυρόπιτα. Η «Εποχή» μίλησε με το συγγραφέα ο οποίος ανέλυσε πτυχές του φαινομένου του δωσιλογισμού που προέκυψαν μέσα από την έρευνά του και τόνισε την αξία της συμφιλίωσης με το παρελθόν μας, ακόμα και το πιο σκοτεινό.
Η συλλογή του υλικού της έρευνάς σου κράτησε περίπου 15 χρόνια. Τελικά το φαινόμενο του δωσιλογισμού ήταν τόσο εκτεταμένο όσο περίμενες ή όχι;
Νομίζω ότι μάς είχε προϊδεάσει λίγο η δουλειά του Δημήτρη Κουσουρή ως προς αυτό. Η έκπληξη δεν έχει να κάνει τόσο με την έκταση, όσο με την ένταση του φαινομένου. Το τι έκαναν δηλαδή οι δωσίλογοι και όχι τόσο το πόσοι ήταν. Και αυτό όντως μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη παρά το γεγονός ότι ασχολούμαι 20 χρόνια με την κατοχή. Δεν περίμενα τέτοιο μίσος και το ξέσπασμα της βίας σε τέτοιο βαθμό. Πλέον μπορούμε τεκμηριωμένα να πούμε ότι το επίσημο αφήγημα που κάνει λόγο για μαζική αντίσταση του ελληνικού λαού και για συνεργασία μιας μικρής μειοψηφίας με τους κατακτητές, δεν ισχύει. Στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη κατεχόμενη Ευρώπη, αυτοί που συνεργάστηκαν ήταν περισσότεροι από αυτούς που αντιστάθηκαν.
Μιλώντας για την ένταση του φαινομένου, αυτή με ποιους τρόπους εκφράστηκε;
Η πιο ακραία μορφή ήταν τα βασανιστήρια, ο τρόπος με τον οποίο οι ελληνικές δυνάμεις ασφαλείας πραγματοποιούσαν όχι ανακρίσεις αλλά μια τελετουργική διαδικασία θανάτωσης. Το επισημαίνω και στο βιβλίο. Σχεδόν όλα τα στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος και του ΕΑΜ που πιάστηκαν, πέθαναν από βασανιστήρια είτε την ίδια είτε την επόμενη μέρα. Η Ειδική Ασφάλειας της χωροφυλακής δεν έμπαινε, όπως οι Γερμανοί, σε διαδικασία βασανισμού που κρατούσε μέρες ή και εβδομάδες, για να αποσπάσουν πληροφορίες από τους συλληφθέντες. Ήταν, επίσης, σοκαριστική η καταγραφή των εκτελέσεων αναπήρων του αλβανικού μετώπου. Ξέραμε βέβαια ότι είχαμε τέτοιες εκτελέσεις, ξέραμε ότι είχαν γίνει συλλήψεις αναπήρων του ελληνοϊταλικού πολέμου από την ελληνική χωροφυλακή στο μπλόκο των νοσοκομείων. Αυτό που δεν είχε καταγραφεί ξεκάθαρα είναι ότι οι δύο πρώτες εκτελέσεις αναπήρων του αλβανικού μετώπου έγιναν από ελληνικές δυνάμεις και όχι από γερμανικές. Αυτή η εικόνα των ελλήνων χωροφυλάκων να αποτελούν εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ απέναντί τους είναι ανάπηροι του αλβανικού μετώπου είναι πολύ δύσκολη εικόνα για να την χωνέψεις. Και όλα αυτά γιατί οι συγκεκριμένοι ανάπηροι είχαν ενταχθεί στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Οι συνεργάτες των Γερμανών πολεμούσαν λες και γι’ αυτούς δεν υπήρχε αύριο. Και πραγματικά, σε περίπτωση που επικρατούσε το ΕΑΜ μεταπολεμικά, γνώριζαν ότι θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για όσα έπραξαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Τα έπαιζαν όλα για όλα.
Το φαινόμενο του δωσιλογισμού έχει ταξική διαστρωμάτωση;
Σε ό,τι αφορά την ένοπλη συνεργασία, οι άνθρωποι που εντάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας και στη νέα Χωροφυλακή που συγκροτείται κατά τη διάρκεια της κατοχής, προέρχονταν κυρίως από τα λαϊκά στρώματα. Είναι λογικό, δεν θα πάρει ένας μεγαλοβιομήχανος ή ένας εφοπλιστής τα όπλα να πολεμήσει κατά του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ. Στον οικονομικό δωσιλογισμό βλέπουμε ναι μεν και κάποιους τυχοδιώκτες, που μπαίνουν στο παιχνίδι και εκμεταλλεύονται την κατάσταση για να αποκομίσουν γρήγορα και εύκολα κέρδη, αλλά παράλληλα παρατηρούμε ότι πολλές από τις παλιές οικογένειες βιομηχάνων, εφοπλιστών, εμπόρων, εργολάβων, πολιτικών μηχανικών κ.ά. εκμεταλλεύονται τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί αρχικά για να κρατήσουν σε λειτουργία τις επιχειρήσεις τους και εν συνεχεία για να επενδύσουν τα κέρδη τους αγοράζοντας ακίνητη περιουσία. Την περίοδο της Κατοχής μεταβιβάστηκαν περίπου 350.000 ακίνητα πανελλαδικά. Μιλώντας τέλος για το κομμάτι της πολιτικής συνεργασίας, μπορούμε να πούμε ότι βασικός στόχος όσων συγκρότησαν τις τρεις κατοχικές κυβερνήσεις Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου και Ράλλη και ιδιαίτερα την τελευταία, ήταν να αποτρέψουν την άνοδο του ΕΑΜ στην εξουσία.
Ακούμε και διαβάζουμε συχνά ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής δημιουργήθηκαν νέες οικονομικές δυνάμεις, νέα «τζάκια», τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο από εκεί και πέρα στην οικονομική και την πολιτική ζωή. Αυτό από την έρευνά σου προκύπτει;
Μια έρευνα προφανώς δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα. Εν προκειμένω θα μας βοηθούσε πάρα πολύ μια έρευνα για το πώς αναπτύσσεται η ελληνική επιχειρηματικότητα μετά τον πόλεμο για να διαπιστώσουμε ποιες επιχειρήσεις πρωτοστατούν σε κάθε κλάδο, με ποιους τρόπους πολιτεύονται, οικονομικά και πολιτικά οι άνθρωποι που κατέχουν αυτές τις επιχειρήσεις, από πού βρίσκουν κεφάλαια. Έχω την εντύπωση ότι υπάρχει μια διαρκώς κρατικοδίαιτη ελληνική επιχειρηματικότητα. Πρέπει να δούμε επίσης την ιστορία των μεγάλων βιομηχανιών στην Ελλάδα, ένα ερευνητικό πεδίο που δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο στη χώρα. Πάντως, αυτό που ανακάλυψα εγώ κατά την έρευνά μου, πέρα από αυτό που ξέραμε ότι κάποιοι έκαναν περιουσίες στην κατοχή, είναι ότι το σημαντικότερο όφελος που είχαν οι ιδιοκτήτες των μεγάλων επιχειρήσεων, από την αναγκαστική ή εθελοντική συνεργασία με τους κατακτητές, ήταν η διατήρηση των επιχειρήσεων αυτών σε λειτουργία. Όσοι δεν συνεργάστηκαν και όσοι είχαν επιχειρήσεις σε κλάδους που δεν ενδιέφεραν τους Γερμανούς, είδαν τις επιχειρήσεις τους να κλείνουν ή να υπολειτουργούν, αφού ήταν αποκλεισμένοι από τις περιορισμένες πρώτες ύλες, ενέργεια και μηχανολογικό εξοπλισμό. Αυτοί που συνεργάστηκαν, είτε αναγκαστικά είτε εθελοντικά, μπόρεσαν να διασώσουν τις επιχειρήσεις τους και όταν στη συνέχεια, στη φάση της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της χώρας, ήρθαν τα αμερικανικά κεφάλαια με το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν αυτοί που δήλωσαν παρόντες.
Όπως έχεις πει, η συλλογή του υλικού σου δεν ήταν εύκολη. Το ελληνικό κράτος έτσι και αλλιώς δεν βοηθά τέτοιου είδους ερευνητικά εγχειρήματα. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ξέρουμε πολύ καλά ότι μετά την απελευθέρωση ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά και αργότερα ο Εμφύλιος. Επίσης ένα σημαντικό κομμάτι των ανθρώπων που κατηγορήθηκαν ότι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς ενσωματώθηκε στον μεταπολεμικό κρατικό μηχανισμό. Δεν έγινε ποτέ εκκαθάριση, ούτε καν τυπική, του κρατικού μηχανισμού. Μπορούμε σε όλες τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις να βρούμε ανθρώπους που έφεραν αυτό το βαρύ παρελθόν της συνεργασίας. Αρκετοί από αυτούς πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση του μετεμφυλιακού κράτους των εθνικοφρόνων, μιλάμε γι’ αυτούς που είχαν ήδη προϋπηρεσία στη δίωξη των κομμουνιστών. Επειδή πολλοί από αυτούς παρέμειναν στις θέσεις τους, στα σώματα ασφαλείας, στα υπουργεία, στο δικαστικό σώμα, στα Πανεπιστήμια κτλ, έπρεπε να διαγραφούν τα ίχνη της συνεργασίας τους. Γι’ αυτό το λόγο τα ελληνικά κρατικά αρχεία είναι δυσπρόσιτα. Είτε έχουν καταστραφεί είτε παραμένουν κλειστά στην έρευνα. Το γεγονός αυτό δυσκολεύει ιδιαίτερα την προσπάθεια των ιστορικών για τον εντοπισμό των πηγών. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το αρχείο των σωμάτων και υπηρεσιών ασφαλείας το οποίο με αποφάσεις του εκάστοτε υπουργού Εσωτερικών παραμένει κλειστό. Όλα αυτά παρά την προσπάθεια που είχε γίνει το 2015 επί υπουργίας Πανούση και το 2017 επί υπουργίας Τόσκα για να ανοίξουν τα αρχεία των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας. Αυτή η προσπάθεια διεκόπη το 2019 με την αλλαγή της κυβέρνησης.
Είναι τελικά η ατιμωρησία των δωσίλογων και αντίστοιχα οι διώξεις κατά των αντιστασιακών μία από τις μεγαλύτερες πληγές που άνοιξαν στη χώρα τον προηγούμενο αιώνα;
Πρόκειται, όντως, για τεράστια αδικία, την οποία δεν γίνεται να διαχειριστεί κανείς, παρά μόνο αν σταθεί τίμια απέναντί της. Βλέπουμε ότι οι νικητές των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου επέλεξαν τη λήθη. Πίστευαν πιθανότατα ότι με το πέρασμα του χρόνου ο κόσμος θα ξεχνούσε. Δεν έγινε όμως αυτό. Είναι βέβαια ένα μεγάλο ζήτημα το πώς διαχειριζόμαστε αυτή τη μνήμη στα χρόνια που βρισκόμαστε. Πλέον η γενιά που έζησε τα γεγονότα έχει φύγει από τη ζωή. Κάλλιστα μπορούμε να σκεφτούμε ότι με τη σιωπή που υπάρχει γενικότερα για τα γεγονότα της κρίσιμης δεκαετίας του 1940 στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, σε μερικά χρόνια οι άνθρωποι δεν θα γνωρίζουν τίποτα πια για την περίοδο της κατοχής και τους συνεργάτες των κατακτητών. Το αίσθημα της αδικίας όσο περνούν οι γενιές ατονεί. Είναι άλλο να έχουν σκοτώσει τον πατέρα σου ή τη μάνα σου και άλλο τον παππού σου ή τον προπάππου σου. Δεν είναι ίδιο το πάθος με το οποίο διεκδικείς τη δικαιοσύνη. Τα συλλογικά τραύματα αν δεν τα επεξεργαστούμε λογικά, δεν μπορούμε να τα επουλώσουμε. Πρέπει να συμφιλιωθούμε με αυτό το παρελθόν. Δικό μας είναι άλλωστε.