21.6 C
Athens
Παρασκευή, 23 Μαΐου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ἔστιν οὖν τραγωδία… της Όλγας Μοσχοχωρίτου

 

Προμηθέας δεσμώτης του Αισχύλο, από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, σε Σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη

 

Ο «Προμηθέας Δεσμώτης» είναι το μόνο σωζόμενο δράμα μιας τριλογίας («Προμήθεια») που έχει ως θέμα της τη σύγκρουση ανάμεσα στον Δία και στον Προμηθέα για την τύχη του ανθρώπινου γένους, που ο Ζεύς έχει αποφασίσει να καταστρέψει..

Αρχετυπική μορφή κατά της τυραννίας, ο Προμηθέας, ο Τιτάνας που έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς για να την χαρίσει στους ανθρώπους, διαπράττοντας την υπέρτατη ύβρη, ήτοι την αμφισβήτηση της εξουσίας του Δία και την ανατροπή της κοσμικής τάξης, αφού αθάνατος ο ίδιος παίρνει το μέρος των θνητών, τιμωρείται σκληρότατα από τον Δία. Αλυσοδένεται από έναν απρόθυμο Ήφαιστο σ’ έναν βράχο στον Καύκασο, τον βράχο της τιμωρίας του.

Αρνείται τη συναλλαγή με τον Δία, ήτοι την αποκάλυψη του μυστικού που θα τον ενημέρωνε από ποιόν κινδυνεύει η εξουσία του και δέχεται τον αφανισμό του.

Αυτό το κοσμικό δράμα διηγούνταν η αισχυλική τριλογία της «Προμήθειας» που, όπως γράφεται χωρίς να επιβεβαιώνεται ούτε η σειρά τους, ούτε η χρονολόγησή τους, διασώθηκε μόνο ένα μέρος της, ο «Προμηθέας Δεσμώτης». Το μέρος που αφορά τη ρήξη του Προμηθέα με τον Δία. Τα υπόλοιπα, είχαν ως θέμα τη συμφιλίωση του Τιτάνα με την Αρχή του κόσμου.

Η λύση που έδινε στο δράμα ο Αισχύλος, ήταν η ειρηνική χωρίς θύματα επανάσταση, όμως αυτή χάθηκε στα ερείπια του αρχαίου κόσμου.

Το στοίχημα για την δραματική αναπαράσταση του έργου, είναι να δοθεί μέσα από την ακινησία, η διαρκής πυρετική, εσωτερική κίνηση του καθηλωμένου πρωταγωνιστή, με γύρω του τον κύκλιο χορό.

Στον «Προμηθέα δεσμώτη», που διδάχθηκε περί το 470 π.Χ., τα πρόσωπα του έργου ανήκουν στον θεϊκό κύκλο, ουδείς θνητός παίρνει μέρος, γι αυτό και η ύβρις, η αμαρτία του Προμηθέα, πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί διαφορετικά από την ύβρη που διαπράττουν οι θνητοί.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Αισχύλος εξετάζει την διασάλευση της τάξης και της εξουσίας κι ίσως μεταφέρει τις προσωπικές του πεποιθήσεις για το θεϊκό στοιχείο, την έννοια του δικαίου, το ηθικό πλαίσιο, στο πνεύμα των νέων θεσμών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Εκπλήσσει δε η σφοδρότητα που ο Αισχύλος καταφέρεται κατά της Αρχής του Κόσμου, του Δία.

Την παράσταση του Σταύρου Τσακίρη παρακολούθησα στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας, χώρο που προσωπικά με γοητεύει μιας και εκεί ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με το Αρχαίο Δράμα. Ήταν προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, όταν μαθήτρια ούσα, άφησα το διάβασμα για τις προαγωγικές εξετάσεις της επομένης – Ιούνιος ήταν και δίναμε θρησκευτικά – και ανηφόρισα για το Ωδείο, όπου ο μεγάλος Μάνος Κατράκης, θεόρατος στα μάτια μου, έπαιζε τον «Προμηθέα Δεσμώτη».

Εκεί βρισκόταν δεμένος σαν άλλος Χριστός, στο σταυρό ή το βράχο του μαρτυρίου, βασανιζόμενος για τη σωτηρία του Ανθρώπου. Κι εκεί το σώμα – μουσικό όργανο του Μάνου Κατράκη με καθήλωσε. Δεν θα ξεχάσω το λιπόσαρκο κορμί απ όπου έβγαινε η σπηλαιώδης φωνή, όχι από το στόμα λες, αλλά από βαθειά, το στομάχι και το στέρνο, τα οποία είχαν μετουσιωθεί σε τύμπανα που πάλλονταν.

Αυτή η εικόνα του στατικού ήρωα που όλη του η κίνηση προέρχεται από το πάθος του λόγου του, σφηνώθηκε στο μυαλό μου, σαν την τέλεια «μίμηση πράξεως σπουδαίας», επηρεασμένη προφανώς και από την γυμνασιακή αριστοτελική εκπαίδευση.

Έκτοτε παρακολούθησα αρκετές «κλασσικές», όπως εκείνη του Προμηθέα – Κώστα Καζάκου, που με τον όγκο και την εμπειρία του έδινε υπόσταση στον ήρωα, ή «μετανεωτερικές» προσεγγίσεις, με τελευταία την «αντιηρωική» παράσταση του Έκτωρα Λυγίζου το 2014, ο οποίος χρησιμοποίησε το έργο ως υλικό μαθητείας από σχολιαρόπαιδα που προσπαθούν στο σήμερα να προσεγγίσουν το «μύθο του Προμηθέα», με μάλλον απρόσφορο τρόπο.

Ο Σταύρος Τσακίρης, όπως δήλωσε, ονειρεύτηκε έναν «Προμηθέα» που να βγαίνει από τους δρόμους της πόλης, έναν σημερινό μαχόμενο άνθρωπο. «Στην παράστασή µας, λέει ο σκηνοθέτης, (ο Προμηθέας) χάνεται µέσα στους ανθρώπους. Ίσως να ζει ακόµη δεσµώτης µέσα στις µεγάλες πόλεις».

Η παράσταση κίνησε το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών εξ αρχής, λόγω της ρηξικέλευθης απόφασης του σκηνοθέτη να αναθέσει την ερμηνεία του βασικού ρόλου σε μία γυναίκα και μάλιστα σε μία ηθοποιό ελληνικής καταγωγής αλλά ξενόγλωσσης την Κάθριν Χάντερ.

Η Χάντερ αποτελεί μια «σχολή» από μόνη της. Μικροσκοπική, με πρόσωπο αδρό, γοητεύεται να ερμηνεύει ανδρικούς ρόλους.

Με καταγωγή από τις Οινούσσες, μεγαλωμένη στην Αγγλία, με σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου και κορυφαίες συνεργασίες με σκηνοθέτες όπως ο Πίτερ Μπρουκ και θεατρικούς οργανισμούς όπως η Royal Shakespeare Company, το Globe Theater και η Complicite, έχει ερμηνεύσει τον Βασιλιά Ληρ, τον Ριχάρδο Γ’, τον Πουκ στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», τον Συρανό ντε Μπερζεράκ και πρόσφατα τον Τίμωνα τον Αθηναίο. Διθυραμβικές κριτικές απέσπασε για την ερμηνεία της στην παράσταση «Ο πίθηκος του Κάφκα», βασισμένη στην «Αναφορά σε μια ακαδημία» του γνωστού συγγραφέα, στην οποία υποδύθηκε τον πίθηκο. Η ικανότητά της να αλλάζει μορφές είναι θρυλική: ενσάρκωσε δεκατρείς διαφορετικούς ρόλους στο έργο «The Skriker» της Κάριλ Τσέρτσιλ, χωρίς το κοινό να αντιληφθεί ότι πίσω από κάθε έναν κρυβόταν η ίδια ηθοποιός. Θεωρείται εκπρόσωπος του σωματικού θεάτρου και είναι μοναδική στην ενσάρκωση ανδρικών ρόλων.

 Η παράσταση ουσιαστικά στήθηκε γύρω από αυτήν, προσδίδοντας σωματική κίνηση στον «στάσιμα αλυσοδεμένο» Προμηθέα. Βρίσκεται δεμένη με βαριές, αλλά μακριές αλυσίδες, στη βάση ενός κατακόκκινου οβελίσκου, ψηλού σα να στοχεύει τον ουρανό.

Η εικόνα της Χάντερ είναι καταλυτική. Μοιάζει με «ζώο παγιδευμένο» που τριγυρνάει κροταλίζοντας τις αλυσίδες του προσπαθώντας να διαφύγει, υπερκόσμιο άφυλο ον, θυμωμένο κι ασυγκράτητο. Εκφέρει τον δύσκολο, αρχαιοπρεπή κατά Δημητριάδη –λόγο, προσπαθώντας να ξεπεράσει την μη οικεία γλώσσα, με τον ίδιο αγχώδη τρόπο της εγκλωβισμένης της κίνησης, μεταφέροντας ανάμεικτα συναισθήματα στο κοινό.

Και σ’ αυτό το σημείο εγείρονται και τα βασικά ερωτήματα.

Αυτή η μορφή του Προμηθέα, η αταίριαστη για Τιτάνα, αυτή η αγχωμένη, «από-ανθρωποποιημένη» εικόνα και εκφορά του λόγου, πόση σχέση έχουν με τον «μαχόμενο Άνθρωπο», τον Προμηθέα των πόλεων, που αναζητεί να ενσαρκώσει σκηνικά ο σκηνοθέτης;

Θεωρώ πως οι Τσακίρης γοητεύτηκε από την αντισυμβατική φιγούρα της Χάντερ – που πράγματι επιτελεί έναν άθλο και μόνον στη μάχη της με τον αισχύλειο λόγο – με αποτέλεσμα να δεσμευτεί υπέρμετρα από την εικόνα της, που ίσως ευδοκίμησε στην σκηνική ανάγνωση των ρόλων που προαναφέραμε, χωρίς όμως στην προκειμένη περίπτωση να συνάδει με τα υπόλοιπα σκηνικά ευρήματα.

Ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε πολλαπλούς «συμβολισμούς» και έστησε πολύχρωμες εικόνες, που κάποιες τουλάχιστον αυτές καθ’ εαυτές θα μπορούσαν να είναι λειτουργικές στο πλαίσιο ανάδειξης του μύθου. Όμως επειδή εναλλάσσονταν πολλές και διαφορετικές σκηνικές αναγνώσεις, ήχοι, μουσικές και εικόνες, τελικά αφήνονταν κυριολεκτικά στον αέρα, δημιουργώντας αμηχανία στο θεατή, όσο κι αν μερικές από αυτές ήταν ενδιαφέρουσες.

Και εξηγούμαι:

Αρχίζοντας το έργο, ακούμε ακατάληπτα λόγια σε αρχαία, μάλλον άγνωστη γλώσσα, που πιθανά στοχεύουν να μας εισάγουν σε ερμητικές αναγνώσεις του κόσμου.

Το έργο προλογίζει ο Νικήτας Τσακίρογλου, που μας εμφανίστηκε ως μύστης, ή Δάσκαλος σε μαθητές φιλοσοφίας ή κάποιας μυστικής θρησκείας και μνημονεύει διαρκώς τις απαρχές του κόσμου ή την άγνωστη παιδική ηλικία της ανθρωπότητας. Παίζει το ρόλο του Κορυφαίου, με τον τρόπο που ο καλός ηθοποιός γνωρίζει από την δική του συμμετοχή στην αρχαία τραγωδία, ενημερώνοντάς μας για την εξέλιξη της υπόθεσης αν και η παρουσία του αποτελεί δραματουργικό εφεύρημα του σκηνοθέτη.

Οι μουσικές επιλογές δημιουργούν μια επική κινηματογραφική ατμόσφαιρα, που παραπέμπουν σε φιλμ κοσμικής καταστροφής στο φόντο μιας απομίμησης κυκλικού θεάτρου εν θεάτρω και συγκεκριμένα μιας γυάλινη αμφιθεατρικής κατασκευής, που αποτελεί και τη βάση της εμφάνισης και δράσης του χορού αλλά και του Ήφαιστου, της Βίας, του Κράτους και του Ωκεανού.

Ο χορός κρατά μεγάλα τετράδια που μεταμορφώνονται σε πουλιά, ή βιβλία και κύματα, με τις αλλαγές του φωτισμού, άλλοτε πετυχημένα κι άλλοτε όχι. Ανάλογες φωτιστικές εναλλαγές στοχεύουν την γυάλινη κατασκευή φιλοδοξώντας να την μετατρέψουν σε θάλασσα, ή υπερκόσμιο χώρο, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα (το τεχνητό έντονο φως στο χρώμα του κόκκινου, λευκού, μπλε κλπ., χτύπαγε άσχημα στο μάτι, θυμίζοντας πολλές φορές σκηνικού άλλου είδους θεάτρου).

Ξαφνικά το Κράτος και η Βία (που ερμηνεύεται από τον ίδιο ηθοποιό, τον Αλέξανδρος Μπουρδούμης) εμφανίζεται να φοράει βενετσιάνικες καρναβαλικές μάσκες που εναλλάσσει, όπως και τον τόνο του, μεταξύ ιλαρού και τρομερού, ο Ήφαιστος – Δημήτρης Πιατάς πιάνει το χώρο με τη γνωστή σωματοδομή του και τον καρατερίστικο ρόλο του μπουνταλά μηχανουργού, ενώ μία αισθητικά όμορφη σκηνή με την επίθεση στον Προμηθέα κονταροφόρων φρουρών, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις πολύχρωμες μάσκες πουλιών που φορούν και που παραπέμπουν και πάλι σε βενετσιάνικο καρναβάλι.

Ο Ερμής εμφανίζεται σε τριπλή εκδοχή (Ηλιάνα Μαυρομάτη, Αντιγόνη Φρυδά, Κωνσταντίνος Νικούλι) με χρυσή φτερωτή μάσκα, άποψη που δεν προωθούσε κατά καμία έννοια με την ιδέα περί «ερμητισμού».

Η σκηνή της Ιούς υπό το κράτος του Οίστρου που την κυνηγά, ενώ ως έμπνευση με τον πολύχρωμο λουλουδιαστό τάπητα που στρώνεται καθώς μεταφέρεται στις πλάτες μελών του χορού, θα μπορούσε να ήταν πετυχημένη, όμως η υστερική απόδοση της Πέγκυς Τρικαλιώτη, την εμπόδισε να ολοκληρωθεί.

Η παρουσία του Γεράσιμου Γεννατά στο ρόλο του Ωκεανού καλή αλλά ανέμπνευστη, σα να μην μπορούσε να βρεθεί ανάλογη λαμπερή ιδέα για την παρουσία του.

Τέλος δεν θεώρησα χωρίς ενδιαφέρον την τελική σκηνή του έργου που η καταστροφή του ήρωα από τον Δία μεταφράζεται στο βύθισμά του μέσα στους γυμνούς εν είδη εμβρύων ανθρώπους. Μία προσπάθεια μάλλον εξανθρώπισης του Προμηθέα. Η αποτυχία έγκειται στο αντιαισθητικό σταδιακό ξεγύμνωμα των μελών του χορού και η α-συνέχεια της σκηνικής άποψης.

Στην παράσταση του Τσακίρη συνεργάστηκαν πολλά και άξια ονόματα της τέχνης του θεάτρου, του λόγου, των εικαστικών. Ο Κώστας Βαρώτσος στα σκηνικά, ο Δημήτρης Δημητριάδης στη μετάφραση, ο Γιάννης Μετζικώφ στα κοστούμια, ο Μαρτσέλο Μάνι της Complicite στην κίνηση, ο Σάκης Μπιρμπίλης στους φωτισμούς.

Όμως το αποτέλεσμα έδειξε πως η παράσταση έπασχε από το «πάρα πολύ», από την αδυναμία να δοθεί μια σαφής, λιτή, καθαρή σκηνική άποψη του συγγραφέα για έναν σύγχρονο «Προμηθέα».

Παρ’όλα αυτά αξίζουν συγχαρητήρια στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας που ανέλαβε μία φιλόδοξη παραγωγή με όλα της τα ρίσκα. Παραγωγή που το κοινό αγκάλιασε με την αθρόα προσέλευσή του στα θέατρα που παρουσιάστηκε, δείχνοντας πως διψά ακόμα για θέατρο καλό, ουσιαστικό, Μεγάλο. Κι αυτό είναι πολύ παρήγορο στους καιρούς μας.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ