Αποχαιρετισμός στη Λογική! Ο θρίαμβος της μεταμοντέρνας σκέψης έθεσε τα θεμέλια για την άνοδο της Δεξιάς τα τελευταία χρόνια
Πηγή: Junge Welt
Μετάφραση: Άλεξ Κάντζιας-Ρόντε
Ο εκδοτικός οίκος Mangroven Verlag, με έδρα το Κάσελ Γερμανίας θα εκδώσει τον μεταθανάτιο τόμο του Βέρνερ Ζέππμαν (Werner Seppmann, 1950–2021) με τίτλο »Der Schlaf der Vernunft. Der Rechtsextremismus und das Versagen der Intelligenz« («Ο Ύπνος της Λογικής: Ο Δεξιός Εξτρεμισμός και η Αποτυχία της Νοημοσύνης»). Αναδημοσιεύουμε ένα επεξεργασμένο απόσπασμα που δημοσιεύτηκε, με την ευγενική άδεια του εκδότη, στην αριστερή γερμανική εφημερίδα Γιούνγκε Βελτ (Junge Welt).
Η άνοδος του δεξιού εξτρεμισμού θα μπορούσε να θεωρηθεί λιγότερο δραματική, αν υπήρχαν κάποιες επιδραστικές κουλτούρες κριτικής των ιδεολογικών αντιφάσεων του, ως αντίβαρο στους δεξιούς σχηματισμούς, αν υπήρχε μια κοινωνικά εδραιωμένη κουλτούρα πνευματικής αντίστασης και μια επιθυμία για κοινωνική αυτοδιάθεση. Ενώ η απόρριψη της Δεξιάς είναι ευρέως διαδεδομένη μεταξύ καλλιτεχνών, συγγραφέων, επιστημόνων και διανοούμενων, ενώ υπάρχει μια αντιφασιστική και αντιρατσιστική συναίνεση, συνήθως αυτή η συναίνεση (με εξαίρεση ορισμένες υποκουλτούρες) δεν αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από μια σύμβαση με περιορισμένη απήχηση, επειδή σπάνια συνδέεται με θέσεις κοινωνικής κριτικής και με μια δυναμική αντιπολιτευτική στάση: κάθε οραματισμός μιας ιστορικής εναλλακτικής παραμένει αποκλεισμένος, ειδικά όταν αναλύονταιοι κοινωνικοοικονομικές αναταραχές και οι ανορθολογικές υπερβολές.Η αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της στάσης είναι η αποδοχή του δεδομένου, ακόμη και στις κρίσεις και στις «παθολογικές» μορφές εκδήλωσής του. Αυτό συμβάλλει στη συλλογική αυταπάτη ότι άλλες συνθήκες, αν και επιθυμητές, δεν είναι πλέον εφικτές. Αυτή η κατάσταση αποτελεί έκφραση μιαςμετατόπισης στο πνευματικό κλίμα, που κορυφώνεται με την προθυμία μεγάλων τμημάτων της διανόησης να ανταλλάξουν την αξίωσή τους για άσκηση κριτικής με έναν διανοητικό σχετικισμό και με θετικιστικές στάσεις.
Φαινομενικά ριζοσπαστική
Εξετασμένη υπό το φως, δηλαδή, χωρίς την επικρατούσα καιροσκοπική πνευματική πίεση της, η μεταμοντέρνα σκέψη είναι ένας διανοητικός Ντανταϊσμός, ο οποίος, μέσω της εικονοκλασίας του, δημιουργεί μια εντύπωση ριζοσπαστισμού, ενώ παλουκώνει επίσης κάποια αστική-φιλοσοφική αυταρέσκεια. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο υπερβαίνει το στόχο του, αλλά αποκαλύπτει και μια βούληση να καταστρέψει κάθε ορθολογικό τρόπο ερμηνείας, ειδικά τον κριτικό τρόπο, ο οποίος είναι ικανός να αντιληφθεί τα κοινωνικά και πολιτισμικά παράδοξα της ύστερης αστικής κοινωνίας.
Αυτές οι ιδεολογικές προσαρμογές, που εκτείνονται πολύ πέρα από την παραιτημένη κοσμοθεωρία μιας μηδενιστικής αισθητικής πρακτικής, κατέστησαν δυνατές χάρη στο έδαφος που κέρδισε η μεταμοντέρνα σκέψη, η οποία έχει λειτουργήσει ως επιταχυντής για διανοητικούς «οπισθοδρομικούς προσανατολισμούς» από τη δεκαετία του 1980. Τοποθετήθηκε ρητά ως ένα πρόγραμμα που αντιτίθεταιστην κλασική παράδοση του Διαφωτισμού, αλλά και στις αρχές της μεθοδικής σκέψης: «Η αρχική θέση της μεταμοντέρνας γνώσης δηλώνει ότι έχει τελειώσει η νομιμοποιητική δύναμη των μετα-αφηγήσεων (σ. Β.Ζ.: με τις οποίες εννοείται κυρίως ο μαρξισμός), ότι δεν πιστεύουμε πλέον σε αυτές. Οι τρεις μεγάλες μετα-αφηγήσεις της νεωτερικότητας -αυτής του Διαφωτισμού για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας, της ιδεαλιστικής για τη θεολογία του πνεύματος και της ιστορικής, για την ερμηνευτική του νοήματος- έχουν εκφυλιστεί σε μορφές του παρελθόντος και δεν αποτελούν πλέον δύναμη του παρόντος»¹.
Παρά τη διαφοροποίηση στις λεπτομέρειες, οι στοχαστές του μεταμοντερνισμού ενοποιούνταιαπό μια σειρά θεωρητικών αντιλήψεων, φιλοσοφικών προσανατολισμών και ιδεολογικών καθορισμών. Όσον αφορά αυτά τα ενοποιητικά προγραμματικά σημεία, τα ονόματα είναι«καπνός στο καθρέφτη» επειδή οι θέσεις είναι εναλλάξιμες. Στους Μπωντριγιάρ, Ντελέζ, Ντερριντά, Φουκώ, ακόμη και στον Βάττιμο, υπάρχει κάτι περισσότερο από ένας ενοποιητικός «θόρυβος υποβάθρου». Αυτό που ενώνει επίσης τους πρωταγωνιστές του μεταμοντερνισμού είναι η επιχειρηματολογική τους πρακτική, στην οποία κυριαρχούν οι τελετουργίες της επανάληψης, χωρίς ουσιαστικά να αναλύουν τις σκέψεις και τα επιχειρήματα που παρουσιάζουν. Συνολικά, οι θεμελιώδεις θέσεις είναι ελάχιστα τεκμηριωμένες. λειτουργούν κυρίως με δηλώσεις απόδειξης.
Το γεγονός ότι ο Βόλφγκανγκ Βελς μιλάει ρητά για μια «αρχική θέση» του μεταμοντερνισμού, μας οδηγεί στην καρδιά του ζητήματος, καθώς όλοι οι βασικοί προσανατολισμοί του διατυπώνονται με μικρή πνευματική προσπάθεια: κάθε έννοια χειραφέτησης έχει καταστεί ξεπερασμένη και οι επιστημονικές προσπάθειες για την εδραίωση της αλήθειας έχουν καταστεί παρωχημένες. Το σημείο εκκίνησης αυτών των πεποιθήσεων είναι η επιβεβαίωση μιας θεμελιώδους ασάφειας των ορίων μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, αλήθειας και ψεύδους. Αλλά και η προσπάθεια για την επίτευξη κοινωνικής ισότητας έχει επίσης αποδειχθεί μάταιη: όλες οι προσπάθειες κοινωνικοοικονομικής ρύθμισης έχουν αποτύχει στο στόχο τους. Αντί για χειραφέτηση, η ιστορική βούληση για πρόοδο και κοινωνική αλλαγή έχει παράγει μόνο νέες αντιφάσεις. Σύμφωνα με μια προγραμματική δήλωση του πρωτοπόρου του μεταμοντέρνου, του Λυοτάρ, «οι έννοιες της χειραφέτησης, αλλά και της ελευθερίας, καθώς και του καλού και του κακού (…) έχουν καταστεί επομένως άσχετες»². Ένα από τα «επιτεύγματα» του μεταμοντερνισμού είναι «η επινόηση μιας ιδεολογίας σκλάβων για το νεοφιλελεύθερο σύστημα. Επέκρινε τον σεξισμό, τον ρατσισμό, την αποικιοκρατία και την πατριαρχική βεβαιότητα στην επιστήμη –εγκαταλείποντας την απαίτηση για την ανατροπή του συστήματος που είχε δημιουργήσει αυτά τα φαινόμενα. Αντ’ αυτού, θεώρησε τη νέα πραγματικότητα της ατομικοποίησης και της αχαλίνωτης κατανάλωσης, ως αναπόφευκτη»³.
Ανέφικτη γνώση
Ο Λούμαν, ο οποίος έχει απορρίψει κατηγορηματικά την ταξινόμησή του ως μεταμοντέρνου, υποστηρίζει επίσης έναν τέτοιο μηδενισμό, τόσο κανονιστικό όσο και μεθοδολογικό, θεωρώντας ότι, δεδομένης της πολυπλοκότητας της «σύγχρονης κοινωνίας της πληροφορίας», μια πειστική ικανότητα διάκρισης, σύμφωνα με ηθικά πρότυπα, έχει καταστεί ανέφικτη ⁴. Οι θεμελιώδεις ισχυρισμοί της μεταμοντέρνας σκέψης, ότι οι διανοητικές διαδικασίες διαφοροποίησης και κανονιστικής αξιολόγησης έχουν καταστεί παρωχημένες, «θεμελιώνονται» στην πεποίθηση ότι η αντικειμενική και διυποκειμενικά μεταδοτική γνώση δεν είναι πλέον δυνατή επειδή οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες έχουν γίνει ενδεχομενικές και σχετικές, θολές και διφορούμενες: «Οι αβεβαιότητες γεμίζουν τις πράξεις, τις ιδέες και τις ερμηνείες μας» ⁵. Επειδή στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό οι δυνατότητες για γνώση έχουν γίνει πιο περίπλοκες (κάτι που πράγματι συμβαίνει λόγω της κυριαρχίας των φετιχοποιημένων εικόνων των κοινωνικών σχέσεων), η ολοκληρωμένη γνώση και η εννοιολογική ανάλυση πρέπει να καταργηθούν ουσιαστικά και αντ’ αυτού, με την αποδοχή αυτής της «ενδεχομενικότητας», πρέπει να αναγνωριστεί η αρχή της αυθαιρεσίας.
Οι θεωρητικές εμμονές της μεταμοντέρνας σκέψης καλύπτονται σχεδόν πάντα με ένα μανδύα αληθοφάνειας. Αυτό ισχύει και όσον αφορά το ζήτημα των πραγμοποιημένων δομών συνείδησης, οι οποίες έχουν διαμορφωτική σημασία για τις συνθήκες διαβίωσης και τις μορφές στοχασμού στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Η πραγμοποιημένη συνείδηση χαρακτηρίζεται από την ιδέα ότι οι τεχνολογικές συσκευές και ρυθμίσεις είναι αυτές που ελέγχουν τους ανθρώπους.
Στην ταύτιση της πραγμοποίησης και της τεχνολογίας υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας, στο βαθμό που η προσωπική κυριαρχία στις εργασιακές διαδικασίες επισκιάζεται ολοένα και περισσότερο από τις τεχνολογικές μορφές οργάνωσης. Αυτό εδραίωσε την ιδεολογική ψευδαίσθηση ότι «οι μηχανές μάς κυβερνούν», ότι οι δομές και οι πράξεις υποδούλωσης αντιστοιχούσαν στους αντικειμενικούς περιορισμούς της τεχνολογίας. Ο Μαρξ εξέθεσε αυτή την καθημερινή εξαπάτηση ως ιδεολογική αυταπάτη: «Το μυστηριώδες της εμπορευματικής μορφής συνίσταται, λοιπόν, απλούστατα, στο ότι αντανακλά στους ανθρώπους τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εργασίας τους σαν υλικά χαρακτηριστικά των προϊόντων της εργασίας, σαν φυσικές κοινωνικές ιδιότητες αυτών των πραγμάτων, και γι’ αυτό η κοινωνική σχέση των παραγωγών με την συνολική εργασία, τούς εμφανίζεται σαν μία κοινωνική σχέση αντικειμένων που υπάρχει έξω από αυτούς, αλλά μόνον η συγκεκριμένη κοινωνική σχέση των ίδιων των ανθρώπων, η οποία παίρνει εδώ τη φαντασμαγορική μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων» ⁶. Πρόκειται για διαδικασίες αυτονόμησης που αποτελούν μια πραγματικότητα της προσωπικής εργασίας, αλλά δεν υπάρχουν πέραν της κοινωνικής συμπεριφοράς. Πρόκειται για ανθρώπινες δραστηριότητες που παράγουν μια «ξένη κοινωνική δύναμη»⁷ που στέκεται πάνω από τα ενεργά υποκείμενα.Μέσω της αλληλεπίδρασής τους, εγκαθιδρύεται μια διαδικασία ανεξάρτητη από τις αρχικές συνθήκες.
Άνθρωποι, όχι πράγματα
Ακόμα και στα πλαίσια μιας μαρξιστικής προσέγγισης, η «πραγμοποίηση» γίνεται επίσης κατανοητή με την αντίθετη έννοια, δηλαδή, με τον παραμορφωμένο τρόπο της καθημερινής συνείδησης, ως μια κυριαρχία των «πραγμάτων» πάνω στους ανθρώπους. Αυτό τη συνδέει με την αντίληψη του Χάιντεγκερ, η οποία αποδίδει στην τεχνολογία μια υποκειμενική λειτουργία (το «Gestell»). Αυτή η λειτουργία είναι στην πραγματικότητα ένας πόλος αντίθεσης στον Μαρξ, ο οποίος, όπως δείχνει πέραν κάθε παρερμηνείας στο κεφάλαιο για το φετιχισμό, υποστηρίζει ότι: «Με τον όρο αντικειμενική κυριαρχία δεν νοείται η κυριαρχία των πραγμάτων πάνω στους ανθρώπους, αλλά η κυριαρχία των ανθρώπων πάνω στους ανθρώπους με υλικά μέσα» ⁸.
Η μεταμοντέρνα κατανόηση αυτής της πτυχής των κοινωνικών μορφών συνείδησης, η οποία είναι κεντρική στις ύστερες καπιταλιστικές συνθήκες, εστιάζει επίσης σε αυτή την εύθραυστη εμφάνιση της τεχνολογίας ωσάν να κατέχει μια δική της, ιδιαίτερη δυναμική. Είναι μια εμμονή που, όπως ήδη αναφέρθηκε, σίγουρα συλλαμβάνει ένα μέρος του προβλήματος, αλλά απολυτοποιεί αυτή τη μερική πτυχή: η «πραγμοποίηση» γίνεται κατανοητή, όχι ως μια ιδεολογική ψευδαίσθηση με πραγματική βάση, αλλά ως μια ανυπέρβλητη «πραγματικότητα», και έτσι στην τεχνοκοινωνική διαδικασία αποδίδεται ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα.
Η μεταμοντέρνα σκέψη δεν θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει την πορεία θριάμβου της αν δεν είχε κατανοήσει σωστά ορισμένες πτυχές από τις πολυπλοκότητες και τα ερωτήματα που εξετάζονται. Ωστόσο, οι επιμέρους πτυχές εκλαμβάνονται συχνά ως το γενικό, χάνοντας έτσι την πραγματική τους σημασία. Για παράδειγμα, όπως τονίζουν οι μεταμοντέρνοι, το «αληθινό», το «σωστό» και το «ψευδές» είναι μεταβλητές κατηγορίες -αλλά αυτή η διορατικότητα προσφέρεται για την αιτιολόγηση του επιστημολογικού σχετικισμού, καθώς οι θεωρητικές εμμονές είναι πάντα σχετικές μόνο σε σχέση με αντικειμενικά γεγονότα!
Σε σύγκριση με την παράδοση της επιστημολογικής σκέψης, δηλαδή, αναφορικά με την φιλοσοφική ενασχόληση πάνω στο ερώτημα του πώς είναι εφικτές η γνώση και η αλήθεια, ο μεταμοντερνισμός κάνει τα πράγματα σχεδόν ενοχλητικά εύκολα για τον εαυτό του, νομιμοποιώντας τη συστηματική αποκήρυξη της αναζήτησης της αλήθειας μέσω ενός «ταλαντευόμενου χαρακτήρα της γλώσσας» που πολλαπλασιάζεται σε ένα πλήθος πιθανοτήτων και επομένως, οφείλει να παραμείνει «τελικά σκοτεινή»: «Από αυτή την άποψη, η γλώσσα είναι τόσο ασταθής όσο ο κόσμος που επιδιώκει να περιγράψει» ⁹. Επομένως, το περαιτέρω συμπέρασμα είναι ότι η γλώσσα δεν μπορεί να διεισδύσει διανοητικά στον κόσμο και να τον εννοιολογήσει θεωρητικά.
Στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζονται οι μεταμοντέρνοι, διότι μόνο μέσω της «ευελιξίας» της γλωσσικής άρθρωσης καθίσταται δυνατή η επικοινωνία εξαρχής. Ενώ οι ίδιοι όροι χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν διαφορετικά πράγματα, το πλαίσιο της χρήσης τους δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η λέξη «Ball» αναφέρεται (σ.τ.μ. στα γερμανικά) σε ένα χορευτικό γεγονός, στη μία περίπτωση και σε ένα αθλητικό αντικείμενο, στην άλλη. Τα συμφραζόμενα αποδίδουν σημασιολογικές σαφήνειες και, κατά κανόνα, δεν αφήνουν καμία ενοχλητική ασάφεια που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτεί. Δεν υπάρχει η «επαναληπτικότητα» της γλώσσας (τουλάχιστον ως «κανονική μορφή»), που σημαίνει, δηλαδή, ότι δεν υπάρχει κάτι σαν «ακατάλυπτη» και μη αναστρέψιμη παραμόρφωση, όπως υποστηρίζει ο Ντεριντά.
Δεν υπάρχουν αλήθειες
Κατά κανόνα, μια τέτοια, συχνά, εντελώς αξιολύπητη πρακτική επιχειρηματολογίας χρησιμεύει στην καταστροφή βασικών εννοιών της κριτικής σκέψης, για παράδειγμα, προσπαθώντας να «προκύψει» μια θεμελιώδης παραπλάνηση κάθε σκέψης από την αναγνώριση ότι η σκέψη μπορεί να έχει έναν παραμορφωμένο χαρακτήρα λόγω της διαμεσολάβησής της στις κοινωνικές διαδικασίες. Αλλά το γεγονός ότι οι ιδέες και οι θεωρίες έχουν αναδυθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο δεν λέει τίποτα για την αληθοφάνειά τους. Διότι μέρος της διαλεκτικής των κοινωνικών μορφών συνείδησης 10 είναι το γεγονός, ότι όχι μόνο η παραμορφωμένη σκέψη είναι ενσωματωμένη στις σχέσεις κοινωνικής διαμεσολάβησης, αλλά και το ότι συγκεκριμένες πολιτικές συγκυρίες μπορούν επίσης να συμβάλουν στη «διεύρυνση των οριζόντων» με την πιο ουσιαστική έννοια της λέξης.
Οι πρόοδοι στη γνώση μπορούν να διατηρήσουν την εγκυρότητά τους πέρα από τον χρόνο προέλευσής τους και να θεωρηθούν ένα γενικό κέρδος στη γνώση. Ποιος θα αρνιόταν ότι τα θεωρήματα του Πυθαγόρα, αν και προήλθαν στο πλαίσιο μιας αριστοκρατικής κοινωνίας δουλοκτητών, αντιπροσωπεύουν ένα υπερεποχικό «κέρδος στη λογική»;
Όπου ο μεταμοντερνισμός φτάνει στην προσέγγιση του Νίτσε για τα επιστημολογικά ερωτήματα, υιοθετεί εύκολα την αρνητική του στάση, δηλώνοντας κάθε προσπάθεια για γνώση ως απατηλή. Χαρακτηρίζεται από τον αγνωστικισμό του Νίτσε, όχι μόνο με την έννοια της μη γνώσης του κόσμου, αλλά και της ασάφειας μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Ακολουθώντας τον Νίτσε, ο μεταμοντερνισμός εξισώνει την ανθρώπινη ύπαρξη με την αυταπάτη και τον ψευδο-αισθηματισμό: «Ο άνθρωπος αναπαύεται στην αδιαφορία της άγνοιάς του, κρεμασμένος, σαν να λέμε, στην πλάτη μιας τίγρης στα όνειρα»¹¹. Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ αλήθειας και αυταπάτης. Οι επιστημολογικά μηδενιστικές γλωσσικές σκηνοθετήσεις (ο Νίτσε στυλιζάρει τον εαυτό του ως μαχητή ενάντια στις συλλογικές αυταπάτες και τα συστήματα ψεύδους χιλιετιών!) δεν εμποδίζουν ούτε τον Νίτσε, ούτε τον μεταμοντερνισμό να διεκδικήσουν απόλυτη εγκυρότητα για τον δικό τους λόγο.
Ο Νίτσε διατυπώνει απόλυτες αντιθέσεις στον Χέγκελ, ωστόσο αυτές βρίσκονται πέρα από τα επίπεδα αιτιολόγησης και στοχασμού του Χέγκελ. Αναμφίβολα, η νόηση είναι μια περίπλοκη, συχνά χρονοβόρα διαδικασία, συχνά διανθισμένη με φάσεις σφάλματος και αποπροσανατολισμού -και δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για το επίπεδο του στοχασμού που επιτυγχάνεται. Ωστόσο, αυτό δεν δικαιολογεί τον απόλυτο επιστημολογικό μηδενισμό. Η νόηση είναι μια ιστορική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας έχει αναδυθεί ένας σκληρός πυρήνας γνώσεων, η εγκυρότητα των οποίων είναι πιθανή επειδή μπορούν να εξαχθούν περαιτέρω συμπεράσματα από αυτές με υψηλό βαθμό αληθοφάνειας. Η γνώση ότι η γη είναι μια σφαίρα, η σελήνη είναι ένας δορυφόρος και ο ήλιος είναι μια μπάλα φωτιάς μπορεί να συνδυαστεί άψογα με άλλες γνώσεις σχετικά με τους λειτουργικούς νόμους του ηλιακού μας συστήματος.
Άγνοια και απώθηση
Τα δόγματα του σχετικισμού και της αυθαιρεσίας, τα οποία αντιτίθενται στις επιστημονικές αρχές που είναι επαρκείς για την πραγματικότητα, νομιμοποιούνται από τον μεταμοντερνισμό υποστηρίζοντας ότι τα κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα διαμορφώνονται από την αρχή της «ανάπτυξης» και υπόκεινται σε συνεχή αλλαγή 12. Αυτή η δήλωση δεν αποσκοπεί μόνο στη νομιμοποίηση ενός καταστροφικού επιστημολογικού μηδενισμού, αλλά και στη δικαιολόγηση της ιδιαίτερης θέσης του ως «διανοούμενου παροχής υπηρεσιών» που είναι πρόθυμος να κυματίζει τη σημαία του σχεδόν σε κάθε άνεμο και να εξυπηρετεί μια ευρεία ποικιλία συμφερόντων: «Όπως έχουν τα πράγματα, το περισσότερο που μπορεί κανείς να ελπίζει είναι μια φυλή εφευρετικών νάνων που μπορούν να προσληφθούν για το οτιδήποτε» 13. Ήδη στα ιδρυτικά κείμενα του μεταμοντερνισμού γινόταν λόγος για τις «ιδιότητες» του νέου διανοούμενου υπηρεσίας, ο οποίος είχε «απελευθερωθεί» από την «εμμονή με την ολότητα» δηλαδή από την ολοκληρωμένη αναλυτική προσέγγιση και από την αξίωση στην κριτική, διαθέτοντας «ευελιξία, ανοχή και “ευκινησία”»14.
Πάνω από όλα, μια «ισχυρή» έλλειψη γνώσης ή μια ανεπτυγμένη ικανότητα για άγνοια και καταστολή είναι η προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του κομφορμιστή διανοούμενου. Αν θέλει να προσκολληθεί στις αυταπάτες που είναι διαδεδομένες στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες και να αποφύγει να δώσει την εντύπωση θεμελιώδους διαφωνίας με την κυρίαρχη σκέψη, πρέπει να διατηρήσει μια «ουδέτερη» στάση απέναντι στις κραυγαλέες αντιφάσεις, αγνοώντας το γεγονός ότι σε πολλά μέρη του κόσμου, η ιδιοποίηση της υπεραξίας μέσω ληστείας και οι αυταρχικές μορφές οργάνωσης της εργασίας εξακολουθούν να επικρατούν, και ότι υπάρχουν «κρυφοί χώροι παραγωγής» (Μαρξ) των οποίων η ύπαρξη αναγνωρίζεται μόνο όταν καταρρέουν ετοιμόρροπα εργοστάσια.
Αν δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο τη στάση του «χαρούμενου θετικισμού», πρέπει να αγνοήσει τη στενή σύνδεση μεταξύ του μητροπολιτικού πλούτου και της παγκόσμιας δυστυχίας. Σχεδόν 70 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες δουλείας. Το σκανδαλώδες είναι ότι αυτό δεν είναι ένα ξεπερασμένο περιθωριακό φαινόμενο, αλλά ένα οργανικό στοιχείο της παγκόσμιας παραγωγής υπεραξίας. Σίγουρα σήμερα, κανείς δεν ωθείται πίσω στο φρεάτιο του ορυχείου αν ανέβει την σκάλα χωρίς να μπορεί να παραδώσει την προβλεπόμενη ημερήσια ποσότητα, όπως ήταν συνηθισμένο στα περουβιανά ορυχεία αργύρου τον 16ο και 17ο αιώνα. Αλλά όσοι θεωρούνται «χαμηλής απόδοσης» αποβάλλονται σήμερα από τις κοινωνικές «ζώνες κανονικότητας», καταδικάζονται σε μια περιθωριακή ύπαρξη, η οποία τους βλάπτει όχι μόνο πνευματικά αλλά και σωματικά: Όχι μόνο αρρωσταίνουν συχνότερα από τους προνομιούχους στα υψηλότερα κοινωνικά κλιμάκια, αλλά πεθαίνουν επίσης, κατά μέσο όρο, δώδεκα χρόνια νωρίτερα.
Αντίο υπευθυνότητα
Επειδή η μεταμοντέρνα σκέψη χρησιμεύει και στην απώθηση των αιτιώναυτής της παγκόσμιας κατάστασης, αποκαλύπτεται ως ιδεολογία. Οπωσδήποτε δεν ισχύει ότι ο μεταμοντέρνος διανοούμενος δεν γνωρίζει τις βασικές αντιφάσεις.«Βασίζει» την αξιοπιστία του στο γεγονός ότι σίγουρα βάζει το δάχτυλο στις πληγές των ύστερων ιμπεριαλιστικών κοινωνιών, αλλά ποτέ δεν εγκαταλείπει τη στάση του περί «μηδενικής εναλλακτικής». Νομιμοποιεί αυτές τις κοινωνίες παραλείποντας τη θεωρητική διείσδυση, παραλείποντας την εξήγηση των αντιφατικών εξελίξεων. Το πετυχαίνει αυτό αυτόματα επειδή τις αντιμετωπίζει μόνο με έναν περιγραφικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, παραμένει παγιδευμένος στην επιφανειακή φύση των κοινωνικών συνθηκών.
Αν ληφθεί υπόψη το πλαίσιο στο οποίο αναδύθηκε ο μεταμοντερνισμός, γίνεται προφανές σε ποιο βαθμό αποτελεί αντίδραση στις τάσεις κοινωνικοοικονομικής κρίσης και σε ποιο βαθμό τα πρότυπα επιχειρηματολογίας του είναι υποκειμενικές αντιδράσεις στο γεγονός ότι η ατομική κατάσταση έχει γίνει «πιο άβολη» για πολλούς πνευματικά και πολιτιστικά εργαζόμενους. Οι αλλαγές στις στάσεις αντανακλούν «στην πραγματικότητα την εμπειρία της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας. Ένας υποχωρητικός εαυτός, ένα κολάζ θραυσμάτων, που αλλάζει συνεχώς, που ανοίγεται συνεχώς σε νέες εμπειρίες -αυτές είναι οι ψυχολογικές συνθήκες που αντιστοιχούν στη βραχυπρόθεσμη, ανασφαλή εργασιακή εμπειρία, τους ευέλικτους θεσμούς και τους συνεχείς κινδύνους» 15.
Στο πλαίσιο αυτών των κοινωνικοπολιτισμικών σχηματισμών, έχει αναδυθεί ο μεταμοντέρνος «διανοούμενος υπηρεσίας», ο οποίος αρθρώνει το καταφατικό πνεύμα της εποχής με έναν ψευδοκριτικό μανδύα, συμβαδίζοντας πάντα με την τρέχουσα τάση. Οι συνεχείς αλλαγές στα πρότυπα επιχειρηματολογίας είναι απαραίτητες επειδή, παράλληλα με τη δυναμική της κοινωνικής ανάπτυξης, ο χρόνος ημιζωής των πνευματικών τάσεων και μοδών γίνεται όλο και πιο σύντομος. Νέα περιτυλίγματα πρέπει να δημιουργούνται συνεχώς για τη διάδοση βασικών