20.2 C
Athens
Δευτέρα, 19 Μαΐου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Θεμελιώδη συμπεράσματα για τη διαδικασία μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό – κομμουνισμό, του Βασίλη Γάτσιου


Σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, είναι γνωστό ότι η εξέλιξη των κοινωνιών δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά σπειροειδής. Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν κινούνται  από κάποια εξωτερική δύναμη όπως ο θεός ή από οτιδήποτε άλλο που βασίζεται στο «πνεύμα». Οι κοινωνίες κινούνται μέσα από τις εσωτερικές αντιθέσεις τους. Οι αντιθέσεις αυτές μπορούν να γίνονται κατανοητές με την όσο το δυνατόν βαθύτερη επιστημονική γνώση των νόμων της κοινωνικής εξέλιξης. Η κοινωνική εξέλιξη, η ίδια η ζωή, βασίζεται στην κίνηση. Και η κίνηση είναι αντίθεση. Αυτή είναι μια κατάκτηση της ανθρώπινης νόησης, με καθοριστική τη συμβολή του μαρξισμού.

Όλες οι ταξικές κοινωνίες, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, κινούνταν και κινούνται μέσα από τη πάλη ανάμεσα στις βασικές τους  τάξεις. Χάρη στην ταξική πάλη γνώρισε η ανθρώπινη κοινωνία τις ποιοτικές μεταβολές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Γνώρισε το πέρασμα από τη δουλοκτητική κοινωνία στο μεσαίωνα και από το μεσαίωνα στον καπιταλισμό. Γνώρισε τις πρώτες ανεπιτυχείς απόπειρες μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. 

Αυτές οι ποιοτικές μεταβολές γέννησαν και γεννούν τους όρους όχι μόνο της ύπαρξης αλλά και του αφανισμού και της εμφάνισης της νέας ποιότητας. Η εξέλιξη συντελείται με άλματα, με ασυνέχειες μέσα στην ιστορική συνέχεια. Όταν ξεπερνιούνται τα όρια των ποσοτικών αλλαγών σε ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, οδηγούμαστε στην κατάργηση του μέτρου του φαινομένου οπότε και περνάμε με άλματα, σε νέα ποιότητα.

Τα άλματα, οι ασυνέχειες, αποτελούν την μορφή των ποιοτικών αλλαγών στον κόσμο και στην κοινωνία.  Καθετί  σε όλες τις σφαίρες του υπαρκτού είναι η άρνηση του προηγούμενου τρόπου ύπαρξής του και παράλληλα και η άρνηση του μελλούμενου τρόπου υπόστασής του. Καθετί που εμφανίζεται στον κόσμο μας έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όπως έλεγε ο Λένιν, «αν εξετάσουμε οποιοδήποτε κοινωνικό φαινόμενο στην πορεία της εξέλιξής του θα βρούμε πάντα μέσα του υπολείμματα του παρελθόντος, βάσεις του παρόντος και σπέρματα του μέλλοντος».

 

Η δυναμική αντιθετική ενότητα μεταξύ  παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων

Τριάντα και πλέον χρόνια από την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού εξακολουθεί να προβληματίζει η απάντηση στο ερώτημα «μετά την επανάσταση, τι;» Το ζήτημα δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά πρωτίστως το παρόν και το μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος.

Η άποψη ότι οι χώρες αυτές, έστω με αδυναμίες και λάθη, ήταν σοσιαλιστικές βασίζεται στην εξής θέση:  H αλλαγή της νομικής μορφής της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής -από ατομική σε κρατική- μαζί με τον κεντρικό κρατικό σχεδιασμό και την εξουσία της εργατικής τάξης και στην πράξη, του κόμματος, οδηγούν στην αλλαγή των σχέσεων παραγωγής και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Μέσα στο πλαίσιο της εργατικής εξουσίας και οικονομίας, το κράτος αναλαμβάνει το μηχανισμό της εσωτερικής συσσώρευσης. Σε αυτές τις συνθήκες και αφού μέσω της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής υποτίθεται πως έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η υπεραξία μετατρέπεται σε υπερπροϊόν που δεν είναι πια αποτέλεσμα εκμετάλλευσης. Έτσι μπαίνει σε λειτουργία η διαδικασία της σοσιαλιστικής συσσώρευσης, κατά την οποία, ένα μέρος του υπερπροϊόντος πηγαίνει στην αναπαραγωγή της σοσιαλιστικής οικονομίας και ένα άλλο στο ανέβασμα του υλικού και πολιτιστικού επιπέδου των εργαζομένων.

Πρόκειται για μια μηχανιστική – οικονομίστικη αντίληψη που δεν δέχεται τον καθοριστικό ρόλο των παραγωγικών σχέσεων στην ουσία ενός τρόπου παραγωγής. Αρνείται την άποψη που βρίσκεται στην καρδιά του μαρξισμού, ότι στη σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων αυτό που αποκτά, μετά την επανάσταση, προτεραιότητα αλλαγής είναι οι παραγωγικές – κοινωνικές σχέσεις και ότι μέσω αυτών αναπτύσσονται αλλάζοντας οι παραγωγικές δυνάμεις.

Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν το εξωτερικό περίβλημα των παραγωγικών δυνάμεων και απλώς επηρεάζουν -επιταχύνουν ή επιβραδύνουν- την ανάπτυξή τους. Αργά ή γρήγορα, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγήσει στην αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων έτσι ώστε οι τελευταίες να αντιστοιχηθούν στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η οικονομίστικη αντίληψη απομονώνει τις παραγωγικές δυνάμεις από τις σχέσεις παραγωγής, διασπά τη δυναμική αντιφατική τους ενότητα που συγκροτεί έναν τρόπο παραγωγής. Η πραγματικότητα στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έδειξε ότι με αυτό τον τρόπο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης υποτάσσονται σε εκείνα της κυρίαρχης τάξης και οι εργαζόμενοι τίθενται υπό το ζυγό των μεταμορφωμένων σχέσεων εκμετάλλευσης.

 

Κρατική ιδιοκτησία και σχεδιασμός πλήττουν αλλά δεν καταργούν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις

Η κρατική ιδιοκτησία και ο κρατικός σχεδιασμός αντικαθιστούν την αγορά, πλήττουν τον εμπορευματικό χαρακτήρα της παραγωγής, αποτελούν σπουδαία εργαλεία – μέσα για την κοινωνικοποίηση. Όμως, δεν οδηγούν από μόνα τους στην εξαφάνιση των εμπορευματικών σχέσεων. Οι σχέσεις παραγωγής μεταβάλλονται εν μέρει με την κρατική ιδιοκτησία και το σχέδιο. 

Όμως το σχέδιο δεν επιτρέπει τη μετατροπή της συνολικής παραγωγικής διαδικασίας σε κοινωνική όταν καταρτίζεται έξω από τους πραγματικούς παραγωγούς και τους επιβάλλεται από την «Ανώτερη Διεύθυνση Κεντρικού Σχεδιασμού», όσο υπάρχει ανταλλακτική και αξία χρήσης, όσο μέτρο της αξίας είναι ο ιδιωτικός και όχι ο κοινωνικός χρόνος εργασίας. 

Όσο η παραγωγική διαδικασία έχει αυτή τη δομή ακόμα και τα είδη που παράγονται από τον κρατικοποιημένο τομέα της παραγωγής παραμένουν «προϊόντα ιδιωτικών εργασιών που εκτελούνται ανεξάρτητα η μια από την άλλη» όπως τονίζει ο Μαρξ για να χαρακτηρίσει τις συνθήκες που χρήσιμα προϊόντα γίνονται εμπορεύματα. Επομένως αυτές οι συνθήκες αναπαράγουν τις εμπορευματικές σχέσεις παραγωγής  και τις μορφές εκδήλωσής τους όπως η αξία, η τιμή και το χρήμα. Κι η εμφάνιση των παραπάνω μορφών (αξία, τιμή, χρήμα) δεν είναι ένα «περίβλημα» κενό περιεχομένου, αλλά αποτελεί εκδήλωση των αστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής.

Ο κεντρικός σχεδιασμός αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη από μόνη της για την ανάπτυξη σοσιαλιστικών – κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. Βοηθά στην ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών, αλλά η επιβολή του από τα πάνω προς τα κάτω μέσω ενός κρατικού δημοκρατικού συγκεντρωτισμού δεν αλλάζει ουσιαστικά τις σχέσεις μεταξύ των άμεσων παραγωγών. Η εκπόνηση και η κατάρτισή του από τους «ειδικούς και τους εμπειρογνώμονες» και η εκτέλεσή του από τους παραγωγούς οδηγεί στη διατήρηση, ακόμη και στην αναπαραγωγή των αστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής.

 

Η εργατική αυτοδιεύθυνση ανώτερο άλμα από τον εργατικό έλεγχο

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού προσανατολισμού του σχεδίου είναι κατά πόσο οι ίδιοι οι άμεσοι παραγωγοί εκπονούν, καταρτίζουν, σχεδιάζουν και υλοποιούν το δικό τους σχέδιο. Είναι τελικά, το κατά πόσο οι ίδιοι οι άμεσοι παραγωγοί διευθύνουν την παραγωγή και όχι απλώς την ελέγχουν. Ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός του σχεδίου καθορίζεται τελικά από το αν η παραγωγική διαδικασία γίνεται άμεσα κοινωνική δραστηριότητα και όχι μια «ιδιωτική» δραστηριότητα που εξασφαλίζει προσωπικό εισόδημα. 

Το μεγάλο ζήτημα επομένως δεν είναι ο έλεγχος αλλά η διεύθυνση της παραγωγής. Η διαφορά του ελέγχου από τη διεύθυνση της παραγωγής είναι ουσιαστική. «Ελέγχω» σημαίνει βάζω υπό την κρίση μου αποφάσεις άλλων, ενώ «διευθύνω» σημαίνει ότι αποφασίζω άμεσα ο ίδιος. 

Η διεύθυνση της παραγωγής δεν είναι κάτι που γίνεται «μια και έξω» με διοικητικές αποφάσεις. Είναι αποτέλεσμα μακρόχρονου ιδεολογικού και ταξικού αγώνα που επηρεάζεται και επηρεάζει τις συνθήκες παραγωγής. Ακόμα και σε συνθήκες εργατικής εξουσίας όπου υπάρχει κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, υπάρχει και λειτουργεί, έστω και τροποποιημένα, ο νόμος της αξίας, άρα και η παραγωγή υπεραξίας. Συνυπάρχει η παραγωγή «αξίων χρήσης» και «ανταλλακτικής αξίας».

 

Η σχέση μεταξύ κρατικοποίησης και κοινωνικοποίησης

Η ταύτιση της κρατικοποίησης με την κοινωνικοποίηση και η θεώρηση της αλλαγής της νομικής μορφής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (από ατομική σε κρατική) ως μοναδική και ουσιαστική πλευρά της, συσκοτίζει την πραγματικότητα και ακυρώνει τις απελευθερωτικές ιδέες και τα ιδανικά του κομμουνισμού.

Ακόμα και στο πλαίσιο της εργατικής εξουσίας η κρατικοποίηση δεν πρέπει να συγχέεται με την κοινωνικοποίηση. Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής σε συνθήκες εργατικής εξουσίας διαταράσσει και κλονίζει τα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά των σχέσεων ιδιοκτησίας, αλλά δεν καταργεί τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή από μόνη της, συνθήκη για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. 

Η κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την εργατική αυτοδιεύθυνση στην παραγωγή, η οποία αποτελεί ανώτερο άλμα σε σχέση με την εργατική κρατική ιδιοκτησία και τον εργατικό έλεγχο. Η εργατική αυτοδιεύθυνση δεν καταργεί τον εμπορευματικό χαρακτήρα της παραγωγής. Όμως καταργεί το διευθυντικό δικαίωμα, πλήττει καίρια την αστική κοινωνική ιεραρχία, τον αντιδραστικό κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, το νόμο της αξίας, πλήττει την εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και προωθεί την εργασία με εσωτερικό κίνητρο (εθελοντική) που αποτελούν θεμελιώδη και ουσιώδη στοιχεία των παραγωγικών σχέσεων. 

Η εργατική αυτοδιεύθυνση και η προώθηση της κοινωνικοποίησης συνδέονται άμεσα με τον πανκοινωνικό κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης και τους αντίστοιχους  θεσμούς του εργατικού κράτους. Ο πανκοινωνικός κεντρικός σχεδιασμός αποτρέπει τον κατακερματισμό και επιβάλλει τη συνεργασία τής κάθε ξεχωριστής επιχείρησης, τής καθεμιάς εργατικής αυτοδιεύθυνσης σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, σε όφελος του γενικού κοινωνικού συμφέροντος. Χωρίς τον κεντρικό πανκοινωνικό σχεδιασμό, η εργατική αυτοδιεύθυνση εκφυλίζεται σε συλλογική μεν, αλλά τελικά ιδιωτική «εργατική ιδιοκτησία» ανταγωνιζόμενων επιχειρήσεων, κλονίζοντας μεν τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις,  αλλά χωρίς να ανατρέπουν τελικά τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής.

Η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων δεν είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης απλώς της τεχνικής, αλλά του μαζικού επαναστατικού ταξικού αγώνα που αναπτύσσει μετασχηματίζοντας συγχρόνως την τεχνική. Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν πραγματοποιείται με «πρωτοβουλία» του κράτους στο οποίο οι μάζες απλώς προσφέρουν την υποστήριξή τους μέσω του ελέγχου και της συμμετοχής. Δεν αρκεί η εργατική τάξη να ελέγχει το «πλάνο», να ελέγχει τους «οικονομικούς διευθυντές και τους διευθυντές παραγωγής», έστω κι αν οι τελευταίοι δεν έχουν ιδιαίτερα προνόμια. Δεν αρκεί να «ελέγχει και να ανακαλεί» τους αντιπροσώπους της, αλλά απαιτείται να διευθύνει την παραγωγή. Αυτό σημαίνει ότι το «πως, πόσο και γιατί παράγεται» αποφασίζεται από τους ίδιους τους συνεταιρισμένους παραγωγούς και όχι από τον «κρατικό σχεδιασμό».

Η ταύτιση του κρατικού σχεδιασμού με την κατάργηση των εκμεταλλευτικών εμπορευματικών σχέσεων αγνοεί ή υποτιμά  τις αντιφάσεις και τη διαπάλη που διεξάγεται στις κρατικές επιχειρήσεις και γενικότερα στην οικονομία και την κοινωνία.  Το πρόβλημα του χαρακτήρα των κρατικών επιχειρήσεων πρέπει να εξετάζεται με διαλεκτικό τρόπο. Με τη νικηφόρα επανάσταση και την κατάληψη της εξουσίας από την επαναστατική εργατική τάξη και τους συμμάχους της συνυπάρχουν οι κυρίαρχες ακόμα αστικές σχέσεις παραγωγής και οι κυριαρχούμενες και πρωτοεμφανιζόμενες  σχέσεις σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού προσανατολισμού, τόσο στην οικονομική βάση όσο και στο εποικοδόμημα. 

Όσοι αρνούνται ή δεν αντιλαμβάνονται την  παραπάνω διαλεκτική αντιφατική κίνηση υποστηρίζουν ότι οι  επαναστατικές κοινωνίες που προέκυψαν ή που θα προκύψουν αμέσως μετά την αρχική νίκη της επανάστασης θα είναι κοινωνίες ανάμεσα σε διαφορετικές φάσεις του ίδιου τρόπου παραγωγής, του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού. Έτσι προσδίδουν στην κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό, εκμεταλλευτικά αστικά χαρακτηριστικά που εκδηλώνονται με τις μορφές της αξίας, της τιμής και του χρήματος και επομένως δεν μπορούν να υποδείξουν και τον τρόπο υπέρβασής τους.

 

Οι εσωτερικές αντιθέσεις που κινούν τις μετεπαναστατικές κοινωνίες

Κάτω απ’ αυτή την οπτική οφείλουμε να εξετάσουμε και τη διπλή εμπειρία της νίκης και της ήττας της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917. Οφείλουμε να οδηγηθούμε στην εξαγωγή συγκεκριμένων θεμελιωδών συμπερασμάτων για τη διαδικασία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό που αποτελεί την κατώτερη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η επανάσταση από την άποψη των άμεσων στόχων θα είναι αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική, από την άποψη του σκοπού θα είναι σοσιαλιστική –κομμουνιστική.

Μετά το πρώτο ποιοτικό άλμα, δηλαδή την αρχική νίκη της αντικαπιταλιστικής -αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης, ανοίγει  ένα νέο  στάδιο στην ιστορία της ταξικής πάλης. Δηλαδή, ένα  νέο στάδιο στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας. Ένα μεταβατικό στάδιο από το αστικό κράτος προς την επαναστατική εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου) έτσι όπως την προσδιόρισαν οι Μαρξ -Ένγκελς με βάση την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας. Και κάθε μεταβατικό ιστορικό στάδιο μπορεί να είναι παρατεταμένο και χρονικά απροσδιόριστο, αλλά είναι κοινωνικά και ταξικά καθορισμένο. 

 

Το πρώτο ποιοτικό άλμα πραγματώνεται αιφνίδια, ορμητικά και βίαια με τη μορφή της επαναστατικής ρήξης που αποτελεί την αρχή για τη ριζική καταστροφή των ποιοτικών θεμελίων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σ’ αυτό το νέο στάδιο τροποποιούνται οι τάξεις και η ταξική πάλη. Μετά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την επαναστατική εργατική τάξη και τους συμμάχους της, ξεκινά η διάλυση, το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής, η οποία αντικαθίσταται από τα όργανα της εργατικής πολιτικής που μετατρέπονται σε κρατική εξουσία. Στο νέο κρατικό μηχανισμό τα εργατικά συμφέροντα αποκτούν την πολιτική ηγεμονία, αλλά ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή, στο οικονομικοκοινωνικό επίπεδο επικρατούν, παρά τον κλονισμό τους, οι αστικές σχέσεις παραγωγής.

Με την αρχική νίκη της επανάστασης, αυτό το πρώτο μεγάλο άλμα προς την εργατική χειραφέτηση, τα άμεσα μέτρα αλλάζουν τη θέση της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων στην κοινωνία σε βάρος της θέσης του κεφαλαίου, αλλάζει η ζωή τους. Η ηγεμονία της εργατικής τάσης χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη εκφράζεται με τη συσπείρωση της εργατικής τάξης και ορισμένων τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων γύρω από τα βασικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Εκφράζεται με την άμεση εξασφάλιση και σχετικά πιο ολοκληρωμένη ικανοποίηση των αντικαπιταλιστικών αιτημάτων γύρω απ’ την αξία της εργατικής δύναμης καθώς και των συγκεκριμένων αντικαπιταλιστικών αιτημάτων των μεσαίων στρωμάτων. Αυτές οι κατακτήσεις σημαίνουν μια ποιοτική ριζική αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος του κεφαλαίου και υπέρ της εργασίας.

Επιπλέον, η έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας δεν καταργεί αυτόματα την εργατική τάση ενσωμάτωσης (για όσο καιρό ισχύει ο νόμος της αξίας) και πολύ περισσότερο δεν καταργεί την «καπιταλιστική» (βασική από μακροπρόθεσμη άποψη) πλευρά των μεσαίων στρωμάτων. 

 

Κοινωνίες με διαταραγμένα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, μεταβατικές προς την επαναστατική εργατική δημοκρατία

Επομένως οι κοινωνίες που προκύπτουν αμέσως μετά την επανάσταση είναι κοινωνίες με διαταραγμένα και τροποποιημένα τα βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους. Είναι κοινωνίες μετάβασης προς την επαναστατική εργατική δημοκρατία. Δεν είναι ακόμη σοσιαλιστικές. Το νέο κράτος είναι κράτος εργατικής ηγεμονίας, αλλά δεν είναι, ακόμα, κράτος της επαναστατικής εργατικής δημοκρατίας, όπου η εργατική τάξη ασκεί πλήρως την πολιτική εξουσία.

Κύρια εσωτερική αντίθεση των μετεπαναστατικών κοινωνιών, σε αυτή την πρώτη περίοδο, γίνεται  η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάση χειραφέτησης που θέλει τη συνέχιση της επανάστασης ως την επικράτηση του κομμουνισμού, από τη μια πλευρά και από την άλλη, στην αντιφατικά αναπτυσσόμενη κοινωνική συμμαχία και ηγεμονία των κατώτερων παλιών και  νέων μεσαίων στρωμάτων (που δημιουργούνται μετά την επανάσταση και κυρίως αυτών που στελεχώνουν το νέο κρατικό μηχανισμό) μαζί με την τάση εξάρτησης της εργατικής τάξης από το παλιό σύστημα. Η πρώτη πλευρά λέει «να προχωρήσουμε», η δεύτερη, «καλά ως εδώ».

Στο βαθμό που η κύρια εσωτερική αντίθεση της νέας κοινωνίας λύνεται με την ηγεμονία των συμφερόντων των παλιών και νέων μεσαίων στρωμάτων, τότε το επαναστατικό κίνημα βιώνει κοσμοϊστορικής σημασίας υποχώρηση και στην πορεία, ήττα. Οι κοινωνίες όχι μόνο δεν οδηγούνται προς την επαναστατική εργατική δημοκρατία αλλά αντιθέτως, η επανάσταση εκφυλίζεται, επικρατεί η αντεπανάσταση και η κοινωνική συμμαχία των παλιών και νέων μεσαίων στρωμάτων οργανώνεται  σε νέα, ιδιότυπη, κυρίαρχη, κρατική αστική τάξη, η οποία ιδιοποιείται την ιδεολογία και τα σύμβολα της εργατικής τάξης για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων.

Στο βαθμό που η κύρια εσωτερική αντίθεση της νέας κοινωνίας λύνεται με την ηγεμονία των συμφερόντων της εργατικής τάσης χειραφέτησης και προωθούνται στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο οι αντίστοιχες αλλαγές, τότε οι κοινωνίες οδηγούνται στο δεύτερο ποιοτικό άλμα: Στην επαναστατική εργατική δημοκρατία. 

Η επαναστατική εργατική δημοκρατία οδηγεί στο σοσιαλισμό  αλλά δεν ταυτίζεται με αυτόν

 

Το άλμα αυτό, σε αντίθεση με το πρώτο,  έχει εξελικτική μορφή και πραγματώνεται με τη μορφή βαθμιαίας συσσώρευσης των στοιχείων της καινούργιας ποιότητας που έχει ήδη επιβληθεί – εμφανιστεί  με το πρώτο άλμα της επανάστασης. Πρόκειται δηλαδή για ποιοτικό άλμα εντός της επανάστασης.

 

Η διάρκεια του περάσματος από το πρώτο στο δεύτερο άλμα πραγματώνεται σχετικά αργά εφόσον η ποιοτική αλλαγή δεν ολοκληρώνεται «μια κι έξω» και είναι συνυφασμένη με τη διεθνή ταξική πάλη και την εξάπλωση της επανάστασης στις υπόλοιπες χώρες. Με την εγκαθίδρυση της επαναστατικής εργατικής δημοκρατίας το προλεταριάτο ασκεί την πολιτική εξουσία μόνο του, χωρίς συμμάχους, ασκεί την πλήρη κυριαρχία.

 

Η κύρια εσωτερική αντίθεση που κινεί την κοινωνία γίνεται, τότε, η αντίθεση ανάμεσα στον εργατικό χαρακτήρα του κράτους και τις τάσεις απονέκρωσής του. 

Η επαναστατική εργατική δημοκρατία με τους θεσμούς που επιβάλλει ενώνει την πολιτική εξουσία με την κοινωνία, συνενώνει το εργατικό κράτος  με τον εργαζόμενο λαό και γι’ αυτό, δεν είναι κράτος στην κυριολεξία, είναι μισοκράτος (Ένγκελς). Είναι κράτος που απονεκρώνεται και στοχεύει στην κατάργηση των τάξεων. Τότε πραγματοποιείται και σ’ ένα βαθμό σταθεροποιείται και η στρατηγική ηγεμονία της εργατικής επαναστατικής πλευράς μέσα στην τάξη και μέσα στο κράτος καθώς και η κυριαρχία της απέναντι στην αντικαπιταλιστική πλευρά των μεταμορφωμένων, σε κάθε περίπτωση, μεσαίων στρωμάτων.

Αλλά και τότε η αντίθεση μέσα στην εργατική τάξη δεν καταργείται οριστικά καθώς δεν καταργείται ακόμη πλήρως η βασική αντίθεση της κυρίαρχης επαναστατικής πλευράς «σοσιαλιστικού προσανατολισμού» απέναντι στην κυριαρχούμενη πλέον και μετασχηματισμένη καπιταλιστική πλευρά των κοινωνικών σχέσεων, απέναντι στη δυνατότητα της αναγέννησης και εκ νέου ανάπτυξής τους.

Επομένως ο ουσιαστικός, ο καθοριστικός ρόλος της επαναστατικής εργατικής δημοκρατίας βρίσκεται στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο  οικονομικοκοινωνικό επίπεδο.

Αυτό το δεύτερο ποιοτικό άλμα δεν κατόρθωσε να το επιτύχει καμία από τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Καμιά επανάσταση δεν έφτασε στην επαναστατική εργατική δημοκρατία, πολύ περισσότερο στο σοσιαλισμό.

Από ’κει και πέρα, από ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, πραγματοποιείται το τρίτο ποιοτικό άλμα. Επιβάλλεται η πλήρης κατάργηση της καπιταλιστικής πλευράς στην κοινωνία και στην παραγωγή, η κατάργηση των πλευρών και τάσεων των εργαζομένων και των μη προλεταριακών στρωμάτων που συνδέονται με την αντίσταση και την τάση αναγέννησης των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων.

Και μόνο τότε μπορεί να αρχίσει –εφόσον οι διεθνείς συσχετισμοί με την εξάπλωση της επανάστασης  το επιτρέπουν- η ουσιαστική οικοδόμηση του κομμουνισμού, στην κατώτερη βαθμίδα του, τη σοσιαλιστική.  Δηλαδή η πορεία προς την αυτοκατάργηση της εργατικής τάξης δια της εξαφάνισης της αστικής, της ανάδειξης της πολιτικής ως αυτό που θα ‘πρεπε είναι, ως λειτουργία δηλαδή αυτενέργειας και αυτοδιεύθυνσης των «ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών». Ο πλούτος της κοινωνίας θα ορίζεται με βάση τον ελεύθερο χρόνο του εργαζόμενου ανθρώπου, η σχέση του ανθρώπου με το ανόργανο σώμα του, τη φύση, θα μετασχηματίζεται σε αρμονική σχέση, οι διεθνείς σχέσεις θα βασίζονται στην αλληλοβοήθεια και στον επαναστατικό διεθνισμό.

Τότε αρχίζει η καθαυτό μεταβατική περίοδος προς την οριστική νίκη του κομμουνισμού, μέχρι να καταργηθούν οι τάξεις, ο κοινωνικός καταμερισμός, οι εμπορευματοχρηματικές συναλλαγές, ο νόμος της αξίας, η ταξική πλευρά του κράτους και της πολιτικής. Τότε, με την πλήρη και οριστική νίκη των κομμουνιστικών σχέσεων, κάθε καταπιεστική ταξική πλευρά θα μπει στο «χρονοντούλαπο» της ιστορίας.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ