16 C
Athens
Τρίτη, 29 Απριλίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μία επιβλαβής μοναδικότητα τού ΚΚΕ , τού Βασίλη Γάτσιου


                                                                                                         

Σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία, με ψυχραιμία και νηφαλιότητα, καλούμαστε να σκεφτούμε πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα σε ό,τι αφορά την νέα πορεία  προς το σοσιαλισμό.

Στο κείμενο που ακολουθεί θα αναδείξουμε ορισμένα ζητήματα που έχουν σχέση με την αντίληψη του ΚΚΕ για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.  Και αυτό, διότι, παρά το γεγονός ότι δεν τέθηκε ουσιαστικά στην προεκλογική συζήτηση, η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ εκτιμά ότι:  «Η άνοδος του κύρους του ΚΚΕ αφορά και την ιδεολογικο-πολιτική του παρέμβαση γύρω από στρατηγικά ζητήματα της ιστορίας, της οικονομίας και της σύγχρονης ιδεολογικο-πολιτικής διαπάλης, της υπεράσπισης του σοσιαλισμού, ως το σύγχρονο, το ρεαλιστικό και το αναγκαίο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό σύστημα, ως τη μοναδική διέξοδο για την εργατική τάξη και τον λαό της χώρας».(σ.σ ο τονισμός δικός μας)

Στην τελευταία απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ υπάρχει η εκτίμηση ότι με την εκλογική του άνοδο

δικαιώθηκε πολιτικά» για μια σειρά ζητήματα όπως «η πολιτική του στάση την περίοδο 2012-2015», η θέση του εναντίον «της πολιτικής ιδιωτικοποίησης και απελευθέρωσης των μεταφορών» κ.α. 

Η αίσθηση αυτοδικαίωσης σχεδόν για τα πάντα, που αποπνέει η απόφαση της ΚΕ δεν είναι καλός οιωνός ούτε για το παρόν, ούτε για το μέλλον του μαζικού κινήματος.

Δεν είναι, επίσης, καλός οιωνός για το παρόν και το μέλλον του μαζικού κινήματος και για τον κόσμο της Αριστεράς η αίσθηση «μοναδικότητας» σε όλα που αναδύεται μέσα από την απόφαση της ΚΕ: «Το ΚΚΕ θα αποτελέσει τη μοναδική δύναμη εργατικής – λαϊκής αντιπολίτευσης» «Απέναντι σε μια αυτοδύναμη από χέρι αντιλαϊκή κυβέρνηση της ΝΔ η μόνη δύναμη που θα ορθωθεί είναι ένα ακόμα πιο δυνατό ΚΚΕ», «μόνο η ενίσχυση του ΚΚΕ είναι η μοναδική λύση, μέσα και έξω από τη Βουλή, για την υπεράσπιση των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων» (σ.σ., ο τονισμός δικός μας). 

Οι θέσεις αυτές δείχνουν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ θα αξιοποιήσει το θετικό εκλογικό του αποτέλεσμα, όχι για να τεθεί επικεφαλής μια μετωπικής κοινής δράσης μαζί με τις άλλες δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς και των πρωτοποριών του μαζικού κινήματος που διακηρυκτικά και έμπρακτα αντιπολιτεύονται τις κυβερνήσεις, αλλά για την στενή κομματική του ενίσχυση.  «Το ΚΚΕ θα αποτελέσει τη μοναδική δύναμη εργατικής – λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στη νέα κυβέρνηση και αυτό πρέπει να είναι το βασικό κριτήριο παραπέρα συμπόρευσης και ενίσχυσης του Κόμματος μπροστά στις όποιες πολιτικές εξελίξεις». Με άλλα λόγια, εάν δεν αναγνωρίζεις το ΚΚΕ ως «τη μοναδική δύναμη εργατικής – λαϊκής αντιπολίτευσης»  δεν μπορείς

να προχωρήσεις σε «παραπέρα συμπόρευση». (σ.σ  ο τονισμός δικός μας)

 Ας δούμε λοιπόν …. κύρια ζητήματα.

 

1.Για τις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις.  

Το ΚΚΕ αρνείται, επι της ουσίας, την άποψη που βρίσκεται στην «καρδιά» του επαναστατικού μαρξισμού, ότι μετά την επανάσταση, προτεραιότητα αλλαγής αποκτούν οι κοινωνικές-παραγωγικές σχέσεις και όχι οι παραγωγικές δυνάμεις. 

Με απλά λόγια, ότι μετά την επανάσταση, προτεραιότητα έχει π.χ., ποιος διευθύνει την επιχείρηση ή πώς μοιράζονται τα προϊόντα της και όχι πόσους τόνους σίδερο παράγει (προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: «προτεραιότητα» δεν σημαίνει «αποκλειστικότητα»).

Είναι αποκαλυπτικό το απόσπασμα από το πρόγραμμα του ΚΚΕ: «Σύμφωνα με τον καθολικό κοινωνικό νόμο της αντιστοίχισης των σχέσεων παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το κάθε ιστορικά νέο επίπεδο ανάπτυξης των δεύτερων, που επιτυγχάνει η σοσιαλιστική οικοδόμηση, απαιτεί την παραπέρα ‘’επαναστικοποίηση’’ των σχέσεων παραγωγής και όλων των οικονομικών σχέσεων, στην κατεύθυνση της πλήρους μετατροπής τους σε κομμουνιστικές μέσω της επαναστατικής πολιτικής». 

Αυτό σημαίνει ότι, για το ΚΚΕ, οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν το εξωτερικό «περίβλημα» των παραγωγικών δυνάμεων και απλά επηρεάζουν (επιταχύνουν ή επιβραδύνουν) την ανάπτυξή τους.  Αργά ή γρήγορα, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγήσει στην αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων έτσι ώστε οι τελευταίες να αντιστοιχηθούν στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Περισσότεροι «τόνοι σίδερο» θα επαναστατικοποιήσουν τις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις, θα οδηγήσουν στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής.

Όμως η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της ανάπτυξης της τεχνικής, αλλά του μαζικού επαναστατικού ταξικού αγώνα που αναπτύσσει, μετασχηματίζοντας συγχρόνως, την τεχνική.

Αυτή η οικονομίστικη αντίληψη απομονώνει τις παραγωγικές δυνάμεις από τις σχέσεις παραγωγής. Διασπά τη δυναμική αντιφατική τους ενότητα που συγκροτεί τον τρόπο παραγωγής.

 

2.Υποτίμηση των ποιοτικών στοιχείων και αντιδιαλεκτικός χωρισμός

παραγωγικών σχέσεων–παραγωγικών δυνάμεων

Ο αντιδιαλεκτικός χωρισμός παραγωγικών σχέσεων–παραγωγικών δυνάμεων προσδιορίζει με διαταξικό  ή και αταξικό τρόπο τις τελευταίες. 

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο στην πρόταση διαλόγου για τα ζητήματα στρατηγικής :

«Οι μεν προϋποθέτουν τις δε και διεισδύουν η μια στην άλλη συγκροτώντας μια αδιαφιλονίκητη διαλεκτική ενότητα-αντίθεση που αποτελεί όχι τη μοναδική, αλλά την καθοριστική δύναμη της ιστορίας. Αντίθεση που περιέχει και καθορίζει τελικά τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, το σύνολο των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπους, συμπυκνώνει την ανθρώπινη ουσία. Η πιο άμεση μορφή της είναι η πάλη των τάξεων.» 

Η αντίληψη του ΚΚΕ, ουσιαστικά, ταυτίζει τις παραγωγικές σχέσεις με ένα από τα συστατικά τους, τη νομική μορφή ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα την κρατική. 

Το κομμουνιστικό κίνημα οφείλει να διακρίνει τη νομική μορφή ιδιοκτησίας από την ουσιαστική κυριότητα.

Η ουσιαστική κυριότητα-έλεγχος των μέσων παραγωγής και του παραγόμενου προϊόντος, που αποτελούν σκληρό πεδίο της ταξικής πάλης, κρίνονται στη διαδικασία παραγωγής κι όχι στο ποιο κόμμα κατέχει την εξουσία στο όνομα της εργατικής τάξης. Κρίνεται από το βάθος και την ποιότητα της «εργατικής δημοκρατίας», από τη δημοκρατία των εργαζόμενων – παραγωγών, δηλαδή από την πραγματική και ουσιαστική εξουσία που κατέχουν στα εργοστάσια, στις επιχειρήσεις, στο κράτος κ.λπ.

Όμως στη σφαίρα των παραγωγικών σχέσεων δεν ανήκουν μόνο οι σχέσεις ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Ανήκουν και τα άλλα, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των παραγωγικών σχέσεων, το ειδικό βάρος των οποίων υποβαθμίζεται από το ΚΚΕ, όπως:

Η οργάνωση της εργασίας, ο καταμερισμός εργασίας, η σχέση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία, ο εμπορευματικός χαρακτήρας της εργατικής δύναμης, η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας, οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας, οι σχέσεις ανάμεσα στην εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και την εργασία με εσωτερική υποκίνηση, οι σχέσεις ανάμεσα στον εργάσιμο και ελεύθερο χρόνο.

 

3.Η εργατική αυτοδιεύθυνση προϋπόθεση για την κοινωνικοποίηση.

Η κρατική ιδιοκτησία και ο κρατικός σχεδιασμός επεμβαίνουν δραστικά στην καπιταλιστική αγορά, αποτελούν σημαντικά εργαλεία–μέσα για την κοινωνικοποίηση. 

Όμως η ταύτιση του κρατικού σχεδιασμού με την κατάργηση των εκμεταλλευτικών εμπορευματικών σχέσεων αγνοεί ή υποτιμά  τις αντιφάσεις και τη διαπάλη που διεξάγεται στις κρατικές επιχειρήσεις και γενικότερα στην οικονομία και την κοινωνία.

Ο κεντρικός  σχεδιασμός βοηθά στην ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών, αλλά η επιβολή του δεν αλλάζει ουσιαστικά τις σχέσεις μεταξύ των άμεσων παραγωγών. Η εκπόνηση και η κατάρτισή του από τους «ειδικούς» και από τα πάνω και η εκτέλεσή του από τους παραγωγούς οδηγεί στη διατήρηση  των αστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής.

Ο εργατικός έλεγχος είναι αναγκαίο αλλά όχι ικανό μέτρο για την οικοδόμηση του κομμουνισμού. Δεν αρκεί, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ, η «Διεύθυνση της παραγωγικής μονάδας, της κοινωνικής υπηρεσίας ή διοικητικής μονάδας να είναι πολυπρόσωπη», να «ελέγχεται και να ανακαλείται». Δεν αρκεί η εργατική τάξη να ελέγχει το «πλάνο», να ελέγχει τους «οικονομικούς διευθυντές και τους διευθυντές παραγωγής», έστω κι αν αυτοί  δεν έχουν «οικονομικά προνόμια».

Δεν αρκεί να «ελέγχει και να ανακαλεί» τους εκπροσώπους της.  

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού προσανατολισμού του σχεδίου είναι κατά πόσο οι ίδιοι οι άμεσοι παραγωγοί εκπονούν, καταρτίζουν, σχεδιάζουν, αποφασίζουν και υλοποιούν το δικό τους σχέδιο.

Είναι τελικά, κατά πόσο οι ίδιοι οι άμεσοι παραγωγοί διευθύνουν την παραγωγή και όχι απλώς την ελέγχουν. 

Η εργατική αυτοδιεύθυνση δεν γίνεται με διοικητικές αποφάσεις. Είναι αποτέλεσμα μακρόχρονου ιδεολογικού και ταξικού αγώνα που επηρεάζεται και επηρεάζει τις συνθήκες παραγωγής. Αποτελεί ύψιστης σημασίας συνθήκη για την κατάργηση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής, γιατί:

Καταργεί το διευθυντικό δικαίωμα

 και πλήττει καίρια:

την αστική κοινωνική ιεραρχία

τον αντιδραστικό κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας

το νόμο της αξίας και της υπεραξίας

την εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και προωθεί την εργασία με εσωτερικό κίνητρο (εθελοντική) που αποτελούν θεμελιώδη και ουσιώδη στοιχεία των παραγωγικών σχέσεων.

Η εργατική αυτοδιεύθυνση και η προώθηση της κοινωνικοποίησης συνδέονται άμεσα με τον πανκοινωνικό κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης και τους αντίστοιχους  θεσμούς του εργατικού κράτους.

 

4.Κρατικοποίηση και κοινωνικοποίηση

Το ΚΚΕ ταυτίζει την κοινωνικοποίηση με το πέρασμα των μέσων παραγωγής στο κράτος. 

Στην ουσία «βαφτίζει» την κρατικοποίηση ως κοινωνικοποίηση. 

Ο Ένγκελς στο έργο του «Σοσιαλισμός ουτοπικός και επιστημονικός» έλεγε: «Η ιδιοκτησία του Κράτους στις παραγωγικές δυνάμεις δεν αποτελεί λύση της σύγκρουσης, ωστόσο περιέχει το τυπικό μέσο, το κλειδί για τη λύση … 

Η πρώτη πράξη που με αυτήν εμφανίζεται πραγματικά το Κράτος σαν αντιπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας – η κατοχή των παραγωγικών μέσων στο όνομα της κοινωνίας- είναι ταυτόχρονα και η τελευταία ανεξάρτητη πράξη που κάνει σαν Κράτος. Η επέμβαση της κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων θα γίνεται περιττή από μέρα σε μέρα και στον ένα τομέα ύστερα από τον άλλον και στο τέλος θα ατονήσει από μόνη της και θα λησμονηθεί. Το κράτος δεν ‘’καταργείται’’, απονεκρώνεται».

Επομένως η κρατικοποίηση είναι το «τυπικό μέσο», η τυπική πλευρά της κοινωνικοποίησης. Αποτελεί έμμεση μορφή κοινωνικής ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να συγχέεται με την κοινωνικοποίηση. Υπάρχει ποιοτική διαφορά μεταξύ τους. 

Η κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την εργατική αυτοδιεύθυνση στην παραγωγή, η οποία αποτελεί ανώτερο άλμα  σε σχέση με την εργατική κρατική ιδιοκτησία και τον εργατικό έλεγχο.

Ουσιαστικά η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής πραγματώνεται όταν τα μέσα παραγωγής πάψουν να είναι ιδιοκτησία του εργατικού κράτους, το οποίο τα διαχειρίζεται  στο όνομα της κοινωνίας, και γίνουν άμεσα κοινή ιδιοκτησία των ελεύθερα και ισότιμα συνεταιρισμένων παραγωγών. Όταν γίνουν άμεσα κοινή ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας 

Αυτή η διαδικασία σημαίνει το τέλος της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό και την αρχή του περάσματος  στην αταξική σοσιαλιστική κοινωνία που αποτελεί την κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. 

Είναι προφανές ότι για το σοσιαλισμό του ΚΚΕ, δεν υφίσταται ούτε η αναγκαιότητα της εργατικής αυτοδιεύθυνσης στην παραγωγή, ούτε της απονέκρωσης του κράτους. Γι’ αυτό δεν γίνεται και καμία αναφορά  στο πρόγραμμά του. 

Ο σοσιαλισμός του ΚΚΕ εδράζεται στην ουσία σε μια μαρξιστική υλιστική εξελικτική αντίληψη. Όμως δεν είναι  ο επιστημονικός σοσιαλισμός των Μαρξ-Ένγκελς. 

 

  5.Χρήσιμα συμπεράσματα από τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα.

Η διαδικασία  της μετάβασης 

Οι Μαρξ – Ένγκελς, κυρίως μετά την παρισινή κομμούνα, επεξεργάστηκαν θεμελιακές αρχές – για εκείνη την εποχή –  της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου. Κατέφυγαν αναγκαστικά σε γενικές έννοιες και εκφράσεις, μιας και η εποχή τους και το εργατικό κίνημα δεν είχε αναδείξει συγκεκριμένα το βάθος των προβλημάτων.

Επομένως ήταν αναπόφευκτο να υπάρχει κενό. Κενό που κληρονομήθηκε  και διογκώθηκε στην εποχή μας. Το κενό αυτό πρέπει να καλυφτεί.

Το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο επιχειρεί με βάση την εμπειρία της νίκης και της ήττας των επαναστάσεων του προηγούμενου αιώνα να απαντήσει  στο ερώτημα «μετά την επανάσταση τι;»

 

α) Κοινωνίες- με διαταραγμένα τα βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους- μεταβατικές προς την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.

 Μετά το πρώτο ποιοτικό άλμα, την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την επαναστατική εργατική τάξη και τους συμμάχους της, τροποποιούνται οι τάξεις και η ταξική πάλη. Το νέο κράτος είναι κράτος εργατικής πολιτικής ηγεμονίας, αλλά δεν είναι, ακόμα, κράτος της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου, όπου η εργατική τάξη ασκεί πλήρως την πολιτική εξουσία.

Στις κοινωνίες αυτές συνυπάρχουν οι κυρίαρχες αστικές σχέσεις παραγωγής και οι κυριαρχούμενες και εμβρυακά πρωτοεμφανιζόμενες  σχέσεις σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού προσανατολισμού.

Επομένως οι κοινωνίες που προκύπτουν μετά την επανάσταση είναι, αρχικά και για μια περίοδο, κοινωνίες με διαταραγμένα και τροποποιημένα τα βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους. Είναι κοινωνίες μετάβασης προς την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου (σ.σ στο εξής  επαναστατική εργατική δημοκρατία).

Πολύ περισσότερο, δεν είναι σοσιαλιστικές.

Όσοι αρνούνται ή δεν αντιλαμβάνονται την  παραπάνω διαλεκτική αντιφατική κίνηση, όπως  το ΚΚΕ και άλλα κομμουνιστικά ρεύματα, υποστηρίζουν ότι οι  επαναστατικές κοινωνίες που προέκυψαν ή που θα προκύψουν  μετά την αρχική νίκη της επανάστασης θα είναι κοινωνίες ανάμεσα σε διαφορετικές φάσεις του ίδιου τρόπου παραγωγής, του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού.

Οι αντιλήψεις αυτές, που ηγεμονεύουν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, δεν έχουν σχέση με τον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας.

Συσκοτίζουν την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα των μετεπαναστατικών κοινωνιών.

Είναι αποτέλεσμα της λαθεμένης  ταύτισης της μεταβατικής περιόδου με την αταξική σοσιαλιστική κοινωνία, που είναι η κατώτερη φάση της κομμουνιστικής  κοινωνίας.

Έτσι «χρεώνουν» στην αταξική σοσιαλιστική κοινωνία  κράτος και τάξεις και της προσδίδουν

εκμεταλλευτικά αστικά χαρακτηριστικά που εκδηλώνονται με τις μορφές της αξίας, της τιμής και του χρήματος.

Τα παραπάνω στοιχεία των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων δεν υπάρχουν στο σοσιαλισμό.

Υπάρχουν όμως  τροποποιημένα και διαταραγμένα, λόγω της κρατικοποίησης και του σχεδιασμού, κατά τη διάρκεια της  μεταβατικής μετεπαναστατικής περιόδου.

Κύρια εσωτερική αντίθεση των μετεπαναστατικών κοινωνιών, σε αυτή την πρώτη περίοδο, γίνεται  η αντίθεση από τη μια, ανάμεσα στην εργατική τάση χειραφέτησης,  και από την άλλη, στην κοινωνική συμμαχία και ηγεμονία των κατώτερων παλιών και  νέων μεσαίων στρωμάτων (που δημιουργούνται μετά την επανάσταση και κυρίως αυτών που στελεχώνουν το νέο κρατικό και κομματικό μηχανισμό) μαζί με την τάση ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης .

Η πρώτη πλευρά επιδιώκει την συνέχιση της επανάστασης ως την επικράτηση του κομμουνισμού. Η δεύτερη επιδιώκει να πάρει την εξουσία  για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Στο βαθμό που η κύρια εσωτερική αντίθεση της νέας κοινωνίας λύνεται με την ηγεμονία των συμφερόντων της δεύτερης πλευράς, τότε το επαναστατικό κίνημα βιώνει κοσμοϊστορικής σημασίας υποχώρηση και στην πορεία, ήττα. 

Οι κοινωνίες όχι μόνο δεν οδηγούνται προς την επαναστατική εργατική δημοκρατία αλλά αντιθέτως, η επανάσταση εκφυλίζεται, επικρατεί η αντεπανάσταση και η κοινωνική συμμαχία των παλιών και νέων μεσαίων στρωμάτων οργανώνεται  σε νέα, ιδιότυπη, κυρίαρχη, κρατική αστική τάξη, η οποία ιδιοποιείται την ιδεολογία και τα σύμβολα της εργατικής τάξης . Στο βαθμό που η κύρια εσωτερική αντίθεση της νέας κοινωνίας λύνεται με την ηγεμονία των συμφερόντων της εργατικής τάσης χειραφέτησης και προωθούνται στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο οι αντίστοιχες αλλαγές, τότε οι κοινωνίες οδηγούνται στο δεύτερο ποιοτικό άλμα: Στην επαναστατική εργατική δημοκρατία. 

 

β) Η επαναστατική εργατική δημοκρατία οδηγεί στο σοσιαλισμό  αλλά δεν ταυτίζεται με αυτόν

Με την εγκαθίδρυση της επαναστατικής εργατικής δημοκρατίας το επαναστατικό προλεταριάτο ασκεί  την πολιτική εξουσία μόνο του, χωρίς συμμάχους.

Τότε πραγματοποιείται και σ’ ένα βαθμό σταθεροποιείται και η στρατηγική ηγεμονία της εργατικής επαναστατικής πλευράς μέσα στην τάξη και μέσα στο κράτος. 

Καθώς και η κυριαρχία της απέναντι στην αντικαπιταλιστική πλευρά των μεταμορφωμένων, σε κάθε περίπτωση, μεσαίων στρωμάτων.

Αλλά και τότε η αντίθεση μέσα στην εργατική τάξη δεν καταργείται οριστικά.

Καθώς δεν καταργείται ακόμη πλήρως η βασική αντίθεση της κυρίαρχης επαναστατικής πλευράς «σοσιαλιστικού προσανατολισμού» απέναντι στην κυριαρχούμενη και μετασχηματισμένη καπιταλιστική πλευρά των κοινωνικών σχέσεων. Απέναντι στη δυνατότητα της αναγέννησης και εκ νέου ανάπτυξής τους.

Η κύρια εσωτερική αντίθεση που κινεί την κοινωνία γίνεται, τότε, η αντίθεση ανάμεσα στον εργατικό χαρακτήρα του κράτους και τις τάσεις απονέκρωσής του. 

Η επαναστατική εργατική δημοκρατία με τους θεσμούς που επιβάλλει ενώνει την πολιτική εξουσία με την κοινωνία, συνενώνει το εργατικό κράτος  με τον εργαζόμενο λαό και γι’ αυτό, δεν είναι κράτος στην κυριολεξία, είναι μισοκράτος (Ένγκελς).

Είναι κράτος που απονεκρώνεται και στοχεύει στην κατάργηση των τάξεων.

Αυτό το δεύτερο ποιοτικό άλμα δεν κατόρθωσε να το επιτύχει καμία από τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Καμιά επανάσταση δεν έφτασε στην επαναστατική εργατική δημοκρατία, πολύ περισσότερο στο σοσιαλισμό.

Στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό να επισημάνουμε ότι στο ΚΚΕ αλλά και  στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα κυριαρχεί η μονόπλευρη –και γι’ αυτό λανθασμένη- αντίληψη  ότι η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου είναι κυρίως πολιτικό καθεστώς.

Υποτιμούν βαθιά ότι ο καθοριστικός ρόλος της  είναι ο κοινωνικός. Ότι βρίσκεται στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο  οικονομικοκοινωνικό επίπεδο. Με αποτέλεσμα να αρκεί  η εξουσία των κομμουνιστικών κομμάτων για να θεωρούν ότι έχει πάρει την εξουσία η εργατική τάξη και έχει εγκαθιδρυθεί η  επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.  

 

γ) Σοσιαλισμός -Κομμουνισμός

Από ’κει και πέρα, από ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, πραγματοποιείται το τρίτο ποιοτικό άλμα, το πέρασμα στο Σοσιαλισμό -Κομμουνισμό.

Επικρατεί η πλήρης απονέκρωση της καπιταλιστικής πλευράς στην κοινωνία και στην παραγωγή. Η απονέκρωση των πλευρών και των τάσεων των εργαζομένων και των μη προλεταριακών στρωμάτων που συνδέονται με την αντίσταση και την τάση αναγέννησης των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων.

Τότε και μόνο τότε μπορεί να αρχίσει –εφόσον οι διεθνείς συσχετισμοί με την εξάπλωση της επανάστασης  το επιτρέπουν- η ουσιαστική οικοδόμηση του κομμουνισμού, στην κατώτερη βαθμίδα του, τη σοσιαλιστική.

Όταν τα μέσα παραγωγής γίνουν άμεσα κοινή ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας. Όταν δεν θα υπάρχουν διευθυντές και διευθυνόμενοι. Όταν θα έχουν απονεκρωθεί οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και  ο νόμος της αξίας. 

Όταν  θα έχει αυτοκαταργηθεί η εργατική τάξη δια της εξαφάνισης της αστικής τάξης, όταν η πολιτική μετατραπεί σε λειτουργία αυτοδιεύθυνσης και αυτενέργειας των ελεύθερα και ισότιμα συνεταιρισμένων παραγωγών.

Όταν θα έχει απομείνει ένα υπόλειμμα του απονεκρούμενου εργατικού «κράτους», όταν η διανομή  θα γίνεται στον «καθένα ανάλογα με την εργασία του.» 

Μέχρις ότου οι υλικές συνθήκες επιτρέψουν την εφαρμογή της  διανομής στον «καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», οπότε θα απονεκρωθεί πλήρως, θα εξαφανιστεί  και το τελευταίο υπόλειμμα του εργατικού «κράτους» στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, τον κομουνισμό. Τότε ο πλούτος της κοινωνίας θα ορίζεται με βάση τον ελεύθερο χρόνο του εργαζόμενου ανθρώπου, η σχέση του ανθρώπου με το ανόργανο σώμα του, τη φύση, θα μετασχηματίζεται σε αρμονική σχέση, οι διεθνείς σχέσεις θα βασίζονται στην αλληλοβοήθεια και στον επαναστατικό διεθνισμό.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ