Εντυπωσιακή είναι σήμερα η συμβολή της εργατικής τάξης στην κερδοφορία του κεφαλαίου, ακόμα και στον «ελεύθερο» χρόνο της, όπως αποδεικνύεται από τη λειτουργία των ηλεκτρονικών Μέσων.
Το Web 2.0 και οι «απλοί χρήστες», Κατακερματισμός της εργασίας
Χάρη στη δεύτερη γενιά υπηρεσιών του παγκόσμιου ιστού (Web 2.0) έχουμε την έκρηξη των πλατφορμών που βασίζονται σε περιεχόμενο που δημιουργείται από τους χρήστες (user-generated content). Τέτοιες είναι τα social media, τύπου facebook, twitter, instagram, όπου οι χρήστες ανεβάζουν σχόλια, φωτογραφίες και βίντεο, αλλά και οι διάφορες «εγκυκλοπαίδειες» τύπου Wikipedia, όπου οι χρήστες δημιουργούν και διορθώνουν τα λήμματα, καθώς και πολλές άλλες πλατφόρμες.
Σε αυτό το πλαίσιο, το κοινό «παράγει τον εαυτό του ως εμπόρευμα» με εντατικό τρόπο και μεγαλύτερη ακρίβεια: οι ίδιοι οι χρήστες επιφορτίζονται με την καταγραφή των δημογραφικών στοιχείων τους και των ενδιαφερόντων τους (διαμορφώνοντας τη νέα φάση στοχευμένου μάρκετινγκ) και δημιουργούν το περιεχόμενο των μέσων, τα οποία πλέον επιφορτίζονται αποκλειστικά με την ευθύνη της παροχής της τεχνολογικής υποδομής, πάνω στην οποία οι χρήστες έρχονται να δημιουργήσουν το περιεχόμενο αλλά και να αφιερώσουν τον απαραίτητο χρόνο ώστε να αυξηθεί η αξία του εμπορεύματος – κοινού. Επιπλέον, μέσα από αυτές τις πλατφόρμες προωθούνται οι ελαστικές σχέσεις εργασίας. Αναφερθήκαμε παραπάνω στο πώς οι χρήστες έχουν δημιουργήσει τη Wikipedia, τη μεγαλύτερη εγκυκλοπαίδεια του κόσμου.
Οι πλατφόρμες του Web 2.0 δεν σταματούν εκεί αλλά προχωράνε στον κατακερματισμό της εργασίας (όπου αυτό είναι δυνατό) σε επιμέρους καθήκοντα, τα οποία μπορούν να ανατεθούν είτε σε μεμονωμένους εργαζόμενους που αμείβονται με το κομμάτι είτε σε απλούς χρήστες που θέλουν να συμβάλλουν σε μια ηλεκτρονική εφαρμογή. Αυτό μπορεί να είναι ένα βιντεοπαιχνίδι που διατίθεται δωρεάν σε χρήστες πριν την κυκλοφορία του, ώστε αυτοί να καταγράψουν προβλήματα (bugs) και αδυναμίες και να τα αναφέρουν στην εταιρεία, είτε οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα.
Είναι εμφανές ότι μιλάμε για μία νέα ποιότητα στην «εισβολή» του κεφαλαίου στον ελεύθερο χρόνο των εργαζόμενων και της νεολαίας, η οποία αποκαλύπτει τα αδιέξοδα όσων απόψεων αποθέωσαν το διαδίκτυο την τελευταία εικοσαετία ως χώρο «δημοκρατίας και ελευθερίας» όπου θα αναιρούνταν, υποτίθεται, οι ανισότητες του υλικού κόσμου. Στην πράξη, η σχέση ψηφιακού – πραγματικού κόσμου αποδείχθηκε πολύ πιο σύνθετη.
Η μελέτη των ΜΜΕ από την οπτική της πολιτικής οικονομίας δεν εξαντλείται σε όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Συμβάλλει στη μελέτη συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στον κλάδο, στην ανάλυση των όρων παραγωγής του περιεχομένου των μέσων, το ρόλο της κρατικής παρέμβασης κ.α. Προσφέρει χρήσιμα αναλυτικά εργαλεία για τον υλικό και ιδεολογικό ρόλο των ΜΜΕ και τη σύνδεση τους, προκειμένου μια ολοκληρωμένη μαρξιστική ανάλυση και πολιτική για τα μέσα να μπορέσει να ξεπεράσει τις μονομέρειες ή τις ελλείψεις του παρελθόντος.
Το β’ τρίμηνο του 2016 το Facebook κατέγραψε, για πρώτη φορά, κέρδη που ξεπερνούν τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Πριν από μόλις έξι μήνες, το τελευταίο τρίμηνο του 2015 είχε για πρώτη φορά ξεπεράσει το 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Το 90% των κερδών προέρχεται, προφανώς, από τα διαφημιστικά έσοδα. Πρόκειται για μια πραγματικά εντυπωσιακή επίδοση, ειδικά αν σκεφτούμε ότι η Google χρειάστηκε 3,5 χρόνια για να πραγματοποιήσει το ίδιο βήμα.
Μεταξύ των αιτιών της επιτυχίας που προβάλλονται από τα στελέχη της εταιρείας, αναφέρεται η αύξηση των χρηστών ώστε να φτάσουν το 1.7 δισεκατομμύριο, η βελτίωση της ιδιαίτερα δημοφιλούς εφαρμογής για κινητά που προβάλλει τις πιο ακριβοπληρωμένες διαφημίσεις αλλά και η αναβάθμιση της κοινοποίησης βίντεο από τους χρήστες μαζί με την προσθήκη της ζωντανής μετάδοσης (live streaming).
Είναι σίγουρο ότι όλα αυτά έπαιξαν ρόλο σε συνδυασμό με την κρίση των παραδοσιακών ΜΜΕ, την εξοικείωση των νεότερων ηλικιών με το ίντερνετ και τη συνακόλουθη στροφή των διαφημιστών στα social media. Ωστόσο, τα παραπάνω δεν επαρκούν για να απαντήσουν στα θεμελιώδη ερωτήματα: τί ακριβώς παράγει και εμπορεύεται το facebook και τα social media και ποιος το παράγει;
Φυσικά, δεν αρκεί ένα άρθρο για να απαντηθεί κάτι τέτοιο. Ωστόσο, μπορούμε να δώσουμε συνοπτικά κάποιες βασικές κατευθύνσεις. Γι’ αυτόν το λόγο, χρειάζεται να στραφούμε στην προσέγγιση της πολιτικής οικονομίας των ΜΜΕ, η οποία έχει μια παράδοση 40 χρόνων, επιρροές από τη μαρξιστική μεθοδολογία και επικεντρώνεται στη λειτουργία των ΜΜΕ, παλαιών και νέων, ως επιχειρήσεις μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Η προσέγγιση αυτή μας επιτρέπει να συμπληρώσουμε ή και να διορθώσουμε προσεγγίσεις, που τείνουν να τοποθετούν τα ΜΜΕ αποκλειστικά στο πεδίο του εποικοδομήματος και να τα εξετάζουν μόνο ως αγωγούς/διαμορφωτές ιδεολογιών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομική διάσταση υποβαθμίζεται ή θεωρείται ότι τα ΜΜΕ αποτελούν ζημιογόνες επιχειρήσεις, οι οποίες διατηρούνται από την αστική τάξη αποκλειστικά ως όργανα κυριαρχίας επί του λαού και ως «διαπραγματευτικά χαρτιά» έναντι άλλων μερίδων του κεφαλαίου και του κράτους. Μια τέτοια οπτική προσεγγίζει όψεις της αλήθειας και έχει ιδιαίτερη αξία για τον ελληνικό καπιταλισμό και τα ΜΜΕ του, ωστόσο είναι ανεπαρκής στο γενικότερο πλαίσιο, ειδικά όπως αυτό έχει διαμορφωθεί την εποχή του διαδικτύου.
Από την άλλη, η προσέγγιση της πολιτικής οικονομίας αντιλαμβάνεται τα ΜΜΕ ως ένα πεδίο που προσαρμόστηκε στην εμπορευματοποίηση, βιομηχανοποίηση της παραγωγής με καθυστέρηση σε σχέση με άλλους τομείς της υλικής και πολιτιστικής ζωής και με τον ιδιαίτερο τρόπο που προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του. Το πέρασμα αυτό πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα διαφημιστικά έσοδα γίνονται η κυριότερη πηγή εσόδων όλων των ΜΜΕ, των εφημερίδων συμπεριλαμβανομένων, ενώ περιορίζεται η οικονομική στήριξη τους από το κοινό, τα πολιτικά κόμματα, δωρεές και άλλα.
Όπως είναι λογικό, η τηλεόραση πρωτοστατεί σε αυτό το πέρασμα, συμπαρασύροντας τα υπόλοιπα μέσα. Επιπλέον, η κυριαρχία της τηλεόρασης επιτρέπει να διατυπωθεί καθαρά μία από τις βασικές θέσεις της πολιτικής οικονομίας των ΜΜΕ : το εμπόρευμα που παράγουν τα ΜΜΕ είναι το κοινό τους, το οποίο ανταλλάσουν με τα διαφημιστικά έσοδα. Με μεγαλύτερη ακρίβεια, τα ΜΜΕ πουλάνε τη συστηματική προσήλωση στο τηλεοπτικό πρόγραμμα διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων του κοινού. Η δυνατότητα καταγραφής και ποσοτικοποίησης του χρόνου που αφιερώνει το κοινό στην τηλεόραση καθώς και των δημογραφικών χαρακτηριστικών του (ηλικία, φύλο, επάγγελμα, κλπ) είναι αυτή που επιτρέπει στους διαφημιστές να νιώθουν σιγουριά για την αγορά του προϊόντος.
Η προσέγγιση αυτή, η οποία παρουσιάστηκε το 1977 από τον Ντάλας Σμάιθ και αναπτύχθηκε κυρίως στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στην Ευρώπη, θεωρεί το περιεχόμενο των ΜΜΕ δευτερεύον ως προϊόν σε σχέση με το ίδιο το κοινό, ενώ υποστήριξε, μάλλον δικαίως, ότι ακόμα και στις περιπτώσεις που το περιεχόμενο των μέσων προσφέρεται έναντι αμοιβής (εφημερίδες, video on demand, κα) τα διαφημιστικά έσοδα συνεχίζουν να υπερτερούν καθοριστικά.
Η σαφώς πιο καινοτόμα διάσταση αυτής της προσέγγισης σχετίζεται με την παρουσίαση του πώς η εργατική τάξη συνεχίζει να συμβάλλει στην κερδοφορία του κεφαλαίου, ακόμα και στον «ελεύθερο χρόνο» της.
Συνεπώς, η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, η σωματική και πνευματική ανάπαυση της εργατικής τάξης δεν πραγματοποιείται αποκλειστικά στη σφαίρα της κατανάλωσης αλλά διαπλέκεται με την παραγωγή.
Κρατώντας αυτή τη θέση, μπορούμε να πούμε με κάποια βεβαιότητα ότι η τάση αυτή έχει γενικευτεί αλματωδώς στην εποχή του διαδικτύου και των νέων μέσων.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
α) Dallas Smythe (1977), Communications: Blindspot of Western Marxism, Canadian Journal of Political and Social Theory, Vol. 1, No 3 (Προσβάσιμο δωρεάν στο ίντερνετ)
β) Vincent Mosco (1996), The Political Economy of Communication, Sage Publications
γ) Πήτερ Γκόλντινγκ και Γκραίηαμ Μέρντοκ, Κουλτούρα, επικοινωνίες και πολιτική οικονομία στο ΜΜΕ και Κοινωνία, Εκδόσεις Πατάκης, 2011
δ) Christian Fuchs (2012) Dallas Smythe Today – The Audience Commodity, the Digital Labour Debate, Marxist Political Economy and Critical Theory. Prolegomena to a Digital Labour Theory of Value, tripleC, vol. 10, No 2 (Προσβάσιμο δωρεάν στο ιντερνε
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΠΡΙΝ