Το κείμενο που ακολουθεί κατατέθηκε ως εισήγηση στο πλαίσιο θεματικής συζήτησης για το «Κείμενο συμβολής για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς» που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και αφορούσε το σύγχρονο καπιταλισμό. Στη συζήτηση εκφράστηκε πλούσιος προβληματισμός για τη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού και τα καθήκοντα των δυνάμεων του επαναστατικού κομμουνισμού.
Τα πάντα σχεδόν που ξέραμε αλλάζουν.
Οι οξύτατες ταξικές αναμετρήσεις στον 20ο αιώνα δεν οδήγησαν τελικά στην επικράτηση της ανώτερης κοινωνικής συγκρότησης. Συσσώρευσαν εντούτοις μια σειρά νέα χαρακτηριστικά στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής, στο διεθνές σύστημα, στην πολιτική και πολιτιστική αντιπαράθεση, που οδήγησαν από τη δεκαετία του 1970 τον κυρίαρχο καπιταλισμό στη σημερινή νέα ιστορική του βαθμίδα, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της βαθμίδας είναι:
Κυριαρχία των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων, νέοι συνδυασμοί σύγχρονων και παλαιών μορφών εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης (λιτότητα και τάση κατάργησης του έμμεσου μισθού), ποιοτικά εξελισσόμενες καπιταλιστικές ολοκληρώσεις (ΕΕ, ΝΑFTA κ.α.), μονοπωλιακή συγκέντρωση της γης και συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, συρρίκνωση των παραδοσιακά ενδιάμεσων στρωμάτων, υπερδιόγκωση και κυρίαρχη παρουσία του χρηματοπιστωτικού τομέα, βάθεμα της διαρθρωτικής ανισομετρίας στο διεθνή καταμερισμό και συνδυασμό εργασίας, της τάσης επαναχάραξης των συνόρων, των γεωστρατηγικών συμμαχιών, ξαναμοίρασμα των αγορών και των δρόμων του εμπορίου, δημιουργία νέων κρατών – προτεκτοράτων και ξέσπασμα υπερτοπικών πολέμων.
Η κίνηση αυτή του καπιταλισμού δεν έχει τη μορφή μιας απλής εξελικτικής ποσοτικής διαδικασίας, αλλά μιας διαδικασίας, με σχέσεις ασυνέχειας μέσα στην εκμεταλλευτική του συνέχεια έως τη «μεγάλη ασυνέχεια» του οριστικού κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού του.
Για παράδειγμα, κάθε επιστημονική κατάκτηση είναι μια περίπλοκη κατασκευή που συνθέτει, οργανώνει και ερμηνεύει εμπειρικά δεδομένα, επιστημονικές γνώσεις, μαζί με πολιτισμικές και φιλοσοφικές τάσεις.
Είναι ένα πρόσκαιρο όριο το οποίο πλουτίζει τις γνώσεις του ανθρώπου.
Τα όρια και το πεπερασμένο της ανθρώπινης δυνατότητας εμφανίζονται κάθε φορά στην ανάπτυξη της τεχνικής και των επιστημών. Αναιρούνται με τα επιστημονικά άλματα για να επανεμφανισθούν ξανά ως νέα όρια και νέοι περιορισμοί σε αυτή την ασυμπτωτική και ατέλειωτη πορεία του ανθρώπου για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Αυτή τη συνταρακτική πορεία τη ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Να δούμε λοιπόν τις θεμελιώδεις αλλαγές που αφορούν:
Πρώτο, στο κράτος.
Δεύτερο, στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων.
Τρίτο, στις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις.
Τέταρτο, ας δούμε, ως ξεχωριστής σημασίας ζήτημα, το θέμα της σχέσης (το πόσο μακριά, πόσο κοντά) της σημερινής ιστορικής εποχής που εξετάζουμε με τον αμέσως επόμενο (επιδιωκόμενο) κοινωνικό σχηματισμό, εν προκειμένω τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα.
Οι αλλαγές στο κράτος
Όταν μιλάμε για κράτος ο λόγος γίνεται επομένως για ένα ειδικό σύνολο μηχανισμών, θεσμών και δραστηριοτήτων, μια σχετικά αυτόνομη ολότητα που δεν μορφοποιεί μόνο το διπλασιασμό της κοινωνίας σε κρατική σφαίρα και κοινωνία αλλά και μετατρέπει την κυριαρχία μιας τάξης σε γενική βούληση, τη νομιμοποιεί.
Εξασφαλίζει τη συγκατάθεση σε αυτήν χάριν των μηχανισμών που διαθέτει.
Άρα το κράτος δεν είναι απλώς ένα ευέλικτο στρατηγείο, ούτε απλώς η εκλεγόμενη κυβέρνηση, άντε και η δικαιοσύνη και ο στρατός, όπως φαντασιώνονται αντίστοιχα ο νεοφιλελευθερισμός και ο σοσιαλρεφορμισμός.
Το κράτος ως γνωστόν έχει ημερομηνία γένεσης. Είναι γέννημα μιας κοινωνίας διαιρεμένης σε τάξεις η οποία για να διατηρήσει και αναπαράγει τη δομή της χρειάζεται μια δύναμη που κατ’ επίφαση θα στέκει πέρα και πάνω από την κοινωνία.
Η σχέση του κράτους με την κοινωνία είναι επομένως καταρχήν σχέση κυοφορούσας – κυοφορούμενου.
Με τη γένεση του, δεν διχάζει αλλά διπλασιάζει την κοινωνία σε κράτος (ξεχωριστό κομμάτι της κοινωνίας και αναπόσπαστο μέρος της) και στην κοινωνία (στο πλαίσιο μιας νέας δημιουργούμενης ολότητας).
Το αστικό κράτος ειδικά αρχίζει στα τέλη του 17ου αιώνα, μετά τον Κρόμβελ στην Αγγλία. Οδηγείται σε μια πρώτη ολοκλήρωση με τη συντριβή της Κομμούνας και την εδραίωση του αστικού κράτους.
Μετά το ’80 το αστικό σύνθημα – στόχος για λιγότερο ή ελάχιστο κράτος πρωτίστως σημαίνει άλλη διάταξη στο κράτος. Σημαίνει κυρίως ανακατατάξεις στο εσωτερικό του κράτους και δευτερευόντως εκλεκτικό περιορισμό του όγκου των δραστηριοτήτων του.
Επισημαίνουμε λοιπόν 11 ανακατατάξεις που στοιχειοθετούν το αποκαλούμενο κράτος – στρατηγείο της νέας εποχής.
1. Ιδιαίτερη διεύρυνση των μη στρατιωτικών κατασταλτικών μηχανισμών (φυλακές, αστυνομία) και δημιουργία νέων (ΔΙΑΣ, ΜΑΤ, λευκά κελιά).
2. Ενδυνάμωση, εκσυγχρονισμό και εσωτερική και χωρική αναδιάταξη των στρατιωτικών μηχανισμών ώστε να στρέφονται πιο ευέλικτα εναντίον και του εσωτερικού εχθρού.
3. Ενίσχυση της νομικής λειτουργίας για τη θωράκιση της νομικής κυρίως βίας σε βάρος του εργατικού πόλου στο δίπολο εργασία – κεφάλαιο.
4. Ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής με μηχανισμούς ηλεκτρονικού ελέγχου που τους συνδυάζει με τους ιδιωτικούς στρατούς και τις ιδιωτικές εταιρείες security.
5. Ορμητική ανάπτυξη των ιδεολογικών του μηχανισμών με τη δημιουργία ενός πλέγματος εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ινστιτούτων, ερευνητικών κέντρων κ.α. σε όλη την επικράτεια πλέον, καθώς η παραγωγή απαιτεί ένα σχετικά μορφωμένο εργάτη. Απαιτεί τη φαντασία, την αυτενέργεια και τη συνθετική του ικανότητα. Ιδιότητες που πρέπει να καλλιεργηθούν με τέτοιο τρόπο και περιεχόμενο ώστε να υπηρετούν τα συμφέροντα της αγοράς και του κέρδους.
6. Δημιουργία νέων κρατικών θεσμών όπως π.χ. το σύνολο των μηχανισμών που στοχεύουν στην εποπτεία συντονισμό και προώθηση των αποκρατικοποιήσεων καθώς η πολιτική των αποκρατικοποιήσεων δεν είναι αντικρατική αλλά μια νεοσυντηρητική παραλλαγή ανάπτυξης του κράτους στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
7. Σύνθλιψη των λειτουργιών που αφορούν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (υγεία, παιδεία, ασφάλιση). Οι παραγωγικές και οι κοινωφελείς του δραστηριότητες, καθώς και πολλές λειτουργίες διαχείρισης δημόσιων αγαθών, ακόμα και στενά διοικητικού χαρακτήρα (είσπραξη φόρων, καθαριότητα κ.λπ.), ιδιωτικοποιούνται δημιουργώντας νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο.
8. Αποδυνάμωση ουσιαστικά ακόμα και στις τυπικές αστικές ελευθερίες, τα Συντάγματα, τους δικούς του κοινοβουλευτικούς θεσμούς.
9. Επίθεση στο δικαίωμα στην αντίσταση, στη διαδήλωση, στην απειθαρχία. Ενίσχυση των όπλων της εργοδοτικής βίας εντός της παραγωγής.
10. Διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής ανάμεσα στους κεντρικούς και τους περιφερειακούς-τοπικούς θεσμούς, κι ανάμεσα σε αυτό και στους υπερεθνικούς θεσμούς (ΕΕ, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ, ΠΟΕ). Με τον «Καλλικράτη», Περιφέρειες και Δήμοι ευθυγραμμίζονται πλήρως στην αντιλαϊκή πολιτική και στις μνημονιακές κατευθύνσεις.
11. Με τη συγκρότηση της ΕΕ και της Ευρωζώνης, κρίσιμα στοιχεία της κρατικής λειτουργίας εντάσσονται σε –δεσμεύονται από– ένα ευρύτερο υπερεθνικό πλέγμα μηχανισμών, που δεν είναι μεν υπερκράτος, έχει όμως αποφασιστικό χαρακτήρα και, το κυριότερο, είναι πλήρως ελεγχόμενο από τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια και τις τράπεζες και αποστειρωμένο από τη λαϊκή πίεση, ακόμη και από τις αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Στην ΕΕ οι όποιες αποφάσεις αποτελούν όχι την αρχή αλλά την κατάληξη μιας ιδιαίτερα πολύπλοκης διαδικασίας, το επιστέγασμα διαρκών συνεννοήσεων και διαβουλεύσεων μεταξύ των εταίρων, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται κάθε φορά ένας συμβιβασμός που να αντανακλά το ειδικό βάρος και τα ιδιαίτερα συμφέροντα και ιεραρχήσεις του κάθε κράτους ή και κεφαλαίων (π.χ. το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, λόγω του μεγάλου ειδικού του βάρους υπαγορεύει τις πολιτικές στις θαλάσσιες μεταφορές κ.λ.π.). Με αυτόν τρόπο δημιουργείται μια ετεροβαρής σχέση όπου τον καθοριστικό ρόλο έχει η δομική ισχύς που προκύπτει από τη συνολική λειτουργία των θεσμών της ΕΕ η οποία όμως είναι συνάρτηση της ισχύος του κάθε κράτους αλλά και του κάθε ισχυρού κεφαλαίου.
Τα πιο αδύναμα κράτη-έθνη και τα πλέον αδύναμα κεφάλαια συμμετέχουν με επίγνωση αυτών των δυσχερειών ελπίζοντας πως λειτουργώντας ως στεφάνη γύρω από τον ισχυρό πυρήνα αναβαθμίζουν αφενός τη θέση τους σε σχέση με τους εκτός ΕΕ και αφετέρου πως παίρνουν ταυτόχρονα το «κάτι τις» από την κατάλληλη εκμετάλλευση των ανταγωνισμών.
Εν ολίγοις, εξουσίες, αρμοδιότητες και αποφάσεις ξεκινούν από το εθνικό κράτος, συντίθενται ανισότιμα σε αντιδραστική κατεύθυνση στον υπερεθνικό μηχανισμό της ΕΕ και επιστρέφουν στο κράτος το οποίο έχει την ευθύνη υλοποίησης. Το κύριο σε αυτή τη λειτουργία είναι ότι ευνοεί την επιδίωξη «ελάφρυνσης», σε πρώτο επίπεδο, των εθνικών κρατών από το βάρος της επιβολής μιας σειράς αντιλαϊκών μέτρων δεδομένου πως τις όποιες αποφάσεις τις «φορτώνονται» οι απόμακροι και απρόσωποι μηχανισμοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Διευθύνσεών της.
Δεν υπάρχει επομένως μια μονοδιάστατη μεταφορά πραγματικών εξουσιών προς την ΕΕ, αλλά μια αλληλοτροφοδότηση, ανάπλασή τους και επαναμεταφορά αρμοδιοτήτων στο εθνικό/κρατικό επίπεδο. Η σχέση δηλαδή ανάμεσα στο εθνικό κράτος και στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια πλεγματώδης σχέση και όχι μια σχέση αποδυνάμωσης ή ενδυνάμωσης του εθνικού κράτους. Σε αυτή τη διαδικασία η τάση αντιδραστικής μετάλλαξης της αστικής δημοκρατίας βαθαίνει ποιοτικά.
Συγκεφαλαιώνοντας, η αναδιάρθρωσή του ισχυροποιεί τον στρατηγικό-επιτελικό ρόλο του ως κέντρου της πολιτικής εξουσίας απέναντι στο λαό και εντείνει τον αντεπαναστατικό καταπιεστικό του ρόλο.
Αυτή η αντιδραστική ενίσχυση του ρόλου του κράτους και της αστικής πολιτικής, η αποξένωση τους από την κοινωνία, στην ευρύτερη αναπαραγωγή του συστήματος και των αντιθέσεων του, τείνει να απογυμνώνει την αστική πολιτική από τα «προοδευτικά» ιστορικά δημοκρατικά στοιχεία της, (ατομικές και κοινωνικές «ελευθερίες» εθνικοανεξαρτησιακά δικαιώματα, πανκοινωνικός ρόλος του κράτους, κ.λ.π.). Να αποκαλύπτει την ουσία της αστικής πολιτικής και της πολιτικής γενικά, την ουσία του κράτους, την ουσία της δημοκρατίας και της «δημοκρατίας» γενικά, ως αντιπαράθεση και κυριαρχία «για τις παραγωγικές σχέσεις, και τελικά για την ιδιοκτησία».
Κλονίζεται έτσι μακροπρόθεσμα και τείνει σε κρίση η σχετική και δημαγωγική αυτονόμηση της αστικής πολιτικής από τον ταξικό πυρήνα της αφού βάζει σε κρίση την «πανκοινωνική» της διάσταση.
Ταυτόχρονα διαμορφώνονται μακροπρόθεσμα συνθήκες και ζωτικός χώρος για την ποιοτική και ουσιαστική αυτοτελή ανάπτυξη της εργατικής πολιτικής ως πολιτική της κοινωνικής δημοκρατίας της εποχής μας, ως πολιτική πρώτα απ’ όλα της κοινωνικής και δημοκρατικής κυριαρχίας των ίδιων των εργαζομένων.
Επιπλέον, το κληροδοτημένο μοντέλο κοινωνικών συμμαχιών που είχε οικοδομηθεί με άξονα τον κρατικό τομέα της οικονομίας, τους μηχανισμούς πελατείας και τα πολιτικά κόμματα, σιγά αλλά σταθερά επικαθορίζεται πλέον από τις άμεσες (χωρίς πολιτικούς «μεσίτες») παρεμβάσεις των πολυπληθών οργανώσεων του κεφαλαίου.
Το διαμορφωμένο μεταπολεμικά πολιτικό σύστημα, που με τη μια ή την άλλη παραλλαγή σφραγίζει την πολιτική ζωή του δυτικού κόσμου, φθείρεται και υποβαθμίζεται από τη δεκαετία του 1980 και μετά.
Αυτή η στροφή και αδιάκοπη πορεία προς στον καπιταλισμό του εθνικού και παγκόσμιου αστυνομικού κράτους αντανακλά την αδυναμία του συστήματος να ενσωματώνει με «δημοκρατικά, κοινωνικά» μέσα το ριζοσπαστικό δυναμικό των εκμεταλλευόμενων, που εκδηλώνεται με ανεπαρκείς ακόμη, πολύμορφους και αντιφατικούς τρόπους.
Οι αλλαγές στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων
Είναι εντυπωσιακή η ίδια η δυναμική αύξησης των πολυεθνικών:
1939: 30
1976: 11.000 (86.000 θυγατρικές στην αλλοδαπή)
1991: 35.000 (150.000 θυγατρικές)
2000: 63.000 (630.000 θυγατρικές)
2008: 80.000 (810.000 θυγατρικές)
Χαρακτηριστικό αυτών των ομίλων είναι η παγκόσμια εμβέλεια της δράσης τους, όχι απλώς μέσω της εξαγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίων και της εισαγωγής πρώτων υλών, όπως γινόταν κατά το παρελθόν, αλλά και (κυρίως) με τη μορφή της συνολικότερης και άμεσης παρέμβασης στην οργάνωση και λειτουργία παραγωγικών διαδικασιών.
Τα ΠΠΜ διασφαλίζουν το 50% της βιομηχανικής παραγωγής του κόσμου και ελέγχουν το 70% του «εμπορίου» (όλο και μεγαλύτερο μέρος του οποίου στην πραγματικότητα δεν είναι παρά συναλλαγές βάσει σχεδίου στο εσωτερικό των ίδιων αυτών ομίλων).
Το μονοπώλιο σήμανε ποιοτική ενίσχυση της πολιτικής και ιδεολογικής βίας, όπως αυτές προκύπτουν και εκδηλώνονται πρώτα απ’ όλα μέσα στην παραγωγή και στην διαδικασία εκμετάλλευσης και επεκτείνονται σ’ όλες τις σφαίρες. Σήμανε την βίαιη πολιτική αξιοποίηση της τεχνολογικής οικονομικής υπεροχής του και των επιστημονικών καινοτομιών, την προσπάθεια μονιμοποίησης των συνεπειών τους προς όφελος συνολικά του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας αλλά και απέναντι στους ανταγωνιστές.
Το σύγχρονο πολυεθνικό πολυκλαδικό μονοπώλιο αποτελεί ποιοτική βαθμίδα ενίσχυσης της αστικής πολιτικής και ιδεολογικής βίας, του ρόλου και της αντιδραστικής ουσίας της αστικής πολιτικής και του ταξικού ρόλου του κράτους γενικά ως παράγοντα συνολικής κοινωνικής εκμετάλλευσης.
Ενισχύεται επίσης ιδιαίτερα ο άμεσος πολιτικός-ιδεολογικός ρόλος του κεφαλαίου που μπορεί να κάνει καλύτερα και χωρίς «συνέπειες» τη βρώμικη δουλειά στη θέση του κράτους στην παραγωγική διαδικασία, στις εργασιακές σχέσεις και στην αγορά.
Οι αλλαγές στις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις
Από τη δεκαετία του 1960 το μοντέλο των κυρίως εθνοκεντρικών, αλληλοσυμπληρούμενων και αλληλοσυγκρουόμενων καπιταλισμών που επικρατούσε στα πρώτα «χρυσά» μεταπολεμικά χρόνια, δίνει τη θέση του στη νέα ποιοτικά μορφή της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, αυτής της συγκρότησης των περιφερειακών καπιταλιστικών ολοκληρώσεων:
– Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (1957),
– Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (1960),
– Ένωση Νότιο-Ανατολικών-Ασιατικών Εθνών (1967),
– Συμφωνία των Άνδεων (1969),
– Βορειαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου – NAFTΑ (1994),
– G8 (1975),
– G20 (1999),
– Αφρικανική Ένωση (2001), κ.ά.
Αυτές οι περιφερειακές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, αποτελούν ειδική μορφή της σύγχρονης καπιταλιστικής διεθνοποίησης με την οποία όμως συγκρούονται, ταυτόχρονα, διπλά:
Είναι «στενές» καθώς περιορίζονται σε μια περιοχή, π.χ. Καναδάς – ΗΠΑ – Μεξικό, Δυτική Ευρώπη, Νότια Ασία, κ.ά. Είναι ανισότιμες καθώς η ανισοτιμία μεταξύ των χωρών είναι εσωτερικό δομικό τους στοιχείο, π.χ. Γερμανία και οι χώρες της νότιας Ευρώπης.
Ο μετασχηματισμός, η αντικατάσταση της GATT από τον ΠΟΕ που συνοδεύεται από την απότομη διεύρυνση σε 117 χώρες και στον οποίο μετέχουν πλέον Ρωσία και Κίνα, καθώς και ο μετασχηματισμός της ΕΟΚ σε ΕΕ το Νοέμβρη του 1993 οφείλονται στην καινούρια πραγματικότητα που δημιουργούν η κρίση του 1973-85, η κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων, η συνεπαγόμενη ανάγκη επαναπροσδιορισμού των όρων κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, εργατικού δυναμικού, εμπορικών συναλλαγών γενικότερα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντικατέστησε την ΕΟΚ στη βάση συγκεκριμένων, υλικών αναγκαιοτήτων των «κοινωνιών της αγοράς» που δημιούργησε η τρίτη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού, η πετρελαϊκή λεγόμενη κρίση της δεκαετίας του ’70.
Αυτή, η «βουβή», δομική κρίση και κρίση –από οικονομική σκοπιά– υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, η οποία εκδηλώθηκε το 1973 και εντάθηκε από το 1979, απαιτούσε τροποποιήσεις στους σχεδιασμούς και τις στρατηγικές τόσο των επιμέρους κεφαλαίων όσο και των εθνικών κρατών ώστε να βρεθούν δίοδοι αποκατάστασης της μειωμένης κεφαλαιακής κερδοφορίας.
Την περίοδο 1973-79 ο ρυθμός αύξησης της πραγματικής προστιθέμενης αξίας στη βιομηχανία ήταν σε ετήσια βάση 1,6% στις χώρες της ΕΟΚ, 1,4% στις ΗΠΑ και 3,1% στην Ιαπωνία.
Την περίοδο 1979-87 στην ΕΟΚ θα σημειωθεί υποχώρηση της στο 0,7% (ΟΟΣΑ 1989). Αντίθετα, στις ΗΠΑ θα παρατηρηθεί αύξηση κατά 1,8% και στην Ιαπωνία μια εκτόξευση στο 4,8%.
Μειώνεται επίσης η συμμετοχή της τότε ΕΟΚ στην παγκόσμια παραγωγή προστιθέμενης αξίας από 35,7% το 1980 σε 32,4% το 1990.
Την ίδια περίοδο η Ιαπωνία θα περάσει από το 14,2% στο 17,6% και η Β. Αμερική θα γνωρίσει ανεπαίσθητη πτώση από 23,9% σε 23,7% (ΟΗΕ, 1998).
Παρατηρούνται επίσης τάσεις στασιμότητας του ενδοκοινοτικού εμπορίου ως ποσοστού του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου.
Τα όρια και η δυναμική της οικονομικής πραγματικότητας της τότε ΕΟΚ γίνονται έτσι αισθητά.
Επιπλέον καθοριστικό γεγονός είναι η μετατροπή των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων (ΠΠΜ) σε ηγέτιδα πλέον οικονομική δύναμη με τεράστια πολιτική ισχύ.
Τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια, από τη μια, αντλούν τη δύναμη τους από το κράτος που εδράζονται το οποίο χρησιμοποιούν ως καταφύγιο, όπλο και ορμητήριο και γι’ αυτό το αναδιατάσσουν και ενισχύουν. Αποστασιοποιούνται, πάντα σχετικά, από την έννοια της πατρίδας, εμφανιζόμενα με μια «διπλασιασμένη» πατρίδα, π.χ. την Ελλάδα και την ΕΕ.
Το εθνικό κράτος παρουσιάζει τα συμφέροντά τους ως έχοντα πανκοινωνική ισχύ ενώ το υπερεθνικό μόρφωμα, π.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση, ως έχοντα καθολική υπερεθνική αίγλη.
Οι καπιταλιστικές, ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις οφείλουν επομένως να αναπροσαρμοστούν με βάση τα σύγχρονα τότε δεδομένα.
Έτσι το 1993, 46 χρόνια από την ίδρυση της GATT, 117 χώρες συνυπέγραψαν μία προωθημένη συμφωνία για τη φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου και την αντικατάσταση της από έναν οργανισμό ευρύτερων αρμοδιοτήτων, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Τη δική του σημασία έχει πως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την επικύρωσε τον Δεκέμβριο του 1994 και η ελληνική Βουλή στις 23 Ιανουαρίου 1995.
Κάτι ανάλογο γίνεται και με την ΕΟΚ. Η ΕΟΚ, σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, δίνει τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ΕΕ που δημιουργείται δεν εντάσσεται στην κατηγορία των Διεθνών Διακρατικών Οργανισμών. Αποτελεί ένα εν εξελίξει ιστορικά πρωτόγνωρο μόρφωμα.
Είναι κάτι «λιγότερο» από συνομόσπονδο κράτος και κάτι «περισσότερο» από διεθνής οργανισμός. Σε αυτό συνυπάρχουν μια πληθώρα κρατών με ανισομερή ισχύ, λειτουργίες που παραπέμπουν σε μη ολοκληρούμενη συνομοσπονδία κρατών με διαφορετικά κυρίως επίπεδα παραγωγικότητας αλλά και σχέσεις στις οποίες μετέχουν διαφορετικοί κάθε φορά φορείς, π.χ. συμμετοχή της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ αλλά όχι στην ΟΝΕ.
Το 2013, 29 χρόνια από την ίδρυση της, αντιστρέφεται η τάση υποχώρησης της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σχέση με την παγκόσμια. Η ΕΕ μετατρέπεται στον πρώτο μαζί με την Κίνα εξαγωγέα εμπορευμάτων και στον πρώτο, μακράν του δεύτερου (ΗΠΑ), εξαγωγέα υπηρεσιών.
Η ΕΕ συνδέεται και συνδέει τις «τύχες» ενός σύγχρονου πλέον πολυπολικού κόσμου.
Το φαινόμενο της ολοκλήρωσης επεκτείνεται και σε μορφή και σε περιεχόμενο, διατηρώντας, ωστόσο, μόνιμα τα ανισομερή του χαρακτηριστικά.
Η σχέση της περιόδου που εξετάζουμε με τον επόμενο κοινωνικό σχηματισμό
Αυτό το κριτήριο χρησιμοποιείται από τους κλασσικούς όταν π.χ. αντιμετωπίζουν την ύστερη φεουδαρχία ως το πιο κοντινό στάδιο της στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό, τον καπιταλισμό (Ένγκελς).
Αλλά και από το Λένιν ο οποίος σημειώνει στον Ιμπεριαλισμό: «Θα δούμε ακόμη παρακάτω πως μπορεί και πρέπει να δοθεί διαφορετικός ορισμός του ιμπεριαλισμού, αν πάρουμε υπόψη μας όχι μόνο τις βασικές καθαρά οικονομικές έννοιες (στις οποίες περιορίζεται ο ορισμός που αναφέραμε), μα και στην ιστορική θέση του δοσμένου σταδίου του καπιταλισμού σε σχέση με τον καπιταλισμό γενικά, ή τη σχέση του ιμπεριαλισμού με τις δυο βασικές κατευθύνσεις μέσα στο εργατικό κίνημα».
Η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι κοινωνικοποιημένη διαδικασία.
Αναπτύσσονται από την γενική εργασία, που είναι «όλη η επιστημονική εργασία, όλες οι ανακαλύψεις, όλες οι εφευρέσεις».
Η ίδια η ανάπτυξη της επιστήμης «καθορίζεται εν μέρει από τη συνεργασία των συγχρόνων, εν μέρει από τη χρησιμοποίηση της εργασίας των προγενεστέρων. Είναι το προϊόν της καθολικής ιστορικής διαδικασίας της ανάπτυξης, το οποίο εκφράζει αφηρημένα την πεμπτουσία της» (Μαρξ). Η γνώση επίσης που κατακτιέται αποτελεί δημόσιο αγαθό, κοινωνικό πλούτο, αλλά στο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα απαλλοτριώνεται και αλλοιώνεται από το κεφάλαιο.
Κάθε επιστημονική κατάκτηση είναι μια περίπλοκη κατασκευή που συνθέτει, οργανώνει και ερμηνεύει εμπειρικά δεδομένα, επιστημονικές γνώσεις, μαζί με πολιτισμικές και φιλοσοφικές τάσεις.
Είναι ένα πρόσκαιρο όριο το οποίο πλουτίζει τις γνώσεις του ανθρώπου.
Στην ανάπτυξη της τεχνικής και των επιστημών, τα όρια και το πεπερασμένο της ανθρώπινης δυνατότητας εμφανίζονται κάθε φορά, αναιρούνται με τα επιστημονικά άλματα για να επανεμφανισθούν ξανά ως νέα όρια και νέοι περιορισμοί σε αυτή την ασυμπτωτική και ατέλειωτη πορεία του ανθρώπου για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Αυτή τη συνταρακτική πορεία ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Εντός αυτών των αλλαγών, εντός αυτού του νέου κόσμου που αναδύεται εντάσσουμε και τις νέες ποιοτικά αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις.
Η σύγχρονη τεχνολογία, η πληροφορική, η μοριακή βιολογία και η βιοτεχνολογία, οι οπτικές ίνες, η ρομποτική, δημιουργούν ποιοτικά νέους όρους επίδρασης σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, στη βιομηχανία, στη γεωργία και κτηνοτροφία, στη συγκέντρωση και διάδοση της γνώσης και των πληροφοριών, στην ανάπτυξη σύγχρονων όπλων, στη ροή του χρήματος, αυτής της υλικής μορφής του κεφαλαίου και πάνω απ’ όλα στην εργασία.
Με τα ευέλικτα αυτοματοποιημένα συστήματα παραγωγής ο καπιταλιστής αναδιατάσσει την οργάνωση της παραγωγής ώστε να αντιστοιχηθεί στα σύγχρονα αυτόματα συστήματα. Κάνουν λάστιχο το χρόνο εργασίας για να συμπιέζει τον αναγκαίο χρόνο που αντιστοιχεί στο μεροκάματό του εργάτη. Επιδίωξη έχουν την αύξηση του απλήρωτου χρόνου εργασίας και της υπεραξίας που καρπώνεται ως επιχειρηματίας.
Αλλάζει επομένως η προϋπάρχουσα ισορροπία ανάμεσα στη σχετική και την απόλυτη υπεραξία μέσω των αναδιατάξεων των σύγχρονων και παλαιών μορφών εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Μεταβάλλονται επομένως οι όροι κυριαρχίας των αστών και υποδούλωσης της εργατικής τάξης.
Αλλά, το ίδιο δεν συνέβαινε πάντα;
Έτσι φαίνεται!
Αν όμως ο κόσμος, αν «τα πράγματα», ήταν όπως φαίνονται η επιστήμη θα ήταν αχρείαστη.
Η ανακάλυψη του ατμού, σημάδεψε τη βιομηχανική επανάσταση, καθόρισε το πέρασμα από τον εμβρυακό στον ώριμο βιομηχανικό καπιταλισμό.
Η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού, οι ηλεκτρικές μηχανές και ο μαζικός εξηλεκτρισμός, αποτέλεσαν τα θεμέλια της μετάβασης του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο. Η νύχτα έπαψε να είναι όπως παλιά.
Οι ατμομηχανές και οι ηλεκτρικές μηχανές έσπασαν τα μέχρι τότε όρια που έθετε στην εργασία η μυϊκή δύναμη του ανθρώπου. Πολλαπλασίασαν τις ασκούμενες δυνάμεις και ροπές. Συνέβαλαν καθοριστικά σε ένα άλμα στην ποιότητα της ζωής και της δουλειάς του ανθρώπου.
Επομένως, ναι, ποιοτικά άλματα ύστερα από μακρόσυρτες ποσοτικές συσσωρεύσεις συμβαίνουν διαρκώς στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά όχι όπως πάντα και όπως συνήθως όπως διατείνεται η αποστεωμένη σκέψη της παλιάς Αριστεράς.
Οι σύγχρονες υπεραυτόματες μηχανές είναι κάτι άλλο.
Ρεαλιστικοποιούν τη δυνατότητα επεξεργασίας και διάδοσης πρωτοφανούς όγκων δεδομένων και την άσκηση μεγα-υπολογιστικών πράξεων και πολυσύνθετων εντολών. Πολλαπλασιάζουν πλέον όχι μόνο την ασκούμενη μυϊκή δύναμη αλλά και την «ασκούμενη διανοητική δύναμη» στην εργασία, στη ζωή.
Δημιουργούνται έτσι δυνατότητες πρωτοφανούς ταχύτητας στη ροή του χρήματος, αυτής της υλικής έκφρασης του κεφαλαίου, άρα και στους κύκλους που κάνει.
Επομένως η εξαγωγή κεφαλαίων και ο τρόπος και ο ρυθμός άντλησης υπεραξίας αλλάζουν.
Άρα, αλλάζουν ποιοτικά οι όροι άσκησης εξουσίας και εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Κι ακόμα δεν είδαμε τα σπουδαία.
«Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σημειώνει ο καθηγητής ρομποτικής του Πανεπιστημίου Πατρών, Ν. Ασπράγγαθος στο άρθρο του «Η επιστημονική έρευνα και η καπιταλιστική κρίση», έχει ανοίξει μία συζήτηση μεταξύ μηχανικών και άλλων επιστημόνων, που ασχολούνται με την εξέλιξη της πληροφορικής και του αυτοματισμού, για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας στην εργασία.
Αυτοί θεωρούν ότι με τους ρυθμούς ανάπτυξης της τεχνολογίας των υπολογιστών και της ρομποτικής αλλά και άλλων επιστημονικών επιτευγμάτων, που ενσωματώνονται στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή και τις υπηρεσίες, σε μερικές δεκάδες χρόνια οι μηχανές γενικά θα αποκτήσουν ευφυΐα και επιδεξιότητα που μπορεί να ξεπεράσει την μέση ανθρώπινη και αυτό επονομάζεται χρονική στιγμή ενικότητα (singularity). Αυτή η έννοια εισήχθη από τον μαθηματικό Vernor Vinge, που υποστήριξε ότι στο κοντινό μέλλον θα συμβεί τεχνολογική έκρηξη όπως φαίνεται παραστατικά στο σχήμα,
χωρίς να σημειώνονται μεγέθη και χρονολογίες στους άξονες, γιατί είναι δύσκολη η ποσοτικοποίηση δεδομένων των διαφορετικών εκτιμήσεων μεταξύ των υποστηρικτών αυτής της τάσης για την δεκαετία που θα συμβεί η τεχνολογική έκρηξη».
Τις παρούσες και τις μελλούμενες αυτές αλλαγές οφείλει το εργατικό κίνημα και η Αριστερά να τις προσδιορίσει, να τις γνωρίσει σε βάθος ακριβώς για να συντάξει τα προγράμματα της και την πολιτική της σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα.
Η ορμητική ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων αποκαλύπτει τις ανώτερες, σε σχέση με το προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού, δυνατότητες της επιστημονικής παραγωγής και αναπαραγωγής της ανθρώπινης ζωής.
Αποκαλύπτει τα νέα, διευρυνόμενα όρια δυνητικού επιστημονικού μετασχηματισμού της φύσης και αρμονικής αλληλεπίδρασης μαζί της.
Ορισμένα, σχετικά πρόσφατα, επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα φωτίζουν καλύτερα αυτή την εκτίμηση:
– Με μύκητες μπορούν να παραχθούν εξαιρετικά λεπτές ίνες, εκατό φορές πιο ανθεκτικές από το ατσάλι, που θα ανατρέψουν τα δεδομένα σε πολλούς τομείς της παραγωγής, πρωτίστως στις μεταφορές, συγκοινωνίες και οικοδομές.
– Η τρισδιάστατη προγραμματισμένη εκτύπωση φέρνει, μεταξύ πολλών άλλων, την ελπίδα για κατασκευή ανθρώπινων οργάνων προς μεταμόσχευση, αλλά και φτηνής, υψηλής ποιότητας, κατοικίας για όλους.
– Η εφαρμογή της σύγχρονης πληροφορικής πολλαπλασιάζει και πάλι τον όγκο αποθήκευσης και την ταχύτητα μεταφοράς των πληροφοριών, με τεράστιες συνέπειες στην ταχύτητα ροής του κεφαλαίου, στην επικοινωνία των ανθρώπων, στην οργάνωση και εκμετάλλευση της εργασίας.
– Η δημιουργία και εφαρμογή μαγνητικών πεδίων επιτρέπει την κίνηση «ιπτάμενων» τρένων με τεράστιες ταχύτητες και μικρότερη δαπάνη σε ενέργεια.
– Η διείσδυση «στους πιο κοντινούς και ταυτόχρονα πιο μακρινούς, ως πρόσφατα, κόσμους», στον ανθρώπινο εγκέφαλο και στο εσωτερικό της Γης, δημιουργεί ποιοτικά διαφορετικούς όρους στο μετασχηματισμό της φύσης, στην ιατρική, αλλά και στον έλεγχο ακόμη και της ανθρώπινης συνείδησης και ψυχολογίας.
– Η εισαγωγή στην παραγωγή της πληροφορικής και των κομπιούτερ αποκαλύπτει ταυτόχρονα πως δεν είναι ουτοπία να παράγονται προϊόντα αξίες χρήσης και όχι μόνο εμπορεύματα.
Το ίδιο το θεμέλιο της καπιταλιστικής αγοράς, η παραγωγή εμπορευμάτων, υπονομεύεται καίρια από τη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη. Αυτό υποδηλώνει, για παράδειγμα, η ελεύθερη διακίνηση–«κλοπή» σε τεράστια κλίμακα των προϊόντων λογισμικού που έχει αποδιαρθρώσει τις αγορές και τους προϋπολογισμούς κολοσσών της πληροφορικής.
Το ίδιο το «πρόγραμμα παραγωγής», δηλαδή το προϊόν της επιστήμης και της γνώσης που καθοδηγεί την παραγωγή, εμφανίζει άμεσα και έντονα στοιχεία κρίσης του εμπορευματικού του χαρακτήρα.
Για παράδειγμα, σε ένα στικάκι υπολογιστή, που στοιχίζει λίγα ευρώ, μπορεί να αποθηκευτούν χιλιάδες τόμοι λογοτεχνίας, έργα μουσικής και πίνακες ζωγραφικής. Έτσι όμως όλος ο ανθρώπινος πλούτος της επιστήμης και της τέχνης μπορεί πλέον, σε κανονικές κοινωνικές συνθήκες, να γίνουν κτήμα όλης της κοινωνίας.
Οι υπολογιστές και τα ρομπότ, οι οπτικές ίνες και η βιοτεχνολογία μετασχηματίζουν σε απλούστατες, κυριολεκτικά παιδαριώδεις διαδικασίες, εργασιακά καθήκοντα τα οποία μέχρι χτες απαιτούσαν υψηλή ειδίκευση και δεξιοτεχνία.
Ο ίδιος ο καπιταλισμός μετατρέπει την οργάνωση και διαχείριση της παραγωγής και των κοινωνικών υποθέσεων σε απλή υπόθεση, ώστε πλέον ο σύγχρονος συλλογικός εργάτης, χωρίς ιδιαίτερο κόπο, να μπορεί να την ασκεί, από την επιχείρηση ως το κράτος.
Οι εργάτες μπορούν να έχουν πλέον συνολική εικόνα της παραγωγής, της διακίνησης, εμπορίας και ανταλλαγής αγαθών και κεφαλαίων, του πολιτισμικού ανθρώπινου πλούτου.
Αυτή ακριβώς η νέα δυναμική κατάσταση στην επιστήμη και την παραγωγή αφαιρεί σε μαζική κλίμακα το πέπλο των πολύπλοκων, αποκλειστικών δήθεν διοικητικών ικανοτήτων και καθηκόντων των επιστατών, των μάνατζερ, των διευθυντών και τελικά τις ίδιας της αστικής τάξης.
Για να τους αφήσει γυμνούς, έτσι όπως τους γέννησε η κοινωνική τους μήτρα: άχρηστα, βλαβερά παράσιτα που σφετερίζονται τις επαναστατικές δυνατότητες της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας, το μόχθο και τις δεξιότητες των εργατών δημιουργών.
Έτσι όμως το διαχρονικό, συχνά ανομολόγητο, αίτημα των κολασμένων να σπάσει ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε σχεδιαστές διευθυντές και εκτελεστές, σε χειρώνακτες και διανοούμενους προβάλλει, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ως χειροπιαστή δυνατότητα.
Οι νέες και συνεχώς εξελισσόμενες παραγωγικές δυνάμεις, δεν εκφράζουν επομένως απλά τη σύγχρονη επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση. Αποκαλύπτουν και εκφράζουν πρωτίστως τη δυνατότητα για μια βαθιά πολιτική και πολιτιστική επανάσταση στην εργασία, στη γενικότερη οργάνωση της ζωής του εργάτη δημιουργού.
Αν όλες αυτές τις αυτοματοποιημένες μηχανές και ρομπότ τις ενσωμάτωνε ο καπιταλισμός στην παραγωγή, εκατομμύρια εργάτες θα έβγαιναν εκτός εργασίας. Επειδή όμως υπεραξία παράγει μόνο ο άνθρωπος, τότε το κεφάλαιο θα αντιμετώπιζε τεράστιο πρόβλημα κερδοφορίας.
Επομένως ο σημερινός καπιταλισμός ασφυκτιά, όσο ποτέ στο παρελθόν, μέσα στα ίδια του τα όρια.
Στην ουσία δεν χωρά στον εαυτό του, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να ενσωματώσει, χωρίς σοβαρές διαταραχές στη λειτουργία του, τις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιεί.
Γι’ αυτό τις διαστρέφει και τις ακρωτηριάζει.
Η ανάπτυξη του σημερινού καπιταλισμού, μ’ όλη την κοινωνική του βαρβαρότητα, δημιουργεί εδώ, στο πεδίο της σημερινής ταξικής αναμέτρησης, τις πρώτες ύλες για τη σύγχρονη κοινωνία της εργατικής χειραφέτησης, των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Δημιουργεί σχέσεις παραγωγής και επικοινωνίας που είναι ισάριθμες νάρκες για να τον ανατινάξουν σε χίλια κομμάτια.
Αποκαλύπτει τη ρεαλιστικότητα της βαθύτερης ανθρώπινης επιθυμίας να περάσει η κοινωνία σε μια νέα περίοδο, στην οποία οι άνθρωποι με την πολιτική θα εξουσιάζουν και θα διαχειρίζονται όχι ανθρώπους, όπως γίνεται σήμερα μέσω της αστικής πολιτικής, αλλά μόνο πράγματα (πόρους, φυσικά αποθέματα, παραγόμενα υλικά και πνευματικά δημόσια αγαθά) στο πλαίσιο μιας αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας.
Η σύγχρονη εργατική τάξη μπορεί να προβάλλει στο προσκήνιο πιο ώριμη, όχι μόνο ως δύναμη ανατροπής της παλιάς καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά πρωτίστως ως ο φορέας της γενικευμένης κοινωνικής αυτοδιαχείρισης αυτοδιοίκησης.
Κι αυτό τόσο επειδή, για πρώτη φορά, είναι πλειοψηφούσα δύναμη και πιο μορφωμένη από παλιότερα, όσο και γιατί φέρει μέσα της την πλούσια πείρα από τις νίκες και την ήττα της επαναστατικής απόπειρας του περασμένου αιώνα και της παρισινής Κομμούνας για το πέρασμα στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό, τον κομμουνιστικό.
Ο σημερινός καπιταλισμός, με λίγα λόγια, υλικά είναι πιο κοντά από ποτέ στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό.
Ακριβώς γι’ αυτό οι κυρίαρχες δυνάμεις εξαπολύουν μια λυσσασμένη εκστρατεία ενάντια στις βαθύτερες συνάφειες της επιστήμης, της φύσης και της κοινωνίας, προσφεύγουν σε ένα νέο είδος γενικευμένου «ολοκληρωτισμού».
Η προσφυγή αυτή δεν αποτελεί δείγμα «παντοδυναμίας» των εκμεταλλευτών, αντίθετα, προδίδει την αδυναμία και ανικανότητα του κεφαλαίου, με όλους τους σύγχρονους μετασχηματισμούς του, να εγκαινιάσει μια νέα εποχή σταθερής κερδοφορίας.
Στη σημερινή εποχή κληρονομούνται και μεταφέρονται, σε ανώτερο επίπεδο, οι θεμελιακές άλυτες αντιθέσεις της εποχής του ιμπεριαλισμού, ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίησή της, στη συγκεντροποίηση διεθνοποίηση της παραγωγής και τον ανισόμετρο περιφερειακό, εθνικό, διακλαδικό, ενδοκλαδικό, ανταγωνιστικό κατακερματισμό της, ανάμεσα στον αμειβόμενο και τον απλήρωτο χρόνο εργασίας, ανάμεσα στις αξίες που παράγει ο εργάτης δημιουργός και την υπεραξία που ιδιοποιείται ο αστός.
Πρόκειται επομένως για μια νέα κατάσταση μετάβασης στην κορυφαία, έως τώρα, καμπή της ιστορίας των ταξικών αγώνων που οδηγεί είτε σε μια αδύνατον να προβλεφθεί καταστροφή, είτε σε μια ιστορικά πρωτόγνωρη επαναστατική διαδικασία.