Πηγή: Jacobin.com
Μετάφραση-επιμέλεια: Aντωνία Πάνου
Η αυξανόμενη σύγκρουση των μπλοκ δείχνει ότι η ιδέα της ύπαρξης μιας ενιαίας «παγκόσμιας» καπιταλιστικής τάξης είναι πλάνη. Κάθε ανάφλεξη δεν οδηγείται από ωμούς οικονομικούς υπολογισμούς – αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών έχει βαθιές υλικές ρίζες.
Η παγκόσμια γεωπολιτική χαρακτηρίζεται σήμερα από εξαιρετικές εντάσεις και ένοπλες συγκρούσεις που αυξάνουν την απειλή παγκόσμιου πολέμου – κυρίως στην Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και την Ταϊβάν. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι διαθέσεις των ηγετικών κρατικών δυνάμεων θυμίζουν σταθερά, όλο και περισσότερο, τα χρόνια πριν από τη μεγάλη ιμπεριαλιστική πυρκαγιά του 1914. Θα ήταν πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς στη δεκαετία του 1990, όταν κυριαρχούσε η ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίλευαν ως η μοναδική υπερδύναμη, μια τέτοια τροπή των γεγονότων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν αναμφίβολα ο κύριος -και πιο επιθετικός- παίκτης στη διεθνή σκηνή, όπως αποδεικνύεται από τη στάση τους απέναντι στην Κίνα. Κρίσιμο όμως χαρακτηριστικό είναι, ότι κανένας από τους δυνητικούς αμφισβητίες τους δεν προέρχεται από τις «παλιές» ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά όλοι έχουν ξεπηδήσει από αυτό που θεωρούνταν ο Δεύτερος ή ο Τρίτος Κόσμος – με την Κίνα ως τον κύριο οικονομικό και τη Ρωσία ως τον κύριο στρατιωτικό διεκδικητή. Αυτό αντανακλά τον βαθύ μετασχηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες.
Η κλιμάκωση των εντάσεων λαμβάνει χώρα, επιπλέον, σε μια περίοδο ιστορικής χαμηλής απόδοσης του πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας, κυρίως μετά τη Μεγάλη Κρίση του 2007-9. Η οικονομική δραστηριότητα στις περιοχές του πυρήνα είναι αξιοσημείωτα αδύναμη όσον αφορά την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, την παραγωγικότητα κ.ο.κ., και δεν υπάρχουν προφανείς ενδείξεις για μια νέα πορεία προς τα εμπρός. Η περίοδος μετά τη Μεγάλη Κρίση του 2007-9 είναι ένα ιστορικό interregnum με την κλασική έννοια του Αντόνιο Γκράμσι, δηλαδή το παλιό πεθαίνει αλλά το νέο δεν γεννιέται, μόνο που σε αυτό το πλαίσιο σηματοδοτεί την αδυναμία της καπιταλιστικής συσσώρευσης του πυρήνα να χαράξει μια νέα πορεία για τον εαυτό του τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.
Η παγκόσμια γεωπολιτική χαρακτηρίζεται σήμερα από εξαιρετικές εντάσεις και ένοπλες συγκρούσεις που αυξάνουν την απειλή παγκόσμιου πολέμου – κυρίως στην Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και την Ταϊβάν.
Η δραματική επανεμφάνιση των ιμπεριαλιστικών και ηγεμονικών ανταγωνισμών και η ανάγκη για πολιτικά συμπεράσματα είναι ζητήματα πρώτης προτεραιότητας για τη σοσιαλιστική αριστερά, όπως υποστηρίζεται σε πρόσφατη συνεισφορά στο Jacobin. Σε αυτό το άρθρο, σκοπεύω να καταθέσω ορισμένα βασικά σημεία στη συζήτηση, βασιζόμενος κυρίως στο πρόσφατα δημοσιευμένο συλλογικό έργο «Η κατάσταση του καπιταλισμού: Οικονομία, Κοινωνία και Ηγεμονία».
Η κλασική μαρξιστική πολιτική οικονομία του ιμπεριαλισμού
Η μαρξιστική θεωρία έχει σταθερά επιδιώξει να συνδέσει τον ιμπεριαλισμό με την πολιτική οικονομία του καπιταλισμού. Αυτό είναι πιο εμφανές στην αρχετυπική ανάλυση του Βλαντιμίρ Λένιν, η οποία βασίζεται στις βάσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ. Η σημερινή επανεμφάνιση των ιμπεριαλιστικών και ηγεμονικών ανταγωνισμών αναλύεται καλύτερα ακολουθώντας το δρόμο που άνοιξαν αυτοί οι συγγραφείς.
Προσεγγίσεις που βασίζονται σε μη οικονομικές εξηγήσεις, ή ακόμη και που προσπαθούν να αποσυνδέσουν τον ιμπεριαλισμό από τον καπιταλισμό, όπως του Ζόζεφ Σουμπέτερ (Joseph Schumpeter), έχουν περιορισμένη ερμηνευτική δυναμική. Παρ’ όλα αυτά, οι θεωρίες του Χίλφερντινγκ και του Λένιν πρέπει να αντιμετωπίζονται με μεγάλη προσοχή. Η σημερινή γεωπολιτική εικόνα του κόσμου μπορεί να θυμίζει εκείνη πριν από το 1914 – αλλά τα φαινόμενα μπορεί και να απατούν.
Και για τους δύο αυτούς συγγραφείς, η βασική κινητήρια δύναμη του ιμπεριαλισμού ήταν ο μετασχηματισμός των θεμελιωδών μονάδων του κεφαλαίου στις βασικές περιοχές της παγκόσμιας οικονομίας, που οδήγησε στην εμφάνιση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Συνοπτικά, το μονοπωλιακό βιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο συγχωνεύτηκαν σε χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο επιδίωξε την επέκταση στο εξωτερικό με δύο τρόπους: πρώτον, μέσω της πώλησης εμπορευμάτων και, δεύτερον, μέσω της εξαγωγής δανειζόμενου χρηματικού κεφαλαίου.
Εν ολίγοις, ο κλασικός ιμπεριαλισμός καθοδηγήθηκε από την επιταχυνόμενη διεθνοποίηση του εμπορευματικού και του χρηματικού κεφαλαίου υπό την αιγίδα της συγχώνευσης του βιομηχανικού και του χρηματοπιστωτικού μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Φυσικά, τα χρηματιστικά κεφάλαια των διαφόρων χωρών ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, για τον σκοπό αυτό αναζητούσαν την υποστήριξη -συνήθως, αλλά όχι αποκλειστικά- των κρατών τους. Αυτό που ακολούθησε ήταν η δημιουργία αποικιακών αυτοκρατοριών για να εξασφαλίσουν εδαφική αποκλειστικότητα για την εξαγωγή εμπορευματικών κεφαλαίων και να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες για την εξαγωγή δανειακών κεφαλαίων.
Οι χώρες που αποικίστηκαν βρίσκονταν συνήθως σε χαμηλότερο στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης ή δεν ήταν καν καπιταλιστικές. Μια τέτοια αποικιακή επέκταση θα ήταν αδύνατη χωρίς μιλιταρισμό, και ως εκ τούτου προωθήθηκε η ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ των ανταγωνιστών.
Εν ολίγοις, η ορμή για τη δημιουργία αποικιών ξεπήδησε τελικά από τις επιθετικές επιχειρήσεις των χρηματιστικών κεφαλαίων που επιδίωκαν να εξασφαλίσουν κέρδη για τα ίδια. Για τον σκοπό αυτό, συνεταιρίστηκαν με τις υπηρεσίες του κράτους και αυτό προώθησε τους πολέμους. Τα κράτη δεν είναι καπιταλιστικές επιχειρήσεις και οι σχέσεις τους δεν καθορίζονται από έναν ακαθάριστο υπολογισμό κέρδους και ζημίας. Ενεργούν με βάση την εξουσία, την ιστορία, την ιδεολογία και πλήθος άλλων μη οικονομικών παραγόντων. Ο απόλυτος κριτής μεταξύ τους είναι η στρατιωτική ισχύς.
Ο ιμπεριαλισμός είναι μια γεωπολιτική πρακτική καθώς και μια οικονομική πραγματικότητα
Έτσι, η ιμπεριαλιστική επέκταση καθοδηγείται βασικά από το ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά αναπόφευκτα συνεπάγεται εθνική καταπίεση, εκμετάλλευση και συγκρούσεις. Οι ροές αξίας προς τη μητρόπολη προέκυπταν από τα κέρδη των επιχειρήσεων, αλλά και από την εκμεταλλευτική φορολογία, όπως στην Ινδία. Αντισταθμίζονταν δε από τα σημαντικά έξοδα απόκτησης και διατήρησης των αποικιών.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι παραπλανητικό να προσπαθεί κανείς να αποδείξει την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού μέσω ενός οικονομικού μοντέλου που δείχνει καθαρά νομισματικά πλεονάσματα που δημιουργούνται και ιδιοποιούνται από τη μητρόπολη. Ο ιμπεριαλισμός είναι τόσο μια γεωπολιτική πρακτική όσο και μια οικονομική πραγματικότητα. Έχει τις ρίζες του στη συμπεριφορά και τα κέρδη των παγκοσμίως δραστηριοποιούμενων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, αλλά δημιουργεί κρατικές πολιτικές που έχουν πολύπλοκα και αντιφατικά αποτελέσματα. Κατά μια βαθιά έννοια, ο ιμπεριαλισμός είναι ένα ιστορικό αποτέλεσμα της ώριμης καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Σύγχρονος ιμπεριαλισμός
Σε αντίθεση με την εποχή του Χίλφερντινγκ και του Λένιν, το πρώτο και αποφασιστικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου ιμπεριαλισμού είναι η διεθνοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου και όχι μονάχα των εμπορευμάτων και του δανειακού χρηματικού κεφαλαίου.
Μεγάλοι όγκοι καπιταλιστικής παραγωγής πραγματοποιούνται πέρα από τα σύνορα σε αλυσίδες που συνήθως καθοδηγούνται από πολυεθνικές εταιρείες. Οι τελευταίες ασκούν τον έλεγχο είτε άμεσα μέσω των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί των θυγατρικών είτε έμμεσα μέσω συμβολαίων με τοπικούς καπιταλιστές. Το ποσοτικό άλμα στον όγκο του διεθνούς εμπορίου τις τελευταίες δεκαετίες είναι αποτέλεσμα των συναλλαγών στο πλαίσιο τέτοιων αλυσίδων.
Η παραγωγή στο εξωτερικό έχει πολύ πιο αυστηρές απαιτήσεις από την απλή εμπορία εμπορευμάτων ή το δανεισμό χρημάτων. Ο διεθνής καπιταλιστής πρέπει να έχει ευρεία γνώση των τοπικών οικονομικών συνθηκών στις χώρες υποδοχής, αξιόπιστα δικαιώματα στους τοπικούς πόρους και, πάνω απ’ όλα, πρόσβαση σε ικανή εργατική δύναμη. Όλα αυτά καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη άμεσων ή έμμεσων σχέσεων με το κράτος τόσο της χώρας προέλευσης όσο και της χώρας υποδοχής.
Το δεύτερο, και εξίσου καθοριστικό, σημείο διαφοράς είναι η χαρακτηριστική μορφή που πήρε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο τις τελευταίες δεκαετίες, το οποίο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα της χρηματιστικοποίησης του καπιταλισμού τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.
Η εξαγωγή δανειζόμενου κεφαλαίου έχει αυξηθεί σε τεράστιο βαθμό, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των ροών ήταν και παραμένει κυρίως από τον πυρήνα προς τον πυρήνα και όχι από τον πυρήνα προς την περιφέρεια. Η αναλογία ήταν της τάξης του δέκα προς ένα υπέρ της πρώτης. Επιπλέον, χαρακτηριστικό του μεσοδιαστήματος είναι η σημαντική αύξηση των ροών από την Κίνα προς την περιφέρεια, καθώς και άλλων ροών από την περιφέρεια προς την περιφέρεια.
Επιπλέον, μέχρι τη Μεγάλη Κρίση του 2007-9, τόσο η εγχώρια όσο και η διεθνής χρηματιστικοποίηση καθοδηγούνταν κυρίως από τις εμπορικές τράπεζες.
Κατά τη διάρκεια του μεσοδιαστήματος το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε προς τις διάφορες συνιστώσες της «σκιώδους τραπεζικής», δηλαδή τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως οι επενδυτικές εταιρείες, που αντλούν κέρδη από τη διαπραγμάτευση και κατοχή τίτλων. Τρία από αυτά τα κεφάλαια – η BlackRock, η Vanguard και η State Street – κατέχουν σήμερα στα χαρτοφυλάκιά τους ένα τεράστιο ποσοστό του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται, εν ολίγοις, από τη διεθνοποίηση του παραγωγικού καθώς και του εμπορευματικού και χρηματικού κεφαλαίου, για άλλη μια φορά υπό την αιγίδα των μονοπωλιακών βιομηχανικών και χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων.
Ωστόσο, και πάλι σε αντίθεση με την εποχή του Χίλφερντινγκ και του Λένιν, δεν υπάρχει καμία συγχώνευση του βιομηχανικού με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, και σίγουρα καμία στην οποία το δεύτερο να κυριαρχεί στο πρώτο.
Η κυριαρχία δεν είναι, άλλωστε, αποτέλεσμα της ουσιαστικής κίνησης του κεφαλαίου, αλλά απορρέει από τις συγκεκριμένες πραγματικότητες των καπιταλιστικών λειτουργιών σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι τράπεζες μπορούσαν να κυριαρχήσουν στο βιομηχανικό κεφάλαιο, επειδή το τελευταίο στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στα τραπεζικά δάνεια για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου. Τα δάνεια αυτά επέτρεπαν και ενθάρρυναν τις τράπεζες να εμπλακούν ενεργά στη διαχείριση των μεγάλων επιχειρήσεων.
Σήμερα, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις στις χώρες του πυρήνα χαρακτηρίζονται από χαμηλές επενδύσεις, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν τεράστιους όγκους χρηματικού κεφαλαίου σε απόθεμα.
Και τα δύο αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της χρηματιστικοποίησης των βιομηχανικών επιχειρήσεων καθώς και της υποαπόδοσης των οικονομιών του πυρήνα κατά τη διάρκεια του μεσοδιαστήματος. Σημαίνουν επίσης ότι οι μεγάλες διεθνείς επιχειρήσεις εξαρτώνται πολύ λιγότερο από το χρηματιστικό κεφάλαιο απ’ ό,τι στις ημέρες του κλασικού ιμπεριαλισμού.
Οι τεράστιες μετοχικές συμμετοχές των «σκιωδών τραπεζών» είναι σίγουρα σημαντικές όσον αφορά την εξουσία ψήφου εντός των μεγάλων επιχειρήσεων, και επομένως παίζουν ρόλο στη λήψη αποφάσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Είναι, ωστόσο, άγρια υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι οι τρεις μεγάλες τράπεζες υπαγορεύουν τους όρους στις εταιρικές ΗΠΑ. Είναι κάτοχοι μετοχών που ανήκουν σε άλλους -συχνά σε άλλες «σκιώδεις τράπεζες»- και επιδιώκουν κέρδη με τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων τίτλων τους. Η θέση τους θυμίζει έναν ενοικιαστή, ο οποίος όμως προσπαθεί για μια ισορροπία συνύπαρξης με τον βιομήχανο μέσω των αγορών τίτλων.
Η κινητήρια δύναμη του σύγχρονου ιμπεριαλισμού πηγάζει από αυτή τη σύζευξη του διεθνοποιημένου βιομηχανικού με το διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Κανένα από τα δύο δεν κυριαρχεί στο άλλο και δεν υπάρχει θεμελιώδης σύγκρουση μεταξύ τους. Από κοινού αποτελούν την πιο επιθετική μορφή κεφαλαίου που έχει γνωρίσει η ιστορία.
Οικονομικές απαιτήσεις του σύγχρονου ιμπεριαλισμού
Η σύζευξη των κεφαλαίων που κινεί τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό δεν χρειάζεται εδαφική αποκλειστικότητα και ούτε επιδιώκει τη δημιουργία αποικιακών αυτοκρατοριών. Αντιθέτως, ευδοκιμεί με την απρόσκοπτη πρόσβαση σε παγκόσμιους φυσικούς πόρους, φθηνή εργατική δύναμη, χαμηλή φορολογία, χαλαρά περιβαλλοντικά πρότυπα και αγορές για τα βιομηχανικά, εμπορικά και χρηματοπιστωτικά συστατικά του.
Ένα σημείο που πρέπει να τονιστεί σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι δεν υπάρχει «παγκόσμια» καπιταλιστική τάξη. Αυτό είναι μια ψευδαίσθηση που προέρχεται από τις ημέρες του ιδεολογικού θριάμβου της παγκοσμιοποίησης και της αποκλειστικής ηγεμονίας των ΗΠΑ. Σίγουρα υπάρχει μια ομοιότητα του φαίνεσθαι μεταξύ των διεθνώς ενεργών καπιταλιστών, η οποία τελικά αντανακλά την ηγεμονική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά η τεράστια κλιμάκωση των εντάσεων τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι οι καπιταλιστές είναι, και θα παραμείνουν, χωρισμένοι σε δυνητικά εχθρικές ομάδες διεθνώς.
Παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχει επίσης «εργατική αριστοκρατία» στις χώρες του πυρήνα, αντίθετα με ό,τι ισχυριζόταν ο Λένιν. Η τεράστια πίεση που ασκείται στους εργαζόμενους στις χώρες του πυρήνα κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών έχει διαψεύσει αυτή την άποψη.
Τα διεθνώς ενεργά βιομηχανικά και χρηματοπιστωτικά κεφάλαια έχουν δύο θεμελιώδεις απαιτήσεις:
Πρώτον, πρέπει να υπάρχουν σαφείς και εφαρμόσιμοι κανόνες για τις ροές των παραγωγικών επενδύσεων, των εμπορευμάτων και του δανειζόμενου χρηματικού κεφαλαίου. Αυτό δεν είναι απλώς θέμα συμφωνίας με συνθήκη μεταξύ των κρατών, αλλά κάτι που πρέπει να διασφαλίζεται από κατάλληλα δομημένους θεσμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών κ.ο.κ.
Δεύτερον, πρέπει να υπάρχει μια αξιόπιστη μορφή παγκόσμιου χρήματος που να λειτουργεί ως λογιστική μονάδα, μέσο πληρωμής και αποθεματικό αξίας.
Και οι δύο απαιτήσεις -ιδίως η τελευταία- αντανακλούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία, σε αντίθεση με την εγχώρια, στερείται εγγενώς της συντονιστικής και οργανωτικής παρουσίας ενός εθνικού κράτους. Παρ’ όλα αυτά, τα βιομηχανικά και χρηματοπιστωτικά κεφάλαια εξακολουθούν να χρειάζονται την υποστήριξη των εθνικών κρατών καθώς περιηγούνται στα στενά της παγκόσμιας αγοράς.
Αναπόφευκτα, το σύστημα των εθνικών κρατών – σε αντίθεση με το σύστημα των διεθνώς ανταγωνιστικών κεφαλαίων – εισέρχεται στην εικόνα και θέτει τις δικές του μη οικονομικές εκτιμήσεις.
Ο ρόλος της ηγεμονίας
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του συστήματος των εθνικών κρατών είναι η ηγεμονία, και -όπως πρότεινε ο Ρόμπερτ Κοξ πριν από πολύ καιρό- δεν υπάρχουν πολλοί καλύτεροι οδηγοί από τον Γκράμσι για την προσέγγιση αυτού του ζητήματος, Ο Γκράμσι επικεντρώθηκε στην εγχώρια ισορροπία των τάξεων και τα επακόλουθα πολιτικά αποτελέσματα και όχι στις διεθνείς κρατικές σχέσεις. Το σημείο που έχει σημασία για το θέμα μας ωστόσο, είναι ότι, για τον Γκράμσι, η ηγεμονία περιλαμβάνει τόσο τον εξαναγκασμό όσο και τη συναίνεση. Και τα δύο είναι ζωτικής σημασίας για το πώς λειτουργεί ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός.
Δεν υπάρχει «παγκόσμια» καπιταλιστική τάξη. Αυτό είναι μια ψευδαίσθηση από τις μέρες του ιδεολογικού θριάμβου της παγκοσμιοποίησης και της αποκλειστικής ηγεμονίας των ΗΠΑ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο μοναδικός ηγεμόνας για σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η ισχύ τους απέρρεε από την οικονομική υπεροχή που αντανακλάται στο μέγεθος του ΑΕΠ τους και των συναφών αγορών τους, στον όγκο του διεθνούς εμπορίου τους και στο μέγεθος των εισερχόμενων και εξερχόμενων ροών κεφαλαίου. Πάνω απ’ όλα, η ηγεμονική της θέση προερχόταν από τη μοναδική της ικανότητα να εδραιώνει το δικό της εγχώριο νόμισμα, ως παγκόσμιο χρήμα.
Η καταναγκαστική ισχύς των ΗΠΑ είναι εν μέρει οικονομική, όπως αποδεικνύεται από το τεράστιο φάσμα κυρώσεων που επιβάλλει τακτικά σε άλλους. Πρωτίστως, ωστόσο, είναι στρατιωτική, αντλώντας από τεράστιες δαπάνες που σήμερα ξεπερνούν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Αυτές είναι μεγαλύτερες, από εκείνες των «παλαιών» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, κατά τουλάχιστον μία τάξη μεγέθους και χρηματοδοτεί ένα τεράστιο δίκτυο στρατιωτικών βάσεων σε όλο τον κόσμο. Σε αντίθεση με την κλασική περίοδο, η στρατιωτικοποίηση και ένα τεράστιο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα είναι μόνιμα και αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της αμερικανικής οικονομίας.
Η δύναμη συναίνεσης που διαθέτουν οι ΗΠΑ, βασίζεται στον κυρίαρχο ρόλο τους σε όλο το φάσμα των διεθνών θεσμών που ρυθμίζουν τη διεθνή οικονομική δραστηριότητα.
Αυτή η μορφή εξουσίας αντλεί από τα πανεπιστήμια και τις δεξαμενές σκέψης που παράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία στους διεθνείς θεσμούς. Έχει αποδειχθεί καθοριστική για τη δημιουργία μιας κοινής οπτικής μεταξύ των διεθνώς ενεργών καπιταλιστών σε όλο τον κόσμο εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Ως μοναδικός ηγεμόνας, οι Ηνωμένες Πολιτείες προωθούν σταθερά τα συμφέροντα των παγκοσμίως ενεργών κεφαλαίων τους. Με τον τρόπο αυτό, δημιούργησαν συνθήκες που επιτρέπουν επίσης στα κεφάλαια άλλων «παλαιών» ιμπεριαλιστικών χωρών να λειτουργούν κερδοφόρα, όχι μόνο εξασφαλίζοντας ελεγχόμενη πρόσβαση σε δολάρια σε κρίσιμες στιγμές, όπως το 2008 ή και το 2020. Από αυτή την άποψη, επίσης, ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός διαφέρει δραματικά από την κλασική εκδοχή του.
Το ηγεμονικό πρόβλημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες προέκυψε από την αντιφατική φύση αυτών των τάσεων.
Από τη μία πλευρά, η ευνοϊκή μεταχείριση των συμφερόντων των διεθνώς ενεργών κεφαλαίων είχε σημαντικό κόστος για τμήματα της εγχώριας οικονομίας των ΗΠΑ. Η μεταποίηση μετανάστευσε, αφήνοντας πίσω της επίμονη ανεργία, οι επιχειρήσεις εγγράφηκαν σε φορολογικούς παραδείσους για να αποφύγουν τους φόρους, η τεχνική ικανότητα χάθηκε κ.ο.κ.
Από την άλλη πλευρά, η μετεγκατάσταση της παραγωγικής ικανότητας βοήθησε στην ανάδυση ανεξάρτητων κέντρων καπιταλιστικής συσσώρευσης σε περιοχές που προηγουμένως θεωρούνταν ο Δεύτερος και ο Τρίτος Κόσμος. Τον κύριο ρόλο διαδραμάτισαν τα εθνικά κράτη που πλοηγήθηκαν στα αβαθή της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής, του εμπορίου και της χρηματοδότησης. Αλλά η μετεγκατάσταση της παραγωγής ήταν επίσης ένας κρίσιμος παράγοντας.
Το κορυφαίο παράδειγμα είναι προφανώς η Κίνα, η οποία αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη χώρα παραγωγής και εμπορίου στον κόσμο. Είναι βέβαιο ότι οι γιγαντιαίες κινεζικές βιομηχανικές και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και σχέσεις σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αμερικανικές, και όχι μόνο επειδή αρκετές από αυτές είναι κρατικές. Αλλά και τα χρηματιστικά κεφάλαια του κλασικού ιμπεριαλισμού διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους, όπως, για παράδειγμα, επισήμανε ο Kozo Uno.
Στο θέμα μας, οι τεράστιες κινεζικές, ινδικές, βραζιλιάνικες, κορεατικές, ρωσικές και άλλες βιομηχανικές και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν όλο και περισσότερο σε παγκόσμια κλίμακα και αναζητούν κρατική υποστήριξη για να επηρεάσουν τους κανόνες του παιχνιδιού καθώς και για να καθορίσουν το παγκόσμιο χρήμα. Η κρατική που ζητούν αφορά την υποστήριξη πρωτίστως από το δικό τους κράτος, αν και καλλιεργούν επίσης σχέσεις με άλλα κράτη.
Η ώθηση στον πόλεμο
Οι ρίζες των διαρκώς επιδεινούμενων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών βρίσκονται στην παραπάνω διαμόρφωση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προφανώς δεν θα υποκύψουν στην πρόκληση και επιστρατεύουν την τεράστια στρατιωτική, πολιτική και νομισματική τους δύναμη για να προστατεύσουν την ηγεμονία τους. Αυτό τις καθιστά την κύρια απειλή για την παγκόσμια ειρήνη.
Οι σημερινές διαμάχες θυμίζουν, με άλλα λόγια, την εποχή πριν από το 1914, με τη θεμελιώδη έννοια ότι καθοδηγούνται από υποκείμενα οικονομικά κίνητρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πίσω από κάθε ανάφλεξη κρύβεται ένας ωμός οικονομικός υπολογισμός, αλλά σημαίνει ότι οι διαμάχες έχουν βαθιές υλικές ρίζες. Είναι, επομένως, εξαιρετικά επικίνδυνες και δύσκολα αντιμετωπίσιμες.
Δεν υπάρχει τίποτε το αξιέπαινο ή προοδευτικό στον κινεζικό, ινδικό, ρωσικό ή οποιονδήποτε άλλο καπιταλισμό.
Επιπλέον, οι ανταγωνισμοί είναι ποιοτικά διαφορετικοί από την αντίθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία ήταν κυρίως πολιτική και ιδεολογική. Κατά τη διάρκεια του μεσοδιαστήματος, οι Ηνωμένες Πολιτείες στηρίχθηκαν στην υποστήριξη των «παλαιών» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αντλώντας κυρίως από τη δύναμη της συναίνεσής τους, που έχει τις ρίζες της στην αντισοβιετική εποχή. Τίποτα δεν εγγυάται ότι θα είναι σε θέση να το κάνουν για πάντα.
Η Αριστερά βρίσκεται έτσι αντιμέτωπη με μια δύσκολη αλλά ταυτόχρονα ξεκάθαρη επιλογή. Η σταδιακή ανάδυση της «πολυπολικότητας», καθώς άλλα ισχυρά κράτη αμφισβητούν την ηγεμονία των ΗΠΑ, έχει δημιουργήσει κάποιο χώρο για τις μικρότερες χώρες να υπερασπιστούν τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα αξιοκρατικό ή προοδευτικό στον κινεζικό, ινδικό, ρωσικό ή οποιονδήποτε άλλο καπιταλισμό. Επιπλέον, είναι ζωτικής σημασίας να θυμόμαστε ότι ο κόσμος ήταν πολυπολικός το 1914, και το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή.
Η απάντηση μπορεί ακόμα να βρεθεί στα γραπτά του Λένιν, ακόμα και αν ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ. Η σοσιαλιστική αριστερά πρέπει να αντιταχθεί στον ιμπεριαλισμό, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο κύριος επιτιθέμενος.
Αλλά αυτό οφείλει να γίνει από μια ανεξάρτητη θέση που είναι ανοιχτά αντικαπιταλιστική και δεν έχει ψευδαισθήσεις για την Κίνα, την Ινδία, τη Ρωσία και άλλους διεκδικητές, πόσο μάλλον για τους «παλιούς» ιμπεριαλιστές.
Ο δρόμος πρέπει να είναι αυτός του εγχώριου αντικαπιταλιστικού μετασχηματισμού που βασίζεται στη λαϊκή κυριαρχία και συνδυάζεται με την εθνική κυριαρχία που επιδιώκει τη διεθνή ισότητα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ένας αληθινός διεθνισμός, που θα στηριζόταν στη δύναμη των εργαζομένων και των φτωχών. Το πώς θα μπορούσε να ξαναγίνει μια πραγματική πολιτική δύναμη είναι το βαθύτερο πρόβλημα της εποχής μας.
Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι καθηγητής οικονομικών στο SOAS, σήμερα στο New School for Social Research, και πρώην μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου.
Πηγή: Διαδικτυακή έκδοση Jacobin.com