14.5 C
Athens
Τρίτη, 1 Απριλίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ιδιωτικοποιήσεις VS εθνικοποιήσεις/κρατικοποιήσεις, του Διονύση Περδίκη

Και η θέση της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς (πλην ΚΚΕ…)

Πηγή:  Πρωτοβουλία για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος

Το πρόσφατο μαζικό ξέσπασμα του λαϊκού κινήματος γύρω από το ζήτημα του εγκληματικού δυστυχήματος των Τεμπών σίγουρα έφερε στο προσκήνιο το δημοκρατικό, πολιτειακό ζήτημα της συγκάλυψης των σχετικών ποινικών και πολιτικών ευθυνών, με συνθήματα για την πτώση της κυβέρνησης της ΝΔ ή και για ριζοσπαστικές αλλαγές στο πολίτευμα και στο Σύνταγμα. Δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς, από τη στιγμή που στη συγκάλυψη αυτή φαίνεται να συνεργάζονται στον έναν ή στον άλλο βαθμό κάθε κρατικός (πρωθυπουργός, κυβέρνηση, πρόεδροι Βουλής, νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας, ανακριτές, εισαγγελείς, δικαστικοί, αστυνομία, πυροσβεστική, στρατός, επιστημονικοί φορείς και επιτροπές…), πολιτικός (κυβερνόν κόμμα, αλλά από κοντά και αυτά της αντιπολίτευσης…), ιδιωτικός (μονοπώλια των μεταφορών, της ενέργειας και των ΜΜΕ των ολιγαρχών) ή ακόμη και εγκληματικός (μαφία του λαθρεμπορίου των σιδηροδρόμων) θεσμός, φορέας ή δρων της σύγχρονης, ελληνικής, αστικής κοινωνίας

Καθόλου τυχαία φαίνεται να αποτελεί, πλέον, απαίτηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού η πτώση της κυβέρνησης της ΝΔ, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την αλήθεια και να πιεστεί και η δικαιοσύνη να κάνει αυτό που υποτίθεται ότι είναι η δουλειά της. Ταυτόχρονα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι κανένα από τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης δεν φαίνεται να έχει την πλατιά εμπιστοσύνη του λαού για να κυβερνήσει και να δώσει λύση σε αυτό που μοιάζει σαν πολιτικό αδιέξοδο. Δυνητικά, επομένως, αν βαθύνει η πολιτική κρίση, μπορεί να ανοίξει και το θέμα του τι είδους εξουσία μπορεί να ικανοποιήσει το λαϊκό αίτημα για δικαιοσύνη και δημοκρατία

Το σύνολο, σχεδόν, της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς υιοθετεί το αίτημα της πτώσης της κυβέρνησης της ΝΔ, προκειμένου να βαθύνει, λοιπόν, η πολιτική αυτή κρίση, άσχετα από το πως αντιλαμβάνεται η κάθε πολιτική οργάνωση το τακτικό αυτό αίτημα και το πως το εντάσσει στη στρατηγική της.

Το αυτό δεν ισχύει, όμως, για το μόνο …κοινοβουλευτικό κόμμα της κομμουνιστικής Αριστεράς, το ΚΚΕ, το οποίο αρκείται σε γενικόλογα κι αφηρημένα συνθήματα, π.χ. ότι οι «ζωές πρέπει να είναι πάνω από τα κέρδη», ενώ αρνείται τόσο να υιοθετήσει τον στόχο της πτώσης της κυβέρνησης της ΝΔ, όσο και αυτόν μιας άλλης, φιλολαϊκής κυβέρνησης, με συμμετοχή του ιδίου, που θα μπορούσε να υλοποιήσει τις απαραίτητες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Επιμένει, απλά, να μιλάει για τον σοσιαλισμό, τη «λαϊκή εξουσία» κ.α., χωρίς να γεφυρώνει με κανέναν τρόπο το – κάθε άλλο παρά επαναστατικό – σήμερα, με το απροσδιόριστο μέλλον της επαναστατικής κατάστασης και κρίσης, εν τέλει της επανάστασης για τον σοσιαλισμό. Με αυτόν τον τρόπο, το ΚΚΕ δεν συμβάλει στο βάθεμα της πολιτικής κρίσης, την αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας ενώ η επίκληση του επαναστατικού μέλλοντος αφήνει αδιάφορο τον ελληνικό λαό και λειτουργεί απλά ως άλλοθι για μερίδα, έστω, των μελών, οπαδών και ψηφοφόρων του.

 

Ο τυχοδιωκτικός αναθεωρητισμός της πολιτικής του ΚΚΕ σε νέες περιπέτειες…

Αν αυτή η στάση ήταν αναμενόμενη για το ΚΚΕ των τελευταίων χρόνων ή και δεκαετιών, αυτό που κάνει ακόμη περισσότερο αλγεινή εντύπωση είναι ότι το ΚΚΕ, σε αντίθεση και πάλι με την πλειονότητα της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, αρνείται να υιοθετήσει ακόμη και το σύνθημα της εθνικοποίησης/κρατικοποίησης των σιδηροδρόμων με καταγγελία της σύμβασης της …αμαρτωλής, πλέον, Hellenic Train και χωρίς αποζημίωση. Αντίθετα, «διεκδικεί» έναν σύγχρονο και ασφαλή σιδηρόδρομο ή συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ αναφέρονται ακόμη και σε δημόσιο φορέα χωρίς, όμως, το απαραίτητο αυτό βήμα της εθνικοποίησης/κρατικοποίησης (βλ. αναλυτικότερα εδώ)! Έτσι, παραπέμπεται ακόμη και αυτό το αίτημα για …μετά την επανάσταση…!

Αυτό, πλέον, έρχεται σε αντίθεση με όλη την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, εγχώριου και διεθνούς, που πάλευε πάντα για τον δημόσιο χαρακτήρα μιας σειράς κοινωφελών επιχειρήσεων, δημόσιων περιουσιακών στοιχείων και φυσικού πλούτου! Πολύ φυσιολογικά, η στάση αυτή προκαλεί ερωτήματα και αντιδράσεις.

Το ΚΚΕ ισχυρίζεται ότι είτε υπό κρατική ιδιοκτησία και «κρατικο-καπιταλιστική» λειτουργία, είτε υπό ιδιωτική, μονοπωλιακή ιδιοκτησία και λειτουργία, καμία επιχείρηση δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει τα λαϊκά συμφέροντα, αν δεν αλλάξει συνολικά το πλαίσιο της εξουσίας και της οικονομίας (π.χ. βλ. στο δημοσίευμα του Ριζοσπάστη). Έτσι, επικαλείται περιπτώσεις που (επανα)κρατικοποιήθηκαν επιχειρήσεις όταν είχαν χρεωκοπήσει ή, γενικότερα, αποτύχει να λειτουργήσουν υπό τον έλεγχο ιδιωτών, τόσο στην Ελλάδα (π.χ. τη δεκαετία του ’80), όσο και σε άλλες χώρες (π.χ. βλ. το παράδειγμα της συμμετοχής του γερμανικού κράτους στη Lufthansa από το παραπάνω δημοσίευμα του Ριζοσπάστη).

Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα: πότε επιλέγει τις κρατικοποιήσεις/εθνικοποιήσεις και πότε τις ιδιωτικοποιήσεις το καπιταλιστικό κράτος και τι συνέπειες έχει αυτό για το κομμουνιστικό κίνημα;

Ο αυξανόμενος κοινωνικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής

Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα πρέπει να ξεκινήσουμε από την ίδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ στο εξής) και, μάλιστα, στο σύγχρονο ιστορικό του στάδιο.

Είναι γνωστό ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ΚΤΠ, δηλ. (α) η παραγωγή σχετικής (και, δευτερευόντως, απόλυτης) υπεραξίας, (β) η πραγματοποίησή της υπεραξίας μέσω της πώλησης των εμπορευμάτων στην αγορά σε τιμές που προβλέπει η εργασιακή θεωρία της αξίας και ο (γ) ελεύθερος ανταγωνισμός οδηγούν σε συγκεκριμένες ιστορικές τάσεις του ΚΤΠ, όπως η (α) αύξηση της παραγωγικότητας, κυρίως χάρις στην (β) αντικατάσταση ζωντανής, άμεσης εργασίας από τις μηχανές, κάτι που (γ) ανεβάζει και την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου με συνέπεια την ιστορική τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, και την (δ) ανάδειξη της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, τη (ε) συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και, τέλος, (στ) τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής μέσω της επέκτασης του ΚΤΠ σε όλο τον κόσμο και εις βάρος προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής.

Το συνολικό αποτέλεσμα στο οποίο κατατείνουν όλες οι ως άνω ιστορικές τάσεις είναι η αύξηση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής με τη μορφή της άμεσης κοινωνικοποίησης, δηλ. την όλο και λιγότερο διαμεσολαβημένη από την εμπορευματική ανταλλαγή. Με άλλα λόγια, όσο αναπτύσσεται ο ΚΤΠ, τόσο περισσότερο η παραγωγή (α) σχεδιάζεται, οργανώνεται και ελέγχεται με συνειδητό, επιστημονικό τρόπο, (β) σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα, βάθος και εύρος (διεθνών πλέον) διασυνδέσεων και (γ) με την άμεση, εκτελεστική, κυρίαρχα χειρωνακτική εργασία να παίζει όλο και μικρότερο ρόλο λόγω του αυτοματισμού. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, ο ΚΤΠ εξαντλεί τον προοδευτικό, ιστορικό του ρόλο και δημιουργεί της υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Μάλιστα, όσο αυτή η μετάβαση καθυστερεί, τόσο αναπτύσσονται περισσότερο οι αντιφάσεις από τη μια μεταξύ των ιστορικών δυνατοτήτων που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και γενικότερα του ανθρώπινου πολιτισμού εμπεριέχουν και, από την άλλη, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Μια πλευρά των αντιφάσεων αυτών είναι η ανάδειξη ολόκληρων κλάδων της καπιταλιστικής παραγωγής και, γενικότερα, αναπαραγωγής, των οποίων η πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο συναντά δυσκολίες, ακριβώς λόγω του αυξημένου κοινωνικού τους χαρακτήρα, ενώ η προσπάθεια του κεφαλαίου να τους υπάγει οδηγεί σε αντικοινωνικά αποτελέσματα με αρνητικές συνέπειες για τους λαούς, αλλά και για την αναπαραγωγή του ίδιου του κεφαλαίου. Πρόκειται για περιπτώσεις κλάδων που παρουσιάζουμε συνοπτικά παρακάτω.

α. Το λεγόμενο «κοινωνικό» κεφάλαιο.

Πρόκειται για κλάδους που αφορούν την κατασκευή, διαχείριση και εκμετάλλευση βασικών υποδομών, όπως δικτύων μεταφορών (δρόμοι και σιδηρόδρομοι, γέφυρες, λιμάνια, αεροδρόμια), επικοινωνιών (τηλέγραφος, τηλέφωνο, διαδίκτυο), μεταφοράς (ηλεκτρικής) ενέργειας, ύδρευσης και αποχέτευσης.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η κεφαλαιοκρατική παραγωγή και παροχή της αντίστοιχης υπηρεσίας ως εμπόρευμα δυσκολεύει, διότι (α) είναι αναγκαία μια πολύ μεγάλη αρχική επένδυση σε πάγιο κεφάλαιο για την κατασκευή της απαραίτητης (δικτυακής) υποδομής, συνήθως πολύ μεγαλύτερης από το όποιο λειτουργικό κόστος, (β) το κόστος κάθε στοιχειώδους ατομικής χρήσης της τέτοιας υπηρεσίας είναι απειροελάχιστα μικρό, συγκρινόμενο με το αρχικό κόστος, (γ) οπότε και η επενδυμένη αξία στο πάγιο αυτό κεφάλαιο μεταφέρεται στο τελικό εμπόρευμα, την υπηρεσία, σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό πολύ μικρών δόσεων, κάτι που αυξάνει πολύ τον συνολικό χρόνο περιστροφής του κεφαλαίου αυτού (δηλ. τον χρόνο από την επένδυση μέχρι την πραγματοποίηση της παραγμένης (υπερ)αξίας), ενώ (δ) στη διάρκεια αυτού του χρόνου περιστροφής τυχόν αλλαγές στην τεχνική δεν μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την παραγωγικότητα στον βαθμό που θα απαιτούσαν την αλλαγή του παγίου κεφαλαίου και, άρα, την απαξίωσή του, πριν μεταφέρει όλη, ή έστω το μεγαλύτερο μέρος, της αξίας του, οπότε και (ε) ο ανταγωνισμός ανεξάρτητων, ιδιωτών παραγωγών δεν έχει κανένα νόημα, ή, για να το πούμε διαφορετικά και με παραδείγματα, δεν έχει νόημα η κατασκευή ανταγωνιστικών αυτοκινητόδρομων για την ίδια διαδρομή, λιμανιών στην ίδια περιοχή ή δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης στην ίδια πόλη…

Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο που στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων είναι το καπιταλιστικό κράτος, δηλ. η θεσμική έκφραση του εθνικού συνολικού κεφαλαίου, που αναλαμβάνει την κατασκευή και διαχείριση των υποδομών αυτών (ωστόσο, βλ. και παρακάτω…).

β. Κοινωφελείς υπηρεσίες.

Πρόκειται για κλάδους που παρέχουν υπηρεσίες που σχετίζονται άμεσα με την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και, μάλιστα, με αυτό που ονόμαζε ο Μαρξ ως «το ηθικό και ιστορικό στοιχείο» της αξίας της εργασιακής δύναμης, δηλ. για υπηρεσίες όπως της εκπαίδευσης, της υγείας ή της φροντίδας ηλικιωμένων.

Το κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι η υπηρεσία παίρνει τη μορφή της συνεργασίας μεταξύ του παραγωγού της (εκπαιδευτικού, γιατρού, θεραπευτή, νοσοκόμου, κοινωνικού λειτουργού) και του καταναλωτή της (εκπαιδευόμενου, νοσηλευόμενου, θεραπευόμενου), στον βαθμό που οι δυο πλευρές εμπλέκονται ως προσωπικότητες, καθώς η ανθρώπινη επικοινωνία και σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους είναι κρίσιμη για το τελικό αποτέλεσμα, δηλ. την κάλυψη της όποιας ανάγκης (εκπαιδευτικής, ιατρικής, συμβουλευτικής) του καταναλωτή της υπηρεσίας.

Ακριβώς επειδή η παραγωγή και κατανάλωση του εν λόγω τύπου υπηρεσίας συνιστά μια άμεση, κοινωνική σχέση, ή με άλλα λόγια, το αντικείμενο της μετασχηματιστικής δραστηριότητας της εργασίας είναι ένα άλλο υποκείμενο, μια προσωπικότητα, το κεφάλαιο έχει δυσκολίες να την υπάγει πραγματικά, δηλ. να την μετασχηματίσει μέσω της ανάπτυξης της τεχνικής, του καταμερισμού της εργασίας κ.ο.κ., προκειμένου να αυξήσει την παραγωγικότητα και να παράξει σχετική υπεραξία, χωρίς εκπτώσεις ως προς το ποιοτικό της αποτέλεσμα. Ως παραδείγματα, ας σκεφτούμε τη δυσκολία που έχει το κεφάλαιο να αυξήσει την παραγωγικότητα ενός εκπαιδευτικού ή γιατρού, δηλ. να τον υποχρεώσει να εξυπηρετήσει περισσότερους μαθητές ή ασθενείς μέσα σε μια εργάσιμη μέρα, χωρίς αυτό να οδηγήσει σε βλαπτικές συνέπειες για την ποιότητα της εκπαιδευτικής ή ιατρικής υπηρεσίας. Το ίδιο ισχύει και για τη φροντίδα των νηπίων ή των ηλικιωμένων, τη δουλειά ενός κοινωνικού λειτουργού κ.ο.κ. Παρεμπιπτόντως, είναι σε τέτοιους κλάδους που φιλοδοξεί το κεφάλαιο να «επαναστατικοποιήσει» την παραγωγή με τη χρήση της λεγόμενης «Τεχνητής Νοημοσύνης», χωρίς, όμως, να τα έχει καταφέρει μέχρι στιγμής…

Στην περίπτωση αυτών των κλάδων το κεφάλαιο δραστηριοποιείται και τις παράγει και τις παρέχει ως εμπόρευμα. Όμως, τα ατομικά κεφάλαια ανταγωνίζονται κυρίως ως προς την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας, δηλ. προσπαθούν να διαφοροποιηθούν ως προς την ίδια την αξία χρήσης που παράγουν, διότι στον βαθμό που ανταγωνίζονται ως προς το κόστος, αυτό επιδιώκουν να το κάνουν αυξάνοντας την ένταση και τον εργάσιμο χρόνο της εργασίας (π.χ. περισσότεροι μαθητές ανά εκπαιδευτική τάξη και περισσότερες ώρες εργασίας στην τάξη ή έξω από αυτήν), κάτι που έχει κατά κανόνα βλαπτικές συνέπειες για την ποιότητα.

Κατά συνέπεια, το κεφάλαιο έχει έναν μάλλον συμπληρωματικό ρόλο στην παραγωγή αυτού του είδους των κοινωφελών υπηρεσιών, παρέχοντάς τις, κυρίως, ως υπηρεσίες «πολυτελείας», δηλ. αυξημένης ποιότητας (άρα και μειωμένης «παραγωγικότητας»), έναντι αυξημένου αντιτίμου, το οποίο σπάνια μπορούν να δαπανήσουν τα λαϊκά στρώματα (π.χ. ιδιωτικά σχολεία και κλινικές), ενώ το κράτος αναλαμβάνει τη μαζική παροχή τους για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα.

γ. Τεχνολογικά μονοπώλια.

Αναφέρουμε εδώ για λόγους πληρότητας και μια τρίτη κατηγορία, η οποία συνδυάζει χαρακτηριστικά των δύο προηγούμενων. Πρόκειται για κλάδους οι οποίοι βασίζονται στην (ιδιαίτερα) δημιουργική, επιστημονική ή καλλιτεχνική, εργασία, σε τεχνολογικές καινοτομίες ή προϊόντα που χαρακτηρίζονται από μια μοναδικότητα (είτε ένα έργο τέχνης, είτε μια πολύ υψηλή απόδοση π.χ. ενός αθλητή).

Από τη μια, σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, το αρχικό κόστος παραγωγής της τεχνολογικής καινοτομίας μπορεί επίσης να είναι πολύ μεγαλύτερο από την παραγωγή του τελικού προϊόντος (π.χ. το κόστος παραγωγής μιας ταινίας για τον κινηματογράφο σε σχέση με το κόστος ενοικίασής της στο διαδίκτυο ή το κόστος παραγωγής του πρωτότυπου εμβολίου για μια ασθένεια σε σχέση με το κόστος παραγωγής μιας ατομικής δόσης).

Από την άλλη, ο άμεσα κοινωνικός χαρακτήρας της επιστημονικής ή καλλιτεχνικής εργασίας επίσης συμβάλει στον μονοπωλιακό χαρακτήρα των εμπορευμάτων αυτών, καθώς σπάνια μπορούν δύο από αυτά, παραγμένα από διαφορετικούς, ανεξάρτητους, ιδιώτες παραγωγούς, να συγκριθούν ως προς την ποιότητά τους, άρα και ως προς την αξία χρήσης τους, και να είναι πανομοιότητα, ενώ, επιπλέον, η προσπάθεια για αύξηση της παραγωγικότητας της καινοτομίας (δηλ. για μείωση του αρχικού κόστους της) είναι αναμενόμενο να οδηγήσει σε χειρότερα ποιοτικά αποτελέσματα.

Παρόλο που το κεφάλαιο δραστηριοποιείται σε αυτούς τους τομείς, (α) γενικά βασίζεται και πάλι στην κρατική λειτουργία, π.χ. των πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων που αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της βασικής και μεγάλο μέρος της εφαρμοσμένης έρευνας, (β) απαιτεί την κρατική παρέμβαση για τη δημιουργία ενός πολύπλοκου, νομικού πλαισίου «πνευματικής ιδιοκτησίας» που να προστατεύει τα παραγόμενα εμπορεύματα από την – διά της αντιγραφής τους- «ηθική τους απαξίωση», εξασφαλίζοντας, στην ουσία, τη μονοπωλιακή τους παραγωγή και πώληση, η οποία, όμως, (γ) έχει ευρύτερες αντικοινωνικές συνέπειες, καθώς εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία και γενίκευση της επιστήμης, της τεχνολογίας και της τέχνης, στην ουσία περιορίζοντας την κοινωνική αλληλεπίδραση και καθυστερώντας την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού.

Πότε κρατικοποιεί και πότε ιδιωτικοποιεί το καπιταλιστικό κράτος και τι συμφέρει τον λαό;

Μπορούμε να αντιληφθούμε από τα παραπάνω ότι η δραστηριοποίηση των ιδιωτικών, καπιταλιστικών, μονοπωλίων σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις έχει μάλλον παρασιτικό χαρακτήρα, οδηγεί σε σπατάλες κοινωνικών και υλικών πόρων, έχει αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα του αποτελέσματος και άλλες, αντικοινωνικές συνέπειες. Αντίθετα, ο ΚΤΠ στη βιομηχανία, κατά την προοδευτική ιστορική περίοδο του καπιταλισμού, είχε γενικά θετικές συνέπειες, παρόλη τη σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης (όπως, φυσικά, και των αποικιοκρατούμενων λαών), διότι το κεφάλαιο μπορούσε να επαναστατικοποιεί συνεχώς την παραγωγή και να αυξάνει την παραγωγικότητα, ενώ ταυτόχρονα βελτίωνε και την ποιότητα των προϊόντων.

Από εδώ προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα:

  1. Το κεφάλαιο, αναγνωρίζοντας την ως άνω πραγματικότητα και παρόλη την προπαγάνδα της κυρίαρχης ιδεολογίας για το αντίθετο,αναθέτει τις δραστηριότητες αυτές στο κράτος και σε μια λειτουργία που θέτει την ποιότητα του αποτελέσματος σε προτεραιότητα έναντι του πιο άμεσου και υψηλότερου κέρδους, όταν ακριβώς το αποτέλεσμα αυτό είναι πιο κρίσιμο και αναγκαίο για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνολικά. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερασε εποχές ανόδου του οικονομικού κύκλου, όταν το ποσοστό κέρδους είναι υψηλό, το κεφάλαιο επενδύει παραγωγικά προσδοκώντας στο κέρδος αυτό και, επομένως, από τη μια (α) υπάρχουν πόροι μέσω της κρατικής φορολογίας (μερίδιο της συνολικά παραγόμενης υπεραξίας) για την τέτοια λειτουργία του κράτους και (β) οι κοινωφελείς υποδομές και υπηρεσίες είναι άμεσα αναγκαίες για τη λειτουργία και ανάπτυξη της παραγωγής.

Τέτοια ήταν η λεγόμενη «χρυσή περίοδος» του καπιταλισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (περίπου 1945-1975), όταν η καταστροφή του πολέμου είχε απαξιώσει το πάγιο κεφάλαιο και την εργασιακή δύναμη με αποτέλεσμα την ανόρθωση του ποσοστού κέρδους. Η ταχύρρυθμη καπιταλιστική ανάπτυξη της περιόδου αυτής απαιτούσε την κατασκευή νέων υποδομών και τη διεύρυνση παροχών όπως η δημόσια εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση κ.α. Η διαχείριση αυτή αποδόθηκε στο «κεϋνσιανισμό», ενώ ρόλο έπαιξε και ο παγκόσμιος συσχετισμός ισχύος μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου με την ύπαρξη της ΕΣΣΔ, την αντιφασιστική νίκη και τις αντιαποικιακές, αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις που ακολούθησαν.

Αντίθετα, η περίοδος που ακολούθησε, της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής, της «νεοφιλελεύθερης» διαχείρισης και της ανατροπής του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ, χαρακτηρίστηκε από ιδιωτικοποιήσεις κοινωφελών υποδομών και υπηρεσιών που αποσκοπούσαν στην αντιστάθμιση της πτώσης του ποσοστού κέρδους στη βιομηχανική παραγωγή χάρις (α) στη απόσπαση μονοπωλιακών υπερκερδών από το κεφάλαιο μέσω πρακτικών άμεσης απαλλοτρίωσης του δημόσιου, παγίου κεφαλαίου και των άλλων δημόσιων επενδύσεων, (β) στη μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης, κυρίως μειώνοντας τον λεγόμενο «κοινωνικό», έμμεσο μισθό και (γ) εξυπηρετώντας τη στρατηγική μεταφοράς της βιομηχανικής μεταποίησης σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η εργασιακή δύναμη και ο φυσικός πλούτος ήταν – και είναι ακόμη – φτηνότερα. Έτσι, ακόμη και στις πιο ανεπτυγμένες, καπιταλιστικές χώρες και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, παρατηρούμε μια παρακμή με κοινωνικές υπηρεσίες να υποβαθμίζονται, δίκτυα μεταφορών να καταρρέουν, βασικές επενδύσεις, όπως για το γρήγορο διαδίκτυο, να καθυστερούν (στη Γερμανία) κ.ο.κ.

Πέρα από τις διαφορές στον ιστορικό χρόνο, σημασία έχει και η θέση της κάθε χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, με τις εξαρτημένες χώρες να υστερούν γενικά στη διαμόρφωση τέτοιων υποδομών και στο επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχουν, ενώ το (ξένο) μονοπωλιακό κεφάλαιο αλωνίζει καρπωνόμενο υπερκέρδη

Φυσικά, εδώ αναφερόμαστε σε γενικές τάσεις και όχι σε κάθε μεμονωμένη ιδιωτικοποίηση ή εθνικοποίηση/κρατικοποίηση, για την οποία μπορεί να συντρέχουν και συγκυριακοί λόγοι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των σιδηροδρόμων που πολλές φορές οι ιδιωτικοποιήσεις αντιστράφηκαν από το ίδιο το νεοφιλελεύθερο, αστικό κράτος, διότι η ποιότητα έπεσε σε μη ανεκτά επίπεδα ή οι περιπτώσεις χρεωκοπίας, όπως το ως άνω παράδειγμα της Lufthansa που αναφέρει ο Ριζοσπάστης.

  1. Αν για το κεφάλαιο, και μάλιστα την κυρίαρχη μερίδα του, το μονοπωλιακό, ισχύουν τα παραπάνω, γίνεται εμφανές ότιγια την εργατική τάξη, τα υπόλοιπα στρώματα του εργαζόμενου λαού, αλλά και για ένα μεγάλο μέρος και των μικρομεσαίων, ακόμη και αστικών, στρωμάτων, το ταξικό συμφέρον επιτάσσει την εθνικοποίηση/κρατικοποίηση και τη λειτουργία από το κράτος σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις κοινωφελών υποδομών και υπηρεσιών. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από τα όσα προαναφέραμε για τον κατεξοχήν παρασιτικό, αντιπαραγωγικό και αντικοινωνικό χαρακτήρα της λειτουργίας των κλάδων αυτών, όταν ο στόχος είναι το άμεσο, μονοπωλιακό υπερκέρδος.

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η κρατική ιδιοκτησία από μόνη της εξασφαλίζει τη λειτουργία τους προς όφελος του λαού, ή με άλλα λόγια, αποτελεί αναγκαίο, αλλά όχι επαρκή από μόνο του όρο. Άλλωστε, στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση του καπιταλισμού επιβάλλεται η λεγόμενη «ιδιωτικο-οικονομική» λειτουργία ακόμη και στις κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις. Ακόμη και η ίδια η Hellenic Train είναι θυγατρική των ιταλικών σιδηροδρόμων υπό κυρίαρχη κρατική ιδιοκτησία…

Με άλλα λόγια, η λειτουργία των υποδομών και επιχειρήσεων αυτών εξαρτάται, εν τέλει, από την ταξική πάλη. Ωστόσο, η κρατική τους ιδιοκτησία αποτελεί σημαντικό διακύβευμα της πάλης αυτής, ανάμεσα σε άλλους λόγους διότι:

  • πολιτικοποιεί με άμεσο τρόπο τη διαχείρισή τους, δηλ. το κράτος και η όποια κυβερνητική εξουσία είναι άμεσα υπεύθυνοι για τα όποια αποτελέσματα, και, άρα, πιέζονται περισσότερο από τη σχετική πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος,
  • για τον ίδιο λόγο, οι εργασιακές αμοιβές και συνθήκες και η λειτουργία του συνδικαλισμού τείνουν να ευνοούνται υπό κρατική ιδιοκτησία, έναντι της περίπτωσης των ιδιωτικοποιήσεων,
  • ενώ δίνεται η δυνατότητα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, στο συνδικαλιστικό κίνημα και στο κομμουνιστικό κίνημα πιο συγκεκριμένα, να καταδείξει στην πράξη την αναγκαιότητα για κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχο της παραγωγής γενικότερα, στη βάση των ως άνω επιχειρημάτων που εκκινούν από τον αυξημένο κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Κάτι τέτοιο, απαιτεί, φυσικά, μια σειρά επιπλέον διεκδικήσεων για εργατικό έλεγχο της λειτουργίας τους από ένα δυνατό συνδικαλιστικό κίνημα που να συντάσσεται με τα πραγματικά, ταξικά συμφέροντα του λαού. Δυστυχώς, όμως, η στάση του ΚΚΕ κάνει ακριβώς το αντίθετο όταν αναφέρεται στις εθνικοποιήσεις ως «”λύσεις” βγαλμένες από τα ”χρονοντούλαπα” του καπιταλισμού», συντονιζόμενη …επικίνδυνα με την προπαγάνδα της κυρίαρχης ιδεολογίας περί της δήθεν αναποτελεσματικότητας της κεντρικής, κρατικής διαχείρισης

Όλα αυτά συμβαίνουν, μάλιστα, όταν όλος ο κόσμος παρακολουθεί με το στόμα ανοιχτό την ταχύρρυθμη ανάπτυξη, βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και γενικότερη πρόοδο της Λ.Δ. της Κίνας, η οποία βασίζεται ακριβώς στην κυριαρχία της κρατικής ιδιοκτησίας, του κεντρικού, στρατηγικού σχεδιασμού των επενδύσεων από το κράτος και του ελέγχου της παραγωγής από το ΚΚ Κίνας, έναντι της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και παραγωγικής δραστηριότητας. Μάλιστα, το ΚΚΕ είναι εξαιρετικά κριτικό προς την πολιτική του ΚΚ Κίνας, σπεύδοντας να χαρακτηρίσει την Κίνα όχι μόνο ως καπιταλιστική, αλλά και ως (αναδυόμενη) ιμπεριαλιστική δύναμη…

Ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις και επανάσταση ή πως το ΚΚΕ αρνείται την …ανακάλυψη του τροχού…

Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η κρατική ιδιοκτησία σε κοινωφελείς υποδομές, υπηρεσίες και τεχνολογικά μονοπώλια είναι πάντα προς το συμφέρον του εργαζόμενου λαού, έστω και χωρίς να επαρκεί από μόνη της για τη φιλολαϊκή τους λειτουργία, τότε τα αιτήματα για εθνικοποιήσεις/κρατικοποιήσεις των τομέων αυτών της καπιταλιστικής (ανα)παραγωγής είναι παρόμοια με κάθε άλλη οικονομική και δημοκρατική διεκδίκηση.

Στον βαθμό που μπορούν να ικανοποιηθούν σε κάποια συγκυρία της ταξικής πάλης, βελτιώνουν την αναπαραγωγή του εργαζόμενου λαού, ενισχύουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα και αποτελούν χτύπημα για την αστική εξουσία και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου (ιδιαίτερα σε περιόδους που η αστική στρατηγική είναι η ακριβώς αντίθετη, όπως είναι η σημερινή που ευνοεί τις νεοφιλελεύθερες ιδιωτικοποιήσεις…).

Στον βαθμό που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από την εκάστοτε αστική εξουσία, η διεκδίκησή τους από τον εργαζόμενο λαό μπορεί να αποσταθεροποιήσει την εξουσία αυτή, να αυξήσει την πολιτική της κρίση και την πιθανότητα εμφάνισης επαναστατικών συνθηκών.

Σε κάθε περίπτωση, τέτοιες διεκδικήσεις ανοίγουν τη συζήτηση για το ποιο είδος εξουσίας μπορεί να ικανοποιήσει το εκάστοτε λαϊκό αίτημα, χωρίς, όμως, η απάντηση στο ερώτημα αυτό – «σοσιαλισμός» / «λαϊκή εξουσία» – να συνιστά και προϋπόθεση για τη διατύπωση της ίδιας της διεκδίκησης από ένα κόμμα ή μια οργάνωση του κινήματος!

Το κομμουνιστικό κίνημα στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν εξαντλήθηκε το αρχικό κύμα εργατικών επαναστάσεων μετά την επιτυχία της ρωσικής και την αποτυχία της γερμανικής κυρίως, αλλά και της ουγγρικής και φινλανδικής, επανάστασης, έλυσε στις γενικές του γραμμές το ζήτημα της σχέσης επανάστασης και μεταρρύθμισης και της πολιτικής των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στις λεγόμενες «ειρηνικές» περιόδους. Δεν εννοούμε φυσικά ότι υπάρχει κάποια συνταγή για εφαρμογή σε κάθε δυνατή συγκυρία, ούτε ότι απαλλάσσονται οι κομμουνιστές από την επιλογή της κάθε φορά σωστής τακτικής που να εξυπηρετεί την επαναστατική στρατηγική τους. Αλλά σίγουρα καταλήχθηκε το ζήτημα ότι η διεκδίκηση ριζοσπαστικών οικονομικών και δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων κάθε άλλο παρά αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ανέδειξε την πάλη για τις κρατικοποιήσεις/εθνικοποιήσεις των μονοπωλημένων κλάδων της οικονομίας και ιδιαίτερα των πιο στρατηγικών, συγκεντρωμένων και κρίσιμων για την αναπαραγωγή της κοινωνίας, όπως είναι οι κοινωφελείς υποδομές και υπηρεσίες, οι τράπεζες ή ο φυσικός πλούτος, ως μια από τις κυριότερες πλευρές της ταξικής πάλης.

Άραγε το ΚΚΕ είναι το μόνο κομμουνιστικό κόμμα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη ή και στον κόσμο που δεν τα γνωρίζει όλα αυτά;..

Όχι βέβαια… Για την ακρίβεια θα ήταν τελείως άδικο και εκτός πραγματικότητας να ισχυριστούμε ότι το ΚΚΕ δεν παλεύει για τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Κάθε άλλο. Τόσο το ΚΚΕ, όσο και το ΠΑΜΕ, διατυπώνουν μια τεράστια λίστα οικονομικών και δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, από την πιο ασήμαντη, μέχρι την πιο κεντρικής σημασίας. Μάλιστα, κατά καιρούς, όταν δεν κρίνεται κάτι σημαντικό ή, διαφορετικά, εκ του ασφαλούς…, το ΚΚΕ μπορεί να κάνει και «εντυπωσιακές» κινήσεις, όπως ήταν η κατάθεση ενός νομοσχεδίου για την «κατάργηση των μνημονίων» προκειμένου να εκθέσει την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τότε, δεν ενοχλούσε το ΚΚΕ ως «ρεφορμισμό» το να πιστεύει κανείς ότι το «αστικό κοινοβούλιο – και όχι η λαϊκή εξουσία – θα καταργούσε τα μνημόνια»…

Είναι μόνο όταν πραγματικά μια διεκδίκηση μπορεί να δώσει ώθηση στην ταξική πάλη και να ζορίσει την αστική εξουσία και τη στρατηγική της που το ΚΚΕ αρχίζει να έχει τέτοιες ανησυχίες, όπως αν πρόκειται για να κυβερνήσει το ίδιο για να καταργήσει τα μνημόνια, ή για να ψηφίσει ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015 (όταν τυχόν νίκη του ΝΑΙ θα νομιμοποιούσε τα μνημόνια με τη λαϊκή ψήφο…), για την άμεση αποχώρηση της Ελλάδας από το Ευρώ, ή γενικότερα για τη δημιουργία ενός μαζικού, λαϊκού κινήματος για την άμεση έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, χωρίς να εξαρτά τη διεκδίκηση αυτή (όχι απαραίτητα την επίτευξή της…) από τη σοσιαλιστική επανάσταση, αμφισβητώντας έμπρακτα και στον παρόντα χρόνο τον στρατηγικό – υπαρξιακής σημασίας θα λέγαμε – προσανατολισμό της εγχώριας αστικής τάξης…

Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, πρέπει να δούμε την άρνηση του ΚΚΕ να υιοθετήσει ως άμεσες διεκδικήσεις και το δημοκρατικό αίτημα της πτώσης της παρούσας κυβέρνησης της συγκάλυψης, της φτώχειας και του πολέμου, όσο και το οικονομικό – και συνάμα δημοκρατικό – αίτημα της εθνικοποίησης χωρίς αποζημίωση των ελληνικών σιδηροδρόμων… Με άλλα λόγια, ανάβει φλας αριστερά για να στρίψει δεξιά…

Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, αν το ΚΚΕ θα επεκτείνει αυτήν την …παγκοσμίως πρωτοπόρα και καινοτόμα πολιτική γραμμή και σε άλλους τομείς της κοινωνικής αναπαραγωγής όπως την παιδεία, την υγεία, το …νερό κ.α., ή αν, αντίθετα, θα καταφέρνει από τη μια να «παλεύει» ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και, ταυτόχρονα, να αρνείται να παλέψει υπέρ των εθνικοποιήσεων/κρατικοποιήσεων, όταν και αν η πρώτη μάχη έχει χαθεί… Άβυσσος η ψυχή των οπορτουνιστών θα λέγαμε εμείς…

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ