1. Ενδεχομενικότητα της επαναστατικής τάσης στην εργατική τάξη (ετ) . Στον καπιταλισμό , υφίσταται και το θετικό και αρνητικό ενδεχόμενο και οι δύο αντίστοιχες ιστορικές τάσεις, και η τάση ανταγωνισμού-επανάστασης απέναντι στο κεφάλαιο αλλά και η τάση συμφιλίωσης-διαπραγμάτευσης-υποταγής της ετ στο κεφάλαιο . Αυτά είναι ενύπαρκτα στην κεφαλαιοκρατική σχέση παραγωγής και εξουσίασης και στην ταξική πάλη που αέναα απορρέει από αυτήν . Ισχύει η διαλεκτική ανοιχτότητα του ιστορικού προτσές και όχι η νομοτέλεια της επανάστασης. Αυτό σχετίζεται με τον ιστορικά αντιφατικό ρόλο της μισθωτής εργασίας ως πόλου εντός του κεφαλαίου και υπέρ της αναπαραγωγής του κεφαλαίου αλλά και ως πόλου εναντίον του κεφαλαίου. Δεν υφίσταται καμία σιδερένια νομοτέλεια ή ιστορικός καταναγκασμός ή αναπότρεπτος ιστορικός νόμος ότι ο καπιταλισμός θα ανατραπεί και ότι θα υπάρξει μετάβαση στον κομμουνισμό. Η «αναγκαιότητα» του κομμουνισμού προκύπτει από την κίνηση της αντίφασης της κεφαλαιοκρατικής σχέσης και από την ταξική πάλη σε ένα ωριμότερο επίπεδο από ό,τι στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς. Δεν είναι , όμως, ούτε μηχανιστική αναγκαιότητα ( μηχανιστικός υλισμός) ούτε ιστορικιστική αναγκαιότητα (ρόλος της «ανερχόμενης τάξης» που δεν μπορεί παρά να καταλήξει στον θρίαμβό της, ένα είδος ιστορικιστικός ιδεαλισμός, σαν αυτόν που εμφανίζεται στο περίφημο έργο του Λούκατς «Ιστορία και ταξική συνείδηση») . Είναι ένα ανοιχτό στρατηγικό στοίχημα και ενδεχόμενο, το οποίο, εφόσον πραγματωθεί, θα απελευθερώσει τον ανθρώπινο πολιτισμό από τις κρίσιμες δουλείες του παρελθόντος και του παρόντος, αλλά δεν θα φέρει τον «παράδεισο επί της γης» ούτε έναν «νέο ιδεώδη άνθρωπο» . Ιδίως, η τελευταία προσέγγιση του «νέου ανθρώπου» εισάγει και διαστάσεις ενός νεοθεολογικού/τεχνοκρατικού αρνητικού μεσσιανισμού στον σύγχρονο κομμουνισμό, που συνδέεται έντονα και με το αποτυχημένο σοβιετικό μοντέλο , ιδίως στην υποτίθεται «ένδοξη» περίοδό του ( 1928 -1953).
Η ενδεχομενικότητα της επανάστασης/αντικαπιταλιστικής ανατροπής και όχι η βεβαιότητά της στο μαρξιστικό έργο έχει σπερματικά διατυπωθεί και επισημανθεί από πολλούς στοχαστές : από την Ρόζα Λούξεμπουργκ με το περίφημο δίλημμά της «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», από τις διατυπώσεις του Τρότσκυ το 1939-1940 λίγο πριν από την δολοφονία του, όταν διέβλεπε ότι αν η εργατική τάξη δεν πάρει την εξουσία μέσα από τον επερχόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, θα ανοίξει οπωσδήποτε ο δρόμος στην καπιταλιστική βαρβαρότητα ( διατυπώσεις που στάλθηκαν από τους μεταπολεμικούς τροτσκιστές στο «πυρ το εξώτερον»), από την άρνηση της μηχανικής/γραμμικής εξέλιξης της Ιστορίας από ρεύματα του δυτικού μαρξισμού και αναγνώσεις του Γκράμσι στις δεκαετίες 1960 και 1970 ( π.χ. τον Αλτουσέρ και τον Πουλαντζά, ιδίως, όμως, το κομβικό έργο του Σαρλ Μπετελέμ για την ΕΣΣΔ), από τις παρεμβάσεις του Μάο τσε Τουνγκ στην δεκαετία του 1960, οι οποίες επεσήμαναν την σοβαρή δυνατότητα, ήδη υλοποιημένη στην ΕΣΣΔ, της μετά την επανάσταση ανατροπής και εκφυλισμού της επαναστατικής εξουσίας ακόμη και μέσα από το ίδιο το ΚΚ κλπ Στην Ελλάδα το ζήτημα της ενδεχομενικότητας της ανατροπής και της αντιφατικότητας της εργατικής τάξης δεν άνοιξε ουσιαστικά ποτέ , με την εξαίρεση κάποιων επεξεργασιών της Β’ Πανελλαδικής και του χώρου του «αριστερού ευρωκομμουνισμού» γύρω από τον δυτικό μαρξισμό αλλά και κάποιες επεξεργασίες του Νέου Αριστερού Ρεύματος στην πρώτη κυρίως φάση της ύπαρξής του. Αυτές, όμως, οι «ρωγμές» γρήγορα τσιμεντώθηκαν και έκλεισαν γύρω από νέες αστήρικτες και αθεμελίωτες «βεβαιότητες» , για λόγους άσχετους από την εξωτερική πραγματικότητα, οι οποίοι μας είναι σαφείς και θα αναφερθούμε σε αυτούς σε άλλο κείμενό μας.
Η επαναστατική τάση είναι πραγματικά σχετικά ισχυρότερη στον ΚΤΠ από ό,τι στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς. Οι λόγοι που ο Μαρξ το δέχεται και το διακηρύσσει αυτό συνδέονται : α) με την ισχυρή κοινωνικοποίηση της παραγωγής στον καπιταλισμό-κάτι που εντάθηκε στο μονοπωλιακό στάδιο μετά τον θάνατο του Μαρξ , ιδίως μέσα από την μορφή του «μεγάλου εργοστασίου» και την διαδικασία συγκέντρωσης/συγκεντροποίησης , αλλά που είναι ισχυρότατη τάση και στον σύγχρονο ύστερο ή ολοκληρωτικό καπιταλισμό μέσα από την πολυεθνική διάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας( βλ. το προχώρημα της συζήτησης από τον Ένγκελς στα ύστερα έργα του, ιδίως στον Λένιν και αργότερα κυρίως στον Ερνέστ Μαντέλ και στο έργο του «Ύστερος Καπιταλισμός») β) με την κοινωνικοποίηση της γνώσης και της δυνατότητας ανάληψης της παραγωγής από την ετ ως κύριου φορέα του «συλλογικού εργαζόμενου» ( Μαρξ στα Grundrisse) γ) με την κληρονομιά της αστικής δημοκρατικής επανάστασης , που κατ’ αρχάς ενίσχυσε το δημοκρατικό αυτεξούσιο του λαού και δημιούργησε τον «μαχόμενο λαό» δ) με την ίδια την πολύ μεγάλη άνοδο των εργατικών αγώνων από το 1820 και μετά, και χοντρικά, με υφέσεις και εξάρσεις, για εκατόν πενήντα χρόνια ως και την δεκαετία του 1970 ε) σαφώς και με έναν ορισμένο θαυμασμό του Μαρξ για τον ΚΤΠ και την διεθνοποίηση-ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον ΚΤΠ, άποψη συνδεόμενη και με όψεις οικονομισμού-παραγωγισμού στο έργο του Μαρξ. Στον ανώτερο και τελειότερο δυνατό ταξικό τρόπο παραγωγής αντιστοιχεί και η ανώτερη και τελειότερη δυνατή ταξική ανταγωνιστικότητα. Στον καπιταλισμό η ετ μπορεί όχι μόνο να θέσει αλλά και να επιλύσει το ζήτημα της αταξικής κοινωνίας, σε αντίθεση με τον Σπάρτακο στη δουλοκτητική Ρώμη, ή τις αγροτικές εξισωτικές εξεγέρσεις κατά των φεουδαρχών. Όμως, η ιδιαιτερότητα της ετ ως κυριαρχούμενης και εκμεταλλευόμενης τάξης δεν είναι κάτι «απολύτως αναπαλλοτρίωτο» ή αναλλοίωτο στον ΚΤΠ: ο Μαρξ στην εποχή του δεν είχε όλα τα δεδομένα για να αξιολογήσει αυτό το ζήτημα. Επίσης, είχε μια πίστη στην εξέλιξη της Ιστορίας και στην «δικαίωση» της ιστορικής εξέλιξης, η οποία ήταν χαρακτηριστική για τον 19ο αιώνα και για ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερες εκβάσεις της ταξικής πάλης, και ακόμη περισσότερο μείζονες πολιτισμικές και ανθρωπολογικές μεταβολές στις σύγχρονες κοινωνίες (ορισμένες από αυτές είναι ορατές στον μεταμοντέρνο καπιταλισμό των τελευταίων δεκαετιών π.χ. μεταμοντέρνος ναρκισσισμός, τάση προς την τεχνητή νοημοσύνη, τάση κατάργησης των έμφυλων προσδιορισμών και όχι μόνο των έμφυλων ανισοτήτων ή διακρίσεων, έντονος κοσμοπολιτισμός κλπ ) μπορούν να «παραλύσουν» προσωρινά ή μόνιμα – αυτό είναι ανοιχτό ακόμη- την επαναστατική τάση και να οδηγήσουν σε ένα βάρβαρο καπιταλισμό, που θα σπρώξει όλο τον ανθρώπινο πολιτισμό στην απόλυτη πολεμική και οικολογική καταστροφή ή στην μηχανοποιημένη και γενετικά τροποποιημένη ολοκληρωτική τεχνοβαρβαρότητα του «απόλυτου ελέγχου» και «επιτήρησης», σε έναν μη αναστρέψιμο ολοκληρωτικό καπιταλισμό . Αυτό το ενδεχόμενο, στα πλαίσια μιας τεχνητής αισιοδοξίας και γραμμικής αντίληψης της Ιστορίας έχει υποεκτιμηθεί από την σύγχρονη Αριστερά, συστημική ή και αντισυστημική. Σαν ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός να είναι η μόνη λαμπερή δυνατότητα και σαν η ποιοτική αποτυχία ενός συστήματος, όπως ο καπιταλισμός, από την σκοπιά της κάλυψης των ανθρώπινων αναγκών, να προοιωνίζει και την αναγκαστική πτώση ή ανατροπή του. Ιδεολογία του καταστροφισμού, η οποία υπάρχει από παλιά στο εργατικό κίνημα .
- Επαναστατική ενδεχομενικότητα και άλλες λαϊκές τάξεις. Δεν υφίσταται μόνο η δυνάμει επαναστατικότητα της ετ, αλλά και η δυνάμει επαναστατικότητα των συμμάχων λαϊκών τάξεων εντός του ΚΤΠ, η δυνατότητα ενός «ιστορικού μπλοκ». Σύγχρονα κινήματα όπως τα «κίτρινα γιλέκα» στην Γαλλία, το επιβεβαιώνουν σε κάποιον βαθμό. Στην πλειοψηφία των επαναστάσεων που νίκησαν, η εργατική ηγεμονία εντός του λαού κατακτήθηκε με συμμαχίες της ετ με αγροτικά, μικροαστικά , άνεργα και διανοούμενα στρώματα..Οι αγρότες, οι μικροαστοί, οι διανοούμενοι, η νεολαία, σίγουρα η μεταναστευτική ετ και τα μεταναστευτικά λαϊκά στρώματα, είναι δυνάμει σύμμαχοι της ετ και έχουν και αυτοί έναν δυνάμει επαναστατικό ρόλο, δεν είναι «αντιδραστική μάζα» ( θέση του Κάουτκυ και αργότερα και της πρώιμης Τρίτης Διεθνούς στην μητρόπολη κυρίως), όπως θεωρήθηκε κάποτε από έναν μονοσήμαντο «εργατισμό», διαθέτουν λαϊκότητα και εν δυνάμει αντικαπιταλιστική τοποθέτηση. Ποιά η σχέση των επαναστατικών ρόλων μεταξύ των κυριαρχούμενων τάξεων που συμμαχούν, πως εκδηλώνονται αυτές οι τάσεις σήμερα; Αυτό είναι ένα ζήτημα προς διερεύνηση. Πάντως, καμία νικηφόρα επανάσ ταση δεν υπήρξε ποτέ με μια διάταξη δυνάμεων όπου η εξεγερμένη ετ τα βάζει με όλη την υπόλοιπη κοινωνία ( συμμαχία άρχουσας τάξης με μεσαία και μικροαστικά/ αγροτικά στρώματα και με ρεφορμιστική ετ) και νικά. Ιδίως, η εμπειρία της ήττας της γερμανικής επανάστασης στα 1918-1923 αλλά και της ανόδου του ναζισμού λίγο αργότερα στην Γερμανία κατά την λεγόμενη «Τρίτη Περίοδο» ( 1928-1934) το απέδειξε αυτό περίτρανα. Αν το σύνθημα «τάξη εναντίον τάξης» αποκτά αυτό ειδικότερα το νόημα, είναι ένα λανθασμένο σύνθημα που οδηγεί στην καταγραφή ηττών αποκλειστικά και μόνο.
- Η επαναστατική τάση της ετ , όπως ήδη επισημάναμε, έχει υπάρξει πολύ ισχυρότερη στον καπιταλισμό από ό,τι η επαναστατική τάση των προηγούμενων υποτελών τάξεων σε προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς. Δεν συνδέεται, όμως, με τρόπο ευθέως ανάλογο προς την δήθεν μονοσήμαντα θετική και διαπαιδαγωγητική επιρροή της «οργάνωσης του μεγάλου εργοστασίου» και της κοινωνικοποίησης μέσω αυτού , αν και το «μεγάλο εργοστάσιο» συνέβαλε σημαντικά στην παραδοσιακή φιγούρα της εργατικής τάξης, όπως και η απόσυρσή του στην απόσυρση εκείνης. Στην πραγματικότητα, οι σημαντικές εργατικές επαναστάσεις στην Δύση ( οι εργατοαγροτικές στην Ανατολή ή σε περιφερειακές κάπως ή μέσου επιπέδου ανάπτυξης χώρες , όπως η Γιουγκοσλαβία ή η Ελλάδα στην δεκαετία του 1940 θέλουν μια ιδιαίτερη μελέτη), ιδίως η ρώσικη, η ισπανική και η γερμανική, έγιναν είτε σε χώρες όπου η ετ δεν είχε υποταγεί ή αποδεχθεί την αυταρχική κοινωνικοποίηση/δεσποτισμό του μεγάλου εργοστασίου ακόμη ή πάντως αντιδρούσε ακόμη σε αυτόν τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (Ισπανία, και Ρωσία, πολύ όμοιες περιπτώσεις μεταξύ τους, ρόλος εργατών που αποσπάσθηκαν πρόσφατα από τον αγροτικό η τον βιοτεχνικό/χειροτεχνικό τομέα, σύνδεση των χωρών αυτών, παρά την καθυστέρησή τους με την Δύση, θύλακες σημαντικής καπιταλιστικής ανάπτυξης ) ή στην Γερμανία , όπου ναι μεν είχε εμπεδωθεί ο κοινωνικός και τεχνικός καταμερισμός εργασίας και η σχετική πειθάρχηση , αλλά όμως η κοινωνική οργάνωση της εργασίας, σε συνδυασμό και με άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες όπως ο πόλεμος , ανατράπηκε και αμφισβητήθηκε σε βάρος των ειδικευμένων εργατών( π.χ. ταιυλορικός εξορθολογισμός που έβαλε σε κρίση τους μεταλλεργάτες μάστορες εργάτες όσον αφορά τη θέση τους στην παραγωγή ) . Η καπιταλιστική Δύση πάντως, ακόμη και στην «εποχή των επαναστάσεων» με την κλασσική έννοια, κατάφερε, σε κάποιον βαθμό και σε τελική ανάλυση, να χαλιναγωγήσει και να ελέγξει την ανταγωνιστική/επαναστατική τάση στην ετ-με τα όπλα, όποτε χρειάστηκε, αλλά και με τους μηχανισμούς ιδεολογικού και πολιτικού ελέγχου. Ιδίως στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, όπου υπήρξε η κοινωνική/οικονομική , πολιτική και πολιτιστική κορύφωση του ΚΤΠ και όπου η αστική δημοκρατία είχε πολύ μεγάλη νομιμοποίηση , δεν πραγματοποιήθηκε καμία υπολογίσιμη επαναστατική/αντικαπιταλιστική προσπάθεια από τον 19ο αιώνα (τέλος λ.χ. του κινήματος των Χαρτιστών) ως και σήμερα, παρά το ότι σαφώς υπήρξαν πολλές εκδηλώσεις (μη επαναστατικής) ταξικής ανταγωνιστικότητας. Ο Μαρξ το είχε συνειδητοποιήσει αυτό στην εποχή του, όταν υποστήριξε το σαφώς έωλο επιχείρημα ότι στις αγγλοσαξωνικές χώρες θα μπορούσε να υπάρξει ειρηνική κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη( κάτι που ιδίως στις ΗΠΑ, μια χώρα γενικευμένης οπλοχρησίας, αλλά και στην πάνοπλη ιμπεριαλιστική Βρετανία ήταν σαφώς αδύνατο) . Κατανοούσε ότι μια καθαρή εμφύλια επανάσταση σε αυτές ήταν για πολλούς λόγους εκτός σοβαρής συζήτησης ως άμεση δυνατότητα, άρα, έψαχνε παράπλευρες λύσεις στο πρόβλημα. Τα παραπάνω δύο δεδομένα χρήζουν σοβαρής πολιτικής και ιστορικής μελέτης και διαλόγου.
- Η επαναστατική τάση δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την πολιτική οργάνωση, την «μορφή κόμμα», αν και ο ρόλος της πολιτικής οργάνωσης ιδίως στον βραχύ επαναστατικό χρόνο είναι συνήθως πολύ σημαντικός. Εξαρτάται σημαντικά από τον μακρό χρόνο της ταξικής πάλης (μια έννοια που συνδέεται , όπως έχει δείξει ο Ερνέστ Μαντέλ, αν και όχι γραμμικά, με τα μακρά κύματα Κοντράτιεφφ της καπιταλιστικής οικονομικής κίνησης) . Συνδέεται, επίσης, πλέον, πάρα πολύ με τα σύγχρονα πολιτισμικά και ανθρωπολογικά δεδομένα (π.χ. ρόλος ΜΜΕ , Διαδικτύου , Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, πολιτισμικές ταυτότητες κλπ) και επηρεάζεται πλέον από σημαντικές διαιρέσεις και διαφοροποιήσεις εντός του μεταμοντέρνου πολιτιστικού καθεστώτος. Οι οργανώσεις της Αριστεράς, αν και επηρεάζονται έντονα από τους παράγοντες αυτούς , λειτουργούν σαν να υπήρχαν και να δρούσαν το 1920 ή το αργότερο το 1970. Παρασιωπούν συνειδητά τις κρίσιμες μεταβολές που έχουν μεσολαβήσει. Αυτή η «ανελαστικότητα» στην κατανόηση-δράση ή η «απόκρυψη της πραγματικότητας» και η καλλιέργεια μιας σχεδόν συνειδητής «ψευδούς συνείδησης» στο εργατικό κίνημα σήμερα είναι ήδη μια νίκη της άρχουσας τάξης.
- Η επαναστατική τάση στην ετ δεν μετριέται μονοσήμαντα με στατιστικά δεδομένα. Πολλοί σύντροφοι κάνουν αυτό το λάθος: η μισθωτή εργασία αποτελεί το 80-90 % του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών, άρα, η επανάσταση … είναι κοντά μας. Με βάση την ίδια λογική, αυτοί οι σύντροφοι …χαίρονται που καταστρέφονται τα ενδιάμεσα και μικροϊδιοκτητικά στρώματα, «οι νοικοκυραίοι», λες και αυτό φέρνει μονοσήμαντα κοντά την κοινωνική ανατροπή. Η μεγάλη επέκταση της μισθωτής εργασίας στην Δύση, πλέον κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών και σε συνθήκες αποκέντρωσης ή και άρσης των λειτουργιών του «μεγάλου εργοστασίου» , δεν γεννά μονοσήμαντα πρακτικές της ετ ή πάντως μονοσήμαντα ανταγωνιστικές ή ακόμη παραπάνω επαναστατικές πρακτικές της ετ. Γεννά και πολλά ενδιάμεσα στρώματα ή στρώματα χωρίς σαφή ταξική συνείδηση, με συνείδηση ρευστή και αντιφατική. Γεννά και σημαντικά καθαρά αστικά-καπιταλιστικά μισθωτά στρώματα ( π.χ. μάνατζερ, μεγάλοι «ιδεολόγοι» ή performer κλπ).
- Η επαναστατική τάση στον καπιταλισμό οφείλει να αναμετρηθεί όχι μόνο με τον καπιταλισμό αλλά με όλη την κληρονομιά/βάρος της ταξικής κοινωνίας 3.000-5.000 ετών. Υπό αυτήν την έννοια, ακόμη και αν ανακάμψει πλήρως, θα αφορά ένα πείραμα πολλών δεκαετιών αν όχι αιώνων. Ένα σοβαρό πρόβλημα που υφίσταται εδώ και πρέπει να επισημανθεί είναι το γεγονός ότι η οικολογική και κλιματική κατάσταση του πλανήτη απαιτεί επιτάχυνση των διαδικασιών, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για την συλλογική επιβίωσή μας. Αν η εκκίνηση τουλάχιστον αυτών των διαδικασιών δεν ξεκινήσει τις επόμενες δεκαετίες, μετά θα είναι πάρα πολύ αργά.
- Η επαναστατική τάση για λόγους μακροχρόνιου και βραχυχρόνιου ταξικού συσχετισμού επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει σε μια «στιγμή»/συγκυρία , όταν προκύπτει μια επαναστατική συγκυρία ή κατάσταση , όταν η ηγεμονική αδυναμία του κεφαλαίου γεννά μια πολύ μεγάλη λαϊκή κινητοποίηση, η οποία συμπυκνώνεται σε θεσμούς αντιεξουσίας, δυαδικής εξουσίας, που είναι μια πρόσκαιρη και εξαιρετικά ασταθής κατάσταση ως την νίκη της επανάστασης ή την αντεπαναστατική διέξοδο . Συνδέεται με την ιστορική κατάσταση της ετ σε συγκεκριμένο ιστορικό χωροχρόνο, με την ηγεμονική δύναμη ή αδυναμία κάθε καπιταλιστικού καθεστώτος, , με τις άλλες υποτελείς τάξεις ( αναγκαίες συμμαχίες), με την κατάσταση των εθνών- χωρών και της ιμπεριαλιστικής αλυσσίδας, με την επέμβαση του ιμπεριαλισμού. Κρίσιμος σήμερα ο ρόλος του πολέμου και του νέου εθνικού ζητήματος. Η αντίθεση μεταξύ « εθνικού-τοπικού » και «κοσμόπολης-αυτοκρατορίας» είναι σήμερα επίσης κεντρική για την διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης. Συνεπώς, κανένα επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να μακροημερεύσει αγνοώντας αυτήν την διαχωριστική γραμμή. Η δική μας πρόταση αφορά μια δυνατότητα σύνθεσης του ταξικού- εργατικού-λαϊκού με το δημοκρατικά και κοινωνικά προσανατολισμένο τοπικό-εθνικό, η οποία θα έχει διπλό μέτωπο, και προς τον εθνικισμό/σωβινισμό αλλά- πλέον όλο και περισσότερο – και προς τον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό. Η συζήτηση αν η σύγχρονη διαπλοκή εθνικού/ διεθνικού ή κοσμοπολιτισμού/εθνικισμού, σε συνδυασμό με την στρατηγική του κεφαλαίου και την δυναμική των ταξικών αγώνων, αναδεικνύει ως κύριο αντίπαλο των κομμουνιστών και των λαϊκών τάξεων , από την άποψη της καπιταλιστικής στρατηγικής, προοπτικά μια εθνικιστική μεταφασιστική υποστροφή ή έναν «κοινοβουλευτικό» και φιλελεύθερο/ δικαιωματικό καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό πρέπει να προχωρήσει σε βάθος. Μπορεί να υπάρχουν και συνδυασμοί των δύο όψεων. Ουσιαστικά, η μια ή η άλλη εκτίμηση , ως κύρια εκτίμηση, οδηγούν και στην εσωτερική πολιτική αλλά και στο διεθνές επίπεδο σε εξαιρετικά διαφορετικές τακτικές, σε τακτικές που έχουν αναπόφευκτα και στρατηγικά χαρακτηριστικά. Πχ είμαστε με μια πιο «κοινοτιστική», τοπικά/εθνικά σταθερή και ομοιογενή ιστορικά συγκρότηση τω ν λαϊκών τάξεων, ανεξάρτητα πάντοτε από υπαρκτές διαφορές και ανομοιογένειες ή ετερομορφίες, ή με μια πιο κοσμοπολίτικη, υβριδική/φιλελεύθερη και νομαδική συγκρότησή τους του τύπου «πλήθος» ( Νέγκρι); Είμαστε πιο κοντά στην εργατική κεντρικότητα με πιο «παραδοσιακά» και ομοιογενή χαρακτηριστικά ή σε μορφές Αυτονομίας/Αντίφα κλπ , οι οποίες προνομοποιούν ως εργατική ταξικότητα κυρίως έναν συνασπισμό «ετεροτήτων» και δικαιωματικών ομάδων κατά ενός πολύ διευρυμένου κρατικού εκφασισμού;
- Η επαναστατική τάση για μια σειρά λόγους πολύ πιο ισχυρή στην κλασσική εποχή των επαναστάσεων ( 1780-1980) και ιδίως στους τρεις επαναστατικούς κύκλους του 20ου αιώνα (α’ κύκλος επαναστάσεων στον Μεσοπόλεμο 1917-1937, βασικά στην Ευρώπη, β’ κύκλος 1945-1950, βασικά στην περιφέρεια ή σε χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης ( Γιουγκοσλαβία-Ελλάδα), γ’ κύκλος 1960-1980, στην περιφέρεια αλλά και στις μητροπόλεις ) . Στο κείμενό μου «Κομμουνιστές χωρίς επανάσταση;-μια θέση για το επαναστατικό υποκείμενο » , πριν από τρία χρόνια, προσπάθησα να περιγράψω τα ιστορικά ειδικά χαρακτηριστικά της «εποχής των επαναστάσεων» και των τριών επαναστατικών κύκλων του 20ουαιώνα. Στην εποχή αυτήν, η εργατική τάξη αλλά και η αστική τάξη είχαν πολύ πιο καθαρά περιγράμματα, ιδεολογία, οργάνωση, πολιτισμό, ηγεμονικά χαρακτηριστικά από ό,τι σήμερα. Βλέποντας ταινίες της εποχής, καθίσταται σαφές ότι η «εργατικότητα» ή αυτό που ο Κλωντ Λεφόρ ορίζει ως «προλεταριακή εμπειρία», ήταν κάτι το πολύ έντονα χαραγμένο στους ανθρώπους, ακόμη και στο σώμα τους ή την όψη τους. Κάτι που σήμερα, σε μια εποχή μεγαλύτερης και ριζικότερης υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο , δεν είναι καθόλου δεδομένο. Το «1989» είναι ένα συμβολικό τέλος αυτής της εποχής. Όπως έχει πει ο κομμουνιστής φιλόσοφος και παλιότερα κύριος θεωρητικός του ιταλικού εργατισμού Μάριο Τρόντι, η υποχώρηση της επαναστατικότητας της ετ σήμανε και την ηγεμονική υποχώρηση και εκβαρβαρισμό της ίδιας της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης, του καπιταλισμού ως ηγεμονικής κοινωνικής οργάνωσης ( “ I am a defeated man” , συνέντευξη 2015, στο Διαδίκτυο) . Η ήττα μετά την κλασσική «εποχή των επαναστάσεων» έχει στρατηγικό χαρακτήρα, αλλά όχι αμετάκλητο αναγκαστικά.
- Μετά το 1980, ακολούθησε μια σοβαρή παγκόσμια υποχώρηση του ανταγωνιστικού και ιδίως του επαναστατικού παράγοντα και προγράμματος στην ετ και στις λαϊκές τάξεις συνολικά . Επιταχύνεται από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και νίκες στην Δύση, από την στασιμότητα και κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», που, ανεξαρτήτως της πραγματικής ταξικής φύσης του, αποτέλεσε ισχυρότατο συμβολικό χτύπημα στο εργατικό κίνημα διεθνώς : η υποχώρηση ήταν προϊόν πλανητικών οικονομοκοινωνικών, πολιτικών , ιδεολογικών και γεωπολιτικών εξελίξεων, καθώς και σοβαρών πολιτιστικών/αξιακών εξελίξεων, όπως, επίσης, και της σφαιρικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού πλανητικά. Ήταν και αποτέλεσμα της αδυναμίας της μορφής «Υπαρκτός Σοσιαλισμός» να απαντήσει τόσο στις δυτικοκαπιταλιστικές νέες μορφοποιήσεις όσο και στις εργατικές-λαϊκές βαθύτερες κοινωνικές ανάγκες. Τέλος της κλασσικής «εποχής των επαναστάσεων», η οποία όμως μπορεί να αντικατασταθεί, δυνητικά, από μια νέα εποχή επαναστάσεων. Δεν είναι, όμως, από την άλλη πλευρά, διόλου απίθανο να βρισκόμαστε μέσα σε ένα πλαίσιο βαρβαρότητας, όπου η ετ δεν θα απελευθερώσει την ανθρωπότητα αλλά ο καπιταλισμός θα καταστρέψει μόνιμα τον ανθρώπινο πολιτισμό.Η άνθηση του λογοτεχνικού είδους EOW ( «Τέλος του Κόσμου») φαίνεται να προεικάζει μια τέτοια εξέλιξη.
Μπορεί, όμως, όσο και αν αυτό είναι δύσκολο, να υπάρξει μια «καινούρια εποχή επαναστάσεων». Αν και εφόσον αυτή η εξέλιξη υπάρξει, δεν θα είναι μια αντιγραφή της προηγούμενης. Δεν θα είναι μια επανάληψη του «Οκτώβρη». Σε κάθε περίπτωση, κρατάμε από την προηγούμενη «εποχή των επαναστάσεων» ορισμένες βασικές κατακτήσεις : α) την ενίσχυση των δομών λαϊκής εξουσίας και άμεσης δημοκρατίας ως του μόνου δυνατού δρόμου β) την επαναστατικοποίηση της οικονομίας και των κρατικών μηχανισμών ( «συντριβή αστικού κράτους») γ) την πάλη κατά της γραφειοκρατίας, υποκατάστασης, τεχνοκρατίας και παραγωγισμού/οικονομισμού, την ενίσχυση του συλλογικού κοινωνικού έναντι και του «ιδιωτικού» αλλά και του «κρατιστικού κοινωνικού» δ) τον διεθνισμό και την συναδέλφωση των λαών, που όμως δεν αντίκειται στην ιδιαίτερη ύπαρξη και εμπλουτισμό των εθνικών/τοπικών ταυτοτήτων.
- Η υποχώρηση του επαναστατικού προλεταριάτου σήμανε και σημαντική υποχώρηση της ανάγκης για ηγεμονική ικανότητα της αστικής τάξης. Μπλοκάροντας τον ταξικό ανταγωνισμό, η κοινωνική κίνηση μπλόκαρε και ό,τι πιο χαρισματικό και ηγεμονικό είχε και η ίδια η αστική τάξη. Όπως επισημαίνει ο Μάριο Τρόντι παραπάνω , στην συνέντευξή του του 2015, η αστική τάξη νικώντας την εργατική προετοίμασε την πτώση των χαρισματικών της μορφών, την παρακμή της ηγεμονίας της, την κρίση της τέχνης και των γραμμάτων, το τέλος των θετικών συνεισφορών της στην πορεία της ανθρωπότητας. .
- Η αποτίμηση της επαναστατικής εμπειρίας δύο αιώνων , της κλασσικής «εποχής των επαναστάσεων», σημαίνει και επαναπροσδιορισμούς, χωρίς όμως ριζική αποποίηση εγκατάλειψη, του μαρξισμού ως επαναστατικής θεωρίας. Σημαίνει και μια συνάντηση πιθανόν του κριτικού μαρξισμού με σοβαρές όψεις και διαστάσεις του αναρχικού σοσιαλισμού. Η εμπειρία της ΕΣΣΔ από τα πεντάχρονα πλάνα και μετά δεν είναι μια εμπειρία μετάβασης στον κομμουνισμό αλλά μιας ιδιόμορφης και έντονα καταπιεστικής ταξικής κοινωνίας, πιθανόν κρατικοκαπιταλιστικής ( η πιο ικανοποιητική περιγραφή ως τώρα ). Το ότι η μορφή αυτή ήταν ιδιόμορφα καπιταλιστική μας ανάγει σε μια κεντρική έννοια του μαρξισμού: η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας στον καπιταλισμό και η απόσπαση υπεραξίας δεν κατατείνει κυρίως στο να πλουτίσει ο ατομικός καπιταλιστής .Κατατείνει στο να ενσωματωθεί η αποσπασμένη υπεραξία στην διαδικασία συσσώρευσης. Όταν οι κοινωνικές ανάγκες υπηρετούν κυρίως την συσσώρευση και δεν προηγούνται αυτής , ακόμη και υπό την νομικά κρατική ιδιοκτησία, τότε έχουμε παγίωση και επανασταθεροποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με ιδιόμορφο τρόπο, κάτω από την κρατική ιδιοκτησία. Αυτό που στην αρχή υπάρχει αντικειμενικά ( και κάτω από την εργατική εξουσία, για μεγάλο διάστημα, οι σχέσεις παραγωγής είναι καπιταλιστικές ακόμη), αποκρυσταλλώνεται και στην διαμόρφωση μιας υποκειμενικής καπιταλιστικής τάξης , αν και εφόσον δεν υπάρξει μια πολιτική αντεπίθεση , εντός της μετάβασης, προς την κομμουνιστική κατεύθυνση. «Ο καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές» που κηρύσσει ο Λένιν στα 1918-1923 γίνεται ένας κανονικός καπιταλισμός με συλλογική και όχι ατομική απόσπαση και ιδιοποίηση της υπεραξίας. Η ιθύνουσα τάξη αποκτά στην δεκαετία του 1920 , και ιδίως μετά την αρχή των Πλάνων και ιδεολογική ταξική συνείδηση αλλά και προνόμια στην διανομή της υπεραξίας/πλεονάσματος. Η θέση της στην παραγωγή και στο κράτος γίνεται συνειδητή και θεσμοποιημένη ( ενδεικτικά στην δεκαετία του 1930 , ο ανειδίκευτος εργάτης πληρώνεται, κατά μέσο όρο 150 ρούβλια, ο ειδικευμένος 200-300 ρούβλια, ο μηχανικός παραγωγής 1.500 ρούβλια και ο διευθυντής κρατικού εργοστασίου 2.000 ρούβλια, ανάλογη ψαλλίδα και στα κολχόζ – σοβχόζ, Κλιφφ «Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία», έκοση 1983, σελ. 76 ). Η κοινωνική αυτή μορφή, ιδίως ως το 1953, έφτασε σε υψηλά επίπεδα αντεργατικής, αντιαγροτικής και γενικότερα αντιλαϊκής ταξικής εκμετάλλευσης και βαρβαρότητας στον τρόπο πολιτικής καταπίεσης σε βάρος του λαού αλλά και πολλών στελεχών του κομμουνιστικού κινήματος στην Σοβιετική Ένωση. Επίσης, σε μορφές βαρβαρότητας και μεγαλορωσικού εθνικισμού κατά των μη ρωσικών εθνοτήτων και λαών ( Γεωργία, Ουκρανία, Καζακστάν κλπ), ιδίως κατά την περίοδο της «κολλεκτιβοποίησης». Αυτή η βαρβαρότητα επιχειρείται σήμερα , στα πλαίσια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του ΚΚΕ, να εξιδανικευθεί- αποκρυβεί-παρασιωπηθεί και να υπάρξει ένας ισχυρός ιστορικός αναθεωρητισμός υπέρ του Στάλιν και του σταλινισμού, ακόμη και ενός τροτσκίζοντος σταλινισμού. Στην καλύτερη περίπτωση, ο σταλινισμός σχετικοποιείται λόγω του αντιφασισμού του ή λόγω των δυσχερών αντικειμενικών συνθηκών στη Σοβιετική Ένωση επί Στάλιν .Αυτή η τάση δεν είναι προϊόν μιας νέας , έστω «σταλινικής», επαναστατικότητας, ακόμη και αν από κάποιους/ες έντιμα βιώνεται ως τέτοιο, αλλά κυρίαρχα προϊόν κοινωνικής απόγνωσης, νεονετσαγιεφισμού –μηδενισμού και πλήρους ιδεολογικής σύγχυσης. Η ρήξη με αυτήν την κοινωνική μορφή και με τον «μετα-σταλινισμό» ως ιδεολογία της πρέπει να είναι απόλυτη και κατηγορηματική , χωρίς, όμως, να συμπαρασύρει όλους τους ιστορικούς αγώνες του κομμουνιστικού κινήματος και των λαών ως δήθεν προϊόντα του σταλινισμού . Επίσης, πρέπει να προχωρήσει η έντονα κριτική τοποθέτηση και σε σημαντικές όψεις του λενινισμού και του μπολσεβικισμού, από σκοπιά επαναστατική και όχι σοσιαλδημοκρατική. Σημαντικές όψεις του μπολσεβικισμού/λενινισμού/τροτσκισμού, ήδη πριν από τον Στάλιν, συνέβαλαν στην επικράτηση ή παγίωση των κρατικοκαπιταλιστικών σχέσεων (αποδοχή όψεων κοινωνικού καταμερισμού εργασίας του καπιταλισμού, τεχνοκρατία , «επανάσταση από τα πάνω», «σοφό κόμμα», κόμμα που μοιάζει με την πειθαρχία του «καπιταλιστικού εργοστασίου», όπως γράφει με θαυμασμό ο Λένιν στο «Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω» κλπ). Ο σταλινισμός δεν προκύπτει ιστορικά από παρθενογέννεση, αλλά αναπτύσσεται στο έδαφος προγενέστερων προβληματικών και αρνητικών αντιλήψεων και πρακτικών εντός του μπολσεβικισμού αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, και εντός του ίδιου του μαρξικού έργου,, όπως επίσης και της παρασιώπησης και καταστολής εναλλακτικών επαναστατικών δυνατοτήτων στην μετεπαναστατική Ρωσία . Υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα που έπρεπε να έχουν απαντηθεί εδώ και καιρό :
– Τι ήταν οι αντιγραφειοκρατικές αντιπολιτεύσεις κατά του Λένιν εντός των Μπολσεβίκων στα 1918-1922;
-Γιατί οι Μπολσεβίκοι κατάργησαν ήδη πριν από τον Εμφύλιο τον εργατικό έλεγχο ;
-Που και σε ποιόν βαθμό ήταν σωστή η κριτική της Λούξεμπουργκ στον Λένιν και στο κόμμα νέου τύπου – ήδη από το 1904;
-Τι ήταν ταξικά η Κρονστάνδη ή η Εργατική Αντιπολίτευση; Ανεξάρτητα εργατικά ρεύματα ή αντεπαναστατικές δυνάμεις ; Έπρεπε η Κρονστάνδη να κατασταλεί ή να υπάρξει ένας συμβιβασμός μαζί της ; Για ποιόν λόγο, οι Μπολσεβίκοι μετά το 1921 ποινικοποιούν τις αντιπολιτεύσεις τους ;
-Τι ήταν το κίνημα του Μαχνό στην Ουκρανία -έπρεπε οπωσδήποτε να εξοντωθεί ή ή, αντίθετα, να επιτευχθεί μια μορφή συνύπαρξης;
-Τι συνεσέφερε η εργατοαγροτική συμμαχία στον Οκτώβρη ; ήταν τακτική ή στρατηγική για τον Λένιν; Συνιστούν τα Πλάνα μετά το 1928 ανατροπή πλήρη ή απλή άμβλυνση της εργατοαγροτικής συμμαχίας ή όχι ; Γιατί η Κίνα και το Βιετνάμ τήρησαν μια πολύ διαφορετική γραμμή στο αγροτικό ζήτημα; Πως λειτούργησε αυτό ιστορικά; Ασκεί μια επίδραση στο ότι έστω και τυπικά αυτά τα καθεστώτα έστω και τυπικά ορίζονται ως κομμουνιστικά και δεν κατέρρευσαν μαζί με την Σοβιετική Ένωση;
– Ήταν όλοι ανεξαιρέτως οι Αριστεροί Εσέροι, οι Αριστεροί Μενσεβίκοι ή οι Αναρχικοί αντιδραστικές δυνάμεις; Έχουμε κάτι να πάρουμε και από αυτούς σήμερα; Είναι επαναστατική στο βάθος της μια αντίληψη που λέει ότι το επαναστατικό κόμμα πρέπει να μείνει τελικά μόνο του στην εξουσία; Συνέβη αυτό μόνο λόγω των « αντικειμενικά δυσμενών συνθηκών» ή και λόγω του καποραλισμού ως ιδεολογίας των Μπολσεβίκων; Πόσο μπορεί το επαναστατικό κόμμα να κάνει ειλικρινείς συμμαχίες, όταν οι σύμμαχοι ξέρουνε ότι μετά την κατάληψη της εξουσίας « θα τους καταπιεί το σκοτάδι»; .
-Σε ποιόν βαθμό ήταν η τροτσκιστική ή η μπουχαρινική εναλλακτική στην ΣΕ άνοιγμα ενός διαφορετικού δρόμου ως προς την σταλινική εναλλακτική που επικράτησε ; Ήταν ισχυρότερη η σύγκλιση ή η απόκλιση μεταξύ των λύσεων αυτών ;
Η μετάβαση από την επανάσταση στην αντεπανάσταση στη Ρωσία πέρασε, κατά την γνώμη μας, από δύο κρίσιμους σταθμούς της ταξικής πάλης α) το 1921 (10ο Συνέδριο Μπολσεβίκων συν καταστολή Κρονστάνδης, μετάβαση από την δικτατορία της ετ στην υποκατάστατη δικτατορία της επαναστατικής γραφειοκρατίας, η οποία ακόμη «ασκεί καθήκοντα» της δικτατορίας της όλης τάξης ) και το 1928- αρχή των Πενταετών Πλάνων κολλεκτιβοποίησης και υπερεκβιομηχάνισης (μετάβαση από την γραφειοκρατία ως στρώμα υποκατάστατο της ετ στην γραφειοκρατία ως κρατικοκαπιταλιστική κυρίαρχη εκμεταλλευτική τάξη έναντι των εργατών και των αγροτών ).
- Σήμερα, αν υπάρξει επαναστατικό άλμα/ανατροπή , αυτό θα λειτουργήσει «ελέγχοντας» και ενδεχομένως μειώνοντας και όχι πάντως μονοσήμαντα επεκτείνοντας την τεχνολογία και τις πδ (τάση «αποανάπτυξης» με μια ευρύτερη έννοια ), εν μέρει «καταστρέφοντας» ορισμένες διαστάσεις της ανάπτυξης και της τεχνολογικής επέκτασης . Η κλιματική κρίση του πλανήτη και η τραγική πια οικολογική κατάσταση της ανθρωπότητας το επιτάσσουν. Η εμπειρία της αντιοικοικολογικής πολιτικής του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» ( μεγάλα και ρυπογόνα οικονομικά μεγέθη, γιγαντισμός, αδιαφορία για το περιβάλλον, ατομική ενέργεια κλπ) επίσης το επιτάσσει. Το κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι με την Πρόοδο (κεντρική αστική διαφωτιστική έννοια και καθόλου «αθώα» ) αλλά με την ισόρροπη χειραφέτηση ανθρώπου, φύσης και άλλων μορφών ζωής, με τον αλληλοσεβασμό τους. Οι τεχνολογικές επαναστάσεις σαφώς βελτίωσαν την ανθρώπινη ζωή σε κρίσιμες διαστάσεις, αυτό δεν πρέπει να αμφισβητείται. Όμως, βλέποντας ισορροπημένα τα πράγματα, η κύρια όψη τους ως σήμερα δεν ήταν αυτή .Η κύρια όψη υπήρξε ο καταστροφικός και εξουσιαστικός ρόλος της τεχνολογίας ως οχήματος της κυριαρχίας ανθρώπου σε φύση και ανθρώπου σε άνθρωπο ( συμφωνία με την Σχολή της Φραγκφούρτης σε αυτό το σημείο) .Η ολοκλήρωση ή τυχόν επιδείνωση της τάσης προς τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό έχει ως δυνατότητες και την εναλλακτική του καταστροφικού Μεγάλου Πολέμου ή και διεσπαρμένων πλανητικά Μεγάλων Πολέμων όπως και την εναλλακτική του τεχνοφασισμού . Ιδίως, η εναλλακτική του τεχνοφασισμού , συχνά και κάτω από την δικαιολόγηση «των παραγωγικών δυνάμεων» και του φουτουριστικού άλματος στο μέλλον , είναι πολύ γοητευτική σε σημαντικά τμήματα της Αριστεράς , και στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς ( βλ. λόγου χάριν την τεχνοκρατική άποψη που συνδέει μονοσήμαντα τον κομμουνισμό του μέλλοντος με την τεχνοανάπτυξη και την πληροφορική επανάσταση) .
- Χρειάζεται μελέτη και έρευνα για το τι είναι και πως υπάρχει σήμερα η ετ ως κοινωνική τάξη. Δεν είναι κυρίως στην Δύση η ετ του «μεγάλου εργοστασίου» πια. Ποιοι είναι, άραγε, οι οικονομικοί και κυρίως οι ιδεολογικοί-πολιτιστικοί όροι ύπαρξής της. Δεν βοηθούν μελέτες που απλώς επισημαίνεται αποκλειστικά πόσο αυξήθηκε ποσοστιαία η μισθωτή εργασία κατά τις στατιστικές έρευνες. Χρειάζεται μια πιο ποιοτική προσέγγιση. Σε ποιόν βαθμό τα στρώματα που την συναποτελούν έχουν συνείδηση κοινών συμφερόντων και ακόμη περισσότερο κοινών σκοπών. Χρειάζεται αναζητώντας την πραγματική ετ και τον πραγματικό ευρύτερο λαό, εκεί όπου ζει , εργάζεται και αναπτύσσει τον πολιτισμό του, να απελευθερωθούμε από μια μυθική , φανταστική, ιδεαλιστική, μεταφυσική, νομική, έννοια της «ιδεατής εργατικής τάξης», η οποία απλώς νομιμοποιεί γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, ηγεσίες και γκρουπούσκουλα ( άλλα σημαντικά και άλλα ασήμαντα) σε όλον τον πλανήτη. Ο «μεταφυσικός εργατισμός» είναι σήμερα ένας από τους χειρότερους εχθρούς ενός σύγχρονου ανατρεπτικού κινήματος.
- Η κοινωνική απελευθέρωση σαφώς περιλαμβάνει και μη άμεσα ταξικές ή πάντως μη άμεσα καπιταλιστικές/αντικαπιταλιστικές διαστάσεις ( ισότητα φύλων, ελευθερία σεξουαλικών επιλογών και προσανατολισμών , ισόρροπη ανάπτυξη και οικολογία, δικαιώματα άλλων μορφών ζωής , αντιρατσισμός κλπ). Όμως, η πάλη για τα δικαιώματα αυτά δεν μπορεί να οδηγεί σε «περιφράξεις» και «περιχαρακώσεις» και σε κηρύξεις πολέμου από «δικαιωματικές ομάδες « στην κοινωνία ολόκληρη, πράγμα που καταστρέφει την εργατική/λαϊκή κοινότητα και ενισχύει την καπιταλιστική κυριαρχία. Η «κοινότητα» του λαϊκού στρατοπέδου δεν μπορεί να είναι ισοπεδωτική ή να τελεί σε μια ισοπέδωση, περιλαμβάνει τις διαφορετικότητες αλλά δεν διαλύει τον κοινό σκοπό και τον κοινό προορισμό χάριν αυτών, δεν διαλύει το «κοινό στρατόπεδο» ούτε εχθρεύεται την «κοινωνική πλειοψηφία» ως συλλήβδην εχθρική-ρατσιστκή-φασιστική, όπως κάνουν τα διάφορα αντίφα ρεύματα. Ούτε στρέφεται κατά όλων των παραδοσιακών κοινοτικών μορφών ως μονοδιάστατα αρνητικών χάριν ενός «κοσμοπολίτικου αστερισμού ετεροτήτων -κοινωνικού χυλού». Στρέφεται κατά των εξουσιαστικών τους ιστορικών μορφών.
- Επίσης, ο δημόσιος-κοινωνικός χαρακτήρας των μέσων παραγωγής δεν ταυτίζεται μονοσήμαντα με την συγκεντρωτική και εκ των άνω κρατική ιδιοκτησία. Η κρατικοποίηση μπορεί να ανοίξει θετικά τον δρόμο στην δημόσια ιδιοκτησία ως πρώτο βήμα , αλλά δεν συνιστά από μόνη της δημόσια ιδιοκτησία αν δεν υπάρξουν οι εξής προϋποθέσεις : α) εργατική και κοινωνική αυτοδιεύθυνση και έλεγχος β) αμφισβήτηση της αντίθεσης διευθυνόντων/εκτελεστών γ) αμφισβήτηση στρατηγικά της αντίθεσης χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας και του μονοπωλίου γνώσης των ειδικών/τεχνικών και δ) δημοκρατικός κεντρικός σχεδιασμός ( βλ. σε Μπετελέμ τ. ΙΙ, τ. ΙΙΙ-ΙV) ε) αμφισβήτηση του παραγωγικού γιγαντισμού και της υποταγής των κοινωνικών αναγκών «στον νόμο της συσσώρευσης» . Στην μεταποίηση, ακόμη και όπου υιοθετηθεί λόγω μεγέθους κλίμακας η κρατική μορφή, θα είναι σε μια προοπτική σοσιαλισμού/κομμουνισμού αναγκαία η αυτοδιεύθυνση των παραγωγικών μονάδων και η ενεργή και συνεχής συμμετοχή εργαζομένων/λαού στον δημοκρατικό κεντρικό σχεδιασμό. Αμφισβητείται τόσο η κοινωνία γραφειοκρατικής οικοδόμησης και «επανάστασης από τα πάνω» όσο και η εξουσία των απόλυτα ισχυρών τεχνοκρατών της οικονομίας και μονοπρόσωπων διευθυντών.
- Όσον αφορά τα παραδοσιακά (ή και τμήμα των νέων) μικροαστικά στρώματα , δεν πρέπει να επιβληθεί μια βίαιη κρατικοποίηση/απαλλοτρίωση των πάντων, η οποία ιστορικά συνδέεται με την μορφή του «κρατικού καπιταλισμού» και την εκμετάλλευση των βίαια κρατικοποιούμενων μικροιδιοκτητικών στρωμάτων από την γραφειοκρατία ( «πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου στην ΕΣΣΔ»). Επρόκειτο για μια κεντρική θέση των Τρότσκυ- Πρεομπραζένσκυ και της Αριστερής Αντιπολίτευσης ήδη από το 1923 (Preobrazensky 1923 “The New Economy”) , την οποίαν υιοθετεί με τρόπο πολύ βίαιο το σταλινικό κέντρο στα 1928-1932. Ο Ένγκελς, ο Λένιν και πολλοί άλλοι έχουν σωστά ρητά τοποθετηθεί κατά της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των αγροτών και μικροαστικών στρωμάτων και υπέρ της εθελοντικής τους σταδιακής προσχώρησης στον κοινωνικό σχεδιασμό και ιδιοκτησία. Αναπτύσσονται, παράλληλα, προς ένα δημοκρατικά ελεγχόμενο και αυτοδιαχειριζόμενο κρατικό-δημόσιο τομέα, και παραγωγικές-αλληλοβοηθητικές συνεργατικές δραστηριότητες, οι οποίες για πολύ μεγάλο διάστημα συνυπάρχουν με μορφές καπιταλιστικής ή μη καπιταλιστικής αγοράς. Η άρση της εμπορευματικής οικονομίας είναι μεν στρατηγικός στόχος, αλλά η τακτική υλοποίησής του ( μακρά μετάβαση από μια κοινωνία που χρησιμοποιεί την αγορά/εμπόρευμα σε μια κοινωνία που τα υπερβαίνει ή πάντως δεν τα χρησιμοποιεί πια ως κύρια οχήματα και μορφές ) πρέπει να συζητηθεί σε βάθος. Το ζήτημα των κοινοτικών δεσμών , ιδίως στις μη ιμπεριαλιστικές χώρες, μπορεί να αποτελέσει μια βάση για την μετάβαση στον κομμουνισμό-δες και τον προβληματισμό του Μαρξ κατά την δεκαετία του 1880 για τις δυνατότητες αξιοποίησης του ρωσικού μιρ (αγροτικής κοινότητας), με προοπτική την πιθανή υπερπήδηση της καπιταλιστικής προόδου στις οξύτερες συνέπειές της , δες και μορφές ιθαγενικότητας-κοινότητας στην Λατινική Αμερική των τελευταίων δεκαετιών , την σχέση τους με το πείραμα στην Βενεζουέλα και αλλού .
- Ομοίως, ο πολυκομματισμός και η ελευθερία πολιτικής και ιδεολογικής έκφρασης είναι απαραίτητα και μη απαλλοτριώσιμα στοιχεία σε ένα σοσιαλιστικό συνταγματικό πλαίσιο. Η σοσιαλιστική εξουσία δεν είναι εξουσία ενός κόμματος, όσο «σοφό» και αν είναι αυτό.Η σοσιαλιστική εξουσία χρησιμοποιεί την καταστολή κατά των ιδιοκτητριών τάξεων, αλλά δεν είναι ένα διαρκές καθεστώς Τρόμου και έκτακτης ανάγκης. Η μακροχρόνια συντριβή των αστικών κρατικών δομών ενισχύει και δεν καταλύει την πολιτική ελευθερία. Ακόμη και οι αστικές τάσεις μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα, στον βαθμό που δεν στρέφονται βίαια κατά της σοσιαλιστικής κρατικής εξουσίας.
18. Ο κομμουνισμός δεν είναι ένας «παράδεισος επί της γης» ούτε το «τέλος της Ιστορίας». Σηματοδοτεί δυνητικά πάντοτε, ως ιστορική τάση :
-την υπέρβαση της κρατικής/εξουσιαστικής οργάνωσης και των εκμεταλλευτικών ταξικών σχέσεων, των ταξικών κοινωνιών, της εμπορευματικής παραγωγής .
19. Δεν σηματοδοτεί:
-το τέλος της δημόσιας πολιτικής ως μιας διακριτής λειτουργίας από την διαχείριση των πραγμάτων.
-το τέλος της «δημοκρατίας». Η δημοκρατία δεν είναι αναγκαστικά μορφή κρατικής οργάνωσης, μπορεί να είναι και μια διαρκής, ανοιχτή, πολυφωνική, συμμετοχική δημόσια σφαίρα, η οποία δεν συνοδεύεται από έναν ειδικό γραφειοκρατικό μηχανισμό. Η δημόσια πολιτική και το κράτος δεν ταυτίζονται αναγκαστικά. Ο Λένιν στο «Κράτος και επανάσταση» παραβλέπει και αγνοεί τελείως αυτήν την διάσταση.
– την παραγωγική και καταναλωτική «αφθονία». Η ορθολογική ρύθμιση και διαχείριση των γήινων πόρων σε συνθήκες περιβαλλοντικής καταστροφής δεν επιτρέπει μια «ανεξέλεγκτη» και διαβρωτική του πλανήτη παραγωγική και καταναλωτική αφθονία.
-την απόλυτη άρση των συγκρούσεων και της βίας. Ελεγχόμενες συγκρούσεις και ελεγχόμενη βία θα υπάρχουν πάντοτε, διότι δεν έχουν αποκλειστικά ταξική βάση και αφετηρία αλλά και ανθρωπολογική με διαχρονικά χαρακτηριστικά . Ο κομμουνισμός εγκαθιστά θεσμούς διαχείρισής της και άμβλυνσής της πολύ πιο αποτελεσματικούς από αυτούς της ταξικής κοινωνίας.
-μια πλήρως εναρμονιστική και «ειρηνική», παραδείσια κατάσταση πραγμάτων.
– την κατάργηση της τοπικότητας-εθνικότητας. Ο κομμουνισμός, παρά την συναδέλφωση των λαών και την «διαρκή ειρήνη» δεν θα είναι ένας ομογενοποιητικός χυλός , μέσα στον οποίον θα διαλυθούν τα ιστορικά εθνικο-τοπικά χαρακτηριστικά. Αντίθετα, μπορεί να είναι ένας πολιτισμός ισχυροποίησης της ανάδειξής τους, χωρίς βεβαίως σωβινισμούς και εθνικές αντιπαραθέσεις.
20. Ο σοσιαλισμός/κομμουνισμός στα πλαίσια του ΚΤΠ κατά τα τελευταία διακόσια χρόνια , ξεκινώντας να είναι ένα κριτικό-ορθολογικό και χειραφετητικό κίνημα και εγχείρημα συνέχειας και επέκτασης του Διαφωτισμού ως οράματος συνειδητής ανθρώπινης χειραφέτησης, καθώς και άρσης της κλασσικής θρησκευτικότητας και Παράδοσης , ιδίως όσον αφορά τις πιο «καθυστερημένες» νοητικές και συγκινησιακές μορφές τους, προχώρησε , ιδίως στην σταλινική του υπόσταση, κατά τον 20ο αιώνα στις παραπάνω «υπερβολές»/υπερδιογκωμένες απαιτήσεις , καθιστάμενος ουσιαστικά, σε μεγάλο βαθμό, μια άνευ προηγουμένου κοσμική-κρατική θρησκεία. Επεκτείνοντας στα άκρα το διαφωτιστικό εγχείρημα, οι κατευθύνσεις αυτές είχαν ως στρατηγικά χαρακτηριστικά α) την πλήρη απομάγευση του πολιτισμού, τον οριστικό «θάνατο του παραδοσιακού Θεού», που συμβόλιζε και μια στατική σχέση ανθρώπου-φύσης, και την θεοποίηση του «νέου ανθρώπου»-σε αυτά ο ιστορικός κομμουνισμός συνέχισε σε υπερβολικό βαθμό ένα προϋπάρχον αστικό και Ιακωβινικό Ιδεώδες β) την άκρατη τεχνοεπιστημονική πρόοδο, που ατένιζε αμείλικτα και υπεραισιόδοξα το μέλλον (κατά τον Στάλιν, δεν υπάρχουν «τεχνικά» φρούρια ,που να μην μπορούν να κατακτήσουν οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία, δεν υπάρχουν δηλαδή επαρκείς ανθρώπινες θυσίες για την επίτευξη κάθε δυνατού «τεχνικού» στόχου που τίθεται από την κρατικοκομματική ηγεσία) –σε αυτό το σημείο ο σταλινικός παραγωγισμός είχε πολλά κοινά με την λατρεία της μηχανής και της ταχύτητας, η οποία χαρακτηρίζει τον τουρμποκαπιταλισμό της εποχής μας γ) την αντίληψη για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό ως τεράστια συγκέντρωση παραγωγικών δυνάμεων και εργατικών χεριών κάτω από την δεσποτική διοίκηση ενός πολιτικά ορθού/ «σοφού» «τεχνομηχανισμού» και γραφειοκρατικού επιτελείου στην θέση των ατομικών ή εταιρικών καπιταλιστών ( ήδη σε Τρότσκυ το 1920-1921 στα κείμενά του υπέρ της εξαναγκαστικής εργασίας («Τρομοκρατία και κομμουνισμός»), και λιγότερο σε Λένιν, πάντως έκδηλος θαυμασμός και του ίδιου του Λένιν το 1918 στο έργο του «Για τα υπεραριστερά παιδιαρίσματα και την μικροαστική νοοτροπία» στην γερμανική ιμπεριαλιστική πολεμική οικονομία του 1916-1918, που ήταν ήδη μια μισοδιευθυνόμενη καπιταλιστική οικονομία ) και δ) την μυθική επίλυση όλων των μεγάλων αντιθέσεων και συγκρούσεων προς μια πλήρως «εναρμονιστική κατεύθυνση» του «υπάρχειν» . Δημιουργήθηκε μια τεράστια «κρατικοεπιστημονική» θρησκεία , με τυπικά άθεο πρόσημο, αυτή η θρησκεία που εξακολουθεί να υπηρετείται και να δοξάζεται σήμερα από το ΚΚΕ αλλά και από άλλες μαρξιστικές οργανώσεις. Με αυτόν τον τρόπο, ο ιστορικός κομμουνισμός βίωσε μια τραγική αντίφαση ανάμεσα στην απελευθέρωση μιας πρωτόγνωρης σε βαθμό λαϊκής και κοινωνικής «από τα κάτω» δημιουργικότητας ( η Ισπανία από το 1931 ως το 1937 ή η Κίνα ορισμένων φάσεων στη δεκαετία του 1960 προχώρησαν πολύ περισσότερο από την Ρωσία σε αυτήν την κατεύθυνση) και σε μια , αντεπαναστατική/τεχνοκρατική νεοθεοκρατία δήθεν κοσμικού και ριζοσπαστικού –απελευθερωτικού προσανατολισμού, μια μορφή αντεπαναστατικής «επανάστασης από τα πάνω». Ο πραγματικός σταλινικός κομμουνισμός – όχι οι γελοίες σύγχρονες μεταμοντέρνες απομιμήσεις του με τον παντοδύναμο και πανάγαθο Μουστάκια – δεν ήταν απλώς μια τερατώδης και βάρβαρη δικτατορία πάνω στις λαϊκές τάξεις, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αυτό , πολύ χειρότερο, πολύ πιο απαιτητικό . Ήταν η αντίληψη της εξαναγκαστικής πρόσδεσης πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων –εθελοντικής, βεβαίως, για την «συνειδητή πρωτοπορία» τους- στο Άρμα της Νίκης της Ιστορίας και των αλάνθαστών, μαγικών ουσιαστικά, Νόμων της Κοινωνικής Εξέλιξης. Ήταν η μεγάλη κοσμική θρησκεία που τυπικά μόνο είχε ως Θεό την εργατική τάξη και τον λαό. Ο πραγματικός της Θεός, τον οποίον αυτή η αντίληψη υπηρέτησε αμείλικτα, δεν ήταν η μεταφυσική «Εργατική Τάξη» ως ιδέα , δεν ήταν καν «το ( Μεταφυσικό) Κόμμα» ως ιδέα, ήταν η νίκη του Επιστημονοτεχνικού Μέλλοντος πάνω στο Παρόν, η νίκη των Οικονομικών Απαιτήσεων πάνω στις Κοινωνικές Ανάγκες, η νίκη της οικονομίας πάνω στην πολιτική αλλά και σε όλα τα άλλα πεδία κοινωνικών σχέσεων, η νίκη της Ιστορίας του Ένδοξου Μέλλοντος πάνω στο «Καθυστερημένο» και «Ελλειματικό» Παρελθόν. Ήταν ένας ιστορικός «υπερδεσμός», ένας κορσές πάνω στο κοινωνικό σώμα. Το γεγονός ότι ο «κρατικός μαρξισμός» υπήρξε τόσο αρνητικός προς την θρησκευτικότητα ή προς άλλες μορφές κοινωνικών δεσμών (χωρίς να συνεπάγεται αυτό κανένα συγχωροχάρτι για τις παραδοσιακές θρησκείες και ιδίως τις δικές τους γραφειοκρατίες και χειραγωγήσεις ή ψευδείς υποσχέσεις ) είχε κυρίως να κάνει με την ανάγκη αδιαμφισβήτητης νίκης της «Κρατικής Θρησκείας του Λόγου» στην συνείδηση των ανθρώπων και με μια υπερνεωτερική, σχεδόν φουτουριστική στην ακρότητά της, επιστημονική – τεχνική αναμόρφωση του κόσμου. Το ότι ο κλασσικός καπιταλισμός ηγεμόνευσε τελικά με βάση τις δικές του «αποδοτικότερες» από τον κρατικό καπιταλισμό και ίσως λιγότερο απαιτητικές για τον μέσο άνθρωπο τεχνοουτοπίες δεν αίρει καθόλου την τραγικότητα των παραπάνω διαπιστώσεων και της μακροχρόνιας στρατηγικής ήττας που εγγράφουν, καθώς ο κομμουνισμός νοήθηκε κυρίως ως αυταρχικός υπερμοντερνισμός. Ο κλασσικός καπιταλισμός ηγεμόνευσε όχι κυρίως λόγω κάποιας «προδοσίας» αλλά γιατί ο «Υπαρκτός» σε σημαντικό βαθμό τον αντιπολιτευόταν στο δικό του ιδεολογικό τεραίν και προνομιακό πεδίο. Επίσης, παρά την αντιδραστική ψυχροπολεμική χρήση του όρου «ολοκληρωτισμός» από τον δυτικό ιμπεριαλισμό προς όφελος της αστικής δημοκρατίας , ο ιστορικός «κομμουνισμός» (αλλά και πραγματι ιστορικός κομμουνισμός, με μια υλιστική-ρεαλιστική ιστορική οπτική που δεν βυζαντινολογεί ) , στην πιο ισχυρή παραλλαγή του, την Σοβιετική Ρωσία, οργάνωσε μια καταπιεστική πολιτική εξουσία πάνω στον λαό και τις εργαζόμενες- λαϊκές τάξεις– πολύ διαφορετική από την ναζιστική στην λογική της – που είχε «ολοκληρωτικά» χαρακτηριστικά όσον αφορά την κοινωνική της τεχνολογία και την προσπάθεια –ατελέσφορη, βεβαίως- ελέγχου σε βάθος όλου του κοινωνικού σώματος και σε όλες τις πτυχές της ζωής του. Ο σταλινικός κομμουνισμός, η κύρια δηλαδή εκδοχή του ιστορικού κομμουνισμού στον 20ο αιώνα, δεν ήταν απλώς μια παρέκκλιση δευτερεύοντος χαρακτήρα. Υπήρξε ως οργανωμένο κρατικό σύστημα ο μεγαλύτερος στρατολόγος κατά της ιδέας του σοσιαλισμού/κομμουνισμού, όχι μόνο λόγω των οικονομικών και πολιτικών αδιεξόδων του και των μαζικών παραβιάσεων κάθε έννοιας σοσιαλιστικής νομιμότητας , αλλά και γιατί πρόσφερε μια εναλλακτική λύση ζωής -τουλάχιστον ως το 1953- αρκετά χειρότερη τελικά για την εργατική τάξη και τις λαϊκές τάξεις από τις συνθήκες ύπαρξης, πάλης και κοινωνικών κατακτήσεων στις τότε δυτικές καπιταλιστικές δημοκρατίες-οι συνθήκες στις οποίες δεν ήταν, βεβαίως, καθόλου ιδανικές και οι όποιες κατακτήσεις κερδήθηκαν με αγώνες και δεν παραχωρήθηκαν από το κεφάλαιο . Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων και μόνο, οι συνθήκες διαβίωσης στον «Υπαρκτό Σοσιαλισμό» βελτιώθηκαν σημαντικά. Όχι, όμως, η συνθήκη της πολιτικής και συνδικαλιστικής ελευθερίας και συμμετοχής, η οποία δεν είναι δευτερεύουσα, όπως ούτε και η συνθήκη των ατομικών δικαιωμάτων, που και αυτή στα βασικά της περιγράμματα δεν είναι καθόλου δευτερεύουσα για τον σύγχρονο άνθρωπο . Όποιος δεν χωνέψει αυτήν την αλήθεια, δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα.
Τα παραπάνω για την σχέση Δύσης και «Υπαρκτού» από την σκοπιά των λαϊκών ελευθεριών , βεβαίως, δεν ισχύουν για τις περιφερειακές και αποικιακές καπιταλιστικές ή μισοκαπιταλιστικές χώρες, όπου ετίθεντο ριζικά άλλα προβλήματα . Επίσης, ακόμη και στην Δύση, υπήρξε, παρά τα παραπάνω προβλήματα, μια ισχυρή έλξη της Σοβιετικής Ένωσης στο εργατικό κίνημα όχι για αυτό που ήταν πραγματικά η Σοβιετική Ένωση αλλά ως σύμβολο «αυτού που δεν ήταν» αλλά που «θα μπορούσε να είναι», ως σύμβολο ανατροπής του καπιταλισμού. .
Εκτός δε αυτού, είναι πια αρκετά καθαρό ότι η μεγαλοκρατική επέμβαση της ΕΣΣΔ στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδίως αυτό της καπιταλιστικής Δύσης,και στην περίοδο Στάλιν από το 1924 ως το 1953 αλλά και στην περίοδο των διαδόχων του Στάλιν ως το 1991 κυρίαρχα υπηρέτησε τα κρατικά-ταξικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης της και τουλάχιστον δεν ενίσχυσε, σε πολλές δε περιπτώσεις έβλαψε ευθέως και σοβαρά το επαναστατικό κίνημα στην Δύση (λογική ζωνών επιρροής κλπ). Το πρόβλημα αυτό δεν γεννηθηκε με τον «ρεβιζιονιστή Χρουστσόφ» το 1956, όπως ισχυρίζονται κάποιες απόψεις τελείως ανιστόρητα. Ήταν ήδη πολύ σοβαρό και με καταστροφικά αποτελέσματα για το διεθνές κίνημα επί Στάλιν ( πάρα πολλά παραδείγματα, από την Ισπανία του Εμφυλίου και της κατεσταλμένης από την Μόσχα κοινωνικής επανάστασης ως την νικη του φασισμού στην Γερμανία και ως την τραγική ήττα στην Ελλάδα της «νικηφόρας επανάστασης που χάθηκε» κπα). Στην περιφέρεια, σε μεγάλο βαθμό και λόγω της σχετικής ανεξαρτησίας των εκεί επαναστατικών δυνάμεων, η κατάσταση υπήρξε αρκετά διαφορετική και το σοβιετικό μοντέλο λειτούργησε πολύ περισσότερο ως ελκτική εναλλακτική λύση προς το άθλιο αποικιακό παρόν. Είναι ακόμη αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις κράτη του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» ( λ.χ. η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας ή η Τσεχοσλοβακία και η πολύ ιδιόμορφη ως προς την κατάταξή της Κούβα) αυτονομήθηκαν και ενίσχυσαν σημαντικά τα κινήματα της περιφέρειας.
Ο σύγχρονος κομμουνισμός, για να υπάρξει ξανά , πρέπει να αναμετρηθει πολύ έντονα με αυτές τις συγκλίνουσες παραλλαγές της αντίδρασης, με τις «Τρεις Πληγές» του ταξικού πολιτισμού α) Τεχνογραφειοκρατία- Επιστημονισμός- Κρατισμός- Συγκεντρωτισμός- Πρόοδος β)Εγωτισμός- Ναρκισσισμός- Ατομικισμός /Ωφελιμισμός στο πεδίο του ατόμου στον ύστερο καπιταλισμό (καπιταλιστικός ναρκισσισμός και μεταμοντέρνος φιλελευθερισμός) και ψευτοπολιτικός ναρκισσισμός στο πεδίο των οργανώσεων της Αριστεράς με φορέα το δήθεν Τέλειο Κόμμα, που σήμερα είναι κυρίως μια μικρή η μεγάλη ποσοτικά Φυλή του Μεταμοντέρνου ) γ) φαντασιακή συνεχής ανακατατασκευή του ανθρώπου και της φύσης από τον Άνθρωπο-Θεό και κατάργηση όλων των ριζωμάτων του ( τοπικότητα- τάξη- οικογένεια- εργασία- φύλο με βιολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά κλπ) με όριο τελικά την τερατογέννεση.
21. Βιβλιογραφία
Βλ. σχετικά με το ζήτημα του σύγχρονου και του ιστορικού κομμουνισμού και σε άλλα κείμενα του Δ. Μπελαντή της περιόδου 2015-2018 :
1-«Κομμουνιστές χωρίς επανάσταση-μια θέση για το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο», rednotebook.gr , Δεκέμβριος 2015 . Ανάλυση του επαναστατικού φαινομένου στον 20ο αιώνα και των τριών κύκλων εμφάνισής του, των ποιοτικών τους χαρακτηριστικών.
Και την αγγλική πιο εκτεταμένη και διευκρινιστική μορφή αυτού του κειμένου μου :
2-“Communists without revolution? A position on the traditional and the modern revolutionary subject” in www.controversy.gr, 2018 ( extended version).
3- «Το ίχνος του Οκτώβρη» , 2.2017 , www.pandiera.gr .
4-“Δέκα σημεία για τον ιστορικό και τον σύγχρονο κομμουνισμό” , Νοέμβριος 2017, σε www.pandiera.gr .
5-“Mπολσεβίκοι εναντίον του Λένιν – η περίπτωση των Αριστερών Κομμουνιστών το 1918 και ο εργατικός έλεγχος» , περ. Ουτοπία 122/2017 σελ. 63-79, καθώς και σε www.controversy.gr
6-«Το επαναστατικό κόμμα στον Λένιν», περ. Τετράδια διαλόγου, έρευνας και κριτικής τ.68 / 2017, καλοκαίρι 2017, , σελ. 101 επ.
7-«Κατά του σταλινισμού, σε κάθε του μορφή», Οκτώβριος 2015, σε www.pandiera.gr .
8-«Για τον τροτσκισμό, παλιό και νέο», Φεβρουάριος 2016, σε www.pandiera.gr
9. «Η προστασία του λενινιστικού σοβιετικού καθεστώτος κατά των εχθρών του ( 1918-1924)», περ. Θέσεις τ. 67-69/1998 .
–Eπίσης, σε άλλους συγγραφείς σχετικά με τα παραπάνω :
– «Κι εσύ, Λένιν» του Ante Ciliga,1935-38 , μεταφρασμένο από Δ. Μπελαντή σε www.controversy.gr ( Νοέμβριος 2018). Περιεκτικό, σύντομο, βαθύ αλλά και πικρό κείμενο για την λενινιστική/μπολσεβίκικη εμπειρία , απόσπασμα από το βιβλίο του A. Ciliga “The Russian Enigma”, 1940. To μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου γράφηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Verkhne Uralsk, όπου ο Σίλιγκα ανήκε στην πτέρυγα των κρατουμένων της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Στην πορεία, διαφοροποιήθηκε από την Αριστερή Αντιπολίτευση και αμφισβήτησε την σταλινική εξουσία ως κρατικοκαπιταλιστική, θεωρώντας τον τροτσκισμό ως μια ( εντός της ΕΣΣΔ πάντοτε) «νομιμόφρονα αντιπολίτευση του σταλινισμού» ( όμοια ο Β. Σερζ και ο Μπ. Σουβαρίν) .
-Β. Σερζ «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη» , Scripta, 2008.
-PDF- Βoris Souvarine “Stalin, a critical survey of Bolshevism”, 1935, διαδίκτυο, τελευταία ανάκτηση 1/2019. Εξαιρετικά πλούσιο σε ιστορικά στοιχεία, από έναν πρωταγωνιστή τους.
-Τα βιβλία του Σίλιγκα, του Σερζ, του Σουβαρίν, που και οι τρεις πέρασαν από την τροτσκιστική Αριστερή Αντιπολίτευση, και στην συνέχεια την εγκατέλειψαν βάσει της θέσης ότι η ΣΕ ήταν ταξικό εκμεταλλευτικό κράτος (τουλάχιστον μετά το 1928) και όχι σοσιαλιστικό κράτος ή έστω γραφειοκρατικά παραμορφωμένο εργατικό κράτος, αποτελούν μαρτυρίες στρατευμένων κομμουνιστών τότε –ανεξάρτητα από την κατοπινή εξέλιξη των Σουβαρίν και Σίλιγκα- οι οποίοι έζησαν ή έστω παρακολούθησαν από κοντά την ζοφερή καταστολή της σταλινοποιημένης ΣΕ. Ο Σίλιγκα έμεινε πέντε χρόνια σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο δε Σερζ φυλακίστηκε επανειλημμένα από το 1928 ως το 1936 και με δυσκολία και κατόπιν διεθνούς πίεσης του επετράπη να περάσει στην Δύση και να αποφυλακιστεί. Ο Μπετελέμ θεωρεί τα έργα των Σουβαρίν και Σίλιγκα βασική πηγή του στον ΙΙΙ-ΙV τόμο των «Ταξικών Αγώνων στην ΕΣΣΔ».
– Charles Bettelheim «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ 1930-1941», 3ος-4ος τόμος , Αθήνα 2016, Κουκκίδα.
– Charles Bettelheim «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ 1923-1930», 2ος τόμος , Αθήνα 2008, Κουκκίδα
I. Deutscher, “Trotsky 1, 1879-1921, The Prophet Armed”
“Trotsky 2 , 1921-1929, The Prophet Unarmed”
“Trotsky 3, 1929-1940, The Prophet Outcast”
“Stalin”
Ε.Η Carr “The Bolshevic Revolution” , vol. 1-3 , υπαρκτό στα ελληνικά και ως PDF με τον τίτλο «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης» τ. 1-3 , Αθήνα 1977 , εκδόσεις Υποδομή.
R. V. Daniels “ The Conscience of the Revolution. Communist Opposition in Soviet Russia”, NY, 1960, Harvard University Press.
R. Tucker “Stalin as revolutionary ,1879-1929”, Norton and Compton 1973.
Raya Dunayevskaya “Marxism and Freedom –from 1776 to today” , Humanity Books, 2000 (1958) –πολύ σημαντική αμερικανίδα μαρξίστρια και φεμινιστρια, προερχόμενη από το τροτσκιστικό ρεύμα, και αργότερα συμβουλιακή κομμουνίστρια.
Κ. Καστοριάδη «Η γραφειοκρατική κοινωνία 1 –οι παραγωγικές σχέσεις στη Ρωσία», Αθήνα 1985, Ύψιλον.
Κ. Καστοριάδη «Ο ρόλος της μπολσεβίκικης ιδεολογίας στη γέννηση της γραφειοκρατίας», (1964) σε « Η πείρα του εργατικού κινήματος τ. 2 : προλεταριάτο και οργάνωση», Αθήνα 1984, Ύψιλον, σελ. 271 επ.
Λ. Τρότσκι «Η προδομένη επανάσταση» , Αθήνα 2008, Διεθνές Βήμα.
Μ. Μπρίντον «Οι μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος» , Αθήνα 1977, Διεθνής Βιβλιοθήκη.
Ρ. Λινάρ «Ο Λένιν, οι αγρότες, ο Ταίυλορ», νέα έκδοση από τις εκδόσεις «Εκτός γραμμής» , Αθήνα 2018.
Φ. Κλαουντίν «Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος» , τ. Α’ και Β’, Γράμματα 1981.
Τ. Κλιφφ , Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία , Αθήνα 1983, Εργατική Δημοκρατία. Ήδη νεότερη έκδοση, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2017.
Γ. Σωτηρόπουλος « Διψώντας για δικαιοσύνη : περί της θεωρίας και ιστορίας της επανάστασης», Αθήνα 2017, futura.
Γ . Λιερός «Κοινά, κοινότητες, κοινοκτημοσύνη, κομμουνισμός- αό τον κόσμο των κοινών στον κοινό κόσμο», Εκδόσεις των συναδέλφων, 2016.