20.4 C
Athens
Δευτέρα, 12 Μαΐου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η ΝΔ καταρρακώνει την δημόσια υγεία, του Νίκου Δαμιανάκη

Το 2025, το ελληνικό σύστημα υγείας βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, όπου οι επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης πολιτικής επιδεινώνουν τις υφιστάμενες ανισότητες. Η συστημική υπό-χρηματοδότηση, η ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών και η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα οδηγούν σε μια κατάσταση όπου η πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες εξαρτάται όλο και περισσότερο από την οικονομική ισχύ του ασθενούς. Τα στοιχεία από εθνικές και διεθνείς αναφορές, καθώς και οι διαμαρτυρίες των επαγγελματιών υγείας, καταγράφουν μια δραματική υποβάθμιση της δημόσιας υγείας, με συνέπειες που επηρεάζουν κυρίως τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.

 

Η εκτόξευση των ιδιωτικών δαπανών υγείας και η διαρκής κρίση του ΕΣΥ

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Οικονομικού Ταχυδρόμου (31/03/2025), οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα έχουν φθάσει το 39% των συνολικών δαπανών υγείας, σηματοδοτώντας μια ιστορική κορύφωση της εμπορευματοποίησης του τομέα. Αυτό το ποσοστό, που ξεπερνά κατά 10 μονάδες το μέσο όρο της ΕΕ (OECD, 2024), αποκαλύπτει μια βαθιά δομική κρίση του ΕΣΥ, όπου το κράτος υποχωρεί συστηματικά από τον ρόλο του κύριου παρόχου υγειονομικής περίθαλψης. Η διεθνής βιβλιογραφία  επισημαίνει ότι τέτοιες τάσεις ενισχύουν τις κοινωνικές ανισότητες, καθώς οι οικονομικά αδύναμες ομάδες αναγκάζονται είτε να αναβάλλουν απαραίτητες θεραπείες είτε να υποστούν σημαντική οικονομική επιβάρυνση. Στην Ελλάδα, η συνεχής υπο-χρηματοδότηση του δημοσίου συστήματος (κάτω από 5% του ΑΕΠ έναντι 8% στη Γερμανία – Eurostat 2025) έχει δημιουργήσει ένα κενό που καλύπτεται από ιδιωτικούς φορείς, με αποτέλεσμα η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες όπως η απεικόνιση (Μαγνητικές, Αξονικές) να εξαρτάται όλο και περισσότερο από την αγοραστική δύναμη.

Μελέτες ελληνικών πανεπιστημίων το 2024 είχαν καταγράψει ότι το 62% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα κάτω των 15.000€ αναφέρουν αναβολές ιατρικών εξετάσεων λόγω κόστους, ένα ποσοστό που αντιστοιχεί σε τριπλασιασμό από το 2019. Παράλληλα, έρευνα του Ιατρικών Συλλόγων το 2025 διαπιστώνει ότι οι μέσες τιμές ιδιωτικής νοσηλείας έχουν αυξηθεί κατά 45% τα τελευταία τρία χρόνια, με τις εισαγωγές σε ιδιωτικές κλινικές να αυξάνονται ετησίως κατά 12%. Αυτές οι τάσεις επιβεβαιώνουν την υπόθεση του Navarro (2021) για τη δημιουργία συστημάτων υγείας “δύο ταχυτήτων” σε χώρες με έντονη λιτότητα, όπου η υποβάθμιση του δημοσίου τομέα ωθεί προς την ιδιωτικοποίηση. Το φαινόμενο εντείνεται από τη μαζική μετανάστευση ιατρών (3.500 το 2024 σύμφωνα με τον ΣΕΠΕ) και τη συνεχή μείωση των κρεβατοκλινών στο δημόσιο σύστημα (κατά 22% από το 2010 – Υπουργείο Υγείας, 2025).

 

Η Μεταμόρφωση του ΕΣΥ σε “Μπάλωμα των Κενών μέσω της Αγοράς”

Το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) βρίσκεται σε μια βαθιά μεταμόρφωση το 2025, η οποία όμως δεν οδηγεί στην ενίσχυσή του, αλλά στην υποβιβασμένη λειτουργία του ως “μπαλώματος” των κενών που η ίδια η αγορά αδυνατεί να καλύψει. Αυτή η κατάσταση δεν είναι τυχαία, αλλά αποτέλεσμα μιας συστηματικής πολιτικής υποχρηματοδότησης και ιδιωτικοποίησης, όπως καταγράφουν δημοσιεύματα το 2025. Η στρατηγική αυτή μετατρέπει το δημόσιο σύστημα υγείας σε έναν δευτερεύοντα παράγοντα, ο οποίος παρεμβαίνει μόνο όταν οι ιδιωτικές δομές αποτύχουν ή δεν θεωρούν κερδοφόρα την κάλυψη ορισμένων αναγκών.

 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης είναι η περίπτωση του Ασκληπιείου Βούλας, όπου αξονικές τομογραφίες πλέον εκτελούνται από ιδιωτική εταιρεία, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για δημόσια υγειονομική μονάδα. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι μεμονωμένο, αλλά αντιπροσωπευτικό μιας ευρύτερης πολιτικής που προωθεί την ανάθεση κρίσιμων υπηρεσιών σε ιδιώτες παρόχους. Η έλλειψη επενδύσεων σε νέο εξοπλισμό και η συνεχής μείωση του προσωπικού έχουν ως αποτέλεσμα το δημόσιο σύστημα να βασίζεται όλο και περισσότερο σε ιδιωτικές μονάδες, οι οποίες επιβάλλουν υψηλότερες χρεώσεις. Οι πολίτες, ειδικά εκείνοι με περιορισμένα οικονομικά μέσα, αναγκάζονται να αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, συχνά με σημαντικό οικονομικό κόστος.

Η εξάρτηση από ιδιωτικούς φορείς δεν αφορά μόνο εξετάσεις, αλλά και ουσιαστικές υπηρεσίες, όπως η χειρουργική, η αποκατάσταση και η διαχείριση χρόνιων παθήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις, τα δημόσια νοσοκομεία λειτουργούν ως “προ-αίτια” για την ιδιωτική υγεία, όπου οι ασθενείς υποβάλλονται σε βασικές διαγνώσεις και στη συνέχεια παραπέμπονται σε ιδιωτικές κλινικές για περαιτέρω θεραπεία. Αυτό δημιουργεί μια δίκοπη σπάθη: από τη μια πλευρά, το δημόσιο σύστημα υποβαθμίζεται και χάνει την ικανότητα να παρέχει ολοκληρωμένη φροντίδα, ενώ από την άλλη, οι πολίτες αντιμετωπίζουν αυξανόμενα οικονομικά εμπόδια για την πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι απλώς μια διοικητική αδυναμία, αλλά μια συνειδητή πολιτική επιλογή που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Η ιδιωτικοποίηση των κερδοφόρων τομέων της υγείας, όπως οι ακριβές διαγνωστικές μέθοδοι, συνοδεύεται από την εγκατάλειψη των δημόσιων δομών σε ό,τι αφορά τη συντήρηση και την αναβάθμιση. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα που δεν εξυπηρετεί πλέον την ιδέα της καθολικής πρόσβασης, αλλά λειτουργεί ως ένας δεύτερος ρόλος, συμπληρωματικός της αγοράς.

Συνεπώς, η μεταμόρφωση (που ευαγγελίζεται ο Α. Γεωργιάδης και η ΝΔ) του ΕΣΥ σε “μπάλωμα” δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία, αλλά μια ριζική αλλαγή που ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες. Όσο το δημόσιο σύστημα εξασθενεί, τόσο περισσότεροι πολίτες αναγκάζονται να στραφούν στην ιδιωτική υγεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη. Χωρίς μια ουσιαστική αναθεώρηση αυτής της πολιτικής, το ΕΣΥ θα συνεχίσει να υπολειτουργεί, ενισχύοντας ένα μοντέλο όπου η υγεία γίνεται προνόμιο, και όχι δικαίωμα.

 

Οι ομαδικές παραιτήσεις ιατρών και η κρίση του προσωπικού

Το φαινόμενο των μαζικών παραιτήσεων ιατρών από δημόσια νοσοκομεία, δεν είναι απλώς μια προσωρινή διαταραχή, αλλά η εκδήλωση μιας βαθύτερης κρίσης που διαβρώνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ). Οι λόγοι που οδηγούν τους γιατρούς σε αυτή την απόφαση είναι πολλαπλοί και συνδέονται άμεσα με τη συστημική υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας, την έλλειψη επενδύσεων και την πλήρη απουσία κινήτρων για να παραμείνουν στο δημόσιο σύστημα. Πολλοί νέοι ειδικευόμενοι ιατροί, αφού ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους, επιλέγουν να εγκαταλείψουν τα δημόσια νοσοκομεία και να μετακινηθούν είτε σε ιδιωτικές κλινικές είτε στο εξωτερικό, όπου βρίσκουν καλύτερες απολαβές, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και επαγγελματική αναγνώριση.

Η διαρροή αυτού του κρίσιμου ανθρώπινου δυναμικού δεν είναι απλώς μια απώλεια ειδικευμένων επαγγελματιών, αλλά επιταχύνει την υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρει το ΕΣΥ. Σε πολλές περιπτώσεις, η φυσική παρουσία ενός ειδικευμένου ακτινοδιαγνώστη κατά τη διάρκεια εξετάσεων έχει γίνει πλέον μια σπάνια πολυτέλεια. Αντί για άμεση εξειδικευμένη παρακολούθηση, οι διαγνωστικές διαδικασίες αυτοματοποιούνται ή ανατίθενται σε εξωτερικούς εργολάβους, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ακρίβεια και η ασφάλεια των αποτελεσμάτων.

Αυτή η τάση δεν αφορά μόνο την ακτινολογία, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες κλινικές ειδικότητες, όπου η έλλειψη γιατρών οδηγεί σε υπερφόρτωση του υπολειπόμενου προσωπικού και σε αυξημένους χρόνους αναμονής για τους ασθενείς.

Οι συνθήκες εργασίας στα δημόσια νοσοκομεία έχουν φθάσει σε σημείο μη βιωσιμότητας. Οι γιατροί αναφέρουν υπερωρίες χωρίς αντίστοιχη αποζημίωση, έλλειψη βασικού εξοπλισμού και συνεχή πίεση λόγω της αυξανόμενης ζήτησης για υπηρεσίες. Παράλληλα, τα κίνητρα για να παραμείνουν στο δημόσιο σύστημα είναι ελάχιστα, καθώς οι μισθοί παραμένουν αναξιοπρεπείς σε σύγκριση με τις ιδιωτικές κλινικές ή τα νοσοκομεία του εξωτερικού. Η έλλειψη σταθερών προγραμμάτων επαγγελματικής εξέλιξης και η απουσία αναγνώρισης της εργασίας τους συμβάλλουν επιπλέον στην απογοήτευση. Το αποτέλεσμα είναι μια συνεχώς αυξανόμενη φυγή εγκεφάλων, η οποία δεν επηρεάζει μόνο την ποιότητα της φροντίδας, αλλά και τη δημόσια εμπιστοσύνη στο σύστημα υγείας.

Η κρίση του προσωπικού δεν είναι απομονωμένο φαινόμενο, αλλά συνδέεται άμεσα με τις ευρύτερες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται στο χώρο της υγείας. Η μείωση των δημόσιων δαπανών, η ιδιωτικοποίηση των κερδοφόρων τομέων και η ελάχιστη υποστήριξη του προσωπικού οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο: όσο περισσότερο υποβαθμίζεται το δημόσιο σύστημα, τόσο περισσότεροι γιατροί το εγκαταλείπουν, και όσο λιγότεροι επαγγελματίες παραμένουν, τόσο χειρότερες γίνονται οι υπηρεσίες για τους πολίτες.

Οι μαζικές παραιτήσεις ιατρών δεν είναι απλώς ένα διοικητικό πρόβλημα, αλλά η εκδήλωση μιας βαθύτερης δομικής κρίσης. Χωρίς άμεσες παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας, θα αυξήσουν τα κίνητρα και θα αποκαταστήσουν την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος, το ΕΣΥ θα συνεχίσει να χάνει κρίσιμους ειδικούς, ενισχύοντας περαιτέρω τις ανισότητες στην πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα. Η υγεία δεν μπορεί να λειτουργεί χωρίς τους εργαζόμενους της, και η αδιαφορία απέναντί τους είναι, στην ουσία, μια αδιαφορία απέναντι στην ίδια τη δημόσια υγεία.

Η αύξηση των τιμών στις ιατρικές εξετάσεις και η οικονομική βαρύτητα

Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι τιμές σε βασικές ιατρικές εξετάσεις, όπως μαγνητικές τομογραφίες και αξονικές, παρουσιάζουν αύξηση της τάξης του 20-30% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αυτή η δραματική άνοδος δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συστημικής αύξησης του κόστους πρόσβασης σε ιατρικές υπηρεσίες, το οποίο επηρεάζει δυσανάλογα τις οικονομικά αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μια επικίνδυνη τάση όπου σημαντικός αριθμός πολιτών αναγκάζεται είτε να αναβάλλει είτε και να παραλείψει εντελώς απαραίτητες διαγνωστικές διαδικασίες, με σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.

Η έκθεση του OECD (2023) για την Ελλάδα επισημαίνει ότι οι κοινωνικές ανισότητες στον τομέα της υγείας έχουν υποστεί σημαντική διεύρυνση τα τελευταία χρόνια. Οι οικονομικά ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού αντιμετωπίζουν όχι μόνο αυξημένες δυσκολίες στην πρόσβαση σε βασικές ιατρικές υπηρεσίες, αλλά και υψηλότερα ποσοστά χρόνιων παθήσεων και πρόωρων θανάτων. Αυτή η διαφοροποίηση στην ποιότητα και τη διαθεσιμότητα υγειονομικής περίθαλψης δεν οφείλεται σε βιολογικούς ή γενετικούς παράγοντες, αλλά αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα των οικονομικών ανισοτήτων και της υποβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας.

 

 

Η αύξηση του κόστους των ιατρικών εξετάσεων εμφανίζει ιδιαίτερα επιβαρυντικές συνέπειες για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Πολλοί ασθενείς αναγκάζονται να επιλέξουν μεταξύ της διεξαγωγής απαραίτητων εξετάσεων και της κάλυψης άλλων βασικών αναγκών, όπως η διατροφή ή η στέγαση. Αυτή η αδύναμη θέση οδηγεί συχνά σε επιλογές που θυσιάζουν την προληπτική φροντίδα της υγείας, με αποτέλεσμα οι ασθένειες να ανακαλύπτονται σε προχωρημένα στάδια, όταν οι θεραπευτικές επιλογές είναι περιορισμένες και το κόστος θεραπείας σημαντικά υψηλότερο.

Η τρέχουσα κατάσταση αποτελεί έκφραση μιας βαθύτερης δομικής κρίσης στο σύστημα υγείας, η οποία σχετίζεται άμεσα με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια. Η συνεχής υποχρηματοδότηση του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εμπορευματοποίηση των ιατρικών υπηρεσιών, έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου η πρόσβαση σε βασικές υγειονομικές υπηρεσίες εξαρτάται όλο και περισσότερο από την οικονομική ισχύ του κάθε ατόμου. Αυτή η τάση δεν επηρεάζει μόνο την ατομική υγεία των πολιτών, αλλά έχει και σοβαρές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις, καθώς η υποβαθμισμένη υγεία του πληθυσμού οδηγεί σε απώλεια παραγωγικότητας και αυξημένα κρατικά έξοδα για την αντιμετώπιση προχωρημένων παθήσεων.

Η πρόσφατη αύξηση των τιμών στις ιατρικές εξετάσεις αποτελεί μόνο την επιφανειακή έκφραση μιας πολύ βαθύτερης δομικής ανισότητας στο σύστημα υγείας. Χωρίς ριζικές αλλαγές στην πολιτική χρηματοδότησης και οργάνωσης του συστήματος υγείας, οι κοινωνικές ανισότητες στον τομέα της υγείας θα συνεχίσουν να διευρύνονται, με σοβαρές συνέπειες τόσο για την υγεία των πολιτών όσο και για την κοινωνική συνοχή της χώρας. Η ανάγκη για μια ολιστική προσέγγιση που θα εγγυηθεί την ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών σε ποιοτικές υγειονομικές υπηρεσίες είναι πιο επείγουσα ποτέ.

Η απομάκρυνση της δημόσιας υγείας από το κοινωνικό κράτος

Η πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής το 2023 αποτυπώνει μια βαθιά ανησυχητική τάση: τη σταδιακή μεταμόρφωση της υγείας από θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα σε εμπορεύμα, υπό την επίδραση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Στο πλαίσιο αυτό, το δημόσιο σύστημα υγείας περιορίζεται όλο και περισσότερο στον ρόλο μιας “τελευταίας γραμμής άμυνας” για εκείνους που αδυνατούν οικονομικά να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η διττή λογική δημιουργεί μια κοινωνία δύο ταχυτήτων, όπου η ποιότητα και η ταχύτητα πρόσβασης σε ιατρικές υπηρεσίες καθορίζονται από την αγοραστική δύναμη του κάθε πολίτη.

Οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής γίνονται ιδιαίτερα εμφανείς στην κατάσταση των μεγάλων νοσοκομειακών μονάδων, όπως τα νοσοκομεία Αλεξάνδρα και Βούλας. Όπως έχει καταγραφεί οι ασθενείς σε αυτές τις δημόσιες μονάδες αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν αναμονές που φθάνουν τους πολλούς μήνες για βασικές διαγνωστικές εξετάσεις, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιες υπηρεσίες είναι άμεσα διαθέσιμες σε ιδιωτικές κλινικές – για όσους μπορούν να τις πληρώσουν. Αυτή η διαφοροποίηση δεν αφορά μόνο τους χρόνους αναμονής, αλλά και την ίδια την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς η συνεχής υποχρηματοδότηση οδηγεί σε υποβαθμισμένο εξοπλισμό και ελλιπή προσωπικό.

Η συστημική αυτή αδυναμία του ΕΣΥ δεν αποτελεί τυχαία εξέλιξη, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μείωσης του κράτους πρόνοιας. Το δημόσιο σύστημα υγείας μετατρέπεται σταδιακά από καθολικό πάροχο υπηρεσιών σε ένα υποτυπώδες δίκτυο ασφάλειας για τις χαμηλότερες κοινωνικές στρώσεις, ενώ ταυτόχρονα οι κερδοφόροι τομείς της υγειονομικής περίθαλψης παραχωρούνται στον ιδιωτικό τομέα.

Αυτή η στρατηγική έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την επιδείνωση των υπηρεσιών του δημοσίου τομέα, αλλά και την ενίσχυση των κερδοσκοπικών λογικών στον χώρο της υγείας, όπου η θεραπεία του ασθενούς μετατρέπεται σε ευκαιρία για κέρδος.

Οι κοινωνικές συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι βαθύτατες. Καθώς το δημόσιο σύστημα υποβαθμίζεται, οι οικονομικές ανισότητες μεταφράζονται απευθείας σε ανισότητες στην πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη και, κατ’ επέκταση, σε ανισότητες στην ποιότητα και στο προσδόκιμο ζωής. Η μελέτη του ΠΑΔΑ επισημαίνει ότι αυτή η τάση αντιτίθεται στις βασικές αρχές του κράτους πρόνοιας και της καθολικής πρόσβασης στην υγεία, όπως αυτές έχουν θεσπιστεί τόσο στο Σύνταγμα της Ελλάδας όσο και σε διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Συμπερασματικά, η τρέχουσα κατάσταση αποκαλύπτει μια βαθιά κρίση της κοινωνικής συνοχής. Η απομάκρυνση της υγείας από το πλαίσιο του κράτους πρόνοιας και η μετατροπή της σε εμπορεύμα απειλεί όχι μόνο την υγεία των ατόμων, αλλά και τις ίδιες τις βάσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η αναγκαιότητα για μια ριζική αναθεώρηση αυτών των πολιτικών είναι πλέον επιτακτική, προκειμένου να επαναφερθεί η υγεία στο πλαίσιο των κοινωνικών δικαιωμάτων και να εξασφαλιστεί η ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών σε ποιοτικές υγειονομικές υπηρεσίες.

 

Συμπέρασμα: Μια υγεία καθολικά άνιση και ταξική στην Ελλάς του 2025

Το έτος 2025 σηματοδοτεί μια κρίσιμη καμπή για το ελληνικό σύστημα υγείας, το οποίο βυθίζεται σε μια σπείρα υποβάθμισης με δραματικές επιπτώσεις στην κοινωνική δικαιοσύνη. Οι επικρατούσες νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν απλώς διαιωνίζουν, αλλά εντείνουν συστηματικά τις κοινωνικές ανισότητες, μετατρέποντας τη δημόσια υγεία σε ένα διακριτικό προνόμιο. Η τριπλή σύγκλιση της χρόνιας υποχρηματοδότησης, της απρόκλητης ιδιωτικοποίησης και της συνεχούς αποδυνάμωσης του ανθρώπινου δυναμικού έχει γεννήσει ένα δυσλειτουργικό μοντέλο όπου η ποιότητα και η ταχύτητα πρόσβασης σε θεραπευτικές υπηρεσίες καθορίζονται από την τσέπη του πολίτη, όχι από τις ιατρικές του ανάγκες.

Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι πλέον μετρήσιμες και καταστροφικές. Όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες μελέτες, τα χρονικά περιθώρια αναμονής σε δημόσιες δομές έχουν φθάσει σε απαράδεκτα επίπεδα, ενώ παράλληλα σημειώνεται εκρητική αύξηση του κόστους των ιατρικών εξετάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η διττή πραγματικότητα οδηγεί σε μια νέα μορφή κοινωνικού απαρτχάιντ, όπου οι οικονομικά αδύναμες ομάδες καταδικάζονται σε υποβαθμισμένη φροντίδα ή και σε πλήρη στέρηση βασικών υγειονομικών υπηρεσιών. Η διαπίστωση του OECD για την εκτόξευση των ποσοστών χρόνιων παθήσεων και πρόωρων θανάτων στις χαμηλόμισθες τάξεις αποτελεί την πλέον δραματική απόδειξη αυτής της κοινωνικής δυστυχίας.

Η τωρινή κατάσταση δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα οικονομικών περιορισμών, αλλά μια συνειδητή πολιτική επιλογή που αντιτίθεται στη φιλοσοφία του κράτους πρόνοιας. Η συστημική εγκατάλειψη του δημοσίου συστήματος υγείας, σε συνδυασμό με την ενεργή ενίσχυση ιδιωτικών συμφερόντων, αποτελεί προδοσία του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην υγεία. Οι μαζικές παραιτήσεις ιατρών, η υπολειτουργία νοσοκομειακών μονάδων και η εμπορευματοποίηση της ιατρικής φροντίδας αποτελούν συμπτώματα μιας βαθύτερης δομικής κρίσης που απειλεί τα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής.

 

Σε αυτό το κρίσιμο σημείο, η ανάγκη για ριζική αλλαγή πορείας είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης. Η επαναφορά της υγείας ως κοινωνικού αγαθού απαιτεί άμεσες και δραστικές παρεμβάσεις: επαρκή χρηματοδότηση του ΕΣΥ, διακοπή των πολιτικών ιδιωτικοποίησης, δημιουργία κινήτρων για την παραμονή των επαγγελματιών υγείας και εφαρμογή του αξιώματος της καθολικής πρόσβασης. Χωρίς μια τέτοια ολιστική ανασυγκρότηση, η ελληνική υγεία θα συνεχίσει την επικίνδυνη πορεία της προς την πλήρη διάλυση, με ανυπολόγιστες συνέπειες τόσο για την ανθρώπινη ζωή όσο και για την ίδια την κοινωνική υφή της χώρας. Το 2025 μπορεί να αποτελέσει είτε το έτος της οριστικής κατάρρευσης, είτε το σημείο εκκίνησης για μια αναγεννησιακή πολιτική που θα επαναφέρει την υγεία στο πλαίσιο των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η επιλογή εξακολουθεί να είναι δική μας, αλλά ο χρόνος λήγει.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ