πηγή: Junge Welt
Οι προοπτικές είναι ζοφερές και οι αντιδράσεις της γερμανικής βιομηχανίας, των ενώσεων και των δεξαμενών σκέψεις της είναι έντονες. Δασμοί 15% σε σχεδόν όλα όσα εξάγουν μέχρι τώρα οι γερμανικές εταιρείες στις ΗΠΑ: Αυτό θα κοστίσει στη γερμανική οικονομία δισεκατομμύρια και θα επιβαρύνει ιδιαίτερα δύο από τους τρεις κορυφαίους τομείς της – τους κατασκευαστές αυτοκινήτων και μηχανών – παρεμπίπτοντος ακριβώς τη στιγμή που οι εξαγωγές τους στην Κίνα καταρρέουν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί επίσης το δικαίωμα να επιβάλει δασμούς στα φαρμακευτικά προϊόντα. Οι ειδικοί συμφωνούν: οι εξαγωγές της γερμανικής βιομηχανίας προς τις ΗΠΑ, την κύρια διεθνή εξαγωγική αγορά της, θα συρρικνωθούν και αυτό δεν μπορεί να αντισταθμιστεί. Η φθίνουσα εξαγωγική δύναμη, η οποία έχει ήδη υποστεί μείωση των εξαγωγών εδώ και χρόνια, είναι πιθανό να βιώσει ένα τρίτο συνεχόμενο έτος υποχώρησης τους και, ως εκ τούτου, ένα σοβαρό πλήγμα.
Ασυνήθιστα έντονες ήταν κατά συνέπεια οι αντιδράσεις τις γερμανικής οικονομίας στη συμφωνία, την οποία ενέκρινε την Κυριακή η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν: Ήταν μια «ταπείνωση», μια «συνθηκολόγηση». Οι Γερμανοί οικονομολόγοι βρέθηκαν πλήρως στο πλευρό των Γάλλων πολιτικών, οι οποίοι κατέφυγαν στο ίδιο σχεδόν λεξιλόγιο, αν και για διαφορετικούς λόγους. Ενώ η οικονομία τους θα πληγεί λιγότερο σκληρά από τη γερμανική, μέλη της κυβέρνησης, επεσήμαναν ότι η ΕΕ φιλοδοξεί να γίνει μια παγκόσμια υπερδύναμη – περισσότερο οικονομικά, παρά στρατιωτικά. Ωστόσο, όσοι διαπραγματεύονται αδύναμα, όσοι, όπως η φον ντερ Λάιεν, δεν καταφέρνουν καν να αντιδράσουν σε αυθαίρετους δασμούς με αντιδασμούς και στη συνέχεια αποδέχονται μια άθλια συμφωνία, έχουν χάσει αυτή την αξίωση. Παρεμπιπτόντως, αυτό πιθανότατα δεν αποτελεί καλό οιωνό ούτε για την φον ντερ Λάιεν προσωπικά.
Ως πραγματικός νικητής στον πόλεμο των δασμών του Τραμπ αναδεικνύεται αυτή τη στιγμή η Κίνα, η οποία τη Δευτέρα διεξήγαγε διαπραγματεύσεις στη Στοκχόλμη σχετικά με την παράταση της «εκεχειρίας» στον πόλεμο των δασμών της με τις ΗΠΑ. Η Λαϊκή Δημοκρατία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που έχει καταφέρει να αναγκάσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ να υποχωρήσει και να αποσύρει τους περισσότερους από τους δασμούς της. Για τον σκοπό αυτό, το Πεκίνο εκμεταλλεύτηκε έξυπνα το γεγονός ότι, πρώτον, η επικείμενη αύξηση των τιμών που προκλήθηκε από τους δασμούς απειλούσε να προκαλέσει προβλήματα στην βάση της συμμαχίας του «MAGA» – και, δεύτερον, το ότι η αμερικανική βιομηχανία εξαρτάται από τις απαραίτητες σπάνιες γαίες από την Κίνα. Έτσι, σχεδιάζοντας μακροπρόθεσμα, η Λαϊκή Δημοκρατία έχει εξασφαλίσει ισχυρό πλεονέκτημα που της επιτρέπει να αντιπαρατίθεται έναντι της Ουάσιγκτον. Σε αντίθεση με την ΕΕ, δεν παραληρεί ασταμάτητα με αυταρέσκεια σχετικά με τις αξιώσεις της. Εργάζεται αθόρυβα και σκληρά για να γίνει ισχυρότερη. Πολλοί το έχουν παραβλέψει αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά τώρα αποδίδει καρπούς.