(Ή Περί Φιλελληνισμού)
Με αφορμή τις «πρωτοβουλίες» της Υπουργού Πολιτισμού κ. Μενδώνη για τη διεκδίκηση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα επανήλθε στο προσκήνιο ο όρος «Φιλελληνισμός». Άσχετα με τις προφανείς σκοπιμότητες ή την πρόβλεψη για την έκβαση των πρωτοβουλιών αυτών και με δεδομένη την αναθέρμανση της συζήτησης για την περίοδο της Επανάστασης του 1821- μπροστά την επέτειο των 200 χρόνων – αξίζει να ανοίξει η συζήτηση για τον «Φιλελληνισμό».
Φιλελληνισμός ονομάστηκε η κινούμενη από γνήσια αισθήματα συμπάθειας και φιλελευθερισμού υπέρ των Ελλήνων κίνηση μεταξύ των απλών πολιτών στην Ευρώπη. Προήλθε από τον αποτροπιασμό για τις τουρκικές θηριωδίες, από το πνεύμα του φιλελευθερισμού που ως ιδεολογία αντιπαρεβάλλετο με την αντιδραστική «Ιερά Συμμαχία», από το θαυμασμό των Ευρωπαίων προς την αρχαία Ελλάδα, αλλά και για τον ηρωικό αγώνα των νεοτέρων Ελλήνων.
Ο Φιλελληνισμός στην Ευρώπη, όπως γράφει ο Π. Καρολίδης, εξαιτίας των σφαγών της Χίου και των επιτυχιών του Κανάρη στις θαλάσσιες επιχειρήσεις του 1822, «έλαβε δύναμιν και ανάπτυξιν, εκδηλούμενος εν ταις ωδαίς και άσμασι των ποιητών και εν τοις ρητορικοίς λόγοις των φιλελλήνων και φιλελευθέρων ρητόρων εν τοις κοινοβουλίοις και εν τη δημοσιογραφία».
Ως ρεύμα ενθαρρύνθηκε και από την έντονη κινητοποίηση των Ελλήνων του εξωτερικού, με πιο σημαίνουσες τις συστηματικές προσπάθειες τριών προσωπικοτήτων, του Αδαμάντιου Κοραή, στο Παρίσι, του μητροπολίτη Ιγνάτιου Ουγγροβλαχίας στην Πίζα και του Ιωάννη Καποδίστρια, που «αξιοποίησε» τις διεθνείς του γνωριμίες ως υπουργού Εξωτερικών της Ρωσικής Αυλής. Αποτέλεσμα, τέλος, της φιλελληνικής κίνησης ήσαν η ηθική ενίσχυση των Ελλήνων με δημοσιεύσεις φιλελληνικών άρθρων, κυκλοφορία φυλλαδίων και βιβλίων και η ίδρυση φιλελληνικών συλλόγων.
Μεταξύ των Φιλελλήνων βρέθηκαν άνθρωποι με διαφορετικά κοινωνικά, πολιτικά, μορφωτικά και εθνικά χαρακτηριστικά. Στην πλειονότητά τους, ωστόσο, οι φιλέλληνες ήσαν παλαίμαχοι στρατιώτες και αξιωματικοί των Ναπολεόντειων πολέμων που αναζητούσαν δόξα και πλούτο σε περιφερειακές συγκρούσεις, είτε γιατί από το 1815 και μετά βρέθηκαν χωρίς απασχόληση είτε γιατί είχαν τεθεί σε δυσμένεια εξαιτίας των πολιτικών τους ιδεών.
Δεν ήσαν, λοιπόν, λίγοι οι τυχάρπαστοι, «αγύρτες και περιτρίμματα», που γρήγορα, για μεγαλύτερους μισθούς ή επειδή δεν έγιναν στρατηγοί όσο σύντομα νόμιζαν, αυτομόλησαν στις τουρκικές δυνάμεις ή όσοι έχοντας στο νου τους την κλασική Ελλάδα του Περικλή, πικράθηκαν με ό,τι είδαν και με τους Νεοέλληνες και έφυγαν ανεπιστρεπτί.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημάνουμε και την παρουσία του Αιγυπτίου Δαβουσσί. Ο Δαβουσσί, όπως γράφει ο Μπ. Άννινος στο βιβλίο του «Οι Φιλέλληνες του 1821», ήταν μουσουλμάνος απόμαχος της ίλης των Μαμελούκων του Ναπολέοντος και, για προσωπικούς λόγους, μισούσε τους Μουσουλμάνους. Απ’ τη Γαλλία, όπου είχε εγκατασταθεί, έσπευσε να αγωνιστεί με τους Έλληνες. Και όπως σημειώνει ο Άννινος, «Εις το Πέτα επολέμησεν ως ήρως. Εφόνευσεν όσους εχθρούς ηδυνήθη διά της ακτηρίδος του όπλου του, και έπεσε νεκρός διάτρητος υπό πληγών επί σωρού εχθρικών πτωμάτων».
Στο ίδιο βιβλίο του ο Μπ. Άννινος έχει γράψει για όλους τους φιλέλληνες που κατήλθαν και αγωνίστηκαν στα πεδία των πολεμικών επιχειρήσεων της Ελληνικής Επανάστασης. Σε αυτούς από τη Δύση, που, όπως σημειώνει η Σόνια Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου (εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» Αθηνών, 22/07/2001), «δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν την οδυνηρή διαπίστωση ότι οι Έλληνες αγωνιστές της Επανάστασης απείχαν αρκετά από τα δοξασμένα πρότυπα των αρχαίων προγόνων τους», πρέπει να συμπεριλάβουμε για την Ανατολική Ευρώπη και το μεγάλο Ρώσο ποιητή Aλέξανδρο Πούσκιν, προ της αναρρήσεως στο θρόνο του Τσάρου, Νικολάου του 1ου.
O Α. Πούσκιν με υπομονή και επιμονή, στάθηκε, πάντοτε, υποστηρικτής της λευτεριάς και ανεξαρτησίας των Ελλήνων όχι μόνο με τον προφορικό του λόγο αλλά και με τον γραπτό λόγο και τη δράση του. Μέσα από πλήθος ποιημάτων και άλλων έργων του εκφράζει την υποστήριξή της Επανάστασης των Ελλήνων για το λυτρωμό από τη σκληρή μακραίωνη τυραννική σκλαβιά. O Ρώσος ποιητής, επίσης, παρακολούθησε από κοντά την έναρξη, την εξέλιξη, το δυναμισμό των επαναστατικών γεγονότων, της εξέγερσης των «Φιλικών» και του πολύχρονου ένοπλου αγώνα του λαού μας τόσο στην ηπειρωτική Eλλάδα όσο και στα νησιά, ενώ σε γράμμα του αναφέρει ότι στον κόσμο του «τίποτα δεν ήταν τόσο δημοφιλές και τόσο κοσμοαγάπητο όσο η ελληνική υπόθεση».
Βούλγαροι εθελοντές πήραν ενεργό μέρος στην Ελληνική Επανάσταση. «Άλλοι πίστευαν ότι ο αγώνας θα είχε ως αποτέλεσμα και την απελευθέρωση της δικής τους πατρίδας, άλλοι ότι ήρθε η ώρα η αποφασιστική στιγμή για την οριστική μονομαχία «υπέρ πίστεως και ελπίδος» με τον προαιώνιο δυνάστη, άλλοι πήραν μέρος στον αγώνα υπακούοντας στην επαναστατική τους ορμή· τέλος, υπήρχαν και άνθρωποι που προσχώρησαν κάτω απ’ την πίεση ποικίλων περιστατικών», όπως γράφει ο Ν. Τοντορώφ («Η Βαλκανική Διάσταση της Επανάστασης του 1821», σελ. 67).
Αρκετοί όμως ήταν και όσοι κατέβηκαν στην Ελλάδα, αλλά επιδόθηκαν στο πλιάτσικο. Επίσης, πολλοί ήσαν και όσοι έτρεφαν μίσος για τους Έλληνες λαϊκούς οπλαρχηγούς, τους συκοφαντούσαν και συνωμοτούσαν για την εξόντωσή τους.
Επιπρόσθετα, όμως, θα πρέπει να διευκρινιστεί, οπωσδήποτε, και ο μονάχα φαινομενικά φιλελληνικός ρόλος των Φιλελληνικών Κομιτάτων των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών. Το μεν Γαλλικό ήταν υποχείριο της γαλλικής κυβέρνησης και θέλησε να χειραγωγήσει την Επανάσταση των Ελλήνων. Το δε Αγγλικό, βρίσκοντας «πρόσφορο έδαφος» τη σύναψη των δανείων με τους αγγλικούς τραπεζικού οίκους, θέλησε, όπως θα ιδούμε παρακάτω, προς αγγλικό όφελος, να «καπελώσει» τον Αγώνα. Και, τέλος, τα Κομιτάτα από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης νοιάστηκαν περισσότερο πώς θα αντισταθούν στην αυστριακή και την πρωσική απολυταρχία, μ’ αποτέλεσμα να βλάψουν την Ελληνική Επανάσταση!
Εάν θέλουμε να σταθούμε και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, κάποιοι μεταξύ των φιλελλήνων συμπεριλαμβάνουν και τον Άγγλο ναύαρχο Γκ. Χάμιλτον. Δυστυχώς, όμως, ο ναύαρχος ήταν διπρόσωπος, δηλαδή την ίδια στιγμή τουρκόφιλος και φιλέλληνας, προωθώντας με «επιδέξιο τρόπο» κάθε πολιτική που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Αγγλίας και ο ίδιος διοχέτευε το μισελληνισμό του στα πληρώματα των πλοίων που κυβερνούσε ως διοικητής, στα χρόνια του Αγώνα, της αγγλικής ναυτικής μοίρας του Αιγαίου.
Γνωστός, όμως, αρχαιοκάπηλος εις βάρος της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και φανατικός μισέλληνας υπήρξε και ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα από το 1802 έως το 1822, Φ. Σ. Φωβέλ, ενώ τυχοδιωχτικό ρόλο, από το 1824, έχει να επιδείξει στην παρουσία του στην Ελλάδα και ο Γαλλικής καταγωγής στρατιωτικός Φαβιέρος.
Εκτός, όμως, από την ηθική ενίσχυση, κάποιοι απ’ όσους ξένους κατήλθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα έκρυψαν τα ιδιοτελή τους κίνητρα στην ενεργό συμπαράστασή τους στα πεδία των μαχών, καθώς εκατοντάδες εθελοντές πολέμησαν πλάι τους (βλ. Τσορτς, Κόχραν, Νόρμαν, Γόρδων, Αλμέιδα).
Υπήρξαν φιλέλληνες που θυσίασαν τη ζωή τους (ο Λόρδος Βύρων ήρθε, στις 24/12/1823, στο Μεσολόγγι, όπου και πεθαίνει στις 7/4/1824, οι Ι. Μάγερ, Φρ. Άστιγξ, Σανταρόζα κ.α.) ή υπηρέτησαν σε διοικητικούς και κοινωνικούς τομείς τα χρόνια της Επανάστασης (ο Ιταλός Γκαλλίνα βοηθά στη διαμόρφωση του Συντάγματος της Επιδαύρου/ ο Ελβετός τραπεζίτης I. Eynard).
Σχετικά, όμως, με τους Τσορτς και Κόχραν, ας γραφεί και το ότι εσκεμμένα, το 1827, απογύμνωσαν από κάθε εξουσία τους Έλληνες οπλαρχηγούς και ανέλαβαν την αρχιστρατηγία και τη ναυαρχία. Κύριος στόχος των Άγγλων τυχοδιωχτών «φιλελλήνων» ήταν, με τη συνδρομή ενός άλλου «φιλέλληνα», του Βαυαρού συνταγματάρχη Έϊντεκ, να σπρώξουν τους Έλληνες στην επιχείρηση της Ακρόπολης και της Αττικής, να συντριβούν και να καταλήξει η Επανάσταση «άθυρμα» των Δυνάμεων, που, εάν θυμηθούμε και τις δηλώσεις του Άγγλου υπουργού εξωτερικών, Άμπερντην (1828), ήθελε να περιοριστεί, με κάθε τρόπο, το ελληνικό κράτος στην Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες, δίχως την Αττική ή άλλα μέρη της Ελλάδας.
Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη ούτε η -για το θεαθήναι- οικονομική τους ενίσχυση (κάποιοι συγκέντρωναν συνδρομές για αγορά και αποστολή προς τους επαναστάτες πολεμοφοδίων, όπως η «Φιλανθρωπική υπέρ των Ελλήνων Εταιρεία» ή Societe Philanthropique en faveur des Grecs του Παρισιού, που κυκλοφορεί σχετική προκήρυξη – κάλεσμα προς τους Γάλλους για να βοηθήσουν τον αγωνιζόμενο Ελληνισμό στις 12/3/1826) στον Αγώνα. Αντίστοιχα, σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να αγνοηθεί η ευνοϊκή συμβολή μερίδας των αληθινά φιλελλήνων στη μεταστροφή υπέρ των Ελλήνων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, κυρίως μετά το 1823.
Το Μάρτη, εξάλλου, του 1823, ιδρύεται ως «παράρτημα» του αγγλικού υπουργείου εξωτερικών και το «Φιλελληνικό Κομιτάτο» του Λονδίνου, με επικεφαλής αδίσταχτους αισχροκερδείς και κερδοσκόπους (π.χ. John Bowring), που πρωτοστάτησαν στη σύναψη των κατοπινών τοκογλυφικών και ληστρικών δανείων της Επανάστασης, τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση και οι προς την εξασφάλιση δανείων απεσταλμένοι της γρήγορα (γράμμα του Ι. Ορλάνδου στον πρωθυπουργό Γ. Κουντουριώτη, 7/7/1824) αντιλαμβάνονται, αλλά, εμπρός στον κίνδυνο να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του Άγγλου υπουργού εξωτερικών, Γ. Κάννιγκ, τους κολακεύει και τους περιποιείται, μέχρις ότου, όπως νόμιζε, θα έπαιρνε στα χέρια της τα χρήματα.
Το 1825 παρουσιάστηκε έντονη φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία. Ιδρύθηκε το Κομιτάτο του Παρισιού, η «Φιλανθρωπική υπέρ των Ελλήνων Εταιρεία» και το Κομιτάτο της Μασσαλίας. Παρ’ όλη τη δύσκολη ισορροπία που είχε προκύψει από τη γαλλοαιγυπτιακή συνεργασία, οι περιορισμοί που είχαν επιβληθεί καταργήθηκαν σιωπηρά. Άλλωστε, η Ελλάδα είχε βρει θερμό υποστηρικτή στο γαλλικό κοινοβούλιο, στο πρόσωπο του Φρανσουά Ρεν Σατομπριάν.
Λίγα λόγια, όμως, αξίζει και η περίπτωση του πασίγνωστου Γάλλου συγγραφέα Βίκτωρ Μ. Ουγκώ (1802 – 1885), ο οποίος, μολονότι δεν διακρίνεται μεταξύ των πρώτων φιλελλήνων, θα αποτελέσει έναν από τους πιο ένθερμους και τους σταθερότερους υποστηρικτές της Ελλάδος. Η συλλογή του, με φιλελληνικά ποιήματα, «Τα Ανατολίτικα», εκ των οποίων «Το Ελληνόπουλο» παραμένει το πιο φημισμένο ποίημα, εξεδόθη το 1827 – 1828, αλλά συναντά μέτρια επιτυχία στην Ελλάδα.
Από τη Γαλλία, στις 25 Αυγούστου 1826, ακόμα και ο 18ετής Παύλος Μαρία Βοναπάρτης, ανιψιός του Μ. Ναπολέοντα, φθάνει στην Ελλάδα, για να λάβει μέρος στον Αγώνα. Τραυματίζεται, όμως, σοβαρότατα στην φρεγάτα “Ελλάς” τον Οχτώβρη του 1827, από μία εντελώς τυχαία εκπυρσοκρότηση του όπλου του, και λίγο αργότερα (5/12/1827) πεθαίνει μέσα στην γενική θλίψη όλων για το τραγικό συμβάν. Το σώμα του, μάλιστα, καθώς λέγεται, διατηρήθηκε στις Σπέτσες, στη Μονή του Αγίου Νικολάου επί τρία χρόνια σε ένα βαρέλι ρούμι, μέχρις ότου το παρέλαβε το Γαλλικό Ναυτικό.
Και μια και έγινε λόγος για χρήματα, ας επισημάνουμε ότι το Κογκρέσσο των Η.Π.Α., το 1826 – 1827, απέρριψε πρόταση για συμβολική αποστολή τροφίμων 50.000 δολαρίων στους ελληνικούς πληθυσμούς που λιμοκτονούσαν. Η αμερικάνικη κυβέρνηση, τότε, ανέθεσε, υπό την οργή της Κοινής Γνώμης, την αποστολή αυτή στα Φιλελληνικά Κομιτάτα, αλλά αποδείχτηκε «ελεεινής νοοτροπίας φιλανθρωπία και φαρισαϊσμός» κατά τον Κ. Σιμόπουλο. Κι αυτό γιατί «η αμερικάνικη κυβέρνηση, γράφει ο Σιμόπουλος, «απέκλεισε την αποστολή και ενός δολαρίου στην ελληνική διοίκηση για τη συντήρηση των στρατευμάτων. Μόνο αλεύρι και ενδύματα για τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα. Και η διανομή να γίνει αποκλειστικά από Αμερικανούς επιτρόπους».
Περί τα τέλη του 1823, είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται φιλελληνικά αισθήματα και στη Βόρεια Αμερική. Ανάμεσα στους κύριους εκφραστές ξεχωρίζει ο ελληνιστής, ανταποκριτής της εφημερίδας The North American Review, Edward Everett, γνώριμος του Αδαμάντιου Κοραή, με τον οποίο αλληλογραφούσε. Φωνή που υπερασπίστηκε τους Έλληνες στο Κογκρέσο στις 19 Ιανουαρίου 1824 ήταν και ο νεαρός πολιτευτής της Μασαχουσέτης, Daniel Webster.
Φιλελληνικά Κομιτάτα επί αμερικανικού εδάφους ιδρύθηκαν στη Φιλαδέλφεια, στη Νέα Υόρκη, στη Βοστόνη, με σκοπό, όπως είδαμε πριν, τη συγκέντρωση εισφορών σε τρόφιμα, ιματισμό και χρήματα. Οκτώ φορτία με φάρμακα και ιματισμό για τους άμαχους έφτασαν στο θέατρο του πολέμου, στα χρόνια 1827 και 1828. Λεπτομέρειες για τις αποστολές, στις οποίες είχαν συμμετάσχει, δημοσίευσαν οι J. Miller, H. Post και S. G. Howe, διατηρώντας ζωντανό το ενδιαφέρον των Αμερικανών.
Τέλος, συνολικά, από στοιχεία, που δημοσιεύονται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, της «Εκδοτικής Αθηνών», από την οποία και από την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Σπ. Τρικούπη και από την «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος» του Γ. Κορδάτου αντλήσαμε σημαντική «βοήθεια» για το παρόν άρθρο, ήρθαν στην Ελλάδα, από το 1821 μέχρι και το 1825, κατά εθνικότητα, οι φιλέλληνες: 342 Γερμανοί, 196 Γάλλοι, 137 Ιταλοί, 99 Άγγλοι, 35 Ελβετοί, 30 Πολωνοί, 17 Ολλανδοί και Βέλγοι, 16 Αμερικανοί, 9 Ούγγροι, 9 Σουηδοί, 8 Δανοί, 9 Ισπανοί και 33 άγνωστης εθνικότητας, συνολικά 940, από τους οποίους οι 313 έπεσαν στα πεδία των μαχών ή υπέκυψαν στις κακουχίες του πολέμου.
Δεν ήταν μόνο οι γνωστοί άνδρες φιλέλληνες που συνέδραμαν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ’21. Ήσαν και γυναίκες φιλέλληνες που πρωτοστάτησαν στην προβολή της Ελλάδας και των δικαίων της. Η Σοφία ντε Μαρμπουά (δούκισσα της Πλακεντίας), κόρη Γάλλου διπλωμάτη, η Ρωξάνδρα Στούρτζα, η αγαπημένη του Ι. Καποδίστρια, η Ρουμάνα πριγκίπισσα λόγια και συγγραφέας, Ελένη Γκίκα και η Γαλλίδα συγγραφέας και πολιτικός, Ιουλιέττα Αδάμ-Λαμπέρ ήσαν οι πιο ενεργές φιλέλληνες.
* Ο κ. Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος, Msc Πολιτισμικής Διαχείρισης και Πληροφοριακών Συστημάτων του πανεπιστημίου Κρήτης