Μεταφράζει και αποδίδει η Αντωνία Πάνου*
Ο τρέχων πληθωρισμός είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον πριν πενήντα χρόνια και απαιτεί μια βαθιά αμφισβήτηση του μοντέλου της παγκοσμιοποίησης, κρίνει ο οικονομολόγος Robert Boyer.
Θα διαρκέσει ο πληθωρισμός; Μπορεί η αύξηση των επιτοκίων να τον περιορίσει χωρίς να οδηγήσει σε συρρίκνωση της δραστηριότητας; Επαναλαμβάνεται ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970; Πρέπει οι κυβερνήσεις να ανακτήσουν τη νομισματική και δημοσιονομική ορθοδοξία το συντομότερο δυνατό;
Τόσα πολλά ερωτήματα που αμφισβητούν την ικανότητα πρόβλεψης και δείχνουν την ανεπάρκεια των γνώσεων των οικονομολόγων μπροστά σε μια άνευ προηγουμένου κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, η ανάλυση των διαδικασιών που οδηγούν στην παρούσα κατάσταση δίνει μια διάγνωση: ο πληθωριστικός αφηνιασμός είναι η έκφραση ότι έχει φθάσει σε οριακό επίπεδο η ασυνέπεια μεταξύ των διεθνών σχέσεων και της εθνικής δυναμικής. Οποιαδήποτε οικονομική πολιτική θάπρεπε να το συνεκτιμήσει.
Και όμως οι ανισορροπίες που είναι πολλές και καθοριστικές και αποκαλύφθηκαν από την πανδημία δεν έχουν ληφθεί υπόψη. Οι παγκόσμιες τιμές των μετοχών είχαν υποβαθμιστεί σιωπηλά και συνέβαλαν στη μείωση του κόστους πολλών προϊόντων. Ξαφνικά, ο Covid-19 αποκάλυψε μια ακραία εξάρτηση από την Κίνα και την Ινδία όσον αφορά τις μάσκες και τα ενεργά συστατικά για τα φάρμακα. Και αυτό το χαρακτηριστικό δεν αφορά αποκλειστικά τον τομέα της υγείας. Το 2022, η διεθνής συγκέντρωση ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, φυσικού αερίου ή ακόμα και σιταριού και αγροτικών προϊόντων απειλεί τη συνέχεια των παραγωγικών ροών.
Μόνιμη δημόσια στήριξη
Οι περιοριστικές αποφάσεις παραλύουν την οικονομική δραστηριότητα στο σημείο που επισπεύδουν την πτώση των τιμών. Το γεγονός αυτό εγείρει φόβους για είσοδο σε μια νέα περίοδο αποπληθωρισμού επειδή, για παράδειγμα, η τιμή ενός βαρελιού πετρελαίου, για μικρό χρονικό διάστημα, έγινε αρνητική.
Ωστόσο, μόλις κόπασε ο κίνδυνος για την υγεία, μια δυναμική ανάκαμψη εμφανίστηκε το 2021. Από εκεί και πέρα, τα σχέδια στήριξης έπρεπε να είναι μεταβατικά και όχι μόνιμα, αφού η αναγκαστική αποταμίευση που συνδέθηκε με την πανδημία έπρεπε να μετατραπεί σε έκρηξη της κατανάλωσης … υπό την προϋπόθεση πάντα της απομάκρυνσης του κινδύνου της πανδημίας. Η δημόσια στήριξη σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά την επιστροφή της υγειονομικής ασφάλειας.
Η εσφαλμένη διάγνωση είναι κατάφωρη στις Ηνωμένες Πολιτείες: ο όγκος της στήριξης του προϋπολογισμού και η αρχική φιλοδοξία ενός τεράστιου σχεδίου ανασυγκρότησης υποδομών υπερέβη κατά πολύ τις βραχυπρόθεσμες παραγωγικές ικανότητες.
Η εμφάνιση σημείων στραγγαλισμού των ροών είναι η πηγή της επιτάχυνσης του πληθωρισμού, ο οποίος είναι πολύ ισχυρότερος στις Ηνωμένες Πολιτείες από ό,τι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή την Ασία.
Γιατί παρά το γεγονός ότι η χώρα έχει καταστεί καθαρός εξαγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου, από την άλλη εξαρτάται πολύ από ηλεκτρονικά εξαρτήματα που εισάγονται από την Ασία, και ειδικά από την Ταϊβάν. Με αυτόν τον τρόπο, και επειδή οι παραγωγικοί κλάδοι έχουν διαταραχθεί από την πανδημία, η πληθωριστική διαδικασία που προκύπτει από το συνδυασμό κλυδωνισμών ζήτησης και προσφοράς μεταδίδεται στον υπόλοιπο κόσμο.
Η θέληση υποστήριξης του εισοδήματος των νοικοκυριών είναι ευπρόσδεκτη –ακόμη κι αν ο αδιάκριτος χαρακτήρας της βαραίνει τα δημόσια οικονομικά στις Ηνωμένες Πολιτείες– και παρόλο που δεν μειώνονται οι ανισότητες όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Αυτή η υποστήριξη έχει ως αποτέλεσμα την απόδοση μιας ορισμένης διαπραγματευτικής ικανότητας στους εργαζόμενους –στη φάση της αναδιάταξης της απασχόλησης μετά την έξοδο από την οξεία φάση της πανδημίας.
Ενώ αρκετοί ειδικοί προέβλεπαν αύξηση της ανεργίας, η τελευταία παραμένει σε χαμηλό επίπεδο αλλά το ποσοστό απασχόλησης δεν έχει επιστρέψει στην προηγούμενη κατάσταση. Σε ορισμένους τομείς, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού θέτουν στην ημερήσια διάταξη τις αυξήσεις μισθών, σε σημείο να αναζωογονούν μια ξεχασμένη εδώ και καιρό αλληλοσυσχέτιση τιμών-μισθών.
Η πλήρης χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής επιβλήθηκε επειγόντως ως απάντηση στη μεγάλη κρίση του 2008, στη συνέχεια σε εκείνη του ευρώ το 2010. Φαινόταν φυσικό να επεκταθεί το «όποιο κόστος» με αφορμή τον Covid-19. Αυτό σημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, το κράτος θα είναι ο εγγυητής για τις επιπτώσεις όλων των συστημικών κινδύνων, ακόμη και αν η διατήρηση του βιοτικού επιπέδου εξακολουθεί να αγοράζεται με πίστωση.
Έτσι, η πανδημία καθυστερεί την προοπτική εξόδου από τη διαδικασία δωρεάν χρήματος και καθιστά ακόμη πιο δύσκολο τον περιορισμό της αύξησης του δημόσιου χρέους, επειδή λίγες είναι οι οικονομίες που έχουν επιστρέψει στο επίπεδο δραστηριότητας 2019. Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο σε καιρό ειρήνης.
Η στρατηγική «μηδενικού Covid-19» στην Κίνα αυξάνει τον κίνδυνο διακοπής των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Αυτό μας υπενθυμίζει ένα προφανές γεγονός που ξεχάσαμε πολύ γρήγορα: χωρίς παγκόσμια ασφάλεια υγείας, δεν θα υπάρξει επιστροφή στην οικονομική ομαλότητα. Αυτή είναι η επιτακτική ανάγκη της παρούσας κατάστασης και υποδεικνύει τις επιλογές της οικονομικής πολιτικής. Αυτή η κατάσταση δεν είναι χωρίς συνέπειες για την παγκόσμια τάξη.
Η σημερινή διαμόρφωση των διεθνών σχέσεων δεν είναι βιώσιμη
Από τη δεκαετία του 2010, το παγκόσμιο εμπόριο δεν ήταν πλέον η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης και εμφανίστηκαν εντάσεις στις διεθνείς σχέσεις. Κορυφώνονται με την πανδημία που αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά της «παγκοσμιοποίησης».
Η ένταση των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των διαφόρων κοινωνικοοικονομικών καθεστώτων εισάγει έναν συγχρονισμό των εθνικών συνθηκών. Οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις συνειδητοποιούν την εξάρτηση από έναν μικρό αριθμό προμηθευτών που έχουν αποκτήσει σχεδόν μονοπώλιο.
Έτσι, ο συνδυασμός μιας σειράς βραχυπρόθεσμων αποφάσεων που στόχευαν στη βελτιστοποίηση του κόστους παραγωγής έχει δημιουργήσει μια μη αναστρέψιμη κατάσταση που υποθηκεύει την απάντηση στο απροσδόκητο, στην προκειμένη περίπτωση στην πανδημία.
Τίθεται η βιωσιμότητα των σχέσεων μεταξύ του εθνικού και του παγκόσμιου. Το ερώτημα τίθεται όσον αφορά τα προϊόντα υγειονομικής περίθαλψης, τα βιομηχανικά εξαρτήματα, την ενέργεια και, από τον περασμένο Φεβρουάριο, τα αγροτικά προϊόντα. Δεν πρόκειται πλέον για απλά τομεακά ατυχήματα, αλλά για πολλά σημάδια κρίσης στο διεθνές οικονομικό καθεστώς. Ο συνδυασμός των κλαδικών ελλείψεων μπορεί να μετατραπεί σε ένα διαρθρωτικά πληθωριστικό καθεστώς.
Είναι επίσης η ακύρωση της πεποίθησης ότι το διεθνές εμπόριο είναι παράγοντας ειρήνης μεταξύ των εθνών. Όπως γνωρίζουμε, αυτό ήταν το θεμέλιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η αφετηρία της εισδοχής της Κίνας στον ΠΟΕ. Ωστόσο, η επιθυμία της Ουκρανίας να έρθει πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκάλεσε την οργή της Ρωσίας, παρόλο που είναι αρκετά στενά συνδεδεμένη με τη τελευταία όσον αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Η είσοδός της στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας ανοίγει αναμφίβολα μια νέα εποχή.
Η οικονομική άνοδος της Κίνας από την άλλη μεριά, οδηγεί σε συστημική αντιπαλότητα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που επισείει σοβαρούς γεωπολιτικούς κινδύνους. Έτσι, στα προστατευτικά μέτρα προστίθεται και η αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών. Οι πόλεμοι υψηλής έντασης δεν περιορίζονται πλέον στην περιφέρεια, μπορεί να ξεσπάσουν στην καρδιά της παγκόσμιας οικονομίας. Εάν συμβεί αυτό, η σταθερότητα της παγκόσμιας τάξης δεν είναι πλέον εγγυημένη και μπορούμε να αποχαιρετήσουμε τη διαδικασία διεθνοποίησης των οικονομιών. Τα πληθωριστικά επεισόδια είναι η έκφραση αυτών των μπλοκαρισμάτων.
Η παγκοσμιοποίηση σκοντάφτει στο γεγονός ότι οι δικαιούχοι της, πεπεισμένοι για την αυτορυθμιζόμενη φύση των αγορών, δεν έχουν οικοδομήσει τα παγκόσμια δημόσια αγαθά, ούτε καν τα Κοινά. Χωρίς αυτά η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να συνεχίσει.
Η καθυστέρηση του ΠΟΥ σε σχέση με την καταστροφική φύση των πανδημιών εξακολουθεί να απειλεί ακόμα και σήμερα την επιστροφή στην οικονομική ευημερία.
Η κλιματική αλλαγή, η οποία θεωρούνταν εδώ και καιρό ως υποθετική και μακρινή απειλή, εκδηλώνεται από το 2021 με την επανάληψη πυρκαγιών, πλημμυρών, ανεμοστρόβιλων, επιταχυνόμενης ερημοποίησης, δηλαδή με όλες τις κοστοβόρες πηγές που επιβαρύνουν το επίπεδο ζωής των πιο ευάλωτων πληθυσμών. Όμως, όλα αυτά είναι παράγοντες για την επιστροφή του πληθωρισμού και οι ελλείψεις τροφίμων απειλούν τόσο την επιβίωση ορισμένων ομάδων όσο και τη νομιμότητα των πολιτικών υπεύθυνων.
Η έλλειψη προβλέψεων τιμωρεί το διεθνές εμπόριο και αποτελεί παράγοντα αύξησης του κόστους ζωής, σε αντίθεση με τον ρόλο του τις προηγούμενες δεκαετίες. Η διατήρηση των διεθνών ανοιγμάτων, ενός παγκόσμιου δημόσιου αγαθού, σαφώς απειλείται. Χωρίς να αναφερθούμε καν στη διεθνή χρηματοπιστωτική σταθερότητα που δεν έχει καμιά εξασφάλιση απέναντι στην επόμενη απότομη αλλαγή της συγκυρίας.
Όλα αυτά είναι εκφράσεις της κρίσης των διεθνών οργανισμών που κληρονομήθηκαν από την αργή διάβρωση του συστήματος του Breton Woods. Το πάγωμα της διαιτησίας του ΠΟΕ ευνοεί τις πολιτικές του ‘καθένας για τον εαυτό του’, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει επιδείνωση των ανισορροπιών και συγκρούσεων.
Θα διορθωθεί άραγε η ανεπάρκεια των δυνατοτήτων και της ανάληψης ευθυνών του ΠΟΥ πριν προκύψει η επόμενη απειλή για τη δημόσια υγεία; Θα μπορέσει η Παγκόσμια Τράπεζα να αποτρέψει τους λιμούς που κινδυνεύει να προκαλέσει ο πόλεμος της Ρωσίας; Το γεγονός ότι μια χώρα μπορεί να εισβάλει σε μια γείτονα αψηφώντας τις διεθνείς συνθήκες, χωρίς τα Ηνωμένα Έθνη να μπορούν να το αποτρέψουν, δεν είναι δραματικό λόγω του προηγουμένου που δημιουργείται; (σ.μετ. Βέβαια αυτό έχει συμβεί επανειλημμένα στο απώτερο και κοντινό παρελθόν χωρίς σημαντικές διαμαρτυρίες των Διεθνών Οργανισμών)
Έχοντας αναθέσει τη διαχείριση της παγκοσμιοποίησης σε οικονομικούς και χρηματιστικούς παράγοντες, οι πολιτικοί ηγέτες έχουν περιοριστεί στο να διαπιστώνουν την έκρηξη των ανισορροπιών.
Τελικά, οι θεσμοί που είχαν αρχικά ως λειτουργία τη διαχείριση της ευημερίας και της αφθονίας πρέπει τώρα να αντιμετωπίσουν την επιστροφή της ανεπάρκειας, εκδήλωση της οποίας είναι η επιστροφή του πληθωρισμού. Οι θεσμοί αυτοί είναι αποσταθεροποιημένοι.
Νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές: το τέλος της προχειρότητας
Από την κρίση του 2008 και εδώ, οι κυβερνήσεις δεν σταμάτησαν να απαντούν στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης με καινοτομίες που, στην πραγματικότητα, σηματοδότησαν ρήγμα με την ορθοδοξία: εξαγορά τοξικών τίτλων από τις κεντρικές τράπεζες, νομισματοποίηση κρατικών τίτλων για στήριξη προϋπολογισμών, μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια παρέμβασης, διαχείριση συστημικών κινδύνων κ.λπ., μέτρα που με αυτά απέφυγαν μιαν ύφεση αντίστοιχη με αυτή του μεσοπολέμου. Το έτος 2021 σηματοδοτεί μια ανατροπή που μόλις αρχίζει να γίνεται αντιληπτή ως τέτοια.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο εισαγόμενος πληθωρισμός είναι αυτός που κυριαρχεί και δημιουργεί προβλήματα για την ΕΚΤ, επειδή η επιρροή του στη δυναμική της παγκόσμιας ζήτησης δεν επαρκεί για να συμβάλει στη σταθεροποίησή της. Πιο θεμελιακά, ο νομισματικός περιορισμός δεν συνιστά απάντηση στις ρήξεις των παγκόσμιων αλυσίδων τιμών είναι δηλαδή ένα αρνητικό σοκ στον τομέα της προσφοράς.
Από την πλευρά τους, οι Υπουργοί Οικονομικών πρέπει να αντισταθμίσουν τις απώλειες αγοραστικής δύναμης που συνδέονται με τον πληθωρισμό, την ενέργεια και τα τρόφιμα, τουλάχιστον για τα χαμηλά εισοδήματα- χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η μετάβαση σε οικονομίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, η αδράνεια του ενεργειακού συστήματος είναι αυτή που προκαλεί πληθωριστικές εντάσεις. Δεδομένης της απώλειας αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, η διεύρυνση του ελλείμματος των δημόσιων οικονομικών έρχεται σε μια στιγμή που η Fed αποφάσισε να αυστηροποιήσει την πολιτική της, οδηγώντας σε πτώση του ευρώ έναντι του δολαρίου δημιουργώντας πρόσθετη πηγή πληθωρισμού.
Σπάνια οι αρχές χρειάστηκε να ανταποκριθούν σε τόσες πολλές επιταγές με περιορισμένο αριθμό μέσων:
Έλεγχο του πληθωρισμού για να αποτραπεί η έναρξη ενός φαύλου κύκλου τιμών-μισθών χωρίς ταυτόχρονα να επιταχυνθεί η πτώση της δραστηριότητας. Συνέχιση της διευκόλυνσης χρηματοδότησης επίμονων δημόσιων ελλειμμάτων χωρίς να χαθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματοδοτών· Αύξηση των επιτοκίων όχι πολύ γρήγορα -για να αποφευχθεί η επιτάχυνση μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης-, ούτε και πολύ αργά έτσι ώστε να μην χαθεί ο έλεγχος του πληθωρισμού· Κοινωνικοποίηση του κόστους προσαρμογής στη νέα ενεργειακή κατάσταση χωρίς να επιβραδυνθεί η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής· Μείωση των ανισοτήτων με παράλληλη διατήρηση των δαπανών που αφορούν το μέλλον για την εκπαίδευση, την έρευνα και τις υποδομές.
Το να σταθούμε υπεράνω αυτών των διλημμάτων φαίνεται όλο και πιο δύσκολο. Ποιος μπορεί να προβλέψει την έκβαση μιας σκληρής χρηματοπιστωτικής κρίσης που επιφέρει η οικονομική συγκυρία;
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η διαδοχή από κερδοσκοπικές φούσκες που αφορούσαν τη νέα οικονομία, η τιτλοποίηση τοξικών δανείων ακίνητης περιουσίας και στη συνέχεια πρώτων υλών, επέτρεψαν να αντισταθμιστεί η τάση προς μείωση της ανάπτυξης. Όλες οι φούσκες κατέληξαν να διαρρηγνύονται και να δικαιολογούν όλο και πιο μαζικές δημόσιες παρεμβάσεις.
Τον περασμένο Μάιο, ήταν οι χρηματιστηριακές τιμές των Gafam (Google,Apple, Facebook, Amazon, Microsoft) που κατέγραψαν μια πρώτη διόρθωση. Τι θα συμβεί αν ο καπιταλισμός της πλατφόρμας δεν είναι πλέον η πυξίδα σε σχέση με την οποία λαμβάνονται οι επιχειρηματικές αποφάσεις; Στη σπείρα οικονομικής κρίσης – κρατικής παρέμβασης – κρίσης, μήπως το έτος 2022 πρόκειται να ορίσει μια πιθανή μεταστροφή;
Οι τρεις κύριες ζώνες της παγκόσμιας οικονομίας διερευνούν τροχιές αντιτιθέμενες που βασίζονται σε διαφορετικές οικονομικές δομές και πολιτικές επιλογές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ομοσπονδιακή Αποθεματική Τράπεζα των ΗΠΑ πρέπει να προλάβει να καλύψει την καθυστέρησή της ως προς την αναγνώριση της σοβαρότητας των πληθωριστικών πιέσεων, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται τον κίνδυνο απότομης ύφεσης της δραστηριότητας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η επείγουσα ανάγκη είναι διαφορετική, διότι τα σχέδια αναθέρμανσης της οικονομίας ήταν εδώ πιο μετριοπαθή: πρέπει να επιστρέψουμε στα ίδια κριτήρια για τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος ή πρέπει αυτά να τεθούν υπό αμφισβήτηση;
Τέλος, η Κίνα προσπαθεί να αναχαιτίσει την οικονομική επιβράδυνση που συνδέεται με την ανάκαμψη της πανδημίας και τους περιορισμούς που συνεπάγεται η στρατηγική «μηδενικού Covid-19», διευκολύνοντας την επενδυτική πίστωση. Οι εκδηλώσεις της κρίσης είναι πολύ διαφορετικές: από τον Μάιο του 2021 έως τον Μάιο του 2022, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 8,3% στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά 7,4% στη ζώνη του ευρώ, αλλά μόνο κατά 2,1% στην Κίνα.
Το 2022 δεν είναι επανάληψη του 1973 ή του 1979
Η σύγκριση μεταξύ του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970 και της σημερινής κατάστασης είναι δελεαστική. Η αγοραστική δύναμη των χωρών εισαγωγής φυσικού αερίου και πετρελαίου καθαιμάσσεται από τη μεταφορά εισοδήματος που μεταφέρεται στις χώρες παραγωγής που το αποθησαυρίζουν. Είναι ένας τυπικά στασιμοπληθωριστικός μηχανισμός: πληθωρισμός και συρρίκνωση της ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο. Η απότομη αναπροσαρμογή των σχετικών τιμών πυροδοτεί αναθεώρηση των ενεργειακών επιλογών και νέες κατευθύνσεις για καινοτομία. Ωστόσο, οι διαφορές είναι σημαντικές.
Οι ελλείψεις δεν αφορούν πλέον μόνο την ενέργεια, αλλά και ορισμένα συστατικά στοιχεία – κλειδιά του τομέα της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών, βασικά γεωργικά προϊόντα ακόμα και εμβόλια για τις πιο φτωχές χώρες. Αύριο, μπορεί να είναι το νερό ή οι γεωργικές γαίες που θα μπορούσαν να βρεθούν στο επίκεντρο διεθνών συγκρούσεων.
Το καθεστώς των εργαζομένων δεν είναι πλέον αυτό που κληρονομήθηκε από την ένδοξη μεσοπολεμική δεκαετία του Τριάντα. Στη δεκαετία του 1970, οι μισθοί αναπροσαρμόστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη βάση των τιμών, κάτι που δεν ισχύει πλέον μετά από αρκετές δεκαετίες απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Ως αποτέλεσμα, το κόστος του πληθωρισμού δεν το επωμίζονται πλέον οι εταιρείες αλλά οι εργαζόμενοι, εκτός και αν –όσο η ανεργία παραμένει περιορισμένη– καταφέρουν να εισακουστούν τα αιτήματά τους.
Το γεγονός ότι οι διακοπές στην οργάνωση των παραγωγικών διαδικασιών είναι παγκόσμιες θα έπρεπε να παροτρύνει στη σύνεση. Θα μπορούσε ο πληθωρισμός να είναι ένα χαρακτηριστικό αυτών των νέων κανονισμών που επιβάλλει η ανεπάρκεια.
Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελάχιστα προικισμένη με ενέργεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ και μια δεκαετία, έχουν γίνει εξαγωγείς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ως εκ τούτου, στις ΗΠΑ η απότομη άνοδος των τιμών της ενέργειας περιορίζεται στην ανακατανομή του εισοδήματος μεταξύ των εγχώριων τομέων και όχι με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι συνθήκες διαπραγμάτευσης με τις χώρες παραγωγής αλλάζουν.
Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις δεν θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τον τρέχοντα πληθωριστικό κίνδυνο χωρίς μια νέα «στιγμή Volker», δηλαδή μια απότομη άνοδο των επιτοκίων, ακόμη και αν αυτό σημαίνει επιτάχυνση της ύφεσης.
Μια μεγάλη κρίση που απαιτεί θεωρητική επικαιροποίηση
Τέλος, δεδομένου ότι το εγχείρημα μιας ολοκληρωτικής παγκοσμιοποίησης βρίσκεται σε παρακμή, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη η τάση για κατακερματισμό των διεθνών σχέσεων. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα για περιορισμό των διαδικασιών ολοκλήρωσης σε περιφερειακό επίπεδο και όχι πλέον σε παγκόσμιο. Από αυτή την άποψη, η ταχύτητα ολοκλήρωσης που προωθείται από την Περιφερειακή Συνολική Οικονομική Εταιρική Σχέση (RCEP) στην Ασία έρχεται σε αντίθεση με την επιφυλακτικότητα της προόδου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία χαρακτηρίζεται από αντιφατικές αντιλήψεις. Ωστόσο, σε αυτό το επίπεδο θα πρέπει να αναδυθούν αρμόζουσες πολιτικές – απαντήσεις σε μια μεταβαλλόμενη εποχή.
Αντιμέτωποι με την πολυπλοκότητα των διαδικασιών, είναι δελεαστικό να επικαλεστούμε ότι το έτος 2022 δεν είναι τίποτε περισσότερο από την επιστροφή σε δύο ξεχασμένες προφανείς συγκυρίες: ότι δηλαδή από τη μία ο πληθωρισμός δεν είναι παρά η συνέπεια της διόγκωσης του ισολογισμού των κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με τη μονεταριστική θεωρία, από την άλλη ότι οι ελλείψεις είναι μόνο η έκφραση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης και θα επιλυθούν από μόνες τους.
Υπάρχει όμως και άλλη ερμηνεία. Στη δεκαετία του 1970, η επιτάχυνση του πληθωρισμού σηματοδότησε την είσοδο στην κρίση του μεταπολεμικού καθεστώτος.
Σήμερα, είναι μάλλον ο προάγγελος της αναζήτησης ενός καθεστώτος ικανού να ξεπεράσει τις ασυνέπειες ανάμεσα στις εθνικές δυναμικές και τα κενά στις διεθνείς σχέσεις που κληρονομήθηκαν από μια αυτορυθμιζόμενη παγκοσμιοποίηση.
Ο Robert Boyer είναι διευθυντής έρευνας στο CNRS, διευθυντής σπουδών στο EHESS και ερευνητής στο Cepremap.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 07.06.2022 στη διαδικτυακή έκδοση των Alternatives Économiques
*Η Αντωνία Πάνου είναι αρχιτέκτων-ερευνήτρια