Ομιλία στη συγκέντρωση μνήμης για το Γιώργο Μανιάτη, την Πέμπτη 4 Απριλίου 2024 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Κομματιάσαμε το Γιώργο στα επί μέρους τμήματα του, τα οποία συγκροτούν ωστόσο το όλο εκείνο που γνωρίσαμε. Πολύπλευρο, ουσιαστικό, σύνθετο.
Σε μένα ανατέθηκε ο ρόλος να μιλήσω για την πολιτική πλευρά του.
Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να αναζητήσω το στοιχειώδες και πιο σημαντικό στην πολιτική στάση: Η συμφωνία θεωρίας και πράξης, λόγου και έργου, ιδεών και δράσης, σύλληψης και ενέργειας.
Ήδη η παράθεση των λέξεων συμπεριλαμβάνει την σύγκρουση των αντιθέτων και τη διαλεκτική τους σύνθεση. Οπότε για καθέναν μας το κριτήριο είναι το πως και πόσο μπόρεσε και μπορεί να εκφράσει αυτή τη διαλεκτική σχέση.
Συνεπώς δεν αναζητούμε αγιότητες αλλά πραγματικούς ανθρώπους που μέσω των πολλαπλών αντιθέσεων τους συνθέτουν τις προσωπικότητες στις οποίες οι συγκαιρινοί και οι επόμενοι μπορούν να ακουμπάνε, προσδοκώντας συναίσθημα και απαντήσεις.
Το κείμενο, μεθοδολογικά, χωρίζεται σε τρία μέρη: Πολιτική θεωρία, η εφαρμογή της και η πράξη της (με την έννοια της προσωπικής δράσης).
Α. Η πολιτική θεωρία
Σε όλο του το συγγραφικό έργο τον απασχολεί η πολιτική θεωρία και πράξη, η σχέση με την ηθική συνείδηση και με την ιστορία. Με τη χειραφέτηση και την κομμουνιστική απελευθέρωση του ανθρώπου.
Τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά είναι από το βιβλίο του: Η διαλεκτική της χειραφέτησης (εκδόσεις Στοχαστής).
«Η αναζήτηση της σχέσης της πολιτικής με την ηθική έχει ως βασική προϋπόθεση αφενός την επανεξέταση της ίδιας της φύσης της πολιτικής, αφετέρου την αποδοχή της δυνατότητας αυτής της σχέσης, της δυνατότητας δηλαδή να ρυθμίζεται η πολιτική από ηθικές αρχές και να στοχεύει σε ηθικά ιδεώδη».
«Το τι ορίζουμε ως πολιτική εκφράζει και το πως βλέπουμε την κοινωνική πραγματικότητα, τις σχέσεις των ανθρώπων, τη φύση, τις μορφές και τα όρια της εξουσίας… Η ανάγκη επαναπροσέγγισης του πολιτικού φαινομένου και προσδιορισμού του περιεχομένου της πολιτικής είναι και σήμερα, ή καλύτερα ιδιαίτερα σήμερα, μεγάλη».
«Η πανανθρώπινη ηθική δεν αποτελεί μια προσχηματισμένη, δεοντολογική επιταγή – ένα είδος καντιανής κατηγορικής προσταγής – αλλά τελικό προϊόν μιας ιστορικής διαδικασίας. Όχι ως αδήριτη βεβαιότητα αλλά ως δυνατότητα. Ακριβώς αυτή η αίσθηση της ενδεχομενικότητας, (δηλαδή) της δυνατότητας, που ενδέχεται να μην πραγματωθεί, συγκροτεί το πραγματικό πεδίο της ηθικής, των ηθικών επιλογών, των διλημμάτων και των συγκρούσεων. Η ιστορία δεν κινείται μόνη της. Είναι συνισταμένη των δρώντων προσώπων με τις ταξικές, πολιτισμικές, ψυχοσυναισθηματικές οριοθετήσεις τους…
Εδώ, η γοργή αλλαγή καταστάσεων όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά αντιθέτως απαιτεί την ανάγκη υπολογισμού της γενικής προοπτικής της κοινωνίας, των γενικών νομοτελειών της κοινωνικής ανάπτυξης, που η γνώση τους δίνει το μοναδικό σωστό νόημα ώστε να μη χαθεί στα κοιλώματα και στα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας. Η σχέση στρατηγικής και τακτικής στην πολιτική συμπυκνώνει ακριβώς αυτή τη διαδικασία.
Αυτή η αντίληψη, πυρηνική στο μαρξισμό, καθορίζει τη σχέση θεωρίας και πολιτικής καθώς και τη σχέση πολιτικής και ηθικής».
Θα κάνω εδώ μια μικρή επέμβαση, σχόλιο:
Η τακτική επιδιώκει την άμεση υλοποίηση κάποιων αιτημάτων, στόχων.
Αν επιτευχθούν η αυθόρμητη τάση των ανθρώπων είναι να κουρνιάσουν σ’ αυτό που έχει κερδηθεί.
Όμως η αντίπαλη πολιτική, η κυρίαρχη, επιδιώκει, με πρώτη ευκαιρία να τα πάρει πίσω.
Από εδώ προκύπτει η ανάγκη για συνέχιση της πάλης, για διεύρυνση των κατακτήσεων, για μια συνολική ανατροπή, που θα κάνει μόνιμη τη νίκη.
Αυτό είναι στην ουσία η σύνδεση της τακτικής με τη στρατηγική. Ασφαλώς το πιο δύσκολο θεωρητικό και πολιτικό ζήτημα του κομμουνιστικού κινήματος.
Ίσως το πιο σημαντικό:
«Ο Μαρξ εμφατικά τονίζει πως συγκεκριμένη μεθοδολογική και οντολογική αφετηρία αλλά και συγκεκριμένο τέλος, έσχατος ηθικοπολιτικός σκοπός της ιστορικής κίνησης είναι η κοινωνική ατομικότητα, η ανθρώπινη προσωπικότητα εν αναπτύξει, η χειραφετημένη προσωπικότητα.
Στο επίπεδο της ηθικής πράξης του ατόμου ο αυθεντικός μαρξισμός κατανοεί την οπωσδήποτε βραχυπρόθεσμη υποχώρηση του ατομικού, στο όνομα μιας εξελισσόμενης και αναπτυσσόμενης συλλογικότητας, που, σε μια όντως αντιφατική αλλά γόνιμη διαδικασία, θα ξεπερνάει τον άμορφο χαρακτήρα της και θα επιτρέπει τη δυναμική έκφραση της ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν πρόκειται για διάλυση της ατομικότητας σε μιαν αφηρημένη συλλογικότητα, ούτε για την παράκαμψη της συλλογικότητας, ως πραγματικής κοινωνικής αξίας-βάσης της αλληλεγγύης, υπέρ μιας αφηρημένης ατομικότητας, αλλά για την υπέρβαση των αφηρημένων προσδιορισμών τόσο του συλλογικού όσο και του ατομικού στο επίπεδο της σύνθετης, ανοιχτής και δρώσας κοινωνικής προσωπικότητας…
Το πραγματικά δραστήριο ανθρώπινο άτομο δεν είναι κάτι που αναιρείται μόλις διατυπωθεί, αλλά απαιτεί συγκεκριμένη σχέση συγκεκριμένων ανθρώπων, που συνεχίζεται και απαιτεί την επιβεβαίωσή της σε κάθε μορφή κοινωνικής συμβίωσης, θεσμό όργανο, συλλογικό μόρφωμα. Το δικαίωμα στην ατομικότητα είναι το κατεξοχήν αναφαίρετο δικαίωμα της ανθρώπινης προσωπικότητας και μόνον χάριν αυτού μπορεί να κατανοηθεί η σχέση προσωπικής και συλλογικής ηθικής ευθύνης».
«Ο κομμουνισμός δεν αποτελεί απλά περιγραφή της μελλοντικής αταξικής κοινωνίας, ούτε μόνο το «πραγματικό κίνημα» που καταλύει τις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες και διαιρέσεις, αλλά δεσμευτική ηθική αρχή, καθολικού κύρους, αφού προϋποθέτει ελεύθερα και ίσα ανθρώπινα άτομα». σ. 317
«Ο Μαρξ όχι μόνο δεν αρνείται το ανθρώπινο άτομο, αλλά το θεωρεί τόσο ως την πραγματική αφετηρία της ιστορικής κίνησης όσο και το ηθικό τέλος της κοινωνικοπολιτικής πράξης. Η διαφορά του από τις ατομικιστικές θεωρήσεις έγκειται στο ότι κατανοεί την ατομικότητα ως κοινωνικά προσδιορισμένη, ως άμεσα και άρρηκτα δεμένη με την κοινωνική της φύση και ως διαλεκτικά αναπτυσσόμενη εντός ενός υπό συνεχή κοινωνική διαμόρφωση περιβάλλοντος. σ. 331
«Η ελευθερία συνδέεται διαλεκτικά με την αναγκαιότητα. Είμαι ελεύθερος στο βαθμό που κατανοώ τη νομολογική αναγκαιότητα που καθορίζει εντέλει τη θέση και τη συμπεριφορά μου ως κοινωνικού όντος… Η «θετική» έννοια της ελευθερίας, η «ελευθερία να πράξω…» έχει σαφώς ουσιαστικότερη σχέση με την ηθική, αφού έτσι προκύπτουν ηθικά διλήμματα, τα οποία συνδέονται με συγκρούσεις ή παραβιάσεις που εμπεριέχει η ανθρώπινη δράση.
Για τον Μαρξ η ελευθερία, όχι ως αφηρημένη έννοια, αλλά ως συγκεκριμένη ιστορικοινωνική πραγμάτωση, αποτελεί έσχατο σκοπό της κοινωνικοπολιτικής δράσης… Η κατανόηση της αναγκαιότητας του ιστορικού γίγνεσθαι, δεν αναιρεί την ατομική συμβολή σ’ αυτό ούτε την ατομική ευθύνη».
«Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα ηθικά μας διλήμματα είναι προσωπικός. Η ύπαρξη δεσμευτικών ηθικών κανόνων δεν οδηγεί στην απευθείας, αυτονόητη αυτοδέσμευσή μας σ’ αυτούς. Αξιολογούμε κάθε φορά τις ηθικές αρχές, όπως αξιολογούμε και την προσωπική μας αντοχή απέναντι στα συγκεκριμένα προβλήματα».
Β. Η εφαρμογή της θεωρίας
«η μετάβαση από την επιστημονική διαπίστωση στην πολιτική πράξη συνιστά ηθικό πρόβλημα».
Όπως έγραφε ο Αντ. Γκράμσι «Το να συμμετέχει κανείς σ’ ένα κίνημα σημαίνει να αναλαμβάνει ένα μέρος από την ευθύνη των γεγονότων που προετοιμάζονται, να γίνεται ο άμεσος δημιουργός αυτών των γεγονότων».
Παρατηρήσεις, όπως τις τιτλοφόρησε «προεισαγωγικές» σχετικά με ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα, σε σημειώσεις για μια σχετική συζήτηση που δεν έγινε (οι υπογραμμίσεις είναι δικές του):
«1. Να επισημανθεί η σχετική αυτοτέλεια του Κόμματος από την κοινωνικοπολιτική συγκυρία: δεν την ακολουθεί παθητικά αλλά ούτε και την αγνοεί. Την εμπεριέχει στο γενικό του οργανωτικό σχέδιο. Υπάρχουν ορισμένες αρχές που καθορίζουν το περιεχόμενο ενός κομμουνιστικού κόμματος και αυτές κρίνονται και αξιολογούνται στην κοινωνικοπολιτική πράξη.
- Η αποφυγή αναζήτησης της μοναδικότητας (ένα είναι το κόμμα) – επιδίωξη επικοινωνίας και αλληλοκριτικής με όλες τις άλλες κομμουνιστικές-εργατικές οργανώσεις. Καθορισμός των όρων αυτής της επικοινωνίας.
- Η διαδικασία συγκρότησης ενός κόμματος πρέπει να παίρνει υπόψη το κάθε φορά επίπεδο ενός δικτύου επικοινωνίας και πληροφόρησης (κάθετης και οριζόντιας). Το ποιους εκφράζει, που και πως απευθύνεται
»Δεν πρόκειται για ιδρυτική συζήτηση σχετικά με την αναγκαιότητα πολιτικής κομμουνιστικής οργάνωσης αλλά για μια διαδικασία καθορισμένη από το θετικό και αρνητικό βάρος της ιστορίας. Μια διαδικασία γεμάτη επιφυλάξεις και αναστολές. Είμαστε αντιμέτωποι με την ιστορία μας τόσο ως κομμάτι της όσο και ως κριτικοί αποτιμητές της.
Η απολυτοποίηση είτε του θετικού είτε του αρνητικού βάρους της ιστορίας οδηγεί ή στη δογματική προσήλωση των παγιωμένων οργανωτικών μορφών ή στην άκριτη απόρριψή τους.
Το τι θα είναι κομμουνιστικό πολιτικό υποκείμενο της εποχής μας, το κόμμα, είναι ένα θεωρητικό και πολιτικό εγχείρημα που δεν λαμβάνει χώρα σε κενό ιστορικοπολιτικό χώρο.
Η συζήτηση για το κόμμα προϋποθέτει την αναγνώριση της ιστορικής αναγκαιότητας και της δυνάμει επικαιρότητας της προλεταριακής επανάστασης. Διαφορετικά καταλήγει σε ακαδημαϊκή συζήτηση, με τη στείρα σημασία του όρου, και σε μια συμβολαιογραφική αντίληψη για τη μετονομασία υπαρχουσών πολιτικών οργανώσεων σε κομμουνιστικές.
Η αναγκαιότητα του κόμματος δεν ταυτίζεται με τη συγκεκριμένη μορφή του «κόμματος νέου τύπου» ούτε, όμως, και με «ρευστές» οργανωτικές αρχές που περισσότερο εκφράζουν αμηχανία κα έλλειψη πολιτικής αποφασιστικότητας. Ερώτημα: μετασχηματίζεται το «κόμμα νέου τύπου»; Αν ναι, σε ποιες αρχές του;
»Το οργανωτικό πρόβλημα αποτελεί ένα βαθύτατα φιλοσοφικό και, επομένως, για το μαρξισμό πολιτικό ζήτημα. Συμπυκνώνει και καταδείχνει θεμελιακές σχέσεις και αντιθέσεις:
ατομικό και συλλογικό
συνειδητό και αυθόρμητο
μορφή-περιεχόμενο
σε πολιτικό επίπεδο:
δημοκρατία/πειθαρχία/συγκεντρωτισμός
πρωτοπορία-μάζες
Σχολιάζει τη συμπεριφορά των Μαρξ, Ένγκελς σχετικά με τη συγκρότηση του κόμματος της εργατικής τάξης και σημειώνει, μεταξύ άλλων:
«Για τους Μ-Ε, οι σεχταριστικές οργανώσεις χαρακτηρίζονται από την αυστηρή τους προσήλωσή σε παγιωμένες και αναλλοίωτες οργανωτικές μορφές.
-Το κοινό οργανωτικό σχέδιο των Μ-Ε αφορά μεγάλης κλίμακας δημόσιες οργανώσεις με δημοκρατική εσωτερική δομή που μπορούν να εκφράζουν το πραγματικό κίνημα.
-Οι μικρής κλίμακας οργανώσεις είναι «εφήμερες» και οδηγούνται στο σεχταρισμό (που πολλαπλασιάζεται όταν αυτές διασπώνται). Το μικρό συγκρίνεται με το μικρό ή το μικρότερο (π.χ. σήμερα).
– Το πρόβλημα οργάνωσης ενός επαναστατικού κόμματος μπορεί να προσεγγιστεί μόνο από μια θεωρία της επανάστασης.
-Το πρόβλημα της υποκειμενικότητας στην ιστορία που θέτει η ίδια η πραγματικότητα σε διάφορα επίπεδα και μορφές».
Τελική πρόταση-σχέδιο, το τιτλοφορεί «Η σημερινή μας προσέγγιση»:
«1. Ανασυγκρότηση της μαρξιστικής παράδοσης μέσω της ιστορικής πείρας, της γνώσης των επιχειρημάτων της, της κατανόησης του σήμερα, της πραγματικής εκτίμησης των δυνατοτήτων του εργατικού κινήματος.
- Αναζήτηση απαντήσεων σε σύγχρονα φαινόμενα με πρωτόφαντο χαρακτήρα, από τη σκοπιά πάντοτε τη εργατικής τάξης.
- Ανάλυση και διάδοση της εργατικής δημοκρατίας με διάφορους θεσμούς και στον καπιταλισμό.
- Λειτουργία κόμματος- εμβρυακή μορφή της μελλοντικής κοινωνίας. Ατομικό/συλλογικό/προσωπικότητα».
Γ. Η πράξη
Ακριβώς πάνω σε αυτές τις σκέψεις βάσισε την πολιτική του συμπεριφορά, την συνεχή αναζήτηση της προοπτικής, του ιστορικού στην καθημερινή πολιτική πράξη.
Εικόνα:
Νοέμβρης 1989, ένα κατά τα άλλα γλυκό απόγευμα, κατά το οποίο κληθήκαμε εκτάκτως, όσοι βρεθήκαμε στο τηλέφωνο (τα κινητά ήταν ακόμη ρεαλιστική φαντασία) να συνεδριάσουμε ως Κ.Ε. του ΚΚΕ στα γραφεία της οδού Μπουμπουλίνας και να αποφασίσουμε, πως θα πρωταγωνιστήσουμε στη συγκρότηση της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα. Ύστερα από το 1944, για πρώτη φορά η κομμουνιστική Αριστερά θα έπαιρνε μέρος στην κυβέρνηση.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ένοιωθε το τρυφερό άγγιγμα των αστικών επιτελικών κέντρων, «για πρώτη φορά το Κόμμα γίνεται το επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων» δήλωνε ο Χαρ. Φλωράκης. Αυτών των εξελίξεων.
Συγκεντρωθήκαμε σε μια συνεδρίαση που δεν επέτρεπε συζήτηση. Ήταν απλώς να επικυρώσουμε την ήδη ειλημμένη από τον Χαρ. Φλωράκη και το στενό επιτελείο του, απόφαση.
Ο Γιώργος διεκδίκησε το λόγο και μίλησε. Σήκωσε το βάρος όλης της αντίθεσής μας. Ήδη είχαμε διαφωνήσει στο κοινό πόρισμα, είχαμε διαφωνήσει στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και τώρα βρισκόμαστε στην κορύφωση του «ιστορικού συμβιβασμού».
Όρισε με την ομιλία του – την οποία επέβαλε, ξαναλέω, έναν κόντρα ρόλο σε σχέση με την ηπιότητα που εξέπεμπε, παρά τους εσωτερικούς βρασμούς του – τη στάση όλων που είχαμε συνταχθεί σε αυτή την αντίθεση. Για να εισπράξει τη βιαιότατη αντίθεση από τον Χ.Φ. και από εκείνους που είχαν συνταχθεί τότε με την απόφαση.
Ας μείνει η εικόνα αυτή για να περιγράψει με την πιο χαρακτηριστική ακρίβεια την διαδρομή του, ως ανθρώπου της θεωρίας και της πράξης. Εκείνου που θεωρεί πως η πράξη είναι η συνέχεια, η συνέπεια και η επαλήθευση της θεωρίας.
Συνεπώς της πολιτικής πράξης.
-Είναι το αντίστοιχο εκείνου που είπε ο Γ. Γράψας στον Χαρ. Φλωράκη «και φυσικά δεν θα υπακούσω».
Εντάχθηκε στο ΚΚΕ και αποχώρησε το 1989, μαζί με ακόμη 14 μέλη της Κ.Ε.. Συμμετείχε στο ΝΑΡ και αποχώρησε μένοντας δίπλα έως ότου συνήργησε στην προσπάθεια υπέρβασης με τη συγκρότηση τη Πολιτικής Κίνησης για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο από το οποίο πήρε, εν συνεχεία αποστάσεις, αν και συμμετείχε με τον δικό του τρόπο.
Έζησε μέσα σε ένα ηθικοπολιτικό σύμπαν όχι έξω αλλά εντός της ιστορικής κοινωνικής εξέλιξης και αναζήτησης. Όχι ως παρατηρητής και αξιολογητής αλλά ως δρων. Οι εντάξεις και οι αποστάσεις είχαν αυτό το ουσιαστικό κριτήριο.
Ζήσαμε μια εποχή μεγάλων ανατροπών, δυστυχώς όχι εκείνων που οραματιστήκαμε και επιδιώξαμε. Και είναι δύσκολο να σταθείς αποφασιστικά, σταθερά και ήρεμα μέσα σε αυτόν τον κατακλυσμιαίο μετασχηματισμό των πάντων.
Ας ακουστεί σαν ένας χαιρετισμός (ή αποχαιρετισμός) στην εποχή μας αυτό που γράφει ο Τσαρλς Ντίκενς στην Ιστορία δυο πόλεων:
«Ήταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του – κοντολογίς, η περίοδος εκείνη έμοιαζε τόσο με τη σημερινή, ώστε πολλοί από τους πιο ευθαρσείς μελετητές της επέμεναν πως δεν μπορούσε παρά να γίνεται σύγκριση στον υπερθετικό και μόνο βαθμό ανάμεσα στις δύο, τόσο για τα καλά όσο και για τα κακά τους.
Στο θρόνο της Αγγλίας υπήρχε ένας βασιλιάς με μεγάλο πιγούνι και μια βασίλισσα με ασήμαντο παρουσιαστικό (ο Γεώργιος Β΄ και η Σαρλότ-Σοφία), στο θρόνο της Γαλλίας υπήρχε ένας βασιλιάς με μεγάλο πιγούνι και μια βασίλισσα με ξεχωριστό παρουσιαστικό (ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ και η Μαρία Αντουανέτα . Και στις δύο χώρες οι κλειδούχοι πίστευαν ακράδαντα πως, γενικά, τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα για πάντα.
Είμαστε στο Σωτήριον Έτος χίλια εφτακόσια εβδομήντα πέντε» (Κάρολος Ντίκενς, Ιστορία δύο πόλεων).
Είμαστε ακόμη στο σωτήριο έτος 1775, και περιμένουμε το 1789 ή το 1917 ή το δικό μας τέλος πάντων. Αλλά σα να ξαναζούμε τις εποχές, που είναι οι καλύτερες και οι χειρότερες.
Εδώ τοποθετήσαμε τους καλύτερους ανθρώπους της γενιάς μας. Που πίστεψαν, δόθηκαν, μάτωσαν και έμειναν ιδανικοί εραστές της προσδοκίας.
Μας έτυχε η δύστηνος μοίρα να μετράμε αναχωρήσεις και να κάνουμε απολογισμούς (ο Γιώργος ίσως είναι η πιο πρόσφατη) και η ευτυχής μοίρα να καταλογίζουμε τους αναχωρήσαντες στο παρόν, σα να μη λείπουν ακριβώς, καθώς συγκροτούν ένα σώμα γνώσης ικανό για να τροφοδοτεί τις καλύτερες ημέρες.
Όπως έγραφε ο Τάκης Σινόπουλος: «Γιατί αρνούμαι το θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον καταλάβουμε και τελειώνει – τελειώνει; – πολύ αργότερα απ’ ό,τι υποθέτουμε».